Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά, δεν το έχω ψάξει, ειδικά για εμάς από τα αγαπημένα και προπαντώς φιλόξενα βουνά της Μακεδονίας που δεν έχουμε πατήσει στα νησιά αυτά, ούτε και σε πολλά άλλα, παρότι της ανατολικής πλευράς και οπωσδήποτε όχι μακριά από τη θάλασσα, φαίνονται εξωτικά κάπως όλα αυτά, θα έλεγα όπως και να χει ότι ταιριάζουν στα νησιά αυτά τα συγκεκριμένα κάλαντα, εμένα μου τα θυμίζουν πάντως, παρόλο που δεν έχω πάει.
Δηλαδή, από το “λαζοβουλγαρικό κρατίδιο”, έκφραση που χρησιμοποίησε κάποιος μάλλον νοτιοελλαδίτης κάπου στο ίντερνετ και μου έκανε εντύπωση, προσβλητική μεν (εννοεί τον μεγάλο αριθμό προσφυγογενών σε συνδυασμό με την γειτνίαση με το κράτος στα βόρεια) ευρηματική όμως, γέλασα πολύ, και την αναπαράγω ως έχουσα ενδιαφέρον λαογραφικώς, υπάρχουν δηλαδή και άνθρωποι τέτοιων απόψεων στη χώρα μας αν και δεν νομίζω να περιλαμβάνονται στους ιδιαίτερα μουσικόφιλους. Για να μην νομίζουν κάποιοι ότι βρίσκονται στην “Γη της Επαγγελίας” και τους αποδέχονται όλοι ανεξαιρέτως. Βέβαια, από που κι ως που νομίζουν κάποιοι ότι είναι υποχρεωμένοι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά να ακούσουν άλλη διάλεκτο, άλλη μουσική, άλλη κουλτούρα και αμέσως να εκστασιαστούν; Όχι, ούτε σε έναν αιώνα δεν είναι “υποχρεωμένοι”. Αν δηλαδή ερχόντουσαν υποθετικά να εγκατασθούν στον Πόντο το 1900 μερικές χιλιάδες ελλαδίτες κάποιου είδους, οι Έλληνες Πόντιοι των χωριών και πόλεων εκεί, θα τους αποδέχονταν αυτόματα και θα τους θαύμαζαν εκστασιασμένοι ας πούμε; Μήπως θα λέγανε κι αυτοί ή κάποιοι από αυτούς για το “αρβανιτοβλαχοφραγκοβενετσιάνικον χωρίον”;
Αλλά αντικειμενικά, δεν ισχύει ο πρώτος συνθετικός προσδιορισμός, λαογραφικά ομιλώντας, όχι τόσο εθνολογικά και σε καμία περίπτωση “οπαδικά”, και μουσικολογικά μιλάμε απλά για άλλη φάση, όπως βλέπουμε σε αυτήν την καταπληκτική σύνθεση:
Εδώ, διακρίνω προσωπικά στην λύρα κάπως μακεδονίτικο ηχόχρωμα, είναι μία νέα σύνθεση θα έλεγα, όπου είναι διορατή έστω. Με τους αιώνες είναι που αλλοχρωματίζει ίσως η λαογράφηση πληθυσμών σε νέους τόπους.
Τόσο ακριβά λοιπόν έχουν γίνει τα δρομολόγια για τα νησιά με πλοίο, και ένα αμαξάκι βέβαια μαζί για την κίνηση στο νησί, απαγορευτικές οι τιμές, και κάτι οικοπεδάκια ούτε μισό στρέμμα 50ετίας στην Πάρο, θα μας τα φάνε τελικά οι ραγκουσαίοι της Παλιάς Ελλάδας με την ανεκδιήγητη διαφθορά τους και τα δασαρχεία τους και οι διπλανοί με τις πισίνες και τους φράκτες… δεν προλαβαίνουν να αλλάζουν μασέλες οι μπαγάσηδες, αλλάζοντας θέσεις στον τρωκτικοστρατό της εξουσίας ή και μεταξύ τους στα φέουδά τους ενίοτε. Αν είναι δυνατόν, που πέσαμε.
