Ο Καπετανάκης - Καταστράφηκα

Επίσης στιχουργικα εχει παρει και απο την παράδοση της Ρόδου: “Τα μελιτζανια να μην τα βαλεις πια”

Γιατί μόνο η Ρόδος έχει τα μελιτζανιά ?
Δε νομίζω

Πράγματι, είναι ουσιαστικά το ίδιο τραγούδι.

1 «Μου αρέσει»

Ο Καπετανάκης δεν είναι συμπαθές τραγούδι. Όσο έτρεμαν οι παλιοί ρεμπέτες τον ίδιο τον Καπετανάκη, τόσο τρέμουν οι σημερινοί τον θαμώνα που θα έρθει να το ζητήσει παραγγελιά.

Κατά τη γνώμη μου είναι ένα αξιόλογο και ενδιαφέρον τραγούδι, που έχει καεί αφενός από τις ακαλαίσθητες ηχογραφήσεις του '70 και αφετέρου από το κοινό στο οποίο έχει απήχηση.

Το γεγονός ότι είναι συρτό είναι περίεργο. Δεν υπάρχουν ρεμπέτικα συρτά (μια-δυο εξαιρέσεις σαν τον Ζέππο δεν το αναιρούν αυτό). Αλλά ούτε έχουμε συνηθίσει και τραγούδια με τέτοια θεματολογία που να είναι κάτι άλλο εκτός από ρεμπέτικα.

Διαβάζω στο Sealabs:

Η μελωδία είναι δανεισμένη από παραδοσιακό τραγούδι της Σμύρνης.

Δεν ξέρω από πού τεκμηριώνεται αυτό. Όχι πως φαίνεται απίθανο -η δομή του σκοπού παραπέμπει στο ευρύτερο Ανατολικό Αιγαίο- αλλά, αν υπάρχει ηχογράφηση πραγματικού παραδοσιακού τραγουδιού, σμυρναίικου ή άλλου, μ’ αυτό τον σκοπό, θα ήθελα πολύ να την ακούσω.

Αμέσως μετά, συνεχίζω να διαβάζω:

Την ίδια μελωδία χρησιμοποίησε ο Ροβερτάκης και στο τραγούδι «Να 'ταν η θάλασσα στεριά» (Ζαγοραίος).

Δυστυχώς το Σήλαμπς δεν είναι πλούσιο σε Ζαγοραίο. Βρήκα το τραγούδι στο ΥΤ, και φυσικά είναι χάλια, αλλά παραμένει ενδιαφέρον. Πάντως το γύρευα στο Σήλαμπς για να δω στοιχεία, και δεν το βρήκα. Στο ΥΤ υπάρχει μόνο ένα σχόλιο, «1966,μαζι του η Ζωη Ζαγοραιου». Το «Καταστράφηκα» είναι του 1957, και ο Καπετανάκης δεν ξέρω ακριβώς (ούτε αυτός είναι στο Σήλαμπς - τι σόι ρεμπετοσελίδα είναι πια αυτή…), μάλλον δεκαετία '70.

Επανέρχομαι στη σημείωση για τη δομή του σκοπού:

Από τα τρία τραγούδια, ο Καπετανάκης είναι αυτός που την αποτυπώνει πιστότερα. Είναι ιδιαίτερα σύνθετη:

μελ. Α > Δεν ξανακάνω φυλακή (πρώτο μισό 15σύλλαβου)
μελ. Α > οργανική επανάληψη
μελ. Β > (i) με τον Καπετανάκη (δεύτερο μισό 15σύλλαβου) / που 'χει ντούγκλα στο μουστάκι (τσάκισμα-συμπλήρωμα) / τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε (δίστιχο τσάκισμα)
μελ. Β > τραγουδιστή επανάληψη, και μετά και οργανική επανάληψη επιπλέον (αντί εισαγωγής)

Μετά όλο αυτό επαναλαμβάνεται με τον δεύτερο 15σύλλαβο και τα δικά του τσακίσματα, κι έτσι βγαίνει ένα πλήρες δίστιχο:

Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη,
τη δόλια τη μανούλα μου την πότισε[ς] φαρμάκι.

Όποιος είναι εξοικειωμένος με παραδοσιακά ακούσματα καταλαβαίνει ότι, μέσα σ’ όλα αυτά τα λόγια (+ αχ εσύ Καπετανάκη + τα μελιτζανιά / να μην τα βάλει[ς] πια) το καθαυτού κείμενο είναι μόνο το παραπάνω δίστιχο. Όλα τα υπόλοπα, τα δύο τσακίσματα-συμπληρώματα και τα δύο δίστιχα τσακίσματα, είναι άσχετα παραγεμίσματα που στην ουσία αποτελούν στοιχεία της μουσικής και όχι του κειμένου.

Ο Μιχαλόπουλος δεν το κατανόησε αυτό, κι έτσι έχει κάνει μια σειρά σφάλματα:

  1. Άλλαξε το «την πότισε» σε «την πότισες». Αν αναγνωρίσουμε το καθαρό δίστιχο, είναι ολοφάνερο ότι δε μιλάει ο αφηγητής στον ίδιο τον Καπετανάκη ώστε να βάλει δεύτερο πρόσωπο: μιλάει για τον Καπετανάκη, που τη μανούλα του την πότισε φαρμάκι. Όμως ο Μιχαλόπουλος αποσυνδέει τον δεύτερο στίχο από το δίστιχο όπου ανήκει και τον συνδέει εσφαλμένα μ’ αυτό που ακούγεται ακριβώς δίπλα, το «αχ εσύ Καπετανάκη»: αυτή η παρασύνδεση κάνει το δεύτερο πρόσωπο να φαίνεται εύλογο. Εσύ, Καπετανάκη, την πότισες. Δεν είναι έτσι όμως.

