Έφτιαξα μια τσουκομαντούρα.
Δεν μπορώ να πω ότι είμαι πολύ ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα. Θεωρητικά ξέρω ακριβώς πώς γίνονται αυτές οι δουλειές, και είμαι πολύ καλός στο να δίνω συμβουλές και οδηγίες. Πολλοί τις ακολούθησαν και τα κατάφεραν. Όταν όμως έρθει η ώρα να τις εφαρμόσω κι ο ίδιος, εκεί το πράγμα αλλάζει!
Όμως το κέρδος είναι ότι κατανόησα μερικά πράγματα που αλλιώς δε θα τα κατανοούσα, μόνο φτιάχνοντας.
Η τσουκομαντούρα είναι μία ή δύο μαντούρες προσαρμοσμένες σ’ έναν τσούκο (κολοκύθα). Τον συγκεκριμένο τσούκο τον έχω τόσο πολύ καιρό που δε θυμάμαι πια πού τον βρήκα, πάντως εξαρχής τον είχα ξεχωρίσει γι’ αυτό τον προορισμό, επειδή μου άρεσε ο φυσικός χρωματισμός του. Τώρα λοιπόν βρέθηκε λίγος χρόνος. Είχα κάτι καλάμια, επίσης μαζεμένα από χρόνια. Πέρσι τέτοιον καιρό είχα αρχίσει να τα κόβω, να τα ξεχωρίζω ποια είναι για μπιμπίκια (το εξάρτημα με το γλωσσίδι, που σφυρίζει, εδώ αθέατο μέσα στον τσούκο) και ποια για αυλούς, έφτιαξα μερικές δεκάδες μπιμπίκια, εκ διαλειμμάτων μια στα τόσα μέσα στον τελευταίο χρόνο έφτιαχνα και μερικά ακόμη, και τώρα έκανα κι αυτό.
Αυτή τη δουλειά την κάνουμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με τις τσαμπούνες. Άλλος πιο συστηματικά, άλλος σαν εμένα όποτε λάχει. Άλλος πιο μεθοδικά, άλλος όπως λάχει. Δε λες «τώρα θα φτιάξω μια τσαμπούνα, θέλω ένα ζευγάρι αυλούς κι ένα ζευγάρι μπιμπίκια, άρα φτιάχνω αυτά και προχωράω». Τα φτιάχνεις ούτως ή άλλως, για να βρίσκονται. Ο παραδοσιακός τρόπος είναι να φτιάξεις εκατό μπιμπίκια, τα εβδομήντα να είναι ούτως ή άλλως άχρηστα, κι απ’ τα υπόλοιπα να βρεις δύο που ταιριάζουν και μεταξύ τους και με τους αυλούς και με όλο το σύστημα. Κατά τα άλλα, πάντα θα χρειαστείς ρεζέρβα μπιμπίκια για μια τσαμπούνα, πάντα θα χρειαστεί να φτιάξεις μια μονή μαντούρα κλπ., οπότε γι’ αυτό πιο πολύ ασχολείσαι κι όχι για έναν συγκεκριμένο προαποφασισμένο στόχο. Αλλά πιο πολύ ακόμη, για το σπορ.
Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς στην τσουκομαντούρα μου είναι ότι θα περίμενε οι δύο αυλοί να είναι κολλητά ο ένας με τον άλλον. Αυτό από μόνο του είναι μια ολόκληρη ιστορία:
Η τσουκομαντούρα ήταν ένα παλιό ξεχασμένο κρητικό όργανο που το έφερε στο φως ο Δαμιανός Βασιλάκης. Του είχε πει ο παππούς του ότι το έφτιαχναν όταν ήταν μικροί, ο Δαμιανός έφτιαξε μία σύμφωνα με τις περιγραφές του παππού, του το έδειξε, και ο παππούς το αναγνώρισε για σωστό.
Ήταν όμως με μονή μαντούρα.
Γιατί να φτιάξεις μια μονή τσουκομαντούρα; Λειτουργικά δεν έχει καμία απολύτως διαφορά από τη σκέτη μαντούρα. Ο τσούκος δεν είναι ασκός, που μπορεί να κρατήσει αδιάκοπο ήχο ενώ εισπνέεις. Το μόνο που κάνει είναι, ας πούμε, να προστατεύει το μπιμπίκι που αλλιώς είναι μέσα στο στόμα σου. Σιγά την προστασία, σάματις θα το δάγκωνες; Μόνο η εμφάνιση αλλάζει.