Οπότε προσωπικά θα έλεγα ότι είναι αυτές οι πιασάρικες μελωδίες, των δύο καλάντων ας πούμε αυτών, που τουλάχιστον σε Έλληνες ή ελληνογενείς της διασποράς, δίνουν αυτήν την μελωδική ενθύμηση, καλό είναι αυτό, αν και δεν το εννοώ με υποδεέστερο τρόπο το “πιασάρικα”, και οι στίχοι έχουν κάποιες μεταφυσικές προεκτάσεις για το ότι έχουν γίνει αγαπητά τα κάλαντα τα συγκεκριμένα, αλλά αυτό είναι μία δική μου θεωρία, δεν είναι της ώρας. Δηλαδή, αν κατάφερε ο Θαλασσινός με ένα τραγούδι να συγκινήσει τον λαό πανελληνίως, θα του έδινα συγχαρητήρια προσωπικά αν και δεν μου αρέσει τόσο η δική του εκτέλεση με την χορωδία του. Υπάρχει άλλο τραγούδι παραδοσιακό που άρεσε τόσο στους νεοέλληνες και το διασκευάζουν μαζικά; Δεν ξέρω άλλο.
Κάθε ερασιτεχνική ή ημι-επαγγελματική εκτέλεση των καλάντων αυτών που άκουσα μου άρεσε.
Για παράδειγμα, με γκάιντα το τραγούδι αυτό, είναι ωραίο σε άλλες εκτελέσεις όπως αυτή
Αλλά στου Θαλασσινού έχει κάτι που δεν μου κάθεται καλά, η γκάιντα κάπως παράταιρη, γενικότερα θα έλεγα ότι διακρίνω λίγο περισσότερη δόση ζαμανφουτισμού στον τόνο τους και στην εκτέλεση από ότι έπρεπε.
Κατά τα άλλα ο Θαλασσινός μου αρέσει σαν καλλιτέχνης και είμαι φαν, θα τον χαρακτήριζα αγχολυτικό performer, μία φορά τον έχω ακούσει μόνο, σε ανοιχτό χώρο και καλοκαίρι, έχει ένα ρέον στοιχείο στην απόδοση των τραγουδιών, ότι πρέπει για καλοκαίρι, να φυσάει και λίγο αεράκι, μια μπυρίτσα στο χέρι, ή ένα μίλκο για εμάς που δεν πίνουμε αλκοόλ, πολύ καλά.
Οπωσδήποτε είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ενασχόληση με την παράδοση και την προέλευση αυτής, αλλά και η ανακατασκευή της παράδοσης, μπορεί να προσφέρει κάτι επίσης, διότι κάτι που θα προσθέσει ένας μουσικός, μπορεί να είναι καλύτερο από αυτό που (δεν) θα είχε προσθέσει ένας τσομπάνος, δηλαδή εν ολίγοις, μπορεί μία προσθήκη μουσικού, παρότι τεχνητή από μία άποψη, να δώσει έναυσμα να τραγουδήσουν κάποιοι ελληνογενείς στην άλλη άκρη του κόσμου, ενώ αν δεν υπήρχε να χάνανε αυτήν την ευκαιρία να νιώσουν λίγο αυτό το αίσθημα, αν τους ενδιαφέρει βέβαια ένα τέτοιο αίσθημα, ενώ αν είχε μείνει του τσομπάνου πχ, να ήταν πιο αυθεντική στην προέλευσή της, αλλά πιο περιορισμένη. Κοινώς, αν είναι να επιβιώσει κάτι και να πάει και παραπέρα, ας του δοθεί και μια ώθηση, αυτό εννοώ, δεν είναι και τόσο το ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική στη χώρα μας, που να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχουν και κίνδυνοι εξάλειψης, αν τώρα η επιβίωση είναι και του κάθε τοπικότερου στοιχείου και κάθε πιο εξειδικευμένου στοιχείου της παράδοσης, τόσο το καλύτερο, δεν αντιλέγω.
Ακόμα μία εκτέλεση από κάλαντα που μου έκανε αρκετή εντύπωση, είναι αυτό το ανεπανάληπτο medley με ακορντεόν:
Δεν έχω ιδιαίτερη συμπάθεια στις δομές της εκκλησίας, αλλά πάντως ενδιαφέρονται για την μουσική παράδοση, ιεροψάλτες σε χορωδίες είναι τα καλύτερα κάλαντα που έχω ακούσει
…για τους δικούς της λόγους βέβαια η εκκλησία, να υπάρχει η παράδοση, να την έχει “το Γένος”, να πιστεύει το Γένος στο δόγμα, να δοξάζει και να εμπιστεύεται τον κλήρο που εκπροσωπεί το δόγμα, να κάνουν κι αυτοί με τη σειρά τους την δουλειά τους, να ανεβαίνουν στην ιεραρχία τους και ίσως στις όποιες εξουσίες δίνει αυτή, να συντηρείται το πράγμα. Τι να κάνουμε, έτσι πάνε αυτά.