Κάλαντα Χίου και Ικαρίας

(Πω πω, πήρα φόρα τώρα…)

Άσε που στη Ρόδο, στην Κρεμαστή, τα φωτοκάλαντα τα λένε σε άλλη μία παραλλαγή του σκοπού που ξεκινήσαμε να συζητάμε (Βάλτε μας κρασί, Κεφαλονίτικα κλπ.):

Ενήλικη εκτέλεση από τον ασύγκριτο Κλαδάκη. Δεν προκύπτει όμως αν όντως έτσι τα λένε/λέγανε ή αν ο ίδιος, για τις ανάγκες της δισκογραφίας, προσάρμοσε ένα παιδικό κάλαντο.

(οι επισημάνσεις, δικές μου)

Γιατί τα παιδιά με τα τρίγωνα πηγαίνουν παραμονή πρωί; Μου το είχαν εξηγήσει οι γονείς μου, που το έζησαν στη γενιά τους: Το έθιμο, αρχικά, προέβλεπε κάλαντα βράδυ της παραμονής, γι αυτό και το κλασικό φωτισμένο «καραβάκι» που παλαιότερα έφτιαχναν και κράταγαν κάποια παιδιά. Οι οικογένειες άνοιγαν με χαρά την πόρτα, άκουγαν τα κάλαντα και φίλευαν (ε, όχι με «… καν’ναν κόκορα, φέρτε μας και την κότα» αλλά) με ό,τι τέλος πάντων προαιρούντο. Κάποια στιγμή όμως άρχιζαν να κουράζονται, δεν άνοιγαν πια και όταν τα παιδιά ξαναχτύπαγαν την εξώπορτα, ακουγόταν το κλασικό «Μας τά ΄παν άλλοι!». Έτσι, με την πάροδο των δεκαετιών, η ώρα των παιδιών με τα τριγωνάκια ξεγλύστραγε όλο και πιο νωρίτερα. Νωρίτερα, νωρίτερα, τελικά έφτασε στο πρωί, που ξέρουμε τώρα.

Σίγουρα παλιότερα και τα παιδιά τα έλεγαν βράδυ, ή έστω απόγευμα. Εκτός ότι είναι γενικά γνωστό, προκύπτει ολοφάνερα και από το «καλήν εσπέραν άρχοντες».

Εφόσον τα παιδιά βγουν πρωί, οι μεγάλοι βγαίνουν βράδυ για να μην είναι αθέμιτος ο ανταγωνισμός. Τον καιρό που και τα παιδιά βγαίναν βράδυ, αυτό δεν ξέρω πώς ρυθμιζόταν. Ίσως με το να βγαίνουν οι μεγάλοι ανήμερα: σε μία τουλάχιστον περίπτωση (Χίος, Πρωτοχρονιά) το ξέρω από πρώτο χέρι ότι έτσι γινόταν. Κι άλλη μία είναι η μυκονιάτικη «Περιτομή», πρωτοχρονιάτικο τσαμπουνοκάλαντο που λέγεται ανήμερα, βλ. εδώ. Ακόμη και για χριστουγεννιάτικα κάλαντα, δε θα μου φαινόταν απίθανο: η παραμονή των Χριστουγέννων είναι μέρα νηστείας και προσμονής της μεγάλης εορταστικής λειτουργίας, άρα ακατάλληλη για όργανα και γλέντια, ανήμερα όμως, αφού αρτυθεί ο πιστός, μια χαρά προσφέρεται.

Αλλά αυτό το τελευταίο είναι υπόθεση, δεν το έχω ακούσει ποτέ συγκεκριμένα.

Στο ενήλικο απεραθίτικο κάλαντο πάντως λέει «να πας ταχιά στα Φώτα» (ταχιά = αύριο το πρωί), άρα δεν τα έλεγαν ανήμερα. Γενικότερα δε, είναι βέβαιον ότι τα ενήλικα κάλαντα με όργανα δεν είναι κάτι που στήθηκε για δισκογραφικούς λόγους, γίνεται και στ’ αλήθεια και δεν είναι χτεσινό.

