Ζεϊμπέκικο - καρσιλαμάς. Τα όρια μεταξύ παρόμοιων ρυθμών

Αυτό είναι αλήθεια, αλλά εδώ τώρα λέμε για τη χορευτική ορολογία (που μεταξύ μας είναι και η μόνη σωστή).

Ένας ρυθμός, ναι. Αλλά κάθε συγκεκριμένο τραγούδι (π.χ. ο Ξεφτίλης, η Γιωργίτσα, το Σαν εγύριζα απ’ την Πύλο…) σ’ έναν χορό ανήκει. Ότι μπορεί να χορευτεί και σ’ άλλους, ε, όλα μπορούν.

Διάβαζα μια έρευνα για κάτι χωριά της Πελοποννήσου. Όπως και σε πολλά μέρη, η βασική και πιο συνηθισμένη τους διασκέδαση ήταν να χορεύουν χωρίς όργανα, τραγουδώντας οι ίδιοι. (Τα όργανα έρχονταν στις «καλές» περιστάσεις, γάμους κλπ.). Ανάμεσα σε άλλους χορούς είχαν και τον συρτό. Τα τραγούδια του συρτού, μερικά, αν κάτσεις να τα αναλύσεις, βγαίνουν εφτάσημα. Άλλα βγαίνουν δίσημα (ή τετράσημα). Αν όμως δεν κάτσεις να τα αναλύσεις, τότε πολύ απλά είναι όλα τραγούδια του συρτού. Επιπλέον δε, υπήρχαν και μερικά όπου η μελωδία και οι συλλαβές δε σε οδηγούν αναγκαστικά είτε στον ένα ρυθμό είτε στον άλλο, αλλά στέκουν εξίσου και στους δύο.

Αυτά για τον απέξω είναι ακατανόητα. Ο απέξω θα πει «α, εφτάσημος συρτός, δηλαδή καλαματιανός. Το τάδε τραγούδι κυρα-Λένη μου, συρτό ήταν ή καλαματιανό;» Απάντηση, «εμείς δεν ξέραμε καλαματιανά και τέτοια, όλα συρτά ήτανε». «Καλά, να σ’ το πω αλλιώς: ο σκοπός πάει έτσι (τραγουδάει 7/8) ή έτσι (τραγουδάει 2/4);». «Το ίδιο είναι παιδάκι μου.»

Άρα, όχι μόνο

…αλλά και το αντίστροφο, ένας χορός μπορεί να χορευτεί σε διάφορους ρυθμούς.

Το παράδειγμα δεν είναι καθόλου μοναδικό.

Αυτό μου θύμισε κάτι που διηγείτο ο Καράς, απ’ τον καιρό που ήταν μουσικός υπεύθυνος στο ΕΙΡ (Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, τηλεόραση δεν υπήρχε). Απέκλεισε κάποτε έναν βιολιτζή από την ορχήστρα, «γιατί ήταν άρρυθμος». Και σχολίαζε ο παθών, φυσικά πικαρισμένος: «Άρρυθμος ποιος; Εγώ! Που έπαιζα στο χωριό και χόρευαν στο βιολί μου εκατό νομάτοι!».

Αυτό που δεν είχε συνειδητοποιήσει, ήταν ότι και οι εκατό που χόρευαν, άρρυθμοι ήταν κι αυτοί.

Δεν νομίζω ότι θα συμφωνήσω, αφού στο χωριό του συνεννοούνταν έτσι τότε ήταν εντός ρυθμού. Πχ στην Σχοινούσα-Αμοργό παίζουν ένα funky groove στο λαούτο που δεν καταγράφεται στο χαρτί. Ο χορός όμως είναι πάνω του και αν παίζεις την Αξιώτικη τετραγωνισμένη ρούμπα ξενερώνουν και δεν βρίσκουν τα βήματα.

Να πω την αλήθεια, κάπως έτσι διαισθητικά αντιλαμβάνομαι ζεϊμπέκικα και καρσιλαμάδες (και άλλες διακρίσεις, πχ ρεμπέτικο-λαϊκό), και κατόπιν προσπαθώ να βρώ γνωρίσματα και κριτήρια κατάταξης. Δυστυχώς όμως δεν είμαι χορευτής…

Ναί. Μεταξύ τους. Αλλά για έναν σπουδαγμένο μουσικό, άρρυθμοι ήταν όλοι.

1 «Μου αρέσει»

Μερικά Σιφνέικα:

Ρώτησα απόψε τη μάνα μου (γεν. 1939) πώς χορεύανε στη Σίφνο, τότε (δεκ. 50-60), το «καραμπιμπερίμ» και το «τρεις μάγκες είμαστε» και η απάντηση ήταν αυθόρμητη: φοξ ανγκλαί. Όχι μόνο στα γλέντια με τα τοπικά όργανα αλλά και στα πάρτιζ με πλάκες. Και την «μπαλάντα του Αντρίκου» (Θεοδωράκης) φοξ ανγκλαί και αυτό. Το (χασαπο)σέρβικο είναι άγνωστο στην παλαιά γενιά. Ως φοξ αγκλαί θεωρείται ένας αγκαλιαστός ανά ζεύγος χορός που οι κινήσεις, στην απλή εκδοχή, είναι «2-1». Δυο βήματα προς μια κατεύθυνση και ένα προς την άλλη. Άντε να γίνεται ολίγο στριφογυριστά. Εύκολος είναι.

