Παραδοξολόγε, φαντάζομαι πως κανένας δεν αναφέρεται στον “ζεϊμπέκικο της μόδας”, ούτε καν στο ζεϊμπέκικο του Αντρέα Παπανδρέου που τον χόρευε… σε χασάπικα! Το “έντεχνο” παράδειγμα, το έδωσε ο Τσαρούχης, με τη λεπτότητα που τον διέκρινε.
Κατά τα άλλα, αναφέρεις ως “κανόνα” τις ΔΥΟ από τις τρεις πρακτικές, που πολλές φορές συνδυάζονται και μεταξύ τους: Τον “κυκλικό” και τον “στατικό”. Ξεχνάς την τρίτη περίπτωση, που είναι ίσως και η σπανιότερη, αλλά πιό χαρακτηριστική: Τον “βαδιστό” σε ευθεία γραμμή, μπρος και πίσω, που λέγεται και “της φυλακής”.
Τον παλιό καιρό, όταν ένας πελάτης χόρευε τον “βαδιστό”, η ορχήστρα καταλάβαινε αμέσως πως ο τύπος μόλις βγήκε από τη φυλακή, κι αμέσως μετά παίζαν προς τιμήν του τον “Καπετανάκη”, φωνάζοντας “καλή λευτεριά”.
Το “αντίθετα με τη φορά του ρολογιού”, είναι απολύτως σωστό, αλλά να θυμίσω πως είναι ίδια η φορά και σ’ όλους τους κυκλικούς δημοτικούς χορούς.
Όσο γιά την χορογράφο της Μάρθας, θα πω πως τα βήματα σε 11 από τα 18/16, είναι ένας από τους τρόπους, αλλά υπάρχουν και πιό αργές κινήσεις, όπως επίσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και καμμία απολύτως κίνηση των ποδιών, δηλαδή εντελώς στατικός, με ανεπαίσθητες κινήσεις του σώματος.
Τέλος, η έννοια “βαρύ” σ’ ένα ζεϊμπέκικο, αποδίδεται σε πολλά και διαφορετικά πράγματα. “Βαρύ” είναι ένα τραγούδι από μόνο του, από μουσική και στίχους. Π.χ. “Ο Σαρκαφλιάς”. Βαρύς είναι πολλές φορές ο τρόπος που παίζεται ένα ζεϊμπέκικο. Π.χ. Κάποιες εκτελέσεις στο “Μπουζούκι μου διπλόχορδο”. “Βαρύς” είναι και ο τρόπος που χορεύεται ένα ζεϊμπέκικο, σ’ όπποια κατηγορία και ν’ ανήκει. Ακόμα κι ένα “πεταχτό” απτάλικο, μπορεί να χορευτεί “βαρειά” (π.χ. “Τούτοι οι μπάτσοι”).
Όσο γιά την απόλυτη ελευθερία και την προσωπικότητα του χορευτή, αυτό μοιάζει με την δήθεν “απόλυτη ελευθερία” με την οποία μπορείς να παίξεις ένα ταξίμι, πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο μακάμι.