Όχι, δεν σημαίνει “αύριο το πρωί”, “σύντομα” σημαίνει. Θυμάμαι ένα σημείο από διήγημα νομίζω του Μυριβίλη, όπου μάνα στέλνει τον γιό της στο μπακάλη με μια μπουκάλα, δασκαλεμένον ανάλογα, και ο γιός λέει: " - Είπ’ η μάνα μ’, ΄νια σταξά λάδ’, κι τα λιφτά θα σ’τα φέρ’μι ταχιά!". Τα προηγηθέντα επεξηγούσαν ότι αυτό το “ταχιά” δεν σήμαινε αύριο πρωί αλλά το συντομότερο δυνατό, δεν θα στα φάμε, μη φοβάσαι!

Ταχιά (που αρχικά βέβαια σήμανινε ταχέως, σβέλτα, γρήγορα) σημαίνει είτε αύριο, είτε το πρωί, είτε και τα δύο. Θα σ’ τα φέρει ταχιά = θα σ’ τα φέρει αύριο, δηλαδή μεταφορικά αύριο-μεθαύριο, σύντομα (όπως «αύριο που θα μεγαλώσεις«).

Πρβλ. και τα επιρρήματα από το αργός και το βραδύς (το βράδυ!).

Του Παπαδιαμάντη, αλλά το ταχιά από κάπου αλλού το θυμάσαι. Δεν υπάρχει η λέξη στο «Πατέρα στο σπίτι».

Εδώ ο μη εξαιρετέος κύριος Δημητράκος τα ξηγάει έμορφα:

Εντωμεταξύ, το εν λόγω κάλαντο (το απεραθίτικο) κυκλοφορεί σε μία διασκευή όμορφη μεν, σεμνή και πιστή στη ναξιώτικη αισθητική, αλλά μ’ ένα χονδροειδές λάθος ειδικά σ’ αυτή τη λέξη. Εντάξει, κάποιος δεν ήξερε το «ταχιά» και αφού δεν το ήξερε δεν κατάλαβε τι άκουγε. Αλλά «να πας τα για τα Φώτα»; Τι ελληνικά είναι αυτά, του τραυλού;

Παρόμοιο χονδροειδές και διαδεδομένο λάθος είναι, στο Βάλτε μας κρασί, «αν έχεις κόρη έμορφη βάλ’ τηνε στο τσιμπίδι» αντί «ζιμπίλι» (=ζεμπίλι, μεγάλη καλαθούνα). Η εκπληκτική χορωδία στο 4ο βίντεο του πρώτου μηνύματος το λέει σωστά, πολλοί άλλοι την έχουν πατήσει.

Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά, δεν το έχω ψάξει, ειδικά για εμάς από τα αγαπημένα και προπαντώς φιλόξενα βουνά της Μακεδονίας που δεν έχουμε πατήσει στα νησιά αυτά, ούτε και σε πολλά άλλα, παρότι της ανατολικής πλευράς και οπωσδήποτε όχι μακριά από τη θάλασσα, φαίνονται εξωτικά κάπως όλα αυτά, θα έλεγα όπως και να χει ότι ταιριάζουν στα νησιά αυτά τα συγκεκριμένα κάλαντα, εμένα μου τα θυμίζουν πάντως, παρόλο που δεν έχω πάει.
Δηλαδή, από το “λαζοβουλγαρικό κρατίδιο”, έκφραση που χρησιμοποίησε κάποιος μάλλον νοτιοελλαδίτης κάπου στο ίντερνετ και μου έκανε εντύπωση, προσβλητική μεν (εννοεί τον μεγάλο αριθμό προσφυγογενών σε συνδυασμό με την γειτνίαση με το κράτος στα βόρεια) ευρηματική όμως, γέλασα πολύ, και την αναπαράγω ως έχουσα ενδιαφέρον λαογραφικώς, υπάρχουν δηλαδή και άνθρωποι τέτοιων απόψεων στη χώρα μας αν και δεν νομίζω να περιλαμβάνονται στους ιδιαίτερα μουσικόφιλους. Για να μην νομίζουν κάποιοι ότι βρίσκονται στην “Γη της Επαγγελίας” και τους αποδέχονται όλοι ανεξαιρέτως. Βέβαια, από που κι ως που νομίζουν κάποιοι ότι είναι υποχρεωμένοι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά να ακούσουν άλλη διάλεκτο, άλλη μουσική, άλλη κουλτούρα και αμέσως να εκστασιαστούν; Όχι, ούτε σε έναν αιώνα δεν είναι “υποχρεωμένοι”. Αν δηλαδή ερχόντουσαν υποθετικά να εγκατασθούν στον Πόντο το 1900 μερικές χιλιάδες ελλαδίτες κάποιου είδους, οι Έλληνες Πόντιοι των χωριών και πόλεων εκεί, θα τους αποδέχονταν αυτόματα και θα τους θαύμαζαν εκστασιασμένοι ας πούμε; Μήπως θα λέγανε κι αυτοί ή κάποιοι από αυτούς για το “αρβανιτοβλαχοφραγκοβενετσιάνικον χωρίον”;
Αλλά αντικειμενικά, δεν ισχύει ο πρώτος συνθετικός προσδιορισμός, λαογραφικά ομιλώντας, όχι τόσο εθνολογικά και σε καμία περίπτωση “οπαδικά”, και μουσικολογικά μιλάμε απλά για άλλη φάση, όπως βλέπουμε σε αυτήν την καταπληκτική σύνθεση:

Εδώ, διακρίνω προσωπικά στην λύρα κάπως μακεδονίτικο ηχόχρωμα, είναι μία νέα σύνθεση θα έλεγα, όπου είναι διορατή έστω. Με τους αιώνες είναι που αλλοχρωματίζει ίσως η λαογράφηση πληθυσμών σε νέους τόπους.
Τόσο ακριβά λοιπόν έχουν γίνει τα δρομολόγια για τα νησιά με πλοίο, και ένα αμαξάκι βέβαια μαζί για την κίνηση στο νησί, απαγορευτικές οι τιμές, και κάτι οικοπεδάκια ούτε μισό στρέμμα 50ετίας στην Πάρο, θα μας τα φάνε τελικά οι ραγκουσαίοι της Παλιάς Ελλάδας με την ανεκδιήγητη διαφθορά τους και τα δασαρχεία τους και οι διπλανοί με τις πισίνες και τους φράκτες… δεν προλαβαίνουν να αλλάζουν μασέλες οι μπαγάσηδες, αλλάζοντας θέσεις στον τρωκτικοστρατό της εξουσίας ή και μεταξύ τους στα φέουδά τους ενίοτε. Αν είναι δυνατόν, που πέσαμε.

Οπότε προσωπικά θα έλεγα ότι είναι αυτές οι πιασάρικες μελωδίες, των δύο καλάντων ας πούμε αυτών, που τουλάχιστον σε Έλληνες ή ελληνογενείς της διασποράς, δίνουν αυτήν την μελωδική ενθύμηση, καλό είναι αυτό, αν και δεν το εννοώ με υποδεέστερο τρόπο το “πιασάρικα”, και οι στίχοι έχουν κάποιες μεταφυσικές προεκτάσεις για το ότι έχουν γίνει αγαπητά τα κάλαντα τα συγκεκριμένα, αλλά αυτό είναι μία δική μου θεωρία, δεν είναι της ώρας. Δηλαδή, αν κατάφερε ο Θαλασσινός με ένα τραγούδι να συγκινήσει τον λαό πανελληνίως, θα του έδινα συγχαρητήρια προσωπικά αν και δεν μου αρέσει τόσο η δική του εκτέλεση με την χορωδία του. Υπάρχει άλλο τραγούδι παραδοσιακό που άρεσε τόσο στους νεοέλληνες και το διασκευάζουν μαζικά; Δεν ξέρω άλλο.
Κάθε ερασιτεχνική ή ημι-επαγγελματική εκτέλεση των καλάντων αυτών που άκουσα μου άρεσε.
Για παράδειγμα, με γκάιντα το τραγούδι αυτό, είναι ωραίο σε άλλες εκτελέσεις όπως αυτή

