"Κάντε ντου" και "Μόρτης Πειραιώτης"

Σκοπεύω να κάνω κάτι περίεργο και κάπως “τραβηγμένο απ΄τα μαλλιά”. Θα πάρω τους στίχους ενός τραγουδιού που γράφτηκε το 1931, απ΄το τραγούδι του Μ. Σκουλούδη “Άντε, ρε μόρτη, Πειραιώτη” και θα τους “αντιπαραβάλλω” με τους στίχους ενός τραγουδιού σημερινού, που έχει τίτλο “Κάντε ντου”.
Θεωρώντας πως τα Μικρασιάτικα+ρεμπέτικα της δεκαετίας του ΄30 ήταν, κατά κανόνα, τραγούδια της νεότητας, γράφονταν γιά νέους/ες, περίγραφαν νέους/ες, θα συγκρίνω το επιλεγμένο τραγούδι με ένα αντίστοιχο του σημερινού νεανικού “περιθωρίου”.

Αν πληκτρολογήσετε στο YouTube τη λέξη Υποχθόνιος και μετά δείτε το video :Αρδας 2007 Υποχθόνιος Live Part 1, θα εισπράξετε μιά πολύ πιό ολοκληρωμένη γεύση.

Οι στίχοι των δυό επιλεγμένων τραγουδιών είναι οι παρακάτω:

Άντε, ρε μόρτη, Πειραιώτη (1931;) (Μιχάλη Σκουλούδη) τραγούδι : Δημ. Αραπάκης (υπάρχει και εκτέλεση με τον Νταλκά και τρίτη, με το Νούρο)

Άντε, ρε μόρτη, ρε Πειραιώτη,
με τ΄άσπρο ζουναράκι σου και με τον κόφτη,
μ΄αυτή την τόση τη λεβεντιά σου
ποτέ δε λείπει γκόμενα από κοντά σου.

Όλο ουζάκια στα κουτουκάκια
και τσάρκα ύστερα σ΄όλα τα στεναδάκια
κι όποια ΄παντήσεις και την τσατίσεις, δε σου γλυτώνει, μάγκα, θα την ξεμυαλίσεις.

Όλο με φέρσιμο γκιουλέκικο
χορεύεις, βλάμη, το ζεϊμπέκικο και γιά να σβήσεις το μεράκι σου
τραβάς τον κόφτη από το ζουναράκι σου.

Χόρεψε λιγάκι, ρε Περαιωτάκι,
ένα χαβαδάκι μερακλίδικο,
τώρα θα σου παίξει και το σαντουράκι
ένα ζεϊμπεκάκι σεβνταλίδικο.
Γειά χαρά σου, βρε λεβέντη,
γειά σου ρε ντερβίση μου,
χορός, μεθύσι, γκόμενες και ζάρι,
έτσι θα περνώ τη ζήση μου.

(Όταν μεθάω ποτήρια σπάω
και άνθρωπο ποτέ μου δε παραξηγάω,
όποιος τον κάλο θα μου πατήσει
ούτε λεπτό σ΄αυτό τον κόσμο δε θα ζήσει.

Και τα πιστόλια και τα μαχαίρια
εγώ τα κομματιάζω με τα δυό μου χέρια.
Ούτε φοβάμαι, ούτε τρομάζω
ούτε ποτέ κανένανε δε λογαριάζω.

Πάντα μεθάω ασικλίδικα,
μ΄αρέσουνε τα μερακλίδικα,
γι αυτό τα κάνω θάλασσα παντού,
το μπουζουκάκι σαν μου φύγει κι η ντουντού.

Χόρεψε λιγάκι, ρε Πειραιωτάκι,
ένα ζεϊμπεκάκι σεβνταλίδικο,
τώρα θα σου παίξει και το μπουζουκάκι
ένα χαβαδάκι μερακλίδικο.

Γειά χαρά σου, βρε λεβέντη,
γειά σου, ρε ντερβίση μου,
χορός, μεθύσι, γκόμενες και ζάρι,
έτσι θα περνώ τη ζήση μου).


Ντου (2007;) (Υποχθόνιος)

Γιά να μπεις μες το club, κάνε ντου,
γιά ν΄ακούσεις το rap, κάνε ντου,
στον πορτιέρη, ντουγρού, κάνε ντου,
στα μωρά που κοιτούν, κάνε ντου,

κάντε, επιτέλους, ΝΤΟΥ!!!

