Μία επισκόπηση της ελληνικής λαογραφίας

Από την πλευρά μου -χωρίς πάντως ποτέ να έχω αφιερώσει χρόνο σε σοβαρή σχετική μελέτη- δεν θα αμφισβητούσα αυτό που φαίνεται “αυταπόδεικτο”, το ότι δηλαδή ο “κορμός” της ελληνικής λαογραφίας καθορίστηκε από τη στράτευσή της <<σε στόχους που διαφοροποιούνταν ανάλογα με τις εθνικές / εθνικιστικές / πολιτικές επιδιώξεις της κάθε μίας εθνικής ομάδας λαογράφων, ταγμένη να εξυπηρετήσει με το δικό της τρόπο και συμβολή τις γενικότερες κατά καιρούς επιδιώξεις της κάθε κοινωνίας, βλέπε άρχουσας τάξης>> και ότι <<ειδικά για την Ελλάδα οι στόχοι αυτοί υπήρξαν ανέκαθεν, ξεκινώντας από τις απαρχές και μέχρι την Α. Κυριακίδου – Νέστορος, εθνικοί / εθνικιστικοί, πιό συγκεκριμένα η κατάδειξη προς τους ξένους ότι εδώ είμαστε Έλληνες, κατευθείαν απόγονοι των αρχαίων>>.

Αυτό δεν το αφισβητώ καταρχήν. Θα μπορούσα να το συζητήσω και μέσα από τη συζήτηση και μελέτη να φτάσω σε ένα σημείο επιβεβαιωσης ή ενδεχόμενης σχετικής διαφοροποίησης. Το υποθέτω λοιπόν εδώ ως δεδομένο.

Από την άλλη πλευρά όμως το γεγονός ότι η αναγνώριση του ρεμπέτικου από την “κυρίαρχη ιδεολογία” στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις “βυζαντινές” ρίζες του θέτει ορισμένα όρια και στη θέση ότι <<σε ένα τέτοιο πλαίσιο [σμ: στράτευσης της λαογραφίας], ο κύκλος του ρεμπέτικου δεν εξυπηρετεί>>.

Ήταν λοιπόν αυτός ο λόγος αγνόησης του ρεμπέτικου από τη λαογραφία ή μήπως το ότι αντικείμενό της δεν ήταν ο “σύγχρονος” λαός αλλά ο λαός μιάς “άλλης” εποχής;
Είναι παράδοξο που για την “αστική” διανόηση (και την λαογραφία, που βγήκε από τους κύκλους της) ο λαός της μόλις “περασμένης” εποχής ήταν αντικείμενο οικείο ενώ ο “σύγχρονος” λαός σε μεγαλο βαθμό αποτελούσε γι’ αυτήν εξωτικό αντικείμενο;

Από την άλλη πάλι, είναι διαφορετικό πρόβλημα η καταγραφή των οριστικά παγιωμένων μορφών και διαφορετικό η “καταγραφή” μορφών που εμφανίζονται ως ζωντανές και εξελισσομενες.
Υπάρχει παράδειγμα λαογραφίας, που δεν υπήρξε -αποκλειστικά σχεδόν- η ματια της “ανερχόμενης” αστικής κοινωνικής οργάνωσης προς την “ξεπερασμένη” πια κοινωνική οργάνωση της υπαίθρου; Παραδειγμα λαογραφίας που να κάνει αντικείμενο της πολιτιστικές μορφές αναπτυσσόμενες στη βάση της ίδιας της αστικής κοινωνικής οργάνωσης, όσο τουλάχιστον αυτές οι μορφές δεν έχουν “οριστικά παγιωθεί”;
Γενικά, κατά πόσο μπορεί η ζωντανή πραγματικότητα να αποτελέσει “λαογραφικό” αντικείμενο; Και θα ήταν αυτό απαλλαγμένο από κινδύνους “ιδεολογικής” διαστρέβλωσης προερχόμενης από το ταξικά “αποικιοκρατικό” βλέμμα των εκπροσώπων μιας κυρίαρχης ιδεολογίας πάνω στους “ιθαγενείς” της κοινωνίας όπου κυριαρχεί;