  2. Στην ίδια λογική, άλλαξε το «τα μελιτζανιά / να μην τα βάλεις πια» σε «…να μην τα βάλει πια». Το σύντομο αυτό δίστιχο, γνωστό από πάρα πολλά παραδοσιακά τραγούδια (όχι ειδικά της Ρόδου που αναφέρθηκε πιο πάνω - πανελληνίως) είναι ερωτικό. Κάποιος λέει σε μια κοπέλα να μην ξαναβάλει τα ρούχα που την κολακεύουν τόσο γιατί του καίει την καρδιά. Μάλιστα υπάρχει και συνέχεια, Πάλι τα 'βαλες / πάλι μας μάρανες. Εδώ, στο φυλακίσιο τραγούδι, δεν κολλάει νοηματικά, οπότε καλείται κανείς να ξέρει τους κώδικες αυτού του είδους στιχουργίας, σύμφωνα με τους οποίους το τσάκισμα δε χρειάζεται να έχει την παραμικρή νοηματική σχέση με τον κυρίως στίχο. Αν δεν το καταλαβαίνει κανείς αυτό, τότε και πάλι θα το συνδέσει με τα αμέσως προηγούμενα και θα πει: τη φαρμάκωσες τη μανούλα μου, Καπετανάκη, ώστε να μην ξαναβάλει πια χρωματιστά ρούχα (=να βάλει τα μαύρα, να με πενθήσει σαν πεθαμένο).

  3. Το κυριότερο σφάλμα: μετά από την ολοκλήρωση αυτού του διστίχου με τα τσακίσματά του ξεκινάει ένα δεύτερο, αλλά μας λέει μόνο τον πρώτο στίχο, Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα, και το αφήνει ανολοκλήρωτο. Θα μου πεις, δε χώραγε - έχει και ταξίμι μετά, και πόσο παραπάνω να τραβήξει ένα τραγούδι έστω και σε ΛΠ, με τα δεδομένα του είδους και της εποχής; Εντάξει, αλλά μισό δίστιχο δε λες, απλά απαγορεύεται.

Αυτά τα σφάλματα καταδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για πρώτη εκτέλεση. Ο Μιχαλόπουλος, ή όποιος υπογράφει το τραγούδι (δεν ξέρω ποιος είναι αυτός), το είχε ακούσει από άλλον, με τους ίδιους στίχους και τα ίδια τσακίσματα στην ίδια μελωδία. Ο αρχικός ανώνυμος που το έβγαλε ήξερε πολύ καλά τι έκανε, γιατί κάτεχε τους παραδοσιακούς κώδικες. Από εκείνον όμως μέχρι την ηχογράφηση του Μιχαλόπουλου δούλεψε σπασμένο τηλέφωνο.

Πάμε τώρα στα δύο τραγούδια του Ροβερτάκη. Κανένα από τα δύο δε σέβεται, έστω και σ’ αυτό τον αλλοιωμένο βαθμό, τη δομή του σκοπού. Το Καταστράφηκα, που επιπλέον είναι και το μόνο με ξεχωριστή εισαγωγή (που όμως θα ταίριαζε περισσότερο σε τσιφτετέλι παρά σε συρτό), χώνει τις συλλαβές όπου χωράνε δημιουργώντας νέα μετρικά σχήματα κατά τρόπο που δεν υπάρχει πουθενά στην παράδοση. Όμως το φυλακίσιο θέμα, και μάλιστα και το ημιστίχιο «ξυπνώ και βλέπω σίδερα», δείχνουν ότι και ο Ροβερτάκης είχε ακούσει κάτι παραπλήσιο με το πρότυπο του Καπετανάκη. Ίσως αυτόν καθ’ εαυτόν τον Καπετανάκη, όπως τον άκουσε και ο Μιχαλόπουλος (και τον άλλαξε γιατί δεν του άρεσε, λ.χ., να αναφέρεται συγκεκριμένο επώνυμο πρόσωπο μέσα), ίσως δίστιχα που είχαν προστεθεί από τη ζωντανή παράδοση των φυλακών αλλά από φυλακισμένους που ούτε κι οι ίδιοι δεν ήξεραν αυτούς τους περίπλοκους κώδικες του δημοτικού τραγουδιού.

Όσο για το «Να 'ταν η θάλασσα στεριά», κι αυτό είναι μετρικώς ό,τι να 'ναι, με αφετηρία όμως έναν δημοτικό 15σύλλαβο ιαμβικό στίχο: να 'ταν η θάλασσα στεριά να την επερπατούσα. Τώρα εδώ τι να παίχτηκε άραγε; Μπορεί ο Ροβερτάκης να αποφάσισε εντελώς μόνος του να ξαναγράψει ένα καινούργιο και άσχετο τραγούδι πάνω στον ίδιο σκοπό με το φυλακίσιο που δεν ήταν δικό του, μπορεί όμως και να είχε ξανακούσει και μη-φυλακίσιους στίχους να τραγουδιούνται στον ίδιο σκοπό (αν και σίγουρα όχι αυτούς τους ίδιους που ακούμε από τον Ζαγοραίο, οι οποίοι είναι πέρα από κάθε παραδοσιακό μετρικό πρότυπο).

Υπάρχει λοιπόν μια πλούσια επιστρωμάτωση. Ξεφλουδίζοντας λίγο-λίγο μπορούμε να φτάσουμε αρκετά κοντά στην αυθεντική μορφή του τραγουδιού, κάπου όμως σταματάμε ελλείψει στοιχείων.

Αν θυμάμαι καλά, κάποια μορφή του Καπετανάκη παραδίδει και ο Πετρόπουλος (δεν τον έχω πρόχειρο). Μάλιστα αναφέρει και τα τσακίσματα «ρουφιανιά Καπετανάκη» (αντί «αχ εσύ») και «να σου χέσω το μουστάκι», έτσι δεν είναι; Με όλες τις επιφυλάξεις για την αξιοπιστία του Πετρόπουλου, κάτι μπορούμε ίσως να αντλήσουμε κι από κει. Μήπως, για παράδειγμα, δίνει τη συνέχεια του λειψού διστίχου «ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα»;