Από το πάρκο μες το club, πάρτο τώρα,
λέξη σκάω, πάρτο γιά μόδα,
υπο με λένε, κύριε πορτιέρη,
αν δε με βάλεις θα βγει μαχαίρι.
Άστα, τα ρούχα μου είναι τεράστια,
μη μου φουσκώνεις εμένα τα μπράτσα,
το μυαλό μου γυρνά, είναι λάσκα,
μη μου κάνεις, μαλάκα, χαλάστρα.

Με περιμένει μέσα το μωρό
την έχω στήσει, σε παρακαλώ.
Άσε με να μπω, σε παρακαλώ,
θέλω να τη δω, θέλω να της πω.

Μην επιμένεις, θα μπω και το ξέρεις,
δεν έχω μία, μη με τρελαίνεις, αφήνεις μόνο να μπαίνουν οι trendies,
τον κόσμο απ΄τα ρούχα διαλέγεις.
Φοράω το καπέλο στραβά,
η μπλούζα που φτάνει κάτω στα γόνατα, δεν είμαι guest, ούτε καν στα ονόματα,
ούτε V.I.P. σα τα πρόβατα.

Κάντε, επιτέλους, ΝΤΟΥ!!!

Κύριε πορτιέρη, σ΄ευχαριστώ!
Μπαίνω μες το club και, τι να δω,
όλοι, μάγκα, μες το ρυθμό,
όλοι λιώνουνε στο χορό,
σκάω λέτσι, έτσι μ΄αρέσει,
οι γκόμενες με γουστάρουνε έτσι,
ο μύλος μου όλα θα τ΄αλέσει. Τις γουστάρω μες την κυρίλα,
πορτοκάλι και κίτρινη τεκίλα,
στιλέτο γόβα, σα νά΄ναι λεπίδα
και με το στιλ μου πήδα, χοροπήδα.

Έτσι, αφού το στιλ σου μ΄αρέσει,
έχεις μπλέξει με …
στο μυαλό μου βρώμικη σκέψη,
στο ρυθμό μου όποια αντέξει.
Μπράβο, θα σου κάνω κουμάντο,
στο κρεβάτι θα σε παρκάρω,
είσαι τετρακίνητο κάρο,
πως το λένε, Laborgini Diabolo…

Tα δυό αυτά τραγούδια, από δυό τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εποχές, έχουν κάποια κοινά και ενδιαφέροντα σημεία. Και τα δυό σκιαγραφούν νέους ανθρώπους του στενότερου ή ευρύτερου “περιθωρίου”, με συμπεριφορές που φαίνονται, σε πρώτη ανάγνωση, να μοιάζουν, ενώ είναι ολότελα διαφορετικές.

Ο μόρτης Πειραιώτης είναι πολύ πιό “ντούρο” και΄"σίγουρο" άτομο, μέσα στη δεκαετία του ΄30. Ζει μέσα στη στον κόσμο της μαγκιάς, ο εσωτερικός του κόσμος είναι περιωρισμένος και ξεκάθαρος. Έχει μιά macho ανδρική “αρμονία”, νιώθει ότι ανήκει σε “κάτι”.

To άλλο νέο άτομο που “σκιαγραφείται” στους αμήχανους στίχους του δήθεν rap τραγουδιού, είναι ολότελα χαμένο και μπερδεμένο. Είναι ένα λαϊκό παιδί που ψευτομαγκίζει και ψευτονταηλίζει έξω από ένα club, παρακαλώντας έναν ηλίθιο που κάνει τη δουλιά του, να του επιτρέψει να μπει σ΄ένα κόσμο δήθεν “κυρίλας”. Όταν τελικά μπαίνει, νιώθει ότι το περιβάλλον τον υπερβαίνει και μην έχοντας άλλα εφόδια για ν΄αντιπαρασταθεί, φαντασιώνεται με επιβολή του ανδρισμού του σε κρεβάτια με μωρά όπου εκείνος θα κάνει κουμάντο. Τα υπόλοιπα, τις τυφλές και απεγνωσμένες φωνές μιάς αποπροσανατολισμένης “δυτικότροπης” νεολαίας, μπορείτε να τα δείτε και να τα γευτείτε στο video.

