"Οι Έλληνες του Γκέρλιτς", Γερ. Αλεξάτου

Αν το δούμε μέσα σ’ αυτά τα όρια, τότε είναι όπως τα λες: το μπουζούκι όντως δεν είναι δημοτικό όργανο.

Εδώ όμως δεν υπάρχει πλήρης αναλογία: η φλογέρα και ο ζουρνάς δεν είναι παλιότερα εξελικτικά στάδια του κλαρίνου, είναι όργανα που αντικαταστάθηκαν από το κλαρίνο. Ως όργανο (υλικό αντικείμενο) το κλαρίνο δεν έχει παρουσιάσει καμία εξέλιξη από την πρώτη εμφάνισή του στην Ελλάδα (οκ, κάποιοι είχαν πιο απλά μοντέλα με πιο λίγα κλειδιά αλλά μην το ψειρίσουμε τώρα). Άρα όταν μιλάμε για κλαρίνο είναι σαφές για τι πράγμα μιλάμε. “Δημοτικό κλαρίνο” σημαίνει τρόπο παιξίματος και ρεπερτόριο, ενώ “λαϊκό μπουζούκι” μπορεί επιπλέον να σημαίνει και τύπο οργάνου… Μιλάμε για μια περίοδο όπου δεν υπήρχε αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία ανάμεσα στη μορφή και τη χρήση του συγκεκριμένου οργάνου.

Μάλλον τζαμπα γράφουμε εγώ κι ο Σταύρος φίλε Περικλή…

Κατ’ αρχήν θα συμφωνήσω με το #63 του Διονύση, Περικλή, όχι γιατί δεν έχεις δίκιο, έτσι που πολύ προσεκτικά το οριοθετείς σ’ αυτά που γράφεις στην παράθεση, αλλά δεν πρέπει να δημιουργούμε λανθασμένες εντυπώσεις: scripta manent και ο άλλος δεν θα το ψειρίσει. Θα πεί: “δεν είναι δημοτικό όργανο το μπουζούκι, τέρμα!”

Δεν μπορεί να μπει διαχωριστική γραμμή. Η μετάβαση είναι σταδιακή και σταθερή προς την κατεύθυνση της “αστικοποίησης” του μπουζουκιού και μάλιστα, από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού συνεχώς και χωρίς διακοπές ή πισωγυρίσματα.

Όχι μόνο δεν αποδεικνύεται ότι έπαιζε μόνο αστικά, έχει αποδειχτεί ότι έπαιζε και λαϊκά. Τα δίστιχα του μάγκα / καλέ μάνα δεν μπορώ και ο Καραπιπέρης είναι τμήματα μόνο των σχετικών τεκμηρίων, που μάλιστα είναι δισκογραφικά.

Δεν είναι μόνο αυτό Σταύρο, είναι και αυτό αλλά κυρίως, είναι ο ορισμός της παράδοσης: Δεν υπάρχει γραπτή παράδοση, ο παραδοσιακός πολιτισμός είναι προφορικός. Μεταδίδεται και μεταλλάσσεται μέσω της προφορικής διάδοσης / επανάληψης. Ό τι καταγράφεται, παύει εξ ορισμού να είναι παράδοση (για τον ερευνητή, φυσικά).

Νίκο εδώ δε κατάλαβα τι θέλεις να πεις, ως μη ερευνητής και σχετικός με τη παράδοση. Αν γίνει δηλαδή κάποια καταγραφή ή ηχογράφηση που κατατάσσεται το αντικείμενο? Μπορείς να το εξηγήσεις σε παρακαλώ?