Αλλά στου Θαλασσινού έχει κάτι που δεν μου κάθεται καλά, η γκάιντα κάπως παράταιρη, γενικότερα θα έλεγα ότι διακρίνω λίγο περισσότερη δόση ζαμανφουτισμού στον τόνο τους και στην εκτέλεση από ότι έπρεπε.

Κατά τα άλλα ο Θαλασσινός μου αρέσει σαν καλλιτέχνης και είμαι φαν, θα τον χαρακτήριζα αγχολυτικό performer, μία φορά τον έχω ακούσει μόνο, σε ανοιχτό χώρο και καλοκαίρι, έχει ένα ρέον στοιχείο στην απόδοση των τραγουδιών, ότι πρέπει για καλοκαίρι, να φυσάει και λίγο αεράκι, μια μπυρίτσα στο χέρι, ή ένα μίλκο για εμάς που δεν πίνουμε αλκοόλ, πολύ καλά.
Οπωσδήποτε είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ενασχόληση με την παράδοση και την προέλευση αυτής, αλλά και η ανακατασκευή της παράδοσης, μπορεί να προσφέρει κάτι επίσης, διότι κάτι που θα προσθέσει ένας μουσικός, μπορεί να είναι καλύτερο από αυτό που (δεν) θα είχε προσθέσει ένας τσομπάνος, δηλαδή εν ολίγοις, μπορεί μία προσθήκη μουσικού, παρότι τεχνητή από μία άποψη, να δώσει έναυσμα να τραγουδήσουν κάποιοι ελληνογενείς στην άλλη άκρη του κόσμου, ενώ αν δεν υπήρχε να χάνανε αυτήν την ευκαιρία να νιώσουν λίγο αυτό το αίσθημα, αν τους ενδιαφέρει βέβαια ένα τέτοιο αίσθημα, ενώ αν είχε μείνει του τσομπάνου πχ, να ήταν πιο αυθεντική στην προέλευσή της, αλλά πιο περιορισμένη. Κοινώς, αν είναι να επιβιώσει κάτι και να πάει και παραπέρα, ας του δοθεί και μια ώθηση, αυτό εννοώ, δεν είναι και τόσο το ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική στη χώρα μας, που να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχουν και κίνδυνοι εξάλειψης, αν τώρα η επιβίωση είναι και του κάθε τοπικότερου στοιχείου και κάθε πιο εξειδικευμένου στοιχείου της παράδοσης, τόσο το καλύτερο, δεν αντιλέγω.
Ακόμα μία εκτέλεση από κάλαντα που μου έκανε αρκετή εντύπωση, είναι αυτό το ανεπανάληπτο medley με ακορντεόν:

Δεν έχω ιδιαίτερη συμπάθεια στις δομές της εκκλησίας, αλλά πάντως ενδιαφέρονται για την μουσική παράδοση, ιεροψάλτες σε χορωδίες είναι τα καλύτερα κάλαντα που έχω ακούσει

…για τους δικούς της λόγους βέβαια η εκκλησία, να υπάρχει η παράδοση, να την έχει “το Γένος”, να πιστεύει το Γένος στο δόγμα, να δοξάζει και να εμπιστεύεται τον κλήρο που εκπροσωπεί το δόγμα, να κάνουν κι αυτοί με τη σειρά τους την δουλειά τους, να ανεβαίνουν στην ιεραρχία τους και ίσως στις όποιες εξουσίες δίνει αυτή, να συντηρείται το πράγμα. Τι να κάνουμε, έτσι πάνε αυτά.

