"Οι Έλληνες του Γκέρλιτς", Γερ. Αλεξάτου

Πήγα τις προάλλες στη συναυλία του Μεγάρου με τους δεξιοτέχνες των διάφορων λαουτοειδών οργάνων, και είχα την ευκαιρία να ξανατσεκάρω μερικά από όσα λέμε για τις δυνατότητες του κάθε οργάνου.
Για το ζήτημα της έντασης δεν υπάρχει τίποτε να πω, γιατί οι ηχητικές συνθήκες του Μεγάρου δε συγκρίνονται με αυτές ενός γλεντιού ούτε σε ανοιχτό ούτε σε κλειστό χώρο. Αυτό στο οποίο θα ήθελα να μείνω είναι πιο πολύ οι λαουτιέρηδες που είδα και άκουσα να σολάρουν.
Ο Χρήστος Ζώτος έπαιξε μερικά οργανικά από την παράδοση των άστεων της Ηπείρου: Πατινάδα, Παπαδιά, Κλάματα. Συνοδευόταν από τον Στέλιο Κατσιάνη, επίσης στο λαούτο, και από σαντούρι (Στέλα Βαλάση) και κρουστά (Κ. Μερετάκης).
Ο ίδιος ο Κατσιάνης έπαιξε ένα σετ οργανικά νησιώτικα, επίσης από την ανάλογη αστική, στην προέλευσή της, παράδοση του Αιγαίου: Σκοπό της νύφης, Μπάλο ντο ματζόρε, Σούστα Σύμης. Συνοδευόταν από λάφτα (Μαρία Θεοφανίδου) και κρουστά (Κ. Μερετάκης)
Τέλος, οι Λαϊνάκηδες πατήρ και υιός έπαιξαν μερικά κισσαμίτικα συρτά με ντουέτο λαούτων, όχι ως σολίστας και συνοδός αλλά ως δύο «συσσολίστες», χωρίς κανένα άλλο όργανο.

Από αυτά, το κισσαμίτικο σετ ήταν αυτό που χωρίς αμφιβολία έστεκε άψογα. Ο Ζώτος, ίσως επειδή άνοιγε τη συναυλία και δεν είχε προλάβει να «ζεσταθεί» με τη σκηνή και το κοινό, μου φάνηκε ότι δεν απέδωσε όσα ξέρει. Ακούγοντας όμως το παίξιμό του και συμπληρώνοντάς το νοερά με όσα άλλα παιξίματά του έχουμε ακούσει, και πάλι έστεκε. Απλώς σημειώνω ότι η σύμπραξη τόσων νυκτών (σόλο λαούτο, συνοδευτικό λαούτο και σαντούρι) απαιτεί πολλή προσοχή στην ενορχήστρωση και την ηχοληψία, ενώ στην περίπτωση των Κρητικών η ίδια η υπάρχουσα παράδοση έχει ήδη δώσει τις λύσεις (ο τρόπος που έπαιζαν είναι σχεδόν ο ίδιος όπως κι αν συνόδευαν ένα βιολί). Τέλος, το νησιώτικο σετ δεν το βρήκα πετυχημένο. Όχι γιατί ο Κατσιάνης έπαιξε λιγότερο καλά από τους άλλους ή γιατί η ενορχήστρωση δεν ήταν δουλεμένη, αλλά γιατί οι σκοποί του βιολιού μου φάνηκαν ότι χάνουν στο λαούτο, πράγμα που δε συνέβαινε με τα κρητικά (επίσης σκοπούς του βιολιού) και τα ηπειρώτικα (του κλαρίνου μαζί με βιολί).

Συμπέρασμα;

Δεν έχω βγάλει κάποιο. Ίσως να είναι θέμα ρεπερτορίου. Τα κρητικά συρτά, όσο κι αν στη συνήθη παραδοσιακή πράξη στηρίζονται περισσότερο στο βιολί παρά στο τραγούδι, είναι ωστόσο -νομίζω- σκοποί φτιαγμένοι με λογική τραγουδιού, πράγμα που δεν ισχύει για τα νησιώτικα και μάλιστα τα συγκεκριμένα κομμάτια που παίχτηκαν. Σκοποί με λογική τραγουδιού είναι δυνατόν να στηρίζονται πιο πολύ στη μελωδία αυτήν καθ’ αυτήν, ενώ αν είναι «γραμμένοι» με λογική οργανικού να στηρίζονται στις δυνατότητες του κάθε συγκεκριμένου οργάνου, π.χ. του βιολιού, οπότε να μην περνιούνται εύκολα σε άλλο όργανο. Από την άλλη όμως, και του Ζώτου τα κομμάτια οργανικά ήταν… Ίσως όμως να είναι οργανικά όπου ακούς πιο πολύ τη μελωδία (η οποία μπορεί να παιχτεί και από άλλο όργανο, όπως το λαούτο). Δεν αποπειράθηκε να παίξει π.χ. μοιρολόι ή σκάρο, κομμάτια που πιο πολύ ακούς κλαρίνο παρά την ίδια τη μελωδία. Δεν ξέρω, μια σκέψη κάνω.
Άλλη σκέψη είναι ότι μπορεί απλώς να εξαρτάται από τη δουλειά που έχει κάνει ο κάθε μουσικός προσωπικά, και φυσικά και από τη δουλειά που έχει βρει έτοιμη στην παράδοση. Και εδώ ξανατονίζω ότι η κισσαμίτικη παράδοση, πολύ περισσότερο από τις άλλες δύο, έχει ήδη κάνει δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση (του σόλο λαούτου). Όχι μόνο με συγκεκριμένους σολίστες του παρελθόντος αλλά και με την τεχνική που ακολουθούν οι συνοδοί λαουτιέρηδες.