Επίσης, κάπου εδώ κολλάνε και τα Μάνταλα του Τσιτσάνη, που αρχίζουν ακριβώς μ’ αυτό το δίστιχο (… / και μ’ αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα). Τα Μάνταλα είναι παλιότερα απ’ όλα αυτά, 1952. Δεν ξέρω αν είναι γνήσια πρωτότυπη δημιουργία του Τσιτσάνη ή αν αντλεί, και σε τι βαθμό, από προϋπάρχουσα προφορική φυλακίσια παράδοση (όπως λ.χ. ο Σακαφλιάς). Θεωρητικά δε θα ήταν απίθανο να γράψει ο Τσιτσάνης ένα ολόδικό του τραγούδι της φυλακής, κάποιοι στίχοι από αυτό το τραγούδι να πέρασαν στην προφορική φυλακίσια παράδοση, και από κει να επέστρεψαν στον Ροβερτάκη, αλλά δε νομίζω να προλάβαιναν όλα αυτά να γίνουν μέσα σε 5 χρόνια (1952 τα Μάνταλα, 1957 το Καταστράφηκα), οπότε θεωρώ πιθανότερο το πρώτο δίστιχο ή τουλάχιστον ο πρώτος στίχος από τα Μάνταλα να είναι αδέσποτος.

Διερωτώμαι αν έχει καταγραφεί ποτέ, σε βιβλίο ή συνέντευξη, κανένα σχόλιο του ίδιου του Τσιτσάνη για το πώς το δικό του «ξυπνώ και βλέπω σίδερα» επανεμφανίζεται στον Ροβερτάκη.

2 «Μου αρέσει»

Όχι ακριβώς: “Έχει Ντούγκλας το μουστάκι (ο Καπετανάκης)”. Δες εδώ. Ο συγκεκριμένος ηθοποιός ήταν και στην Ελλάδα πασίγνωστος για το μουστάκι του.

Σίγουρα ένα από τα δύο είναι, προσωπικά κλίνω υπέρ του κλινόμενου (ο Ντούγκλας, του Ντούγκλα > η ντούγκλα). Δε νομίζω να ήξερε ο μέσος λαϊκός Έλλην εκείνης της εποχής τα άκλιτα ονόματα (όπως άλλωστε ούτε και ο λόγιος: του Κοδριγκτώνος, της Βασιγκτώνος κλπ.).

Ναι. Αλλά ο μεν κ. Ντούγκλας (που το επίθετό του ήταν δύσκολα απομνημονεύσιμο από Έλληνες) είχε μουστάκι και μάλιστα, πολύ μάγκικο για τα ελληνικά λαϊκά γούστα της εποχής. Η ντούγκλα, τί ήταν και τί ρόλο έπαιζε, προστιθέμενη ( ; ) στο (όποιο) μουστάκι;

Εκτενής συζήτηση για τον Καπετανάκη (και την ντούγκλα ή όπως αλλιώς είναι) έχει γίνει και εδώ.

Από τότε έχει αναφερθεί και το “Καταστράφηκα” και διάφορα άλλα. Η συζήτηση ξεκίνησε το 2013, έγινε μια διακοπή και επανήλθε το 2015. Το 2015 εμφανίστηκαν από τον Σταύρο Κ και τον Κώτσο ηχογράφημένα αποσπάσματα με τον Κηρομύτη. Το πρώτο είναι ιδιωτική ηχογράφηση ενώ το δεύτερο από εκπομπή της ΕΡΤ το 1976. Και στα δύο ο Κερομύτης λέει “την πότισες φαρμάκι”. Στο πρώτο δεν λέει “αχ εσύ Καπετανάκη” αλλά κάτι που τελειώνει σε “-ανιά Καπετανάκη”. Στο δεύτερο λέει κάτι ακατανόητο. Μάλλον εδώ μάσησε τα λόγια του για να μην πει “ρουφιανιά” ή κάτι το διαφορετικό.

Από τη συζήτηση στο προαναφερθέν νήμα φαίνεται ότι τον Καπετανάκη τον παρουσίαζαν οι Κερομύτης et al και το 1972 στις συναυλίες στο Κύτταρο.

Με τον Πάνο Μιχαλόπουλο (ο οποίος είχε πάρε-δώσε με παλιούς ρεμπέτες) εμφανίζεται σε δισκάκι 45 στροφών το 1974 και μετά σε δίσκο LP το 1978 (πληροφορίες από τη σελίδα disogs.com).

Σαν το ζήτημα για την ερμηνεία των Πρωτοχρονιάτικων Καλάντων μοιάζει η συζήτηση για την δομή του Καπετανάκη με τα τσακίσματα και με τα διάφορα άσχετα. Να προτείνω σε όσους παίζουν τον Καπετανάκη και το τσάκισμα: “Πάπια του γιαλού, μην αγαπάς αλλού”.

2 «Μου αρέσει»

Xα, κύττα να δείς! Τα έχουμε ξαναματαπεί όλα, αλλά άκρη δεν βγάλαμε… Και, τίποτα δεν θυμόμουνα.

Περικλή, το μόνο που είδα σχετικά με το ουσιαστικό Η ντούγκλα είναι ότι θα μπορούσε να είναι ένα είδος κόλλας που χρησιμοποιούσαν οι μυστακοφόροι, για να σταθεροποιούν το σχήμα του μουστακιού τους. Χωρίς όμως διασταύρωση, ή άλλη τεκμηρίωση. Στην περίπτωση αυτή βέβαια, μιλάμε για άλλο μουστάκι, το λεγόμενο «τσιγγελωτό», όχι την “ποντικοουρά” του Ντάγκλας Φαίαρμπανκ.

Κακώς τα λέμε τσακίσματα, γυρίσματα είναι. Τσάκισμα έχουμε όταν κόβουμε μια λέξη στη μέση και επαναλαμβάνουμε τη φράση: Μαρή κοντού-, μαρή κοντούλα λεϊμονιά. Η λέξη τσακίζεται. Όταν έχουμε μία ένθετη φράση σχεδόν στιλιζαρισμένη, π.χ. «Γειά σ’ Ελένη, Ελένη ζηλεμένη», «ρουφιανιά Καπετανάκη» κλπ, αυτό είναι γύρισμα. Εδώ, ο τραγουδιστής γυρίζει σε άλλη φράση από εκείνην του κυρίως νοήματος.