Να πούμε και κάτι άλλο σχετικά με το φουρνιώτικο κάλαντο:

Στην εκδοχή που πρωτοηχογράφησε η Σαμίου, και στις περισσότερες εκδοχές γενικώς, ακούγεται μεταξύ άλλων το δίστιχο:

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
μόν’ έχεις κόρην έμορφη κι ήρθαμε να τη δούμε.

Το ίδιο σχεδόν δίστιχο, στην παραλλαγή «…μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε», είναι πολύ γνωστό και διαδεδομένο. Λέγεται απανταχού της Ελλάδας, σε διάφορους σκοπούς, και ταιριάζει με οποιαδήποτε άλα δίστιχα της ευρύτερης θεματικής «ανταλλαγή φιλοφρονήσεων μεταξύ μουσαφιραίων και νοικοκυραίων».

Παράδειγμα από την Τζια:

Παράδειγμα από την άλλη άκρη, στην Κοζάνη:

Μεταξύ παμπλήθων άλλων παραδειγμάτων, πιστεύω ότι το έχω ακούσει (με «σας αγαπούσαμε») και στο φουρνιώτικο κάλαντο.

Αυτό το δίστιχο όμως έχει ιστορία. Ο πρώτος στίχος, «εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε», προέρχεται από την παράδπση του αφηγηματικού ανομοιοκατάληκτου δημοτικού τραγουδιού. Το παλαιότερο τραγούδι στο οποίο τον εντοπίζουμε είναι το ακριτικό «Της Ηλιογέννητης», ένα μακροσκελέστατο κείμενο (220 στίχοι στην εκδοχή που δημοσιεύει ο Πολίτης - πόσες ώρες θα έπαιρνε να τραγουδηθεί;!) όπου, ανάμεσα σε διάφορα επεισόδια, ο ήρωας, ο Κωσταντής -αλλού ο ίδιος ο Διγενής- στέλνει μια πομπή από πολλά επίσημα πρόσωπα να πάνε τα προξενιά στην αγαπημένη του:

«Μάνα, την κόρη που είδα εγώ άλλος να μην την πάρει.
Στείλε να κράξεις άρχοντες και μητροπολιτάδες,
να παν να κάμουν προξενιά, γυναίκα να την πάρω.»
Στέλνει τρακόσιους άρχοντες και μητροπολιτάδες,
στέλνει τον άρχοντα Φωκά, στέλνει τον Νικηφόρο,
στέλνει τον Πετροτράχηλο που τρέμει η γης κι ο κόσμος.
Εχτύπησαν οι άρχοντες την αργυρη της πόρτα.
[…]
«Καλώς ήρθαν οι άρχοντες κι οι μητροπολιτάδες.
Φάτε και πιείτε, γέροντες, κι εγώ στον ορισμό σας.»
«Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε.
Προξενητάδες είμαστε, κι ήρθαμε να σου πούμε.»

Το γεγονός ότι ο επόμενος στίχος λήγει κι αυτός σε -ούμε είναι, εδώ, τελείως συμπτωματικό. Το τραγούδι είναι ολοφάνερα ανομοιοκατάληκτο, και σε παραλλαγές που έχω συναντήσει αλλού ο ίδιος στίχος διατυπώνεται αλλιώς, χωρίς ομοιοκαταληξία: «ο Κωσταντής μάς έστειλε νύφη να σε γυρέψει» ή άλλα ισοδύναμα.

Το μοτίβο με τη μυθική πομπή προξενητάδων και με τον συγκεκριμένο διάλογο πηγαινόρχεται και σ’ άλλα τραγούδια, κάθε φορά που η υπόθεση περιλαμβάνει και προξενιό.

Ναι, είχε επικρατήσει, αλλά όχι παντού. Στο Αιγαίο. Στα περισσότερα στεριανά μέρη ακόμη σήμερα δεν έχει τόσο ισχυρή παρουσία όσο το ανομοιοκατάληκτο.