Κάτι τέτοιο πρέπει να σκέφτηκε κι ο Δαμιανός, κι έτσι άρχισε να φτιάχνει διπλές τσουκομαντούρες. Είχα παρατηρήσει όμως ότι τις έφτιαχνε πάντοτε με τους αυλούς σε έντονα αποκλίνουσα θέση, και όχι με ίδιες τρύπες αλλά έναν πλήρη (5 τρύπες) κι έναν για σταθερό ισοκράτη (χωρίς τρύπες) ή εναλλασσόμενο (μία τρύπα = δύο νότες) ή διάφορους άλλους παρόμοιους πειραματισμούς. Όλα αυτά είναι πράγματα που τα έχουν ήδη σκεφτεί άλλοι μουσικοί πολιτισμοί, όχι όμως ο κρητικός. Στην Κρήτη οι δύο μαντούρες, είτε σε ασκομαντούρα (τσαμπούνα) είτε σκέτες (διπλομάντουρο ή τζιμπραγιά {=δίδυμη} μαντούρα) είναι πάντοτε παράλληλες και με 5:5 τρύπες.
Εδώ ο Δαμιανός παίζει έναν σκοπό στην τσουκομαντούρα του. Όποιος ξέρει να διαβάσει τα δάχτυλά του, θα δει ότι η τεχνική του δεν έχει σχέση με των παραδοσιακών πνευστών της Κρήτης, ούτε της Ελλάδας γενικότερα. Είναι δική του επινόηση, όπως και το ηχητικό αποτέλεσμα.
Κάποιος που να ξέρει μόνο παραδοσιακή τσαμπούνα θα έπαιζε έτσι:
Το όργανο στο πρώτο βίντεο είναι με εναλλασσόμενο ισοκράτη, το δεύτερο με σταθερό. Δηλαδή το πρώτο έχει 5:1 τρύπες και το δεύτερο 5:0. Το 5:0 δεν υπάρχει στην ελληνική παράδοση. Το 5:1 υπάρχει (όχι όμως στην κρητική), αλλά και πάλι δουλεύεται πολύ αλλιώς. Και τα δύο είναι του Δαμιανού - άλλωστε δε νομίζω να φτιάχνει άλλος.
Στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης φυλάσσεται ένα απομεινάρι ελληνικής τσουκομαντούρας (όχι μ’ αυτό το όνομα) του 19ου αιώνα, από απροσδιόριστο νησί του Αιγαίου:
Από την κολοκύθα έχει μείνει μόνο αυτό το λίγο. Ο αυλός και πάλι είναι μονός. Έχει και κέρατο, όπως οι τσαμπούνες (που είναι πάντοτε διπλές). Υπάρχει επίσης μια μαρτυρία από περιηγητή το 1885, ότι είδε στην Τήνο να παίζουν διπλή τσουκομαντούρα με κέρατο, και ρώτησε και του είπαν ότι ονομάζεται «monosampilos». Εγώ καταλαβαίνω ότι του είπαν «μονοτσάμπουνο» (υπαρκτή λέξη), και ότι τον διπλό αυλό τον είδε κάπου αλλού, το πιθανότερο σε τσαμπούνα, και συγχέει. Ότι δηλαδή πάλι μονή ήταν.
Γιατί επιτέλους ούτε ένας χριστιανός εδώ και τόσους αιώνες δεν έφτιαξε μια τσουκομαντούρα με κανονικό διπλό αυλό όπως οι τσαμπούνες;
Η απάντηση ήταν απλή:
Πόσο πιο κοντά να έρθουν οι τρύπες; Παράλληλους κολλητούς αυλούς δεν μπορείς να βάλεις στον τσούκο. Μόνο αν έκανες μία ενιαία οκτάσχημη τρύπα, και στόκαρες τις χαραμάδες με κερί ή άλλο πιο σύγχρονο υλικό. Αλλά αυτό δεν το θέλουμε, γιατί πρέπει οι αυλοί να μπαινοβγαίνουν αφού τα μπιμπίκια θέλουν όλη την ώρα πείραγμα για το κούρδισμα.
