Πέρα από τις μουσικολογικές αναφορές, έχω τη γνώμη ότι το ρεμπέτικο τραγούδι, και όταν λέω το “ρεμπέτικο” εννοώ εδώ αυτό το μέρος του λαϊκού τραγουδιού, για το οποίο όλοι θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι ανήκει σε αυτόν τον χαρακτηρισμό (είτε αυτός είναι γνήσιος είτε έχει δοθεί “απ’ έξω”), δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε αν δεν δούμε την εποχή που γεννήθηκε σαν ένα μεταίχμιο. Ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην εποχή πριν την οριστική κυριάρχηση της βιομηχανίας και στην εποχή όπου η βιομηχανία (και μαζί της ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής) κυριαρχεί οριστικά. Και έχω επίσης τη γνώμη, ότι αυτό που θα ονομάζαμε “ρεμπέτικο” με την πιό “στενή” έννοια εξέφρασε ακριβώς αυτό το μεταίχμιο, ταυτίστηκε με αυτό το μεταίχμιο, όπου η προβιομηχανική - προκαπιταλιστική αστική - λαϊκή κουλτούρα βγαίνει “βιομηχανικά” στο προσκήνιο με τη δισκογραφία, την ίδια ώρα που μεταβάλλεται σε κουλτούρα της βιομηχανικής - καπιταλιστικής εποχής, και την ίδια ώρα που και οι όροι της παραγωγής της γίνονται όροι βιομηχανικοί/καπιταλιστικοί καθώς “προσδένεται” στη βιομηχανία της δισκογραφίας.
Νομίζω πως το γεγονός αυτό, το ότι εξέφρασε και ταυτίστηκε με αυτό το μεταίχμιο, εξηγεί διάφορα πράγματα:
Εξηγεί τη σύντομη χρονική διάρκεια του ρεμπέτικου τραγουδιού, τη σύντομη διάρκειά του ανάμεσα στο πριν και το μετά του λαϊκού τραγουδιού, και τη διαφορά του από αυτό το πριν και αυτό το μετά.
Εξηγεί επίσης, το πώς κάποια προγενέστερα αστικά - λαϊκά “πρότυπα” και συμπεριφορές μεταβλήθηκαν σε πρότυπα και συμπεριφορές “περιθωριακές” (ενώ αυτά καθαυτά φαίνονταν να παραμένουν αναλοίωτα), επειδή άλλαζε το κοινωνικό περιβάλλον μες στο οποίο εμφανίζονταν. Και πώς τα ίδια αυτά πρότυπα και συμπεριφορές αποκτούσαν, και επιβαλλόταν πάνω τους, “νέο” περιεχόμενο, όπως το μαρτυρούν και τραγούδια με αυτό ακριβώς το προσδιοριστικό στον τίτλο τους (λχ “νέοι χασικλήδες”).
Εξηγεί επίσης, το πώς η βιομηχανική διάδοση (με τη δισκογραφία) της αστικής - λαϊκής κουλτούρας, την έκανε απότομα αντικείμενο εξωτισμού για κοινωνικά στρώματα που ως τότε είχαν μεγαλύτερη ή μικρότερη άγνοια γιά αυτήν: αντικείμενο εξωτισμού είτε με τη μορφή της σαγήνης είτε με τη μορφή της “ηθικής” κλπ απόρριψης - και εδώ βέβαια δεν κάνω λόγο μόνο γιά τη μουσική και ούτε κυρίως γι’ αυτήν.
Νομίζω πώς σε αυτό το μεταίχμιο, αυτό που ήταν η σημαντικότερη προσφορά του ρεμπέτικου τραγουδιού, ήταν το εξής: Καθώς μεταφέρει την ιδεολογία, το “ήθος”, του ατομικού ανεξάρτητου εργάτη - μάστορα στην εποχή που αυτός μεταβάλλεται σε βιομηχανικό εργάτη και ταυτόχρονα σε άτομο απογυμνωμένο από τους όρους της ζωής του, μεταφέρει ταυτόχρονα σε αυτό το νέο άτομο και έναν “εγωισμό”: τον “εγωισμό” του ανεξάρτητου εργάτη, του ανεξάρτητου ανθρώπου που απαιτεί οι όροι της ζωής του να ανήκουν στον ίδιο και να λειτουργούν από τον ίδιο και γιά τον ίδιο. Και σε ποιά στιγμή; Τη στιγμή ακριβώς που κάθε όρος της ζωής αποξενώνεται από τον ίδιο της τον παραγωγό.
Μεταφέρει αυτόν τον “εγωισμό”, που βέβαια δεν μπορεί να περάσει ατόφιος στον εργάτη της εποχής της βιομηχανίας, και που σε αυτόν μόνο ως συλλογικός “εγωισμός” μπορεί να μετουσιωθεί, ως τέτοιος να εκφραστεί, μέσα από αυτόν να ανυψωθεί η ξεχωριστή ατομικότητα, και το αντίστροφο: μέσα από τις ξεχωριστές ατομικότητες που παραμένουν “εγωιστικές” να υπάρξει μιά συλλογικότητα όχι σαν στρατός ισοπεδωμένος στην υπηρεσία των μηχανών και των ιδιοκτητών τους, αλλά σαν συλλογικότητα που επιδιώκει να υπάρχει γιά τον εαυτό της.
Δεν είναι βέβαια, νομίζω, μοναδικό αυτό το φαινόμενο. Απλώς αποτελεί έκφραση μιάς γενικής μεταβολής, σε συγκεκριμένο όμως τόπο και χρόνο…
ΥΓ Αναγνωρίζω ότι τα παραπάνω είναι πρόσφορα γιά ενστάσεις, καθώς δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να εμφανίσουν το ρεμπέτικο ως “εργατικό” τραγούδι, που βέβαια δεν είναι τέτοιο. Δεν εννοώ αυτό.
Απλώς, αφενός εφόσον το ρεμπέτικο είναι μέρος του λαϊκού τραγουδιού, καταλαμβάνουν και στο δικό του περιεχόμενο σημαντική (καθοριστική θα έλεγα εγώ) θέση, οι αντιλήψεις της ιδεολογίας, της ηθικής κλπ, που πηγάζουν από τον άμεσο τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι δημιουργούν τα μέσα της ύπαρξής τους και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Και αφετέρου ακόμα και για την “παρανομία”, που έχει σημαντικο μερίδιο στη θεματολογία του ρεμπέτικου τραγουδιού (όπως άλλωστε και στο δημοτικό τραγούδι), καθοριστικό και γιά τη δική της μορφή εκδήλωσης είναι η γενική σχέση που επικρατεί ανάμεσα στους ανθρώπους και στους όρους της εργασίας τους. Άλλος ο “παράνομος” στην εποχή της φεουδαρχίας, άλλος στην εποχή του ανεξάρτητου εργάτη των πόλεων κι άλλος στην εποχή της μισθωτής εργασίας, αφού άλλωστε κι η “παρανομία” σαν οικονομική δραστηριότητα παίρνει το σχήμα της εκάστοτε εποχής.