Με λίγα λόγια, Πέτρο (και συμφορουμίτες): Από τη στιγμή που ένα δημοτικό τραγούδι, ένα λαϊκό παραμύθι, μία λαϊκή παράδοση καταγράφεται και δημοσιεύεται, από τη στιγμή που ένα τραγούδι ηχογραφείται, παύει πλέον να είναι προφορική παράδοση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όταν το 1930κάτι ηχογραφείται σε δίσκο π.χ. το “Ενας αητός καθότανε” το τραγούδι αυτό πέρασε αυτόματα στη γραπτή γραμματεία και διαγράφηκε από την προφορική παράδοση. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας θα συνεχίσουν να το αναπαράγουν προφορικά, όπως συνέβαινε και τους προηγούμενους αιώνες. Ο ερευνητής όμως πρέπει να το ξέρει αυτό, όταν ψάχνει στο “πεδίο”, δηλαδή στον λαό, για καινούργιες καταγραφές, γιατί αυτό που ψάχνει πρέπει να είναι πρωτογενές υλικό και υπάρχει κίνδυνος να καταγράψει κάτι που ο πληροφορητής του το έχει “διορθώσει”, έχοντας ακούσει το δίσκο (ή διαβάσει μία φυλλάδα με δημοτικά τραγούδια).

Πλέον όχι υποχρεωτικά. Φυσικά καλό είναι να μπορεί να ξεχωρίσει το πρωτογενές από το δευτερογενές, αλλά το πώς διαδόθηκε ένα βιβλίο ή ένας δίσκος και πώς επηρέασε, πώς ανατροφοδότησε την προφορική παράδοση, δεν είναι θέματα ανάξια ενδιαφέροντος. Σήμερα δεν υπάρχουν συμπαγείς αγράμματοι πληθυσμοί στην Ελλάδα -κι αν υπήρχαν, θα έβλεπαν κι αυτοί τηλεόραση αν μη τι άλλο- αλλά λαϊκή παράδοση υπάρχει και εξελίσσεται. Εξελίσσεται όμως με άλλους όρους απ’ ό,τι παλιότερα. Η τοπική κουζίνα ας πούμε εξακολουθεί να υπάρχει, απλώς στους παράγοντες που την επηρεάζουν έχει προστεθεί η γραμμένη συνταγή (σε βιβλίο, περιοδικό ή χειρόγραφη σημείωση), οι μαγειρικές εκπομπές, και τα ερεθίσματα που δέχεται ο καθένας από την παγκοσμιοποιημένη κουζίνα που συναντάει γύρω του. Και η γλώσσα που μιλάμε έχει επηρεαστεί τα μέγιστα από λόγιους γλωσσορρυθμιστές, αλλά δεν είναι ούτε νεκρή ούτε φτιαχτή.

Φίλε Pepe,
εγώ συμφωνώ απόλυτα με τις απόψεις σου. Όπως και με όλα τα post του Δημήτρη Ν., για το συγκεκριμένο θέμα, που όπως φαίνεται δεν έχει εργαστεί μόνο με ρεμπετολαϊκά σχήματα αλλά και με δημοτικά. Αν κατάλαβα λάθος, μπορεί να με διορθώσει.

Διαβάζοντας ξανά το θέμα μετά από καιρό διαπίστωσα πλήθος τοποθετήσεων και επιχειρημάτων όπου θα μπορούσα να ανταπαντήσω.
Δεν θα το κάνω διότι δεν θα βγάλουμε άκρη. Θα αρχίσουμε από την αρχή και …χαιρετίσματα.
Θέλω όμως να μείνω σε κάποια σημεία της κουβέντας που την πρώτη φορά μού διέφυγαν.

Έγραψε ο Σταύρος:

Πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία!!! Εγώ δεν την ήξερα και μάλιστα με τρώει και η περιέργεια!!!
Και συνεχίζει:

Μήπως είναι ώρα να τα ακούσουμε κι εμείς; Να δούμε εάν στέκει και ως επιχείρημα περί ταμπουρο-ύφους.
Κλειδωμένα σε ντουλάπι δεν έχουν αξία, αδερφέ!!!

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δεν παίρνω στα σοβαρά την χρήση του μπουζουκιού στα δημοτικά. Εκεί έβαζαν πιάνο και τσέλο. Σιγά μην τους ενδιέφερε το παραδοσιακό.