Το “Ντου” περιέχει μιά μικρή σειρά από “μαγκίτικες” εκφράσεις, κάποιες λέξεις με τούρκικη καταγωγή, ενδυματολογικές πληροφορίες, τις γνωστές στάσεις απέναντι στο γυναικείο φύλο, μιά μικροαπειλή απέναντι στον πορτιέρη, αίσθηση αποξένωσης

Ας δοκιμάσω ν΄"ακτινογραφήσω" αυτό που βγαίνει απ΄τους στίχους του τραγουδιού. (Αν τα παρακάτω τα λέγαν σε μένα τότε που ήμουνα σε αντίστοιχη κατάσταση θα μπαίναν, στην καλύτερη περίπτωση, απ΄το ένα αυτί και θα βγαίναν από το άλλο…)

“Ζω στη Δύση” κι εκεί θέλω να συνεχίσω να ζω. Νιώθω κενά στο παρόν, στρέφομαι, εν μέρει, στο παρελθόν και αντλώ από κει αυτό που με κάνει να νιώθω καλύτερα. To παρελθόν, στο επίπεδο της γλώσσας, είναι το ρεμπέτικο, η μάγκικη γλώσσα. Η γλώσσα αυτή είναι μπολιασμένη με λέξεις της γειτονικής χώρας γιά την οποία έχω μιά θολή εικόνα, πέρα απ΄το ότι έχω μεγαλώσει σε ένα κλίμα μίσους και υποτίμησης γι αυτήν. Απ΄αυτή τη χώρα ήρθαν 1,6 εκ. Έλληνες πρόσφυγες με τις παραδόσεις και τα τραγούδια τους που δε τ΄ακούω και οι μουσικές τους κλίμακες δε μ΄ακουμπάν ιδιαίτερα. Ακούω τη διάδοχη μουσική, το πειραιώτικο ρεμπέτικο που αποτελεί ένα είδος που πάτησε πάνω στις μουσικές των Μικρασιατών Ελλήνων, κουβαλώντας, άμεσα και έμμεσα καθοριστικά στοιχεία απ΄αυτήν. Αυτό είναι κάτι που, λίγο πολύ το αγνοώ.
Κοντολογίς, κουβαλάω, αθέλητα, μέσα μου ανατολίτικες επιρροές και στοιχεία που τα περνάω, μ΄ένα κακόγουστο τρόπο, στην προσπάθεια να φτιάξω στίχους που θα επενδύουν ένα rap κομμάτι, μιά μουσική που εδράζεται πάνω στις παραδόσεις και την καθημερινή ζωή των νέων μαύρων των ΗΠΑ. Δεν είναι όλο αυτό λίγο σχιζοφρενικό;

Με τις υγείες μας…

Όχι! Αυτό είναι η Ελλάδα! Σταυροδρόμι. Εκεί που ο ανατολικός με τον δυτικό άνεμο συγκρούονται, δημιουργούν θύελλες αλλά στο τέλος χωνεύονται σε αναζωογονητικό αεράκι. Ή έτσι θα έπρεπε να γίνεται…

Όσο για την επιστροφή στην παράδοση -μοναδικη διέξοδος στην παρασιτική κοινωνία μας- με την μελέτη, τον εκσυγχρονισμό της, την ανακάλυψη μέσα σ’ αυτήν αξιών που δεν προσέξαμε αρκετά και παρεκλίναμε, είναι η μοναδική και ΥΓΙΗΣ μέθοδος που μπορεί να ακολουθήσει ο άνθρωπος με έρμα.

Κώστα,σκέφτηκα πολύ πριν αντιπαρατεθώ μαζί σου αλλά θα μου επιτρέψεις να πω τη γνώμη μου έστω κι’αν θυμώσεις.(Παρατραβηγμένο γενικά το θέμα)

1ον.Το ρεμπέτικο δεν γράφονταν μόνο για νέους αλλά για όλες τις ηλικίες.Η ρεμπετιά ήταν και είναι φιλοσοφία,είναι στάση ζωής,είναι ροκιά καθαρή.Το ρεμπέτικο τραγούδι απλά περιγράφει αυτή τη στάση.
2ον.Ηαντιπαραβολή των δυο κομματιών ατυχέστατη αν και έχουν κάτι κοινό,την κακή ποιότητα γραφής.Το ρεμπέτικο,το καθαρό ρεμπέτικο δεν είναι εφημερίδα,έχει μέτρο στο στίχο,είναι σύντομο και με πλήρη περιεχόμενο,(σε 10-14 στίχους μια ολοκληρωμένη ιστορία).Το Ντου δε θα το σχολιάσω…επιεικώς απαράδεκτο. Και…
3ον.Σε μια από τις τελευταίες σου παραγράφους μιλάς για μίσος και υποτίμηση της γείτονα χώρας,μέγα λάθος.Δεν πρέπει να υποτιμάμαι κανέναν και τίποτα ειδικά αν δεν γνωρίζουμε τα πράγματα εκ των έσω.Οι παρωπίδες και η παραπληροφόριση είναι οι χειρότεροι σύμβουλοι.
Συγνώμη για την αντιπαράθεση αλλά…