Όσο για το τραγούδι που ανέφερα, το ότι θεωρείται ακριτικό (α) μπορεί ενδεχομένως να στασιαστεί, καθώς τα τελευταία χρόνια η ταξινόμηση των δημοτικών τραγουδιών και ειδικά η συγκεκριμένη κατηγορία έχουν περάσει ριζική αναθεώρηση, (β) δεν αποτελεί εγγύηση ότι οποιοσδήποτε στίχος ήταν εξαρχής έτσι. Αλλά δεν παύει να είναι πολύ παλιότερο από τη φόρμα της μαντινάδας, η οποία προέκυψε βασικά με τον Ερωτόκριτο.


Σημείωση συντονιστή: το παρόν απαντά προφητικά στο επόμενο μνμ του Νίκου Π. :upside_down_face:

Νίκος Πολίτηςnikos_politisΣυντονιστής

20 λ

Πάντως, σχετικά με το ερώτημα ανομοιοκαταληξία vs. ομοιοκαταληξία, μην ξεχνάμε ότι η πρώτη «μπήκε στη ζωή» της λαϊκής μούσας με την βενετοκρατία, δηλαδή μπόλικους αιώνες πριν, και ήδη απ’ τον 19ο και μετά, είχε πια επικρατήσει.

Η πλάκα είναι ότι τό ΄ψαξα αρχικά στις παραλογαίς και τελικά το βρήκα στα ακριτικά!

Όχι, αποκλειστικά δική του πρωτοβουλία / αυθαιρεσία ήταν η απόδοση τίτλων στα τραγούδια, κάτι βέβαια αναγκαίο όταν συντάσσεις «εκλογές απ’ τα τραγούδια του ελληνικού λαού». Βέβαια στο βιβλίο, τους περισσότερους τίτλους τους παρέθεσε μέσα σε αγκύλες, “της Λιογέννητης” όμως, όχι.

Αυτό δεν σημαίνει ότι προηγουμένως ήταν υποχρεωτικά άτιτλα, όλα. Κατ’ αρχήν, τίτλους έχουν και στις παλιότερες έντυπες συλλογές.

Αλλά και στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης υπήρχαν τίτλοι, έστω κι αν δεν ήταν τόσο παγιωμένοι. Για παράδειγμα, το τραγούδι που από τον Πολίτη και εντεύθεν έχει καθιερωθεί να λέγεται «Του νεκρού αδερφού» αναφέρεται επίσης ως «Της Αρετής» ή «Της Βδοκιάς», ανάλογα πώς λένε την αδερφή σε κάθε παραλλαγή. Αλλιώς, πώς αναφέρονταν οι άνθρωποι σ’ αυτά; Μπορεί κάποιος να έλεγε «Το “Μάνα με τους εννιά σου γιους”» ή «το τραγούδι της μάνας με τους εννιά γιους», και κανείς να μην τον διόρθωνε «δεν το λένε έτσι, το λένε αλλιώς», αλλά έστω και περιγραφικά είναι βέβαιο ότι κάπως τα έλεγαν.

Νομίζω δε ότι σε αφηγήσεις ηρώων του '21 έχω δει να αναφέρουν κλέφτικα τραγούδια με τίτλους όπως «του Τάδε», που σημαίνει ότι αυτός ο τρόπος διατύπωσης των τίτλων, σε γενική (εννοείται «Το τραγούδι του Τάδε»), που τον ακολουθεί κι ο Πολίτης, προϋπήρχε.

Άλλωστε και οι μελωδίες έχουν ονόματα.

Αυτό που έκανε ο Πολίτης ήταν να τυποποιήσει τους τίτλους. Είτε διαλέγοντας έναν από τους διάφορους που κυκλοφορούσαν άτυπα για κάθε τραγούδι, είτε βάζοντας έναν δικό του, καθιέρωσε ένα σταθερό σύστημα αντιστοίχησης κειμένων-τίτλων ώστε να μπορούν να γίνονται παραπομπές.

Αυτό κάτι θα δηλώνει.

Πάντως έχει και μερικά χωρίς καθόλου τίτλο.