Πολύ ζουμερή! Δεν τη θυμόμουν. Επειδή όμως το κυριότερο μέρος της αφορά την ταύτιση του ίδιου του Καπετανάκη, προτείνω να παραμείνουμε εδώ για την πτυχή που συζητείται τώρα.

Θα δανειστώ από εκεί μερικά σημεία που μας ενδιαφέρουν εδώ. Προηγουμένως όμως:

Απολύτως.

Ακούγεται κι αυτό, σε μερικές από τις διάφορες εκτελέσεις που ανασύρθηκαν στην άλλη συζήτηση.

Το ότι λέει «την πότισες» ας το κρατήσουμε στην μπάντα για λίγο αργότερα. Προς το παρόν υπάρχει κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση.

Πρώτα απ’όλα, και τα δύο είναι ΤΡΕΛΑ ντοκουμέντα, και πρέπει να τ’ακούσει κάθε ρεμπετόφιλος που θέλει να κάνει ένα ωραίο κέρασμα στον εαυτό του. Είναι πολύ παρεμφερείς εκτελέσεις, αφού και στις δύο πρωταγωνιστεί ο Κηρομύτης, αλλά η πρώτη είναι ιδιωτική ηχογράφηση με αρκετά βρώμικο ήχο, ενώ η δεύτερη είναι βιντεοσκόπηση από πρόγραμμα, με καθαρό ήχο και επιπλέον και εικόνα.

Καταπώς φαίνεται, εδώ δεν υπάρχουν δίστιχα, αλλά μεμονωμένοι στίχοι. Αυτοί οι μεμονωμένοι στίχοι είναι αρκετοί, στη δεύτερη μάλιστα περίπτωση περισσότεροι. Από τσακίσματα τις πιο πολλές φορές βάζει τα μελιτζανιά, και μια φορά «αχ μανούλα μου / πονεί η καρδούλα μου». Εγώ όμως παρατηρώ τη Μαρίζα Κωχ, που τον συνοδεύει ως δεύτερη φωνή: δεν ξέρει ποιο τσάκισμα θα πει κάθε φορά, και στις πρώτες συλλαβές τον κοιτάει στα χείλια! Που σημαίνει ότι μπορεί κι ο ίδιος να μην ξέρει ποιο θα πει, και να διαλέγει εκείνη τη στιγμή.

Βέβαια, μπορεί και όχι. Μπορεί ο Κηρομύτης να τα 'χει φιξάρει στο μυαλό του, και η Μαρίζα απλώς να ήταν απροβάριστη. Η αλήθεια είναι ότι όσους στίχους λέει και στις δύο εκτελέσεις, τους λέει με τα ίδια τσακίσματα, και βεβαιότητα αυτοσχέδιας επιλογής έχουμε μόνο στο δίλημμα «ρουφιανιά Καπετανάκη / πονηρέ Καπετανάκη». Πάντως, έστω κι έτσι, δε βάζει τα ίδια τσακίσματα με τον Μιχαλόπουλο, ούτε με άλλους που βρέθηκαν να το 'χουν πει.

Βρίσκουμε όμως και μια αναφορά σε άλλες ζωντανές εκτελέσεις του Κηρομύτη, με καταγραμμένους στίχους που δεν ταυτίζονται (ούτε οι κυρίως στίχοι ούτε οι συνδυασμοί τους με τα τσακίσματα) με αυτές τις δύο. Και πάλι βέβαια, μπορεί να τα μπέρδεψε ο καταγραφέας. Πάντως ενισχύεται η υπόθεση ότι ο ίδιος ο Κηρομύτηες δεν το έλεγε με στανταρισμένο τρόπο.

Άλλο:

Στο λινκ αυτό βρίσκουμε:

Παρατηρούμε ότι το τραγούδι διαλέγουν να τραγουδήσουν τραγουδιστές του δημοτικού, όπως ο Τσαούσης, ο Ζάχος, ο Καρναβάς, η Λέλα Παπαδοπούλου και γιατί όχι και οι Περπινιάδης, Βιτάλη και Ταλιούρης, πράγμα που σημαίνει ότι ενδεχόμενα υπήρχε στη συλλογική μνήμη των καλιτεχνών του δημοτικού. […]
Αρα πιθανό είναι η μελωδία να είναι παλιά (και όχι του Ροβερτάκη) και να έδεσε με τους στίχους περι Καπετανάκη στη δεκαετία του 1910-'20 όταν το μάγκικο στοιχείο στη Αθήνα επηρρεάζονταν άμεσα απο το δημοτικό στεριανό τραγούδι της Ελλάδας οπότε και ο ανώνυμος δημιουργός δανείστηκε ή έφτιαξε μιά μελωδία σε ρυθμό συρτό.

Παρατίθεται ένας μακρύς κατάλογος νεότερων εκτελέσεων, και ενδεικτικά ακούμε δύο από αυτές. Η μία είναι του Καρναβά. Πιο ξεκάθαρα από τον Κηρομύτη, εδώ οι στίχοι είναι μεμονωμένοι και όχι σε δίστιχα. Όλους τους στίχους τους έχουμε ξανακούσει, αλλά εδώ ο καθένας είναι με άλλα τσακίσματα, μεταξύ των οποίων και η πάπια του γιαλού, και «τίνος να το πω / το ντέρτι που 'χω εγώ», καθώς κι ένα παράξενο «Ομορφοκαπετανάκη» ή «όμορφο καπετανάκι» που …δύσκολα βγάζει νόημα.

Ήδη λοιπόν επιβεβαιώνεται ότι, ακόμη κι αν ο Κηρομύτης είχε καταλήξει σε συγκεκριμένη φόρμα (που μάλλον δεν, αλλά έστω), συνολικά ανά τους ερμηνευτές τέτοια τυποποίηση δεν έχει υπάρξει.

Η άλλη εκτέλεση είναι του Νίκου Γιουλάκη (δεν τον ξέρω). Είναι λίγο σαχλή, Κα-ρουφιανάκης αντί Καπετανάκης, αλλά έχει ενδιαφέρον γιατί δεν πατάει ούτε στον Μιχαλόπουλο ούτε καν στον Κηρομύτη, έχει κι άλλους στίχους. Κι εδώ ο συνδυασμός στίχου με τσάκισμα είναι διαφορετικός από τις άλλες εκτελέσεις.