Σέβομαι τις απόψεις σας στις δύο απαντήσεις. Απαντάω μόνο γιά να διευκρινίσω.

Η Ελλάδα ναι, σταυροδρόμι. Μ΄αυτή την άποψη με μεγάλωσαν. Ναι, γινόταν στο παρελθόν. Πιστεύω πως το θέμα άρχισε να κλείνει μετά το τραύμα και την πίκρα του εμφύλιου και όταν τα αμερικάνικα αεροπλάνα του Σχεδίου Μάρσαλ, άρχισαν να πετάνε πακέτα με τσίχλες και μεταχειρισμένες γούνες…
Προσέξτε καμιά φορά, πως ηχούσαν τα κλαρίνα στα παραδοσιακά πριν τον πόλεμο, και πως μετά. Τώρα την υποπτεύομαι αυτή την άποψη. Υποψιάζομαι τους ”καθησυχαστές”. Είναι σα να μου λένε, ”μην ανησυχείς, οι δυνάμεις του έθνους είναι αστείρευτες, ποτέ δε θα μας πάρουνε φαλάγγι».
Οι μηχανισμοί ”εκκένωσης” και αλλοτρίωσης όμως έχουν υπεραυξηθεί και οι αντιστάσεις μειώνονται (ώσπου να ξανασκάσει το καρπούζι). Αυτό που βλέπουμε γύρω μας δεν είναι και τόσο καθησυχαστικό, ή όχι;

Ναι, το πιστεύω ότι τα ρεμπέτικα του ʼ30 (όχι αργότερα, όταν οι δημιουργοί άρχισαν να μεγαλώνουν και να κουράζονται) ήταν, κυρίως, προσανατολισμένα στη νεότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αποτείνονταν και σ΄άλλες ηλικίες. Αν ανατρέξτε στο σώμα των στίχων θα δείτε ότι η συντριπτική πλειοψηφία στέλνονταν σε νέους ανθρώπους. Όλα τα τραγούδια γιά Μαριανθάκια, Ελενίτσες, Φροσάκια, Κούλες, μικρούλες και μικρουλάκια, αναφέρονται σε νέα κορίτσια και ο γάμος στα 12, 13, 14, 15, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστος (βλ. http://elkibra-rebetisses.blogspot.com/2009/01/blog-post_17.html).

Το σύνδρομο της Τουρκίας. ”Μέγα λάθος”, ποιός, τι; Δικό μου λάθος; Επειδή το αναφέρω; Δεν υφίσταται;
Όσοι έχουν πάει στο στρατό (αν και είναι κακό παράδειγμα), ξέρουν. Όσες/οι διαβάζουν ”πίσω απ΄τα γράμματα” στον τύπο, ξέρουν. Όσοι βλέπουν τα αστεία εις βάρος των Τούρκουν στα κανάλια, ίσως καταλαβαίνουν (βλ. http://www.youtube.com/watch?v=WUJ6qNNqKqA). Η ίδια μορφή μπαγιάτικων, ξεσηκωμένων απ΄τον Καραγκιόζη (κανένα πρόβλημα με τον Καραγκιόζη, απλώς είμαστε στο 2009) αστείων, κλπ. κλπ. Άλλο το ότι σε μιά μερίδα ξύπνιων νέων ξυπνάει το ενδιαφέρον γιά τη γείτονα χώρα και αρνούνται να συνεχίσουν να τρων παραπληροφόρηση.

