Μερικές σκέψεις για τη μεταξική λογοκρισία

Μια που σε άλλη συζήτηση εδώ μπήκε το θέμα της μεταξικής λογοκρισίας, θα ήθελα να πω μερικές σκέψεις:

Καταρχήν σε σχέση με τη λογοκρισία επί της μουσικής, νομίζω πως το θέμα δεν περιορίζεται στον αμανέ, όπου:
Από μια πρόχειρη αναζήτηση στο σήλαμπς με την ένδειξη ΑΜΑΝΕΔΕΣ πρόκυπτει ότι για το 1935 στη βάση υπάρχουν 21 ελληνικές ηχογραφήσεις και μια ηχογράφηση ΗΠΑ.
1936: 12 ηχογραφήσεις Ελλάδας.
1937: 10 ηχογραφήσεις Ελλάδας και 1 ΗΠΑ.
1938 και 1939: μηδέν ηχογραφήσεις.
Μεταξύ 1940-1954: 11 ηχογραφήσεις ΗΠΑ και 1 ελληνική.
Δεν κοίταξα παραπέρα και βέβαια πρόκειται για στοιχεία απλώς ενδεικτικά, που όμως απεικονίζουν την πραγματικότητα.
(Απ’ ότι θυμάμαι, παλιότερα στο σήλαμπς ήταν δυνατή και η αναζήτηση με χρονολογίες, που διευκόλυνε τέτοιου είδους έρευνες. Τώρα, αν δεν κάνω λάθος, δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα).

Έχουν, επίσης, ειπωθεί μερικά πράγματα περί ανατολικών και δυτικών μελωδιών, αρμονιών, κλιμάκων, δρόμων κλπ, αλλά νομίζω ότι θα έβγαζε αποτέλεσμα και μια έρευνα για τις ενορχηστρώσεις. Συγκεκριμένα, νομίζω ότι παρά την επικρατούσα αντίληψη ότι επί μεταξικής δικτατορίας κυνηγήθηκε το μπουζούκι, νομίζω ότι στην πραγματικότητα το μπουζούκι «μονοπώλησε» τις ηχογραφήσεις του λαϊκού τραγουδιού, και αυτό που «εξαφανίστηκε» από τη δισκογραφία είναι το «βιολί και σαντουράκι» (όπως παραδίδει τους στίχους του «ξέμαγκα» -«βιολί», όχι «κρασί»- η Αγγέλα - Τα χαΐρια μας εδώ, εκδ. ΚΟΥΚΚΙΔΑ - ΑΙΓΑΙΟΝ, σελ. 50).

Δεύτερον, σχετικά με τη λογοκρισία στους στίχους:

Και πρώτα σχετικά με τα χασικλίδικα.
Εδώ νομίζω καταρχήν το εξής: Η δισκογραφία έβγαλε στην επιφάνεια με την ένταση ενός δυνατού μεγαφώνου, μια ολόκληρη θεματολογία, που έως εκείνη τη στιγμή αποτελούσε αντικείμενο «συντεχνιακά» κλειστών κοινωνικών ομάδων, κι αυτό μάλιστα σε μια περίοδο που οι συντεχνιακές μορφές παραμερίζονται από τις βιομηχανικές μορφές παραγωγής και κατανάλωσης (πράγμα που αφορά τόσο λαϊκό το τραγούδι όσο και το αντικείμενο της συγκεκριμένης θεματολογίας του, τα ναρκωτικά). Αυτή η «απότομη» εμφάνιση της συγκεκριμένης θεματολογίας, ενώ μας άφησε πολύτιμα κατά τη γνώμη μου τεκμήρια, ταυτόχρονα ήταν φυσικό να προκαλέσει μια ορισμένη κοινωνική αναστάτωση. Η οποία κυμαίνεται από την τάση εμπειρικής προσέγγισης (και «κατανάλωσης») ενός ως τότε «κρυφού» κοινωνικού «εξωτισμού», έως την έλλογη επιφύλαξη και ιδεολογική αμφισβήτηση, μέχρι και την «ηθικολογική» απόρριψη ακόμα και «υστερικής» και, κάποτε επίσης, υποκριτικής μορφής.