Τι χορός είναι το «μείνε αγάπη μου κοντά μου» του Τσιτσάνη; Εμείς «2-1» το χορεύουμε και αυτό.

Το «εγώ το πίνω και το λέω» (αθηναϊκή καντάδα) πάλι τι ρυθμός είναι; «χαμπανέρα»;
Στα βιολιά στη Σίφνο γίνεται 7/8 (καλαματιανός μεν αλλά δεν πολυχορεύεται).

Τρεις σκοποί που είναι καθαρόαιμα συρτά αλλά, κατά κανόνα, δεν χορεύονται:

  1. Του γαμπρού (ο γνωστός σε όλο το αιγαίο σκοπός του γάμου).
  2. Ο σκοπός που λέμε τις μακινάδες.
  3. Ο σκοπός των πρωτοχρονιάτικων καλάντων.
2 «Μου αρέσει»

Γιάννη, εσείς στη Σίφνο είσαστε πολύ αστικοποιημένοι, άσε… Πάντως, σας βγάζω το καπέλο, ακόμα και τον Κιτσαντώνη, από βαρβάτο τσάμικο τον κάνατε συρτό τεσσάρι!

(και με κάβο στο κέντρο!)

Ευτυχώς ο ερευνητής από τον οποίο διάβασα το παραπάνω για τα μοραΐτικα συρτά ήταν αρκετά σπουδασμένος ώστε να κατανοεί ότι δεν πήγε εκεί πέρα (στα χωριά) για να επιβεβαιώσει αυτά που ήξερε και να τσεκάρει αν τα ξέρουν κι οι ντόπιοι, αλλά για να μάθει.

2 «Μου αρέσει»

Ε, άλλο σπουδαγμένος μουσικός, άλλο σωστός ερευνητής της λαϊκής μουσικής.
(πού είναι η φατσούλα με το διαβολάκο; γιατί μου ξεφεύγει;)

1 «Μου αρέσει»

Δεν καταλαβαίνω τον όλο σκεπτικισμό επί του θέματος. Την ευθύνη για τα τέμπι, τις χρονικές υπογραφές και την εσωτερική ανάλυση του μέτρου (μουσικού και χορικού είναι το ίδιο ακριβώς) την έχει αποκλειστικά ό όποιος μαέστρος και την ευθύνη υλοποίησης πρωτίστως τα κρουστά και η κιθάρα. Τα υπόλοιπα όργανα και οι φωνές “κεντάνε ενδιάμεσα” στο συμφωνηθέν μοτίβο και την μελωδική γραμμή.

Τώρα για όποιον ενδιαφέρεται να είναι όσο πιό κοντά στο παραδοσιακό παίξιμο βασικά ατύχησε. Διότι:

  1. Οι καταγραφές πάνε μέχρι ένα σημείο πίσω, έως τις μνήμες των παλαιών οργανοπαιχτών (1940 περίπου) έως των παλιών καταγραφών (? Αμερικής 1910).
  2. Δεν είναι τυποποιημένες όλες οι εκτελέσεις, οι παλαιοί εκτελεστές υπολείπονται στην μουσική θεωρία και τεχνολογία σε σχέση με τους σημερινούς. Επίσης δεν μπορούμε να ταιριάξουμε απόλυτα τις ανατολίτικες κλίμακες (που σιχαινόταν ο Πλάτωνας) με την δυτική μουσική.
  3. Το κυριότερο: ο χορός προηγείται της μουσικής εκτέλεσης. Πχ το μονοτονικό σύστημα (C) των κρουστών συνοδεύει τους επαναλαμβανόμενου βηματισμού πανάρχαιους χορούς. η πεντατονία τους μεσαιωνικους παραδοσιακούς. Στην μοντέρνα εποχή, καλώς ή κακώς, οριστικοποιήθηκαν οι κλασικοί παραδοσιακοί χοροί και οι παραλλαγές τους, άρα και ο τρόπος παιξίματος.
  4. Οι χοροί σφιχταγκαλισμένοι με την μουσική άλλαζαν από χωριό σε χωριό κα από γενιά σε γενιά οργανοπαιχτών και ανάλογα με τις ξένες επιρροές και τους εμβολιασμούς.
  5. Δεν υπάρχει ρεμπέτικο (νεολογισμός) και ειδικά αυτοφυές. Πρόκειται για εξελίξεις παλαιών ειδών και μάλιστα χωρίς άλματα. Για λόγους εκπαιδευτικούς μας αρέσει να ανοίγουμε νέα κεφάλαια ονοματοδοτώντας τα, ενταγμένα σε χρονικές περιόδους κλπ συναφή, για τους μαθητές των σχολείων και για κοινωνιολογική χρήση και μόνο.
  6. Στα χορευτικά κέντρα, πανηγύρια και μαγαζιά γενικά. Ο ερμηνευτής οφείλει να έχει τα μάτια του στον έμπειρο πρωτοχορευτή και να προσαρμόζεται. Προκειμένου να πάνε όλα τέλεια.
  7. Ατυχώς το πρόβλημα και οι απορίες μας δημιουργούνται όταν από την τέρψη, κάποιος αφαιρεί από αυτό το δίδυμο, τον χορό, επειδή θέλουμε να τονίσουμε την δεξιοτεχνία του οργανοπαίχτη ή τη δύναμη του στίχου ή την τέχνη του τραγουδιστή ή για λόγους οικονομίας του θεάματος.