Θεός του μπουζουκιού κι ο Καλαμαράς κι ας έπαιξε 5 νότες!!!

Εγώ σε αντίθεση με άλλους φίλους είμαι καραπαραδοσιακός. Όχι μόνο τα ακούω αλλά και τα τραγουδάω και τα χορεύω, οπότε και τα ψάχνω.
κ. Νίκο, καλό θα ήταν να έβαζες ένα “υποθέτω” διότι κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Γιατί εάν χρησιμοποιήσω την δική σας φράση θα πρέπει να σας ρωτήσω: “Εσείς όταν τοποθετήστε περί παράδοσης έχετε στο μυαλό σας τις μουσικές πρακτικές της περιοχής σας που είναι η Αθήνα;”

Η περιοχή μου είχε ταμπουράδες και μάλιστα, υπάρχει σε χωριό του Αγρινίου ταμπουράς του 19ου με 20ου αιώνα.

Μετά τον Τσιτσάνη, σειρά έχει ο Μάρκος να γίνει παραδοσιακός.:slight_smile:

Δεν κάνεις λάθος ataste. Εξάλλου, με δημοτικά ξεκίνησα.

υ.γ. Σταύρο, στο άρθρο σου στην κλίκα, μιλάς για 6 τραγούδια του Καραπιπέρη. Τα 4 είναι γνωστά βέβαια. Τα άλλα 2 ποια είναι; Να υποθέσω ότι υπάρχουν αλλά σε ξεχωριστό συρτάρι;

δημήτρη, κάποιες από τις πιο καλές ηχογραφήσεις που έχουμε στη διάθεσή μας, καθώς και σημαντικά ιστορικά στοιχεία, όργανα και κουρδίσματα, τα οφείλουμε στον σταύρο. πρέπει πάντα να τρωγόμαστε δηλαδή;
όσο για το μάρκο, το θεωρώ σε μεγάλο βαθμό παραδοσιακό, με την έννοια ότι χρησιμοποιούσε και συνδύαζε με απόλυτα πηγαίο τρόπο αδέσποτους χαβάδες και στίχους στα τραγούδια του. σε αντίθεση με τον τσιτσάνη που επεδίωκε την πρωτοτυπία και τον εξευρωπαϊσμό στα τραγούδια του. αγαπημένοι και οι δύο, μην παρεξηγηθούμε κιόλας!
αν θες να δώσεις και κάποιες πληροφορίες για τον ταμπουρά του 19ου-20ού αιώνα που λές…
φιλικά πάντα

Συμφωνώ με το δεύτερο σκέλος (Τσιτσάνης), όσο για το πρώτο (Βαμβακάρης) συμφωνώ εις τη δευτέρα. Πέρα από σκοπούς ή δίστιχα του Βαμβακάρη που είναι γνωστό ότι ήταν παραδοσιακά, ολόκληρη η τεχνοτροπία πολλών από τα τραγούδια του είναι απολύτως παραδοσιακή: εννοώ ζητήματα όπως ο τρόπος συναρμογής των διστίχων μεταξύ τους, η σχέση μουσικού και στιχουργικού μέτρου, οι επαναλήψεις (δίκην αντιφωνίας), τα τσακίσματα, και πολλά άλλα. Όχι μόνο ο Μάρκος βέβαια, και σ’ άλλους τα βρίσκουμε, αλλά νομίζω σε κανέναν που να έχει ηχογραφήσει τόσο πολλά και να έχει και προφίλ δημιουργού και όχι απλού ερμηνευτή.

Σχετικά με τη χρήση ταμπουρομπουζουκιών στο δημοτικό και σε χώρους άσχετους με το ρεμπέτικο, πέτυχα τελευταία διάφορες ενδιαφέρουσες πληροφορίες στους “Ασιάτιδος μούσης εραστάς” του Χ’πανταζή. Μπορώ να τις παραθέσω (όχι αυτή τη στιγμή αλλά σύντομα).