Καταλαβαίνω τι εννοείς όταν ονομάζεις το «ρεμπέτικο» ροκιά, με σημερινή οπτική ματιά. Ήταν γενναίο, στιβαρό και αυτοκαταστροφικό γι αυτούς που έμειναν μέσα. Ήταν όμως και θνησιγενές. Δε φταίνε μόνο αυτοί που το πολέμησαν και δε φταίνε μόνο οι ιστορικές αναγκαιότητες. Υπήρχε κι ο παράγοντας λαός που ήθελε, πάσει θυσία, να ξεχάσει.
Γιατί άραγε ο Β. Τσιτσάνης δε σηκώθηκε ποτέ απ΄το πάλκο, δεν ενέδωσε στις «σειρήνες και συνέχισε, συνεπής, ως το τέλος του; Γιατί ενδώσαμε στη στροφή Χιώτη-Λίντας κλπ.; (όσο κι αν ήταν μοιραίο). Τώρα, το κατά πόσο το «ρεμπέτικο» ήταν φιλοσοφία, είναι διφορούμενο. Το «περιθώριο» μπορεί να είναι αποτελεί φιλοσοφία, όταν επιλέγεται συνειδητά. Το επέλεξαν; Και μετά, τί έγινε, όταν οι «σειρήνες» άρχισαν να εκμαυλίζουν;

Λέει Νταίζη Σταυροπούλου επιτιμητικά όταν, απ΄την απόσταση της μεγάλης ηλικίας, μίλησε στο Χατζηδουλή: «…Και μιά δόση με πήρε μαζί του και παρέα μ΄ένα φίλο του απ΄την Κοκκινιά που έπαιζε μπουζούκι, το Μήτσο Καρυδάκη, πήγαμε στη Δραπετσώνα σ΄ ένα μαγαζάκι της κακιάς ώρας, στου Σαραντόπουλου, που είχε βάλει μπουζούκια.». Προφανώς, ήταν της κακιάς ώρας. Το μαγαζί αυτό αποτελεί ένα μυθικό σύμβολο γιά τους σημερινούς. Η Νταίζη το είδε αλλιώς τότε και αργότερα. Μπορώ να την καταλάβω, αλλά θα ήταν ενδιαφέρον να ξέραμε τι είδους μαγαζιά θεωρούσε τότε – και κύρια όταν μίλησε- σα «καλά» μαγαζιά. Το λέω αυτό γιατί σ΄όλη μου τη ζωή άκουγα υποτιμητικές φράσεις γιά απλές λαϊκές μορφές, από διαφόρων ειδών στόματα και όταν μου έδειχναν τι θεωρούσαν «σωστό» και «αξιοπρεπές», δεν ήξερα από που να φύγω… Φαντάζομαι πως έχετε παρόμοιες προσωπικές εμπειρίες.

Ατυχέστατη η σύγκριση; Δε πειράζει, ας κάνουμε απρόβλεπτες, «ατυχείς» (εκ πρώτης όψεως), παραληρηματικές συγκρίσεις ανόμοιων (:wink: πράγμάτων. Οδηγούν σε άλλες σκέψεις.
Είναι ατυχές να συγκρίνουμε ένα μάγκα της τότε εποχής μ΄ένα μαγκίζοντα της σημερινής; Η σύγκριση δε γίνεται γιά απονομή ευσήμων στον τότε γιά να κερδίσει με 1-0. Γίνεται γιά να ξανασκεφτεί ο σημερινός, αν ο δρόμος αυτός βγάζει κάπου, γιά να μη χάσει χρόνο απ΄τη ζωή του. Από ενδιαφέρον γίνεται, όχι γιά από καθ΄έδρας «διδασκαλία»…