Αγη, σε ενθαρρύνω να βρείς κάποια στιγμή μία, μιάμιση ώρα να διαβάσεις ολόκληρη την εργασία στην οποία μας παραπέμπει η Εύα. Θα βρεις τις απαντήσεις σε όλα σου σχεδόν τα ερωτήματα. Για το μοναδικό σημείο όπου δεν θα βρείς απάντηση:

Κατά το μεγαλύτερο τμήμα του 19ου αιώνα, οι προσπάθειες για την “σφυρηλάτηση” εθνικής ταυτότητας αγνόησαν επιδεικτικά το Βυζάντιο. Τους ενδιέφερε αποκλειστικά η απευθείας αερογέφυρα με την κλασική αρχαιότητα. Πρώτος ο Παπαρηγόπουλος, προς το τέλος του αιώνα, περιέλαβε τη βυζαντινή εποχή στην “Ιστορία του ελληνικού έθνους”, γιατί κατάλαβε ότι έπρεπε να καταδειχτεί και μία διαχρονική συνέχεια. Ακολούθησαν, στον 20όν αιώνα, οι προοδευτικοί και δημοτικιστές λόγιοι του μεσοπολέμου αλλά ακόμα, το ρεμπέτικο δεν είχε συνδεθεί από την “άρχουσα τάξη” με τη βυζαντινή μουσική. Ούτε καν ο αμανές* (!). Πρώτος ο Χατζιδάκις, με την περίφημη διάλεξη, ανέφερε τη συγγένεια. Αλλά μεταπολεμικά, η λαογραφία βρισκόταν σε ύφεση, αφού πλέον η “Ευρώπη” μας είχε οριστικά παραδεχτεί ως γνήσιους απόγονους των αρχαίων και δεν χρειαζόταν ανασκούμπωμα και δουλειά, όπως στο 19ο αιώνα.

(*μόνο ο Καλομοίρης, παίρνοντας θέση στη διαμάχη για τον αμανέ, είχε δηλώσει ευθαρσώς “αν ήταν να διαλέξω μεταξύ εισαγόμενου ταγκό και αμανέ, θα διάλεγα τον δεύτερο")

Μια και το έφερε στην επιφάνεια η συστημική ανακίνηση, εδώ μια χρήσιμη πρόσφατη (2019) επιστημονική έκδοση εισαγωγής στη λαογραφία του άστεως:

Μ. Βαρβούνης, Γ. Κούζας, Εισαγωγή στην Αστική Λαογραφία. Θεωρητικές Προσεγγίσεις – Μεθοδολογία – Θεματικές

3 «Μου αρέσει»

μιας και η κουβέντα για την Δαφνη Τραγάκη,
εδω (για κατέβασμα), η διδακτορική της εργασία.

images

Βιογραφικό

Εθνομουσικολόγος, ειδικεύεται στην ανθρωπολογία της μουσικής. Γεννήθηκε στις Σέρρες, το 1972. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Εθνομουσικολογία (Goldsmiths, University of London, H.Β.) και διδακτορικού τίτλου που πραγματοποίησε υπό την εποπτεία του Pr. John Baily. Σπούδασε πιάνο και θεωρητικά της μουσικής στο Σύγχρονο Ωδείο Θεσσαλονίκης. Η διδακτορική της διατριβή δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Rebetiko Worlds . Ethnomusicology and Ethnography in the City (Cambridge Scholars Press, 2007). Επιμελείται το συλλογικό τόμο με τίτλο Singing Europe, Spectacle and Politics in the Eurovision Song Contest για τη σειρά Europea: Ethnomusicology and Modernities, με επιμελητές τους Ph. Bohlman και M. Stokes (υπό έκδοση από τη Scarecrow Press). Έχει συνεργαστεί για τη συγγραφή λημμάτων με την Continuum Encyclopedia of Popular Music of the World, (Volumes VIII - XII: GENRES. Επιμελητές: John Shepherd και David Horn). Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την εθνογραφική αναπαράσταση της μουσικής, την ευρωπαϊκότητα και τις πολιτικές του θεάματος, τα ηχοτοπία στον αστικό χώρο. Από το 2004 διδάσκει μαθήματα ανθρωπολογίας της μουσικής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (ΙΑΚΑ) του Παν. Θεσσαλίας.

“Urban Ethnomusicology in the City of Thessaloniki (Greece):
The case of rebetiko song revival today”

2 «Μου αρέσει»