Έτσι ακριβώς επανερχόμεθα στο αρχικό ερώτημα. Είναι καρσιλαμάς-χαρωπό ή ζεϊμπέκικο πένθιμο και πονεμένο; δεξί απτάλικο ή αριστερό, τσάμικο ή αργό βαλς, πόλκα ή επτανησιακή καντρίλια κοκ. Η σφαιρική γνώση βοηθά.

Μην αγκιστρωνόμαστε τόσο εύκολα στο (παραπλανητικό) δίπολο « χαρωπό / πένθιμο». Χιλιάδες είναι οι διαφορετικές και αναγνωρίσιμες περιπτώσεις που ενυπάρχουν κάπου ανάμεσα στα δύο άκρα της μεγάλης οικογένειας των επτάσημων και, ευτυχώς, όταν το ένστικτο αφεθεί ελεύθερο να διαλέξει / αποφασίσει, οι περιπτώσεις αστοχίας είναι (ακόμα…) ελάχιστες. Και οπωσδήποτε, το ζεϊμπέκικο δεν μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί πένθιμο.

1 «Μου αρέσει»

Νομίζω ότι αυτή η παρατήρηση, αν και σωστή, μας απομακρύνει από την ουσία. Ωραία, ξέρουμε ποιος έχει την ευθύνη, άρα αν βγει λάθος θα ξέρουμε ποιον να δείρουμε. Ωστόσο όταν ο Χ το 1930 έγραψε το Ψ τραγούδι ήξερε αν γράφει ζεϊμπέκικο ή καρσιλαμά, κι ο σκοπός του ήταν να χορεύεται έτσι κι όχι να ξέρουμε ποιον να δείρουμε!

Σωστό. Για παράδειγμα η Ντούρνα (το Κάστρο της Αστροπαλιάς) υπάρχει σε παλιές μ/ασιάτικες ηχογραφήσεις παιγμένο με τρόπο που μάλλον τσιφτετέλι θυμίζει, ενώ σε σύγχρονες νησιώτικες λαϊκές παραδόσεις υπάρχει ως συρτό, ως καθιστικό, και ενδεχομένως και ως ίσσος. Αλλά και πάλι: δε συζητάμε αυτή τη στιγμή ερωτήματα του τύπου «τι χορός είναι η Ντούρνα» έτσι γενικά και καθολικά, αλλά του τύπου «τι χορός είναι αυτή ή εκείνη η Ντούρνα».

Δεν ξέρω πού κολλάει, αλλά συμφωνώ απολύτως με το απόσπασμα που κοπτορραπτηδόν παρέθεσα.

Είναι κοινός τόπος στις μαρτυρίες των μουσικών που πρόλαβαν την κατάσταση πριν και μετά το ξεκίνημα των χορευτικών μαγαζιών (στα οποία προσαρμόστηκαν και τα πανηγύρια) ότι αυτό είναι τόσο δύσκολο να γίνει, με τον τρόπο που γινόταν παλιότερα, ώστε συνήθως απλώς σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Αλλά έστω ότι γίνεται: ξεκινάς ένα κομμάτι έχοντας στον νου σου τον ένα χορό και βλέπεις να έχουν πιάσει άλλον. Προφανώς είσαι, ως μουσικός, ο μόνος που έχει τη δυνατότητα (δεν ξέρω για αρμοδιότητα/καθήκον) να σώσεις την κατάσταση, προσαρμόζοντας το παίξιμό σου σ’ αυτό που γίνεται αντί γι’ αυτό που ήθελες να γινόταν.

Όμως οι παλιοί, που είχαν την επικοινωνία χορευτή-μουσικού ως κάτι το δεδομένο, δεν εννοούσαν τέτοιες καταδικασμένες περιπτώσεις.Εννοούσαν ότι στο πλαίσιο ενός κώδικα που αυτονόητα είναι κοινός, του αργού μερακλή θα του παίξεις αργά και μερακλήδικα, του αδέξιου θα του παίξεις απλά για να σε βρίσκει, κλπ.

Εδώ όμως δεν έχουμε κοινό κώδικα, αλλιώς δε θα είχε καν ξεκινήσει η συζήτηση με τις απορίες.

1 «Μου αρέσει»