Αξιοπαρατήρητο το εξής σημείο:

Μας έσπασε τον ναργιλέ, αυτός και οι φυλάκοι / πονηρέ Καρουφιανάκη.

Γιατί όχι «μας έσπασεςεσύ και οι φυλάκοι» (όπως άλλωστε το λέει ο Κηρομύτης), αφού του απευθύνεται άμεσα;

Γιατί δεν του απευθύνεται άμεσα. Άλλο λέει ο στίχος, άλλο το τσάκισμα. Συγκεκριμένα, ο στίχος -εδώ πλέον ξεκάθαρα- πάει μαζί με τον προηγούμενο, που είναι ο γνωστός πρώτος, οπότε έχουμε ένα διαφορετικό μεν τώρα αλλά και πάλι ολοκληρωμένο δίστιχο, που λέει:

Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καρουφιανάκη,
μας έσπασε τον ναργιλέ αυτός και οι φυλάκοι.

Όπερ έδει δείξαι.

Άλλο:

Το τετράστιχο (που είναι δίστιχο) είναι:

Δεν πάω πια στη φυλακή και στου Καπετανάκη,
γιατί μού βγάλαν τ’ όνομα πως πίνω το μαυράκι
.

Το τραγούδι είναι μια συρραφή ανεξάρτητων διστίχων σε καταπληκτικό σκοπό και ερμηνεία: εύθυμο, ανάλαφρο, αλλά συνάμα τρομερά μάγκικο και μερακλήδικο. Απολαύστε υπεύθυνα:

Άρα λοιπόν συγκεντρώνουμε μέχρι στιγμής τρία διαφορετικά δίστιχα, που ο πρώτος στίχος είναι σχεδόν ο ίδιος (δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη - ή περίπου), αλλά για τον δεύτερο έχουμε τρεις εντελώς διαφορετικές επιλογές: μία με τη δόλια τη μανούλα, μία που τους έσπασε τον ναργιλέ (ή τον μπαγλαμά, σε μια κρίση ατομικής ευθύνης του Κηρομύτη) και μία τώρα με το μαυράκι.

Βλέπουμε ακόμη ότι τα δίστιχα αυτά προσαρμόζονταν και σε άλλους σκοπούς. Αναμενόμενο βέβαια, αλλά τώρα έχουμε και χειροπιαστή απόδειξη. Και μόλις βρεθεί σκοπός που να μην έχει χώρο για τα τσακίσματα (μελιτζανιά κλπ.), αυτά παίρνουν δρόμο. Να λοιπόν τι εννοούσα λέγοντας:

(Και μόλις ξαναβρεθεί σκοπός όπου να χωράνε τα τσακίσματα, επανέρχονται ό,τι κι αν λένε οι στίχοι. Δύο εντελώς ενδεικτικά παραδείγματα, από 12νησα και από Πελοπόννησο.)

Ένα επιπλέον στοιχείο που μας παρέχει το τραγούδι του Νούρου είναι ότι συνδέει τα καπετανάκεια δίστιχα με έναν άλλο κύκλο παραδοσιακών διστίχων, όπως:

Δεν πάγω πια στον Γαλατά, μες στους παλικαράδες
που παίζουνε τον μπαγλαμά και γύρω οι λουλάδες.

Δεν πάγω πια στον Γαλατά, στο Καφεσλί σοκάκι,
εκεί μου την εδώσανε την κουμπουριά στην πλάτη.

Δεν πάω στην Αντίπαρο / Κοκκαλαριά κλπ. γιατί πετροβολούνε,
μου ρίξανε δυο πετριές κι ακόμα με πονούνε / τις θυμούμαι.

Δεν πάω στο ΧΧΧ γιατί γλιστρούν οι πλάκες
και πέφτουν κάτω οι κοπελιές και φαίνονται οι βράκες.

Και κατεξοχήν:

Δεν πάω στο ΧΧΧ να κάτσω στην πεζούλα,
γιατί μου βγάλαν αβανιά πως τα 'χω με μια δούλα.

Κλείνω γιατί πήγε αργά. Προς το παρόν θεωρώ πλήρως αποδεδειγμένο ότι ο Καπετανάκης είναι όχι απλώς ανώνυμο / αδέσποτο αλλά κανονικό παραδοσιακό με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προφορικής παράδοσης, δηλαδή συγκεκριμένα:
-δίστιχα ανεξάρτητα μεταξύ τους, ωστόσο επηρεαζόμενα το ένα από το άλλο καθώς και από τον ευρύτερο κόσμο του δημοτικού διστίχου
-δίστιχα ανεξάρτητα από συγκεκριμένο σκοπό - ο καθένας τα τραγουδάει σε όποιον θέλει
-τσακίσματα ανεξάρτητα από τα δίστιχα αλλά σχετικά με τον επιλεγόμενο σκοπό.

Αφήνω σε εκκρεμότητα το σημείο που λέγαμε, ότι ο Κηρομύτης (όπως και ο Μιχαλόπουλος και μάλλον όλοι) λέει «την πότισες φαρμάκι», το οποίο μάς συνδέει και με το γεγονός ότι, ενώ επιμένω να επαναλαμβάνω «δίστιχα» και «δίστιχα», ωστόσο φαίνεται να έχουμε και πολλούς μεμονωμένους στίχους.


Να συνεχίσουμε παρά ταύτα να τα λέμε τσακίσματα για να υπάρχει κοινή γλώσσα; Τα επιχειρήματά μου υπέρ αυτού του όρου (δεν είναι συντριπτικά αλλά τα θεωρώ επαρκή) ας τ’ αφήσουμε για κάποιο άλλο νήμα.