Ταμπουράδες δεν χρησιμοποιήθηκαν σε γλέντια;
Και μάλιστα σε ομαδικά, και έξω από τα σπίτια;
Έχω την εντύπωση για το αντίθετο.

Όπως και οι μαρτυρίες για ύπαρξη μπουζουκιού από τα χρόνια της επανάστασης του 1821. Όπου αναφέρονται παράλληλα με τον ταμπουρά, άρα αφορούν σε δυο διαφορετικά τουλάχιστον μεταξύ τους όργανα.
Άρα, εκείνα τα χρόνια, δημοτικούς σκοπούς θα έπαιζαν.

Εδώ έχω ένσταση: φυσικά και το τελευταίο που ενδιέφερε όλους τους εμπλεκόμενους με ηχογραφήσεις ελληνικού ενδιαφέροντος στην Αμερική, καλλιτέχνες και εταιρίες, ήταν ο σεβασμός στην παράδοση. Όμως, οι καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν μπουζούκι ήταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι μιας παράδοσης που δεν μεταφυτεύτηκε σε νεώτερες γενιές και που είναι κάργα παραδοσιακή. Η προσθήκη τσέλλου, πιάνου ή τσίμπαλου είναι κάτι ξεχωρισμένο και δεν επηρρεάζει το παραδοσιακόν ή μη της μπουζουκοπαιξίας. Δεν άλλαξε ο τρόπος παιξίματος των παραδοσιακών από την συμβολή του (εκ Κροατίας και κάργα ευρωπαιοτραφούς) Μάρκου Σιφνιού με το τσέλλο του σε κάποιες (διαφορετικές) ηχογραφήσεις. Αλλά ούτε και του Στασινόπουλου, στον τρόπο με τον οποίο τραγουδούσε στις δικές του ηχογραφήσεις. Ο καθένας κύτταγε το δικό του κομμάτι και δεν τον ενδιέφερε πιάνο, τσέλο, τσίμπαλο κλπ.

Χαίρομαι που είναι έτσι, αλλά αυτό απλά επιβεβαιώνει ότι οι απόψεις μας διΐστανται και αυτό φαίνεται ότι δεν θα αλλάξει, όσα επιχειρήματα και αν προστεθούν ακόμα.

Τη σειρά του την κράτησε ο Μάρκος, είναι είτε το θέλουμε είτε όχι, ο τελευταίος παραδοσιακός. Φυσικά, στο ξεκίνημά του, αλλά ψήγματα εντοπίζονται και μέχρι λίγο πριν το θάνατό του. Επαναλαμβάνω και εδώ το κομμάτι της προηγούμενης φράσης μου, από το “αλλά” και μετά.

Θα τοποθετηθεί και ο Σταύρος, αν βέβαια θέλει, αλλά η σχετική πληροφορία υπάρχει ήδη δημοσιευμένη στο “Η Σάμος στις 78 στροφές” του Ν. Διονυσόπουλου: για κάποιους ενδοεταιρικούς λόγους, κυκλοφόρησαν μόνο οι 4 από τις 6 ηχογραφήσεις.

Βασικά, εγώ δεν παρακολουθώ την πορεία του κάθε συλλέκτη και την προσφορά του αλλά για να το λες εσύ που είστε φίλοι, έτσι θα είναι και το δέχομαι. Οπότε ανεβαίνει στην εκτίμησή μου. Όμως εγώ απλή συζήτηση προσπαθώ να κάνω, δεν τρώγομαι με κανέναν. Έχω πιο σοβαρά προβλήματα να λύσω.

Δεν υπάρχει μόνο αυτή η έννοια, Νικόλα, στο “παραδοσιακός”. Μπείτε λίγο και στην σκέψη του άλλου.
Παραδοσιακός είναι όποιος “δανείζεται” στοιχεία από την παράδοση και κάνει κάτι άλλο ή αυτός που αυτό που κάνει είναι συνέχεια της παράδοσης;
Για σκεφτείτε το λίγο και θα καταλάβετε τι εννοώ “δημοτικός” καλλιτέχνης.