Ένα επίσης θέμα είναι ότι πριν τη λογοκρισία και την απαγόρευση αυτής της θεματολογίας, μπορεί κανείς να διακρίνει και έναν ορισμένο βαθμό προβολής της για λόγους εμπορικούς και κερδοσκοπικούς, λόγοι που δεν παύουν να έχουν ιδεολογική διάσταση, σε βαθμό που σε κάποιες περιπτώσεις να μπορεί να γίνει λόγος για «επιβολή» της θεματολογίας και για λογοκριτικές παρεμβάσεις των εταιρειών σε βάρος των δημιουργών.

Λχ στη σελ. 160 (Τα χαΐρια μας εδώ, όπ), βλέπουμε τους στίχους του Παπάζογλου στο «Προσφυγάκι»: «Εγώ δεν το βάνω κάτω… αχ το λέω». Ο στίχος όμως αυτός εξαλείφθηκε ολοσχερώς από την ηχογράφηση (που δεν φέρει καν το όνομα του Παπάζογλου) και ουσιαστικά το «δεν το βάζω κάτω» αντικαταστάθηκε με το ότι «φουμάρω και χασίσι». Νομίζω πρόκειται για καθαρή περίπτωση όπου οι εμπορικοί και ιδεολογικοί στόχοι της λογοκριτικής (αν και εν προκειμένω όχι κρατικής) παρέμβασης ταυτίζονται.

Ακόμα και ο «ξέμαγκας», νομίζω, χωρίς να θυμάμαι πηγή, γράφτηκε ως παραγγελία (της εταιρείας) για «χασικλίδικο», και έλαβε τη μορφή που ξέρουμε ακριβώς σαν αντίδραση του Β. Παπάζογλου σε αυτού του είδους την εμπορική προώθηση της σχετικής θεματολογίας.

Ώσπου έρχεται η λογοκρισία. Καταρχήν, όσον αφορά τα ναρκωτικά, έχω τη γνώμη ότι η δικτατορία Μεταξά αποτέλεσε -εκτός των άλλων- «σταθμό» στην επιβολή κρατικού ελέγχου στη διάδοση των ναρκωτικών. Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνω από την αφήγηση Γενίτσαρη για την εξορία του στην Ίο, όπου περιγράφει το όργιο του εμπορίου ηρωίνης σε συνθήκες -κατά τα άλλα- αυστηρής επιτήρησης κάθε πτυχής της ζωής των εξόριστων.
Αλλά εκτός από αυτό, αυτό που απαγορεύτηκε από το λαϊκό τραγούδι, ήταν ουσιαστικά η θεματική μιας ολόκληρης κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν θα μπορούσε πια να ηχογραφηθεί η «Προύσσα», αλλά δεν θα μπορούσε να ηχογραφηθεί ούτε και ο «πόνος του πρεζάκια» του Δελιά ή ο «πρεζάκιας» του Τσαούς. Δεν θα μπορούσαν να ηχογραφηθούν τα «χαρούμενα» («ευφορικά», «ψυχαγωγικά») χασικλίδικα, αλλά δεν θα μπορούσε να ηχογραφηθεί ούτε ο «ξέμαγκας» και το «παράπονο του δερβίση» του Β. Παπάζογλου, ούτε και το «Ώρες με θρέφει ο λουλάς» του Μάρκου και αρκετά άλλα. Τα οποία και καθρεφτίζουν -με τον τρόπο τους- μια συνειδητοποίηση (από δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού) αταίριαστη προς τα εμπορικά καταναλωτικά πρότυπα που προωθούνταν τότε όπως, κατά κάποιο τρόπο, και σήμερα.

Εξαφανίζεται λοιπόν από το λαϊκό τραγούδι, όχι γενικώς τα «χασικλίδικα», αλλά σαν θεματολογία μια ολόκληρη κοινωνική πραγματικότητα που «θέριζε» τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα είτε στην ποινική-διοικητική εξορία είτε στην «κοινωνία».

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η λογοκρισία των στίχων δεν αφορούσε μόνο τα «χασικλίδικα», αυτά μάλλον αποτέλεσαν το πρόσχημα κοινωνικής «νομιμοποίησης» της λογοκρισίας γενικά.
Και δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό περιστατικό από εκείνο που οδήγησε τον Β. Παπάζογλου να αποσυρθεί από τη δισκογραφία. Και το οποίο περιστατικό δεν αφορούσε εν προκειμένω το σμυρνέικο ύφος της μουσικής του, αλλά τη λογοκριτική απαίτηση να αντικαταστήσει τον στίχο: «ελεύθερος να ζήσω» με τον στίχο: «χαρούμενος να ζήσω».