3 «Μου αρέσει»

2 «Μου αρέσει»

Βασικά, η ιδέα είναι ότι:

α) Δεν υπάρχει πουθενά στην ελληνική παράδοση, οποιουδήποτε είδους, προηγούμενο τραγουδιού όπου μεμονωμένοι στίχοι, 15σύλλαβοι (όπως εδώ) ή άλλοι, αυτοτελείς και ανεξάρτητοι, να συρράπτονται ελεύθερα. Υπάρχει η ελεύθερη συρραφή ομοιοκατάληκτων διστίχων, και υπάρχουν και τα ενιαία πολύστιχα τραγούδια, ανομοιοκατάληκτα (τα παλιότερα δημοτικά) ή ομοιοκατάληκτα (νεότερα δημοτικά, ρεμπέτικα κ.ά.).

β) Αυτό που αντιθέτως υπάρχει είναι προηγούμενο τραγουδιού όπου ο κάθε στίχος να είναι φορτωμένος με τόσα τσακίσματα ώστε να είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τη σειρά του νοήματος. Ιδιαίτερα μάλιστα (όχι αποκλειστικά όμως) στην περίπτωση όπου το τσάκισμα είναι ένα ημιστίχιο που να ομοιοκαταληκτεί με το β’ ημιστίχιο του κανονικού στίχου, όπως στο «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη / που 'χει ντούγκλα το μουστάκι». Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δυνατόν, λόγω ατελούς κατανόησης και σπασμένου τηλεφώνου, τελικά οι στίχοι να αυτονομηθούν και, μαζί με τα τσακίσματά τους, να θεωρηθούν ότι λειτουργούν σαν αυτοτελείς ενότητες.

Που πρακτικά σημαίνει ότι είναι πιθανόν, από ένα αρχικό δίστιχο «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη / τη δόλια τη μανούλα μου την πότισε φαρμάκι», ο κάθε στίχος, μαζί με τα τσακίσματά του, να ξεχώρισε από τον άλλο στίχο και τα δικά του τσακίσματα, να έγινε δευτερογενώς αυτόνομη αυτοτελής ενότητα, κι έτσι να φτάσαμε στο «τη δόλια τη μανούλα μου την πότισε φαρμάκι / ρουφιανιά Καπετανάκη» που, επειδή δε βγάζει νόημα, διορθώνεται σε «…την πότισες…».

Πιθανόν λέμε, όχι βέβαιο.

γ) Κάτι άλλο που είναι δυνατόν να συμβεί σε τέτοια τραγούδια είναι: αφού έχει συντελεστεί το (β), μετά να συνεχίσουν να προστίθενται από τη συλλογική προφορική παράδοση νέοι στίχοι, με τη νέα όμως αυτή δομή: μεμονωμένος 15σύλλαβος + τσάκισμα (που δεν είναι πια τσάκισμα αλλά νοηματικά οργανική συνέχεια του 15σύλλαβου).

Δηλαδή εν προκειμένω, ο στίχος με τη μανούλα να ήταν εξαρχής αυτόνομος, μόνο μαζί με το τσάκισμά του, και άρα σε δεύτερο πρόσωπο (πότισες), επειδή η παρανόηση των στίχων από παλιότερα δίστιχα είχε οδηγήσει στην εσφαλμένη εντύπωση ότι κάθε 15σύλλαβος είναι αυτόνομος και αυτοτελής.

Κι αυτό επίσης είναι πιθανό αλλά όχι βέβαιο.

Το βέβαιο είναι ότι συνέβη ένα από τα δύο. Όχι κάτι τρίτο, όχι δηλαδή το αρχικό-αρχικό τραγούδι να ήταν με αυτόνομους μεμονωμένους στίχους. Αυτό, πέραν του ότι στατιστικά είναι ελάχιστα πιθανό να συνέβη αφού δεν υπάρχει πουθενά παρόμοια περίπτωση, επιπλέον είναι και αποδεδειγμένα βέβαιο ότι δε συνέβη αφού έχουμε αφενός το ολοκάθαρο (και χωρίς μάλιστα τσακίσματα, αφού τραγουδιέται σε άλλο σκοπό) παράδειγμα του διστίχου του Νούρου, αλλά αφετέρου και το:

Ένα παράδειγμα τραγουδιού όπου έχουν συμβεί όλες αυτές οι εξελίξεις είναι το «Πάρε Μαριώ τη ρόκα σου» (εξίσου γνωστό και ως «Κόρη που φαίνεις [στ’] αργαλειό»). Από τις παλιότερες ηχογραφήσεις του, π.χ. του Παπασιδέρη ή της Ρίτας στη δεκ. ‘30, μέχρι το πώς τραγουδιέται σήμερα σε νησιά και στεριές σ’ όλη την Ελλάδα, γίνεται σαφές ότι η βασική δομή του σκοπού (πόσοι στίχοι, με πόσες συλλαβές, με τι ομοιοκαταληξίες και με τι τσακίσματα, συναποτελούν μια πλήρη στροφή) έχει διασαλευτεί πλήρως, και ο καθένας προσθέτει καινούργια όπως τον βολεύει, με δίστιχο, με μονόστιχο, με τσάκισμα, χωρίς τσάκισμα, με νόημα, χωρίς νόημα.

Παραμένει ωστόσο ανιχνεύσιμο ότι η αρχική δομή ήταν: δύο ομοιοκατάληκτα 15σύλλαβα, το καθένα συμπληρωμένο μ’ ένα ομοιοκατάληκτο ημίστιχο τσάκισμα, δηλ. ακριβώς όπως στον Καπετανάκη:

Πάρε Μαριώ τη ρόκα σου κι έλα τον φράχτη-φράχτη / βάσανα που 'χει η αγάπη

όπως

Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη / που 'χει ντούγκλα στο μουστάκι.

Υπάρχει επίσης το παράδειγμα από το Θαλασσάκι. Μετρικά και νοηματικά άρτιες μαντινάδες (15σύλλαβα ομοιοκατάληκτα αυτοτελή δίστιχα), τόσο κρυμμένα ανάμεσα στα τσακίσματα ώστε συχνά σήμερα να τραγουδιούνται αποσυντεθειμένα, σαν αυτόνομα 15σύλλαβα χωρίς νοηματικό ειρμό.

1 «Μου αρέσει»

Άλλη περίπτωση με 15σύλλαβα δίστιχα τροχαϊκού μέτρου.