Εγώ δεν παρεξηγιέμαι ακόμα και εάν τους αντιπαθούσες.

Θα προσπαθήσω να βρω τον άνθρωπο που τον εντόπισε και θα επανέλθω.

Εντάξει, αλλά εγώ φιλικότερα.:slight_smile:

1. Κι εγώ για την δική μου εντύπωση μίλησα.
2. Σε ποιες μαρτυρίες αναφέρεσαι; Δεν τις έχω υπόψιν μου. Οι μαρτυρίες που γνωρίζω μιλάνε για πνευστά.
3. Ας βρούμε πρώτα εάν υπήρχε ως μπουζούκι τόσο παλιά και μετά υποθέτουμε το ρεπερτόριο.

Έχεις σκεφτεί ότι έπαιξαν δημοτικά στην ηχογράφηση για να πουλήσει ο δίσκος κι όχι γιατί ήταν παράδοση να παίζουν τέτοια;
Επειδή λοιπόν, όλοι μιλάμε με υποθέσεις ισχύει η παρακάτω διαπίστωσή σου κ. Νίκο.

Με την έννοια του liga rosa όμως. Γιατί με την δική μου δεν το δέχομαι.

Άρα υπάρχουν στα συρτάρια της εταιρίας λοιπόν. Ας περιμένουμε τότε να ελεήσουν οι …έχοντες τα σπάνια.

Όσον αφορά στο μπουζούκι και την παρουσία του στον ελλαδικό χώρο, στοιχεία έδωσαν ήδη ο Σταύρος Κ., ο Νίκος, ο Διονύσης (και για συμμετοχή του σε δημοτικούς σκοπούς) και σ’ αυτό το νήμα και αλλού, έτσι που δεν έχει νόημα πια να επιμείνουμε άλλο.

Όσον αφορά στο παρακάτω:

Είναι πασίγνωστη και με αναφορά σ’ αυτήν από σημαντικούς επώνυμους,
[από Παλαμά, Καρκαβίτσα, Σπ. Μελά, Μιλτ. Μαλακάση κ.λπ.]
η κομπανία του Θανάση Μπαταριά (περίπου, 1830-1917), δεξιοτέχνη του ταμπουρά,,
ο οποίος «με γλυκιά, δυνατή φωνή, ταιριάζει όμορφους στίχους» και για πάνω από μισό αιώνα διασκέδαζε το Μεσολόγγι και τη γύρω περιοχή, σε γιορτές και πανηγύρια.

Βεβαίως, και στην υπόλοιπη Ελλάδα έχουμε αναφορές στον ταμπουρά, ως όργανο συνοδείας σε ομαδικά γλέντια.

Και στο Μεσολόγγι μάλιστα!! (Δημήτρη, αυτό ήταν μπαταριά!!! :019:)

Η ταχεία κοινωνική εξέλιξη δεν σταμάτησε τη παράδοση αλλά την εξέλιξε. Όσο υπάρχουν λαοί υπάρχουν και παραδόσεις…