Δεν θα συνεχίσω με την ειδικά μεταξική λογοκρισία. Καθώς το «πνεύμα» της συνεχίστηκε και στις μεταπολεμικές δεκαετίες, θα παραθέσω το λογοκριτικό φύλλο («ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ») για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το όνειρο» (1961), το οποίο βρήκα εδώ, το οποίο συνοψίζει το μεταξικό και μεταπολεμικό λογοκριτικό «πνεύμα», και το συνοψίζει μάλιστα με χαρακτηριστικά κοινωνικού ρατσισμού απέναντι στη λαϊκή φτώχεια και δυστυχία, και στο οποίο διαβάζουμε τι πρέπει να αφαιρεθεί από την ταινία:

  1. Γυναίκα που μουτζώνει.
  2. Τρελός που κυλιέται στο χώμα.
  3. Ζητιάνος - Κυριακή αργία.
  4. Το στέμμα στο ρολόι.
  5. Αστυνομικοί που κυνηγούν μικροπωλητή.
  6. Εσωτερικό -αφίσσα μοντέρ- του σπιτιού.
    Και 7) όπου πλέον, -σχολιάζω εγώ-, το ταξικό μίσος κατά των φτωχών, κατά του λαού, εξακοντίζεται σαν πύον: Η ΛΕΞΙΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΑΣΥΡΜΑΤΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ. («Ασύρματος»: παραγκοσυνοικία στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας, όπου και γυρίστηκε η ταινία. Για όποιον δεν κατάλαβε, η λογοκρισία διέταξε να εξαλειφθεί το όνομά της από τους τίτλους της ταινίας και από τα ευχαριστήρια των δημιουργών προς τους κατοίκους της).

Αν και πρόκειται για το 1961, είναι νομίζω εντελώς εντός θέματος και εντός «πνεύματος».

5 «Μου αρέσει»

Πριν το διαβάσω όλο, που φαίνεται να θέλει προσεχτική μελέτη, μια τεχνική λεπτομέρεια:

Στο «αναζήτησε συνθέτες» η πρώτη πρώτη επιλογή, εκτός αλφαβητικής σειράς, είναι οι «Αμανέδες». Προφανώς επειδή θεωρούνται ανώνυμοι αλλά διακρίνονται από όλα τα άλλα ανώνυμα τραγούδια, για τα οποία υπάρχει επίσης επιλογή «Παραδοσιακά» στους συνθέτες.

Οπότε, υποθέτω Άγη ότι από κει ξεκίνησες.

Στη σελίδα των ευρημάτων δίνονται διάφορες πληροφορίες: τίτλος, συνθέτης, τραγουδιστής, χρονιά κλπ. Η κατάταξη είναι αλφαβητικά με βάση τον τίτλο. Αν όμως πατήσεις κάποια από τις άλλες επικεφαλίδες, π.χ. χρονιά, η κατάταξη γίνεται με βάση αυτό το πεδίο. Βέβαια σε όσα η χρονολογία είναι άγνωστη έχει καταχωρηθεί έτος 0, οπότε αυτά πάνε πρώτα.

(Προσοχή: από τα περίπου 600 τραγούδια που έχουν καταχωρηθεί ως αμανέδες, ένα σημαντικό ποσοστό δεν είναι όντως αμανέδες. Επίσης, ορισμένα είναι διπλές καταχωρήσεις.)

Επί του τεχνικού μέρους διευκρινίσεις:
Πάτησα “αμανέδες” στην αναζήτηση συνθετών και κατόπιν στα ευρήματα “έτος ηχογράφησης”. Οπότε εύκολα πήγα στις χρονιές που με ενδιέφεραν και βρήκα αυτά που γράφω στο αρχικό ποστ.
Αυτό που γράφω ότι:

…είναι κάτι διαφορετικό. Έχει να κάνει με την παλιότερη, όπως θυμάμαι, που τώρα δεν την βρίσκω, δυνατότητα να κάνεις αναζήτηση με έτος ηχογράφησης και να δεις όλες τις ηχογραφήσεις (όλων των συνθετών κλπ) ενός συγκεκριμένου έτους. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο να γίνουν ευρύτερες συγκρίσεις με αυτόν τον τρόπο.
Κατά τα άλλα, οι “Αμανέδες” μάλλον υπάρχουν ξεχωριστά σαν αντικείμενο αναζήτησης λόγω είδους, καθώς σε πολλούς, ίσως στους περισσότερους αναγράφεται και συνθέτης.
Τέλος ξαναγράφω πως πρόκειται για αποτέλεσμα απλώς ενδεικτικό, αλλά και το οποίο απεικονίζει την πραγματικότητα (λχ 1935 = 21, ενώ 1938-1939 = 0).

ΥΓ Κάποιες (2-3) εμφανώς (από τις “πληροφορίες”) διπλές καταχωρήσεις τις αφαίρεσα από τα αθροίσματα.

Διορθώνω τα παραπάνω:

– 2. Τρελός και κυλιέται στο χώμα.

– 6. Εσωτερικό - αφίσσα μοντέρνου σπιτιού

@agis αν ακολουθήσεις τα παρακάτω βήματα θα έχεις ανά χρονιά τα αποτελέσματα που θες:

  1. Τραγούδια και μετά αναζήτηση τραγουδιών

  2. Σε βγάζει σε αυτό

  3. Κάνεις Προσθήκη κανόνα και σου βγάζει αυτό

  4. Πάτα πάνω στο Σβήσιμο για Συνθέτη και Τραγουδιστή και σου μένει αυτό

  5. Πάτα το βελάκι στις τελίτσες και σου εμφανίζει το έτος

  6. Στο Κενό κουτάκι γράφεις με το πληκτρολόγιο τη χρονιά που θέλεις και πατάς μετά το Ψάξε.

Εγώ έβαλα το 1936

  1. Και μου έβγαλε 39 σελίδες με 381 τραγούδια για τη χρονιά εκείνη.
    rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων

Ελπίζω να βοήθησα.

3 «Μου αρέσει»

Συμφωνώ και επαυξάνω!

Ένας από τους κύριους στόχους των κυρίαρχων καθεστώτων της χώρας από το 1936-1974 ήταν η ωραιοποίηση της πραγματικότητας. Έπρεπε να δημιουργείται μια ψευδής εικόνα ευτυχίας και ευημερίας μέσα από την τέχνη, για να υπηρετείται το αφήγημα της επιτυχίας των καθεστώτων. Έτσι το περιθώριο, οι φτωχοί, οι ζητιάνοι, οι φυλακισμένοι και γενικά κάθε λογής φτωχοταλαίπωρος έπρεπε να κρυφτεί κάτω από το χαλί. Επιτρέπονταν μόνο περιθωριακοί μεμονωμένοι που φταίνε ξεκάθαρα για τη μιζέρια τους όπως ο Μπεκρής του Ορέστη Μακρή για να τους βλέπουνε οι άλλοι και να τους λυπούνται ή άνθρωποι που τους έχουν τύχει όλα τα δεινά όπως στα δράματα με Μάρθα Βούρτση κλπ.

Αυτό αποκορυφώθηκε την περίοδο της χούντας, όπου βλέπουμε στις οθόνες μια Ελλάδα σχιζοφρενική. Από τη μια νεαροί με νεαρές χορεύουνε και τραγουδούνε ζώντας τον έρωτά τους ευτυχισμένοι σε σούπερ-λουξ τουριστικά θέρετρα, κι από την άλλη η πραγματικότητα είναι φτώχεια, βασανιστήρια, δολοφονίες, λαμογιά και ευνοιοκρατία για τα “δικά μας” τα παιδιά.

Το εντυπωσιακό είναι οτι αυτή η ψευδεπίγραφη γκλαμουριά των ταινιών της εποχής χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα ως “στοιχείο” για την ύπαρξη μιας δήθεν ευημερίας που ζούσαμε στη χούντα από νοσταλγούς. Διάφοροι ηλικιωμένοι που ζήσαν την εποχή αλλά έχουν ξεχάσει τον τρόμο, την νοσταλγούν, νοσταλγώντας ουσιαστικά τις Ελληνικές ταινίες. Δηλαδή, το φαντασιακό της εποχής! Και βέβαια τα κανάλια… άλλο που δεν θέλουν… Φθηνό και ιδεολογικά ωφέλιμο.