Δεν θεωρώ ότι η παράθεση των δύο τραγουδιών,που τόσο απέχουν χρονικά, ήταν ατυχής, απεναντίας πιστεύω ότι μπορεί να προκαλέσει ενδιαφέροντες προβληματισμούς,αφού και στα δύο τραγούδια αποτυπώνονται με σαφή τρόπο χαρακτηριστικές νοοτροπίες και συμπεριφορές.
Στο ρεμπέτικο που παρατίθεται,όπως επισημάνθηκε και από τον Κώστα Λαδόπουλο,είναι εμφανής η αυτάρκεια του μεσοπολεμικού μάγκα.Με εμπεδωμένη τη διαφοροποίησή του από την υπόλοιπη κοινωνία,όντας μέλος ενός κοινωνικού χώρου συνεκτικού και πολιτισμικά αυτόνομου,όπως ήταν η μαγκιά τα χρόνια του ‘30,είναι φορέας μιας διακριτής και στέρεης ταυτότητας.
Η ανδροπρέπεια,η επιθετικότητα,το γλέντι αποτελούν κυρίαρχες αξίες αυτού του χώρου και ο μάγκας, που τις πραγματώνει,βιώνει την αυτάρκεια και τη ναρκισσιστική ικανοποίηση.
Σε πολλά ρεμπέτικα τραγούδια,αλλά και σε βιογραφίες ανθρώπων του ρεμπέτικου,ιδίως σε αυτή του Νίκου Μάθεση,νομίζω ότι αποτυπώνεται η περηφάνια των ανθρώπων της πιάτσας ότι αποτελούν κάτι το ξεχωριστό,ότι αντιπροσωπεύουν έναν εναλλακτικό,αντιτιθέμενο κώδικα συμπεριφοράς.
Όσον αφορά το σύγχρονο τραγούδι θα δεχτώ κι εγώ την αβεβαιότητα,που βιώνει ήρωας.Από τη μια βίαιος και παραβατικός κι από την άλλη λαχταρά να γίνει αποδεκτός σε χώρους κι από άτομα υψηλού κοινωνικού status.
Σ’ αντίθεση με τον προπολεμικό μάγκα η ταυτότητά του είναι ασαφής,πράγμα λογικό,αφού η κοινωνική πραγματικότητα είναι πιο συγκεχυμένη και δεν υφίστανται βέβαια και οι συνεκτικές παρακοινωνικές ομάδες,όπως ήταν κάποτε οι μάγκες.
Εξάλλου όλα τα στοιχεία του σύγχρονου μαγκίζοντος νέου:ντύσιμο,κινήσεις,μουσική,χορός έχουν προέλευση από το εξωτερικό.Αυτό δεν είναι,βέβαια,κακό,αλλά δημιουργούνται εύλογες απορίες για την αυθεντικότητα τέτοιων συμπεριφορών,για το κατά πόσον δηλαδή ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες ή είναι απλή μίμηση.
Ο μαγκίζων ήρωας του σύγχρονου τραγουδιού επιθυμούσε διακαώς να μπει στο κοσμικό κλαμπ και βέβαια πάνω από όλα ποθούσε τις χλιδάτες γκόμενες,που χόρευαν.
Τέτοιοι πόθοι,όμως,είναι μάλλον διαχρονικοί,αφού και το ρεμπέτικο είναι γεμάτο από τραγούδια για αρχοντοπούλες,αρχόντισσες και αριστοκράτισσες,ενώ και η γοητεία της μπουρζουαζίας πάντα υπήρχε,όπως φαίνεται και από την κατεύθυνση που έδωσε στο λαϊκό μας τραγούδι ο Μανώλης Χιώτης.

Είναι τόσο μεγάλο το θέμα όπως αναπτύσσεται στην δεύτερη παρέμβαση του Κ. Λαδόπουλου, που μάλλον χρειάζεται τουλάχιστον 3-ωρη μεζεδοκρασοκατάνυξη να αναλυθεί! Αλλιώς θα γράφουμε σεντονιάδες και δεν θα έχουμε αναλύσει ούτε ποσοστό. Πολύ πιθανόν μάλιστα οτι πούμε να παρεξηγηθεί μια και θα είναι “λειψό”.

Πιστεύω ότι το τραύμα που υπέστη η Ελλάδα με την μικρασιατική καταστροφή, της στέρησε σταθερές που αποτελούσαν τον συνεκτικό της ιστό ως εκείνη τη στιγμή, την οδήγησε σταδιακά σε εμφύλιο, την μετέτρεψε σε ψωροκώσταινα (λόγω απώλειας της “μεγάλης ιδέας” και του ανολοκλήρωτου '21), την απαξίωσε.

Δύο τάσεις ξεπήδηξαν όπως είναι αναμενόμενο. Ο αρχοντοχωριάτικος φραγγολεβαντινισμός και ο αντίποδάς του. Το περιθωριακό, το ρεμπέτικο, το απείθαρχο κλπ.

Μ’ αυτές πορευόμαστε, άλλοτε μεγαλειωδώς και άλλοτε γκροτέσκα μέχρι να κάνουμε την νέα μας σύνθεση. Το αν θα τα καταφέρουμε είναι άγνωστο.

Μπορούμε όμως να ελπίζουμε, αν σκεφτούμε ότι έχουμε επιβιώσει από μύρια όσα. Δεν μπορούμε σίγουρα να εφησυχάζουμε!

Αλλά αυτό δεν είναι Ελληνικότητα; Η επώδυνη περιπέτεια;