Άλκη, εδώ τα χαλάμε!.. Βασική προϋπόθεση για να υπάρχει παράδοση και να μην εξαφανιστεί, είναι η στασιμότητα στις εξελίξεις: “-Έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τα παραδόσουμε”. Όσο για τη δεύτερη φράση, μεγάλη κουβέντα είναι μεν, αλλά δεν καθρεφτίζει την πραγματικότητα, όπως αυτή καταγράφηκε τους τελευταίους δύο – τρεις αιώνες. Η παράδοση στη δυτική Ευρώπη άρχισε να υποχωρεί ραγδαία, πρώτα στις πόλεις και μετά στα χωριά, για να χαθεί τελικά, όσο προχωρούσε η βιομηχανική επανάσταση. Χώρες (λαοί) που έμειναν απ’ έξω απ’ αυτήν, διατήρησαν την παράδοση για μεγαλύτερο διάστημα. Σήμερα, ακόμα και στην Ελλάδα (που κράτησε γερά, σε σχέση με τις βιομηχανικά προηγμένες χώρες της Ευρώπης) η παράδοση πνέει τα λοίσθια (δημιουργικά πάντως έχει πεθάνει), εκτός αν παράδοση θεωρούμε τη διδασκαλία χορών απ’ όλη την Ελλάδα σε νέα παιδιά, στο χώρο πολιτισμού της πόλης τους (με αρίθμηση και των “σωστών” βημάτων), ή τις σκυλέ ορχήστρες των περισσότερων πανηγυριών. Και θα μπορούσα να γράφω σελίδες ολόκληρες ακόμα…

Άλκηστη, είναι τόσο λογικό αυτό που λες, κι όμως δεν ισχύει. Ταμπουράς και μπουζούκι μπορούσαν κάλλιστα να είναι (ήταν δηλαδή) ελεύθερα εναλλασσόμενες ονομασίες για ένα πολύ γενικό τύπο οργάνων. Πιθανόν σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή κάποια εποχή να είχαν μια ονομασία που σήμαινε ξεκάθαρα ένα όργανο και μόνο αυτό, συνολικά όμως η σχέση ονόματος και πράγματος ήταν ρευστή.

Χατζηπανταζής, Θόδωρος, Της Ασιάτιδος Μούσης ερασταί… Η ακμή του αθηναϊκού καφέ αμάν στα χρόνια της βασιλείας του Γεώργιου Α΄/ Συμβολή στη μελέτη της προϊστορίας του Ρεμπέτικου, Αθήνα (Στιγμή) 1986.

Οι πληροφορίες του Χ’πανταζή δεν είναι όλες άσχετες με το ρεμπέτικο, θεωρώ όμως ότι είναι όλες σχετικές με τη συζήτησή μας. Προέρχονται κυρίως από δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου, και δευτερευόντως από τη λογοτεχνία (ηθογραφίες, θέατρο κ.ά.). Βρισκόμαστε κυρίως στην εικοσαετία 1880-1900.

  1. Στο αθηναϊκό καφέ αμάν, πλάι στο βιολί που ήταν το κυριότατο όργανο (το μόνο που ανεδείκνυε και αστέρες) και το λαούτο, το σαντούρι και το κλαρίνο, που είχαν πιο συνοδευτικό ρόλο, αναφέρονται και δύο, μόνον, μπουζουξήδες (για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης, αναφέρω ότι οι βιολιτζήδες που σώζονται τα ονόματά τους είναι 16). Και οι δύο είναι ανατολίτες, ο ένας πιθανόν όχι Έλληνας (δε διευκρινίζεται), και στη μία περίπτωση το ίδιο όργανο αναφέρεται στην εφημερίδα εναλλάξ ως μπουζούκι ή ταμπουράς. (σελ. 65-66, 134, 155)
  2. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη σύνδεση του μπουζουκιού με τους κουτσαβάκηδες, τουλάχιστον όχι από παλιά: από το 1864, που χρονολογείται η παλιότερη εντοπισμένη αναφορά της λέξης κουτσαβάκης, μέχρι τα τέλη του 19ου αι., τα τραγούδια τους αναφέρεται να είναι χωρίς όργανα, ή με λατέρνα, με πίπιζα και νταούλι (!), με φυσαρμόνικες (πρέπει να είναι η αρμόνικα, είδος ακορντεόν-γραφομηχανής) και με ανατολικά τουμπελέκια. (σελ.85-87)
  3. Το 1902 ένα από τα 4 όργανα της ορχήστρας που συνοδεύει τον καραγκιοζοπαίχτη Μίμαρο είναι ταμπουράς. (σελ. 98)
  4. Η σημαντικότερη είδηση, που την παραθέτω αυτούσια:
    Στα χρόνια αυτά [γύρισμα 19ου προς 20ό], οι ταμπουράδες και η παραλλαγή τους που ονομάστηκε μπουζούκι, είναι όργανα της δημοτικής μουσικής και εμφανίζονται στην Αθήνα και στον Πειραιά αποκλειστικά σχεδόν στα χέρια αγροτών ή νησιωτών που έχουν πρόσφατα μεταναστεύσει στην πόλη. Το μπουζούκι, ιδιαίτερα, συνδέεται με τον αρματωλισμό και, στη δεκαετία του 1890, αρχίζει η επαγγελματική του αξιοποίηση, στις παραστάσεις Δραματιών Ειδυλλίων που προσφέρουν αναπαραστάσεις της ζωής των Κλεφτών. Ο φουστανελοφόρος Ρουμελιώτης κουρέας της πλατείας Ομόνοιας και συγγραφέας Δραματικών Ειδυλλίων Πανάγος Μελισσιώτης σταδιοδρόμησε στο θέατρο, παίζοντας μπουζούκι, σε παραστάσεις έργων που περιείχαν σκηνές σε κλέφτικα λημέρια. Έξω από τη σκηνή του θεάτρου, το μπουζούκι συναντάται σε καφενεία των χωριών της Αττικής, όπως στο Χαλάνδρι και στο Μαρούσι, στα χέρια ανθρώπων που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον κουτσαβακισμό. (σελ. 98-99, όπου και παραπομπές στις πηγές του)