Τα περισσότερα τραγούδια, πριν οι γιαγιάδες αρχίσουν να συμβουλεύονται κάποια συλλογή για να συνεχίσει ο αφελής «ερευνητής» την καταγραφή, δεν είχαν τίτλο. Συνήθως το τραγούδι προσδιοριζόταν απ’ τον πρώτο του στίχο, αν αυτός δεν ήταν π.χ. «Τρία πουλάκια κάθουνταν κλπ.»: «Πες μας αυτό για τον Διγενή!». Αν το τραγούδι περιέγραφε τα κατορθώματα κάποιου επώνυμου, συχνά ήταν «του τάδε». Συχνά ο ΝΓΠ προτάσσει τίτλο κανονικό, όχι μέσα σε αγκύλες δηλαδή, όπως π.χ. «Του κυρ Βοριά» (ν’ Ο κυρ Βοριάς παρήγγειλε νούλω των καραβιώνε), «Του γιοφυριού της Άρτας», σε όλα τα τραγούδια της ενότητας «Ιστορικά», σε όλα τα «Κλέφτικα» με εξαίρεση όσα δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένο άτομο.

Σποραδικά, τραγούδια που στην αρχική συλλογή του 1914 είχαν τίτλο σε αγκύλες, σήμερα έχουν αποκτήσει άλλον τίτλο. Πριν κάποιες μέρες, ψάχνοντας για κάποιο που κάποιος ζητάει, όταν πεθάνει, να του σάξουν ωραίο κιβούρι με παράθυρο, να βλέπει τις έμορφες, ζήτησα από στενό μέλος της οικογένειάς μου να μάθω αν υπάρχει τίτλος και με παρέπεμψε στο «Ο τάφος του Δήμου» (το όνομα του παραγγέλνοντος τάφο). Είχε πια ξεχάσει τον σε αγκύλες τίτλο των «Εκλογών» και πράγματι, το αναζήτησα ως Τάφο του Δήμου και το βρήκα. Ο σε αγκύλες όμως τίτλος της αρχικής συλλογής ήταν «Το κιβούρι του κλέφτη».

Ναι, οπότε τι; Και με τραγούδια της δισκογραφίας (κανονικές πρωτότυπες συνθέσεις, όχι παραοδσιακά) καμιά φορά άλλος είναι ο επίσημος τίτλος κι άλλον ξέρει ο πιο πολύς κόσμος, αλλά δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το συμπέρασμα.

Σωστά, κάτι είχα ξεχάσει, το διόρθωσα.

Πάντως το τραγούδι που αναφέρεις τιτλοφορείται «Ο τάφος του Δήμου» από τον Φωριέλ (1824-1825) και από τον Max Fuchs (1834), και «Ο Δήμος» από τον Πάσωφ (1860), με το ίδιο ακριβώς κείμενο πλην ελαχίστων ορθογραφικών διαφορών.

Του Πολίτη (1866, «Του κλέφτη το κιβούρι») έχει κάπως περισσότερες διαφορές, στο δε εισαγωγικό σημείωμα ο ίδιος κάνει λόγο για τέσσερις ομάδες παραλλαγών του τραγουδιού, από τις οποίες η μία, του Δήμου (Μπουκουβάλα - μαθαίνουμε και το πλήρες όνομα του κλέφτη) φαίνεται να είναι η νεότερη.

(Οι χρονολογίες που βάζω είναι των πρώτων εκδόσεων.)

Ναι, αλλά το τιτλοφορεί “Το κιβούρι του κλέφτη” και όχι “Ο τάφος του Δήμου”.

(το “1866” πόθεν προέκυψε;)

Τι διάβολο, δεκατεσσάρων χρονών το έβγαλε; Δεν ξέρω από πού προκύπτει αυτό το 1866 που γράφει η δική μου έκδοση, που είναι του 1991. Η σωστή χρονολογία της πρώτης έκδοσης πρέπει να είναι 1914.

Ναι.

(δεκατεσσάρων, πάντως, είχε ήδη ανεβάσει τρία θεατρικά έργα στο γυμνάσιο όπου φοιτούσε, στην Καλαμάτα…)