Εφτάταστοι μπαγλαμάδες και άλλα παλιά όργανα

Είναι σίγουρα περίεργο, αλλά προσπαθώ να το φανταστώ μπας και βρούμε κάτι. Πάντως μάλλον τόνος μου φαίνεται παρά τριημιτόνιο.

Καλησπέρα στην παρέα, πολύ ενδιαφέρον θέμα. Έψαξα στο φόρουμ, στον Πετρόπουλο, και στον Ανωγειανάκη να βρω όσους ολιγόταστους μπαγλαμάδες μπορούσα να βρω και να δω τάστα (δυστυχώς τα τάστα δεν φαίνονται στις περισσότερες προπολεμικές φωτό στον Πετρόπουλο), και είναι οι εξής:

  1. Ο τρίχορδος (τρεις μονές) με το καράβολο τύπου Sweeney (που είναι χαρακτηριστικό για μπάντζα του 19ου αιώνα) του Ε.Λ.Ι.Α. σε φωτό που αναρτήθηκε παραπάνω. Έξι τάστα στην πέμπτη, χωρίς το έκτο ημιτόνιο.

  2. Ο τρίχορδος (τρεις μονές) που έφτασε στον Καδόγλου, σε δύο βίντεα του facebook που αναρτήθηκαν παραπάνω, και σε φωτό στο θέμα «αστικολαϊκά παραλειπόμενα». Αν βλέπω καλά, στη φωτό είναι ριεντράντ; Έξι τάστα στην πέμπτη, χωρίς το έκτο ημιτόνιο.

  3. Ο τρίχορδος (τρεις μονές) σε φωτό μαζί με δυο λουλάδες και δίστιχο («τι σούκανα κυρ διευθυντά και μας τη φέρνεις ξαφνικά, εμείς την τσίκα ανάβουμε, κανέναν δεν πειράζουμε») από βιβλίο κλινικής και ιατροδικαστικής τοξικολογίας του 1926, στο θέμα «αστικολαϊκά παραλειπόμενα». Έξι τάστα (ή μπερντέδες) στην πέμπτη, χωρίς το έκτο ημιτόνιο.

  4. Ο τετράχορδος (μια διπλή, δυο μονές) με τα κέρματα του 1926 από τον Ανωγειανάκη (πίνακας 119) σε φωτό που αναρτήθηκε παραπάνω. Συνολικά εφτά τάστα, έξι στην πέμπτη χωρίς το έκτο ημιτόνιο, και ένα οιονεί δέκατο (το μέτρησα). Θα πρέπει τα τέσσερα κλειδιά να ήτανε για διπλή μουργκάνα, όπως έχει ο μπαγλαμάς «Μάγκας» του Μπάτη (Πετρόπουλος σ. 348) που έχει έξι κλειδιά αλλά τέσσερις χορδές, με διπλή μουργκάνα. Υπάρχουν στον Πετρόπουλο και άλλοι τετράκλειδοι (ο «αγορασμένος από τον Jacques Lacarrière το ’63 στον Πειραιά» σ. 326) που όμως έχει αρματωθεί με 3 μονές, αυτός που κρατάει ο πολίτης στη γνωστή φωτό με Μπάτη, Στράτο, και φαντάρους (Πετρόπουλος σ. 444), και ίσως (αν και δεν φαίνεται καλά) και αυτός που κρατάει ο ακριανός «αγαπητικός» στη φωτό με Μπάτη και δύο «αγαπητικούς» (Πετρόπουλος σ. 443). Φυσικά χορδές δεν φαίνονται σε κανέναν στις προπολεμικές φωτό. Οι τρεις τετράκλειδοι που φαίνονται καλύτερα και είναι σίγουρα τέτοιοι (κέρματα, Πειραιάς ’63, πολίτης) έχουν και ίδιο καρόβολο. Ίδιος κατασκευαστής;

Το οργανάκι με τα κέρματα θα πρέπει μετά να έπεσε στα χέρια κάποιου άσχετου που το χάλασε προσπαθώντας να το κάνει (κουτσό, έστω) διπλόχορδο βάζοντας τον κάτω καβαλάρη ανάποδα και χαράζοντας τον πάνω. Ίσως να σκόπευε να βάλει και άλλα δυο κλειδιά και γιαυτό κέντραρε την μεσαία. Ίσως ήταν αυτός που έβαλε τα κέρματα στη θέση των ήδη σπασμένων κουμπιών, το όργανο φαίνεται αρχαίο και από το σχέδιο. Μετά βαρέθηκε ή πέθανε πριν χαράξει και τον κάτω, ή ίσως δεν σκόπευε να βάλει κι άλλα και ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα, αφού η απόκλιση είναι μικρή στα τάστα.

  1. Ο τετράκλειδος μπαγλαμάς του πολίτη που αναφέρω παραπάνω (Πετρόπουλος σ. 444) έχει δέκα ή δώδεκα, δεν μπορώ να καταλάβω.

  2. Ο μπαγλαμάς που κρέμεται στον τοίχο στην προαναφερθείσα φωτό με Μπάτη και «αγαπητικούς» (Πετρόπουλος σ. 443) έχει, αν βλέπω καλά δώδεκα.

  3. Ο προαναφερθείς για τα κλειδιά του μπαγλαμάς του ακριανού «αγαπητικού» (Πετρόπουλος σ. 443) αν βλέπω καλά έχει δέκα.

  4. Ο μπαγλαμάς του μεσαίου «αγαπητικού» στην προαναφερθείσα φωτό (Πετρόπουλος σ. 443) νομίζω πως έχει δέκα συνεχή και μετά άλλο ένα στην οκτάβα, με παράλειψη του ενδέκατου ημιτονίου. Δυστυχώς στον μπαγλαμά του Μπάτη στην ίδια φωτό δεν φαίνονται καθόλου τα τάστα.

  5. Ο αναρτημένος και παραπάνω μπαγλαμάς από την γνωστή φωτό του Μπάτη με γιουκαλίλι, με τρία κλειδιά και καράβολο τύπου Sweeney. Ίδιος κατασκευαστής με τον μπαγλαμά του Ε.Λ.Ι.Α.; Έξι τάστα στην πέμπτη, χωρίς το έκτο ημιτόνιο.

  6. Μπαγλαμάς στον Ανωγειανάκη (πίνακας 95) με αυτιά στο ηχείο και δέκα τάστα χωρίς κενά, και άλλο ένα στην ένωση, που μάλλον μπήκε για ομορφιά.

  7. Μπαγλαμάς στον Ανωγειανάκη (πίνακας 95) που έχει αναρτηθεί και παραπάνω δίπλα σε έναν που του μοιάζει πολύ, και μάλλον είναι του ίδιου κατασκευαστή. Τρεις μονές, εφτά τάστα στην πέμπτη χωρίς κενά.

  8. Ο δίπλα στον προηγούμενο, αγνώστου προελεύσεως, εφτά στην πέμπτη χωρίς κενά, ένα στην οκτάβα, και ένα στην ένωση.

  9. Ο μπαγλαμάς