Επειδή το θέμα των ταμπουράδων και των πρώιμων μπουζουκιών επανέρχεται τακτικά σε πολλές μας συζητήσεις, και ανάλογα ποιοι συμμετέχουν εμφανίζονται και καινούργιες πληροφορίες, προτείνω να μαζέψουμε κάπου χώρια μόνο τις αναφορές, χωρίς να επεκταθούμε σε γενικότερες συζητήσεις.

Να το, το ξεκίνησα εδώ. Αν θέλετε περάστε να αφήσετε το κατιτίς σας, και κατά τα άλλα η παρούσα συζήτηση συνεχίζει κανινικά.

Αυτή η αναφορά ανέσυρε από τις παιδικές μου μνήμες ένα στίχο: Γεια σου καημένε Μπαταριά, της δοξαριάς καμάρι κι αφέντη του βιολιού… Και επειδή σκέφτηκα ότι θα ήταν περίεργο να υπάρχουν δύο Μπαταριάδες, ένας βιολιτζής κι ένας ταμπουρατζής, που και οι δύο να έχουν υμνηθεί σε ποιήματα, γκούγκλαρα τις λέξεις «Θανάσης Μπαταριάς βιολί Μεσολόγγι».
Προκύπτει λοιπόν ότι ο ίδιος μουσικός έπαιζε βιολί, ταμπουρά και λαούτο και ήταν και εξαιρετικός τραγουδιστής. Η φήμη του ως απαράμιλλου τεχνίτη αφορούσε (τουλάχιστον) το βιολί και το τραγούδι. Έπαιζε με τον επίσης θρυλικό κλαριντζή Νίκο Σουλεϊμάνη. Οι αναφορές στον Μπαταριά και την τέχνη του σε λογοτεχνικά κείμενα είναι εντυπωσιακά πολλές.
Συνεπώς, παρόλο που είναι ακριβές ότι έπαιζε ταμπουρά και ότι γλένταγε όλο το Μεσολόγγι, δεν τεκμηριώνεται ακριβώς ότι γλένταγε όλο το Μεσολόγγι με τον ταμπουρά του.

(Υ.Γ. Ο στίχος που θυμόμουν δεν είναι ακριβώς έτσι. Το σωστό είναι της δοξαριάς τεχνίτη, από τους Καημούς της Λιμνοθάλασσας του Παλαμά. Έχει γίνει και τραγούδι με την Αρβανιτάκη!)