Έλα όμως που η εικόνα ή και μόνο η περιγραφή μιας μαντούρας (ή και δύο) μέσα σ’ έναν τσούκο δημιουργεί αναπόφευκτο συνειρμό προς τους Ινδούς φακίρηδες, που αυτό ακριβώς το όργανο παίζουν στις (θεόκουφες!) κόμπρες τους:
Το πούνγκι ή μαγούντι ή μπιν του φακίρη έχει δύο αυλούς, παράλληλους και κολλητούς. Πώς το καταφέρνει αυτός; Απλώς επειδή είναι φακίρης;
Έχω κι εγώ ένα τέτοιο όργανο. Ήταν εξ αρχής τουριστικό, έπαιζε και δεν έπαιζε, το ξεσκάλισα και λίγο και τώρα δεν παίζει τίποτα. Είχε μια λεπτομέρεια που ενώ δεν την είχα σπουδαιολογήσει, ωστόσο την είχα συγκρατήσει, και τώρα, είκοσι+ χρόνια μετά, απέκτησε νόημα: οι αυλοί δεν είναι από καλάμι σαν το ελληνικό, είναι ξύλινοι. Το τοίχωμά τους είναι πολύ πιο χοντρό από της καλαμένιας μαντούρας, και στην κορυφή, που μπαίνει μέσα στον τσούκο, λεπταίνει κωνοειδώς, ενώ το απομέσα (το bore, ο εσωτερικός σωλήνας) παραμένει κυλινδρικό. Έτσι οι τρύπες στον τσούκο είναι σαν τις δικές μου, σε απόσταση, αλλά οι αυλοί είναι κολλητοί.
Μόνο έτσι γίνεται. Με κοινό καλάμι, αναγκαστικά ή μονό αυλό ή δύο αποκλίνοντες. Για παράλληλους θα πρέπει να απαρνηθεί κανείς το καλάμι.
Κατόπιν αυτών, τείνω να αναθεωρήσω την άποψη, που είχα διατυπώσει και στο δρ μου, περί συγγένειας ανάμεσα στην ελληνική τσουκομαντούρα και τα ινδοπακιστανικά παρόμοια όργανα. Η τσουκομαντούρα είναι απλώς μια μαντούρα μέσα σε τσούκο. Την έχουν φτιάξει έτσι, για πλάκα, για ομορφιά, όχι για κανέναν άλλο λόγο. Ενώ με τον διπλό αυλό των ινδοπακιστανικών οργάνων βρισκόμαστε μέσα στην απέραντη και πολυποίκιλη οικογένεια των διπλών χόρνπαϊπ, που με τσούκους ή χωρίς, με ασκό ή χωρίς, εξαπλώνεται σε όλο τον παλαιό κόσμο σε μια απειρία παραλλαγών. (Λεπτομέρειες στο λινκ παραπάνω).
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Εν πάση περιπτώσει, εγώ ήθελα να φτιάξω μια διπλή, με παράλληλους αυλούς που να παίζονται όπως στη διπλομαντούρα και την τσαμπούνα. Λειτουργικά αυτό πέτυχε, παρόλο που η απόσταση μεταξύ τους δίνει άγαρμπη εμφάνιση. Αυτό που δεν πέτυχε είναι ότι τα μπιμπίκια τρώνε τόσο πολύ αέρα ώστε κάθε φύσημα κρατάει απελπιστικά λίγο. Ο μόνος τρόπος να παιχτεί θα ήταν αν κάτσω να μάθω την κυκλική αναπνοή, κάτι που πάντα ήθελα και μερικές φορές πήγα να το ξεκινήσω χωρίς ποτέ να προχωρήσω. Πάντως οι φακίρηδες έτσι παίζουν.
Το καλάμι στο επιστόμιο το είχα δει στις τσουκομαντούρες του Δαμιανού και δε μου άρεσε. Διαπίστωσα όμως ότι όντως χρειάζεται. Το τοίχωμα του τσούκου είναι απλώς ξερή φλούδα κολοκύθας, δεν είναι ξύλο. Πολύ γρήγορα θα μασιόταν, θα μούσκευε και θα γινόταν για πέταμα.
Από τις τσαμπούνες ξέρω ότι το μπιμπίκι καμιά φορά φεύγει από τη θέση του στον αυλό και το κυνηγάς μέσα στον ασκό. Αν μου φύγει μέσα στον τσούκο, δε θα βγει ούτε στον αιώνα τον άπαντα, θα πρέπει ή να το αφήσω εκεί και να φτιάξω καινούργιο ή να χαλάσω τον τσούκο. Γι’ αυτό τα έδεσα με μια κλωστίτσα, στην άκρη της κάθε κλωστής κρέμασα μια χάντρα, και την άκρη με τη χάντρα την αφήνω έξω από τον τσούκο, να κρέμεται πίσω από τον κάθε αυλό. Ακόη κι αν είμαι τόσο άτυχος ώστε ο τσούκος να ρουφήξει και το μπιμπίκι και το σπαγκάκι με τη χάντρα, τη χάντρα θα μπορέσω με λίγη υπομονή να τη φέρω στην τρύπα, να τη βγάλω έξω, κι από κει να ψαρέψω το μπιμπίκι. Άλλωστε μ’ αυτό τον τρόπο άδειασα τον τσούκο από τα σποράκια του. (Ένας ξερός τσούκος χωρίς καμία απολύτως επέμβαση είναι μαράκα.)
Σας ευχαριστώ για την υπομονή.