Τη συζήτηση δεν την ξεκίνησα μεν εγώ, όταν όμως την αυτονόμησα σε χώρια νήμα πήρα την πρωτοβουλία να εντάξω το αρχικό ερώτημα σ’ ένα γενικότερο: «τα όρια μεταξύ παρόμοιων ρυθμών» (ορθότερο θα ήταν μάλιστα «μεταξύ χορών με παρόμοιο ρυθμό»). Δηλαδή όχι μόνο μεταξύ ζεϊμπέκικου και καρσιλαμά.
Λοιπόν, έχω διαπιστώσει ότι σε πολλές τοπικές παραδόσεις οι ρυθμοί είναι περιορισμένοι αλλά οι χοροί περισσότεροι. Τους χορούς με τον ίδιο ρυθμό τους ξεχωρίζουν προφανώς με κάποιο άλλο κριτήριο, το οποίο γενικά βρίσκεται κάπου στη μελωδία. Μερικές φορές ο ντόπιος απλώς ξέρει ότι η τάδε συγκεκριμένη μελωδία ανήκει στον τάδε χορό. Για παράδειγμα στην Κάρπαθο οι σκοποί του Ζερβού και των Κεφαλονίτικων έχουν τον ίδιο ρυθμό με τον Κάτω χορό, στην Αργιθέα ο σκοπός του Κλειστού είναι σε ρυθμό Τσάμικου, αλλά ο κόσμος ξέρει τους σκοπούς κι έτσι πιάνει τον σωστό χορό.
Στην Κρήτη ο Πεντοζάλης, οι διάφοροι Πηδηχτοί (με πιο διαδεδομένο τον Μαλεβιζιώτη) και η Σούστα έχουν λίγο πολύ τον ίδιο ρυθμό, και επιπλέον δεν έχουν κάποια σταθερή τυποποιημένη μελωδία ο καθένας. Έχουν όμως ένα γενικό ύφος που διακρίνει τον ένα από τον άλλο. Ο εξοικειωμένος ντόπιος το πιάνει αυτό στον αέρα χωρίς να αναλύσει τίποτα (χώρια που ξέρει και κάποιες συνήθειες όπως ότι μετά από συρτό το γρήγορο θα είναι συνήθως Μαλεβιζιώτης, μετά από Σιγανό θα είναι Πεντοζάλης, ενώ τη Σούστα συνήθως την παίζουν μόνη της - αυτά δεν είναι απαράβατα, αλλά οπωσδήποτε βοηθάνε και έχουν και το νόημά τους). Αν προσπαθήσουμε να το κάνουμε λιανά σε κάποιον ανεξοικείωτο, θα καταφύγουμε σε μουσικολογικές περιγραφές που σε μερικούς προξενούν αγανάκτηση: το μήκος της φράσης στον ένα χορό είναι 4 μέτρα και στον άλλον 2, ο ένας παίζει μεταξύ των τάδε τονικών βάσεων ενώ ο άλλος μεταξύ των δείνα, η δοξαριά κινείται στον έναν έτσι και στον άλλον αλλιώς.
Ένα από τα παλιότερα μηνύματα που είχα γράψει από τότε που πρωτομπήκα στο φόρουμ αφορούσε τη μελωδική διαφορά συρτού και μπάλου:
Γράφω κάποια πράγματα που έκτοτε (έχουν περάσει 12 χρόνια) τα έχω μελετήσει περισσότερο, αλλά σε γενικές γραμμές δεν έχω αλλάξει άποψη. Άλλωστε τις προάλλες έπεσα και σε μια ανάλυση άλλου που λίγο πολύ τα ίδια λέει:
https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/27444?lang=el#page/284/mode/2up
Σπυρόπουλος Σπ., Η παραδοσιακή μουσική της Νάξου: η περίπτωση των “βιολιών”, διδ. διατριβή, ΕΚΠΑ 2012, σελ. 285 κεξ. Αναλύει τις ιδιαιτερότητες του μπάλου που κάνουν τους ακροατές-χορευτές να τον διακρίνουν από τον συρτό. Διάσπαρτα σε άλλα σημεία της διατριβής γίνεται λόγος και για την περίπτωση όπου οι χορευτές δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσουν (ποιοι χορευτές; σε ποιες περιστάσεις; πότε άρχισε αυτό; γιατί; κλπ.). Παρόλο που η ανάλυση του μουσικολόγου-εθνογράφου Σπυρόπουλου απέχει κόσμους ολόκληρους από αυτό που συνειδητά σκέφτεται ένας μερακλής από χωριό της Νάξου, παρατηρούμε ότι από τους ίδιους τους οργανοπαίχτες, πρακτικούς φυσικά, μερικά από αυτά τα στοιχεία ανάλυσης δεν τους έχουν διαφύγει. Έτσι τα μουσικά θέματα συρτών όπως ο Πολίτικος τα ονομάζουν οι ίδιοι «πάρτες» (σελ. 258), ενώ του μπάλου «βέρσα». Γιατί διαφορετική λέξη; Προφανώς κάποιος λόγος θα υπάρχει, κάτσε ανάλυσέ τον (εκείνος έκατσε).
Ο «επαρκής ακροατής», χωρίς να έχει κάνει όλη την ανάλυση του Σπυρόπουλου και χωρίς να πρέπει υποχρεωτικά να γνωρίζει, σαν μελωδίες, την κάθε πάρτη κάθε συρτού και το κάθε βέρσο κάθε μπάλου, ωστόσο ξέρει ακριβώς ποια στιγμή να κόψει τον χορό του από συρτό σε μπάλο. Ο ανεξοικείωτος το βλέπει αυτό και απορεί πώς διάολο έγινε, και ο θεωρητικός τού δίνει την εξήγηση.
Εδώ π.χ. πότε κόβει; (Ας μην απαντήσει πρώτος κάποιος που ξέρει απέξω τον Πολίτικο.)
Οπότε, για να επιστρέψω στο αρχικό, είμαι βέβαιος ότι μεταξύ καρσιλαμά και ζεϊμπέκικου υπάρχει κάποια παρόμοιου τύπου διαφορά, απαραγνώριστη από το (τότε) δικό τους κοινό. Για να γίνει αντιληπτή σε άτομα «απ’ έξω» όπως π.χ. εγώ θα θέλει μπόλικη ανάλυση και θεωρητικολογία. Πιθανότατα, προς την κατεύθυνση που υποδεικνύει ο Λίγκα στο #2.