Το ίδιο κάνει και το Χόλυγουντ παράλληλα με τον κώδικα Χέιζ το 1932 με παρόμοιες απαγορεύσεις και πανομοιότυπο σκοπό.

Τέλος, μην ξεχνάμε οτι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ανέδειξε προσωπικότητες που έκτοτε τις βλέπουμε να παίζουν ρόλο διαχρονικά μέχρι και την 7αετία (π.χ. Μανιαδάκης, αν θυμάμαι καλά). Ήταν δηλαδή συγκοινωνούντα δοχεία τα καθεστώτα σε ιδεολογικό και έμψυχο υλικό.

1 «Μου αρέσει»

Εδώ θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι, συχνότατα, με τη λέξη «ΑΜΑΝΕΔΕΣ» στη δισκογραφία προσδιορίζονταν όχι μόνο οι καθεαυτού αμανέδες, αλλά και ολόκληρο το είδος των τραγουδιών που αργότερα ονομάστηκαν λαϊκά, ρεμπέτικα κλπ.

Εν προκειμένω, όμως, ο προσδιορισμός δεν είναι της δισκογραφίας, αλλά του σήλαμπς, που αυτή τη στιγμή στη βάση του έχει 596 τραγούδια ταξινομημένα σαν “ΑΜΑΝΕΔΕΣ”. Έστω κι αν μερικά από αυτά ίσως δεν είναι πράγματι. Λ.χ. ανάμεσα στους “ΑΜΑΝΕΔΕΣ” που ηχογραφήθηκαν το 1935 υπάρχει κι ένας “Μπάλλος Σμυρνέικος”. Οπότε, ξαναλέω, πρόκειται απλώς για ενδεικτικά (αλλά και χαρακτηριστικά) αποτελέσματα.

Στο μεταξύ, ο απρόσεκτος, θα πρέπει να διορθώσω κι αυτό:

Στην πραγματικότητα αυτοί που αναγράφονται είναι οι τραγουδιστές, ενώ στη θέση του συνθέτη αναγράφεται: ΑΜΑΝΕΔΕΣ.
Οπότε μάλλον ισχύει αυτό:

Είναι και τα λάθη του ίδιου του Σίλαμπς.

Με αναζήτηση «Αμανέδες» στο πεδίο Συνθέτης και με ταξινόμηση κατά χρονολογία, βρίσκουμε να έχουν κυκλοφορήσει μέσα στο έτος 1935 τα στοιχεία από 512 έως 534, δηλαδή 22 κομμάτια, όπως λέει κι ο Άγης. Αλλά το 528, «Μπάλος Σμυρναίικος» με τον Καρίπη, δεν περιλαμβάνει μανέ και βρέθηκε εκεί κατά λάθος. Τα 12 του 1926 είναι σωστά, και τα έντεκα του 1937 επίσης.

Όχι πως αλλάζει τίποτα στα στατιστικά επειδή το 1935 βγήκαν 21 μανέδες και όχι 22, απλώς να θυμόμαστε ότι μανές δεν είναι κάθε τραγούδι που κάποιος τότε ή τώρα το χαρακτήρισε μανέ.

1 «Μου αρέσει»

Σε πρόλαβα πάνω στο νήμα με τον μπάλο σμυρνέικο!!!

ΑΥΤΌ! Πολύ σωστά!

(και αναγκαία παραγεμίσματα χωρίς σημασία…)

Και τώρα που διάβασα και το κυρίως σχόλιο του Άγη, δεν έχω να πω και πολλά:

Προφανέστατα έτσι είναι. Δε βλέπω να χωράει διαφωνία ούτε στα σημεία ούτε στο συμπέρασμα.

Απλώς να αναφέρω ότι μια ορισμένη κατηγορία αμανέδων, οι «σμυρναίικου τύπου», όπως ο Φα Ματζόρε, το Ματζόρε, ο Ταμπαχανιώτικος κ.ά., κατά κανόνα εκτελούνταν με αρκετά δυτικότροπη ορχήστρα και ύφος. Αλλά τι να το κάνεις; και πάλι μανέδες ήταν, οπότε και πάλι κόπηκαν.