Τι έχεις Ρίνα (μ) κι αρρωσταίνεις κι όλο δένεις το λαιμό
(δεν βγαίνεις να σε δω, πολύ σε αγαπώ)

ποιος γιατρός θα σε γιατρέψει το θαυμάζω και εγώ
(δεν βγαίνεις να σε ιδώ, διαβόλου θηλυκό)

Στο ειπα σπάσε αυτή τη ρόκα τι τα θέλεις τα προικιά
(κόρη του παπά, θα σε κλέψω μια βραδιά)

Σε παντρεύει η εμορφιά σου τα σγουρά σου τα μαλλιά
(κόρη του παπά, θα σε κλέψω μια βραδιά)

Με τα τσακίσματα (τα οποία δεν είναι και άσχετα νοηματικά με το κύριο θέμα) αυτονομείται κάθε στίχος. Έβαλα τη μάνα μου να μου το απαγγείλει (όχι να το τραγουδήσει) και τα έβαλε όλα μέσα. Και στιχάκια και τσακίσματα)

Το ερώτημα είναι:
Από ποιο χρονικό σημείο και πριν λέμε ότι αυτό είναι ελληνική παράδοση και οι κανόνες είναι αυτοί και αυτοί και οποιαδήποτε παραλλαγή θεωρείται μη αποδεκτή ή έστω εξαίρεση;

Έχω την αίσθηση ότι το όριο αυτό τέθηκε από αυτούς που άρχισαν να τα μελετούν (φιλόλογοι, λαογράφοι αρχών του 20ου αιώνα). Αυτοί συνήθως ανατρέχουν στο παρελθόν και αγνοούν (για να μην πω απεχθάνονται) τις ζυμώσεις και μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στα δικά τους χρόνια. Με την εμφάνιση, δε, της δισκογραφίας, πατήθηκε το off.

2 «Μου αρέσει»

Πόσο ενδιαφέροντα και οξυδερκή όλα αυτά! Μήπως το μπλεξιμο ξεκινάει όταν το τσάκισμα τυχαίνει να είναι ομοιοκαταληκτο με τον κυρίως στίχο;

Φαίνεται πως ναι.

Γιατί όμως;

Υπόθεση: γιατί όταν πρέπει να ομοιοκαταληκτεί, τότε για κάθε στίχο θα πρέπει να έχεις διαφορετικό τσακισμα. (Ή τουλάχιστον για τους στίχους κάθε διστίχου, όπως στο παράδειγμα του Κουτρουφιού). Άρα κάθε φορά πρέπει να φτιάξεις ένα τσάκισμα, δεν είναι πάντα εύκολο να βρεις ένα παλιό. Οπότε όσο να 'ναι παρασύρεσαι και από το νόημα του στίχου. Άλλωστε και η ίδια η ομοιοκαταληξία είναι στοιχείο ενότητας.

Αποτέλεσμα:

Και περαιτέρω αποτέλεσμα αυτό που είδαμε.

Έλα ντε!

Δε θα το έθετα χρονικά.

Η εξαίρεση ορίζεται εύκολα: ό,τι είναι σπάνιο.

Όσο για το αποδεκτό ή μη αποδεκτό, κατ’ αρχήν είναι βέβαια θέμα γουστου. Ίσως γίνεται πιο αντικειμενινό στην περίπτωση που ένα τραγούδι παύει να βγάζει νόημα ενώ αρχικά έβγαζε!

Να προσθέσουμε άλλωστε ότι το τσάκισμα δεν είναι υποχρεωτικά τελείως άσχετο από τους στίχους. Στην τεράστια παράδοση του κλέφτικου τραγουδιού, και γενικότερα των τραγουδιών που είναι αφιερωμένα σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, πολύ συχνά το τσάκισμα που επαναλαμβάνεται σε κάθε στίχο είναι το όνομα του κλέφτη ή του «τιμώμενου» προσώπου. Είναι λοιπόν σχετικό μεν, νοηματικά, αλλά ανεξάρτητο ως κείμενο από τον στίχο.

Παράδειγμα:

Κατακαημένη Αράχωβα (Νταβέλη, Νταβέλη) (γιε μ’) και Δίστομο και Δαύλεια (μωρέ Χρήστο Νταβέλη)

Τα τσακίσματα, που επαναλαμβάνονται ίδια σε κάθε στίχο, ναι μεν δεν είναι καθόλου άσχετα, αντιθέτως μάλλον υπάρχουν ίσα ίσα για να προϊδεάσουν τον ακροατή περί τίνος πρόκειται, καθώς ο ίδιος ο Νταβέλης αργεί κάμποσους στίχους να αναφερθεί ρητά, αφετέρου όμως δεν υπάρχει περίπτωση να εκληφθούν ως συνέχεια της ίδιας πρότασης.

Απ’ όσο είμαι σε θέση να ξέρω, αυτή η συγκεκριμένη πρακτική σχετικά με τα τσακίσματα εντοπίζεται στη στεριανή Ελλάδα (όπως άλλωστε και το ίδιο το κλέφτικο).

Παρεμπιπτόντως, στο άλλο γνωστό τραγούδι του Νταβέλη έχουμε ομοιοκατάληκτα ημιστίχια, περίπου όπως στον Καπετανάκη και στο τραγούδι που παραθέτει το Κουτρούφι, αλλά επιπλέον και για το πρώτο μισό του κάθε 15σύλλαβου, όχι μόνο για το δεύτερο όπως στ’ άλλα δύο. Εκεί λοιπόν παρατηρεί κανείς ότι αυτά τα τσακίσματα έχουν τόσο βαθιά εισχωρήσει στο κείμενο ώστε πλέον ούτε 15σύλλαβος αναγνωρίζεται -αντιθέτως μοιάζει να έχουμε ομοιοκατάληκτα δίστιχα σε εναλλασσόμενα μέτρα- ούτε, σε μερικά τουλάχιστον σημεία, είναι εύκολο να φανταστούμε το νόημα χωρίς αυτά:

Μας πήρε η νύχτα κι η αυγή
(γεια σου [ή «σήκω»] Νταβέλη αρχιληστή)
μας πήρε το μεσημέρι
(γεια σου αρχιληστή Νταβέλη / Κακαράπη και Νταβέλη).

Και πού θα λημεριάσουμε
(Νταβέλη θα μας πιάσουνε)
πού θα κάνουμε λημέρι
(για σου αρχιληστή Νταβέλη)

Κάτω στου Βάλτου τα χωριά
(φάτε και πιέτε ρε παιδιά)
και στα Τρία Βιλαέτια
(φάτε πιέτε μωρ’ αδέρφια)

Πιστεύω ότι οι αρχικοί στίχοι πρέπει να έλεγαν:

Μας πήρε η νύχτα κι η αυγή, μας πήρε μεσημέρι (χωρίς το «το»)
και πού θα λημεριάσουμε, να κάνουμε λημέρι; (αντί «πού θα»)
Κάτω στου Βάλτου τα χωριά, στα Τρία Βιλαέτια (χωρίς το «και»)…

Ανομοιοκατάληκτο, με συμπτωματική εξαίρεση τους δύο πρώτους στίχους.

Όπως επίσης, με την ίδια λογική, πιστεύω ότι οι αρχικοί στίχοι στο πασίγνωστο ηπειρώτικο «Στης πικροδάφνης τον ανθό» πρέπει να ήταν:

Έγειρα ν’ αποκοιμηθώ κι είδα όνειρο μεγάλο (το «-δα» και το «ό-» σε μία συλλαβή):
παντρεύουν την αγάπη μου, της δίνουν τον εχθρό μου
(ή: παντρεύεται η αγάπη μου και παίρνει τον εχθρό μου).
Στο γάμο τους με προσκαλούν να πάω να στεφανώσω.
(ή: και για κουμπάρο με καλούν να πάω να στεφανώσω)
Βάζω τα στέφανα χρυσά, λαμπάδες από ασήμι.

Φαίνεται -και είναι- τελείως άρτιο. Κι όμως, όποιος τ’ ακούσει έτσι όπως λέγεται, δύσκολα θα φανταστεί ότι όλα τα υπόλοιπα, που είναι ακριβώς άλλα τόσα, είναι πρόσθετα!

…Βρισκόμαστε πλέον στην περίπτωση που, εξ αφορμής των καλάντων, έχει ήδη αναλύσει πληρέστατα ο Δημήτρης @kepem εδώ, αναφέροντας και άλλα παρόμοια παραδείγματα, συγκεκριμένα Του ψαρά τον γιο.

να με συμπαθάς, δεν ξέρω αν το διάβασα και το οικειοποιήθηκα ακούσια ή αν το προσπέρασα και μετά μου ήρθε η έμπνευση.

1 «Μου αρέσει»

Από την συζήτηση με τα κάλαντα (και με το αρμιδάκι) με ιντριγκάρει αυτή η θεώρηση ότι σε πολλά τραγούδια η βάση είναι ο δεκαπεντασύλλαβος (8+7) και με τα τσακίσματα καταλήγουμε σε μια αγνώριστη μορφή. Το “στης πικροδάφνης το ανθό” το ήξερα αλλά τώρα το βλέπω με άλλη ματιά. Άλλη περίπτωση είναι και η Ελενάρα. Εδώ με τον Νταλγκά.

Μου φαίνεται η περίπτωση αυτή μοιάζει με τον Καπετανάκη.

Τα στιχάκια που λέει ο Νταλγκάς είναι (βγάζουμε εκτός τα επιφωνήματα):

Ελένη Ελενάρα μου
εσύ είσαι η μπαρμπουνάρα μου
κι αν δε σε αποκτήσω
θα πάω ν’ αυτοκτονήσω

Με άλλους παίζεις και γελάς
και μένανε με παρατάς
κάτσε και συλλογήσου
τα νιάτα μου λυπήσου

Τη μάνα σου τη μάγισσα
τη μάνα σου τη μάγισσα
ούζο θα την ποτίσω
ούζο θα την ποτίσω

Να πέσεις ν’ αποκοιμηθείς
να πέσεις ν’ αποκοιμηθείς
να ρθω να σου μιλήσω
να ρθω να σου φιλήσω

Για να σου πω τον πόνο μου
Ελένη ζηλεμένη μου
πο 'χω στα σωθικά μου
και καίγεται η καρδιά μου

Σε κάθε στροφή ο 15σύλλαβος φτιάχνεται από τον 1ο (ή/και 2ο) με τον 3ο (ή/και 4ο) στίχο

Σε σχέση με την συζήτηση με τον Καπετανάκη έχουμε όλων των λογιών τις παραλλαγές.

Στην πρώτη, δεύτερη και πέμπτη στροφή έχουμε έναν αυτόνομο 15σύλλαβο και νόημα βγαίνει (ειδικά στην πρώτη) μόνο με την εμπλοκή του τέταρτου στίχου (τσάκισμα)

Η τρίτη και η τέταρτη στροφή έχουν ενδιαφέρον. Εδώ φαίνεται ότι στέρεψε η έμπνευση και έχουμε επανάληψη των στίχων. Αλλά παρατηρούμε ότι αν απομονώσουμε τους δεκαπαντασύλλαβους τότε μπορεί να υπάρχει δίστιχο ως εξής:

Τη μάνα σου τη μάγισσα ούζο θα την ποτίσω
να πέσει ν’ αποκοιμηθεί να ρθω να σου μιλήσω (ή να ρθω να σου φιλήσω).

Δηλαδή, όπως με το “πότισες/πότισε” στον Καπετανάκη, μπορεί να φτιαχτεί ένα δίστιχο με συνεπές νόημα αν αντί για “πέσεις/αποκοιμηθείς” (η Ελένη) πούμε “πέσει/αποκοιμηθεί” (η μάνα της)

Την Ελενάρα την πήρανε οι Ναξιώτες και έκαναν το σκοπό της Αροχλάδας με πολλές και διαφορετικές στροφές. Δεν έχω πρόχειρο το πώς το διαχειρίζονται.

ΥΓ. Εδώ υπάρχουν παραδείγματα και από την Νάξο και από την Κύπρο