Πληροφορίες για το "βαρύ" ζεϊμπέκικο

Αυτή η παλιά συζήτηση είναι άλλο ένα παράδειγμα κλασικών λαθών προσέγγισης:

α) Προσπαθώ να δημιουργήσω ένα στέρεο ταξινομικό σύστημα όπου οι περιπτώσεις ομαδοποιούνται σε είδη, γένη, οικογένειες, το οποίο (σύστημα) να διακρίνεται από ονοματολογική ακρίβεια: «όταν λέμε αυτό εννοούμε αυτό - πάει και τελείωσε».

β) Άμα δε δουλέψει, το ρίχνω στο «αυτά δεν εξηγούνται, δε χωράνε σε ευρωπαϊκές νότες γιατί είναι της ψυχής / γιατί είναι πανάρχαια, τι δουλειά έχουν εδώ οι κανόνες» κλπ…

Απορία ψάλτου βηξ.

Κανόνες υπάρχουν ένα σωρό. Σαφέστατοι και αυστηροί, αν και όχι απολύτως απαράβατοι γιατί τότε δε θα υπήρχε εξέλιξη. Σχετικώς όμως, ναι, απαράβατοι.

Αρκεί να μπορέσει κάποιος να τους διατυπώσει μέσα από την παρατήρηση της εφαρμογής τους, γιατί έτσι σκέτα σαν κανόνες δεν έχουν διατυπωθεί (εκτός από κάποιους που έχουν διατυπωθεί βέβαια, αλλά κυρίως τα τελευταία χρόνια).

Αντίθετα, αυτό που δεν υπάρχει είναι η ακριβής ονματολογία. Οι παλαιοί μάγκες, όπως και γενικά ο κόσμος του προφορικού πολιτισμού, το έλεγαν όντως άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς, και χωρίς ο καθένας να δίνει ένα αυστηρά οριοθετημένο περιεχόμενο στην κάθε του λέξη.

Βαρύ ήταν ό,τι θεωρούσε ο καθένας βαρύ. Είναι εντελώς μάταιο να ψάχνει κανείς να προσδιορίσει τι διαφοροποιεί το «βαρύ» από κάποιο άλλο (πεταχτό, κοφτό, πειραιώτικο και δεν ξέρω τι άλλο).

3 «Μου αρέσει»

Δεν ξέρω αν αυτό είναι σχετικό: Οι τούρκοι χρησιμοποιούν την ονομασία ağır zeybek που νομίζω σημαίνει βαρύ, για τα αργά ζεϊμπέκικα.

Ναι, βαρύς σημαίνει, δυσκίνητος, αργοκίνητος.

Όσο για τους «προβληματισμούς» κάποιων μελών σε παλαιότερες εποχές, η προσέγγιση του Περικλή είναι πολύ σωστή.

Πάντως, υπάρχει «βαρύ» ζεϊμπέκικο: Είναι αυτό που χορεύεται «στο νύχι», δηλαδή με σηκωμένο το τακούνι του παπουτσιού και ολόκληρο το άλλο πόδι σε βοηθητικό ρόλο άρα, χωρίς μετακινήσεις των ποδιών, επί τόπου.

1 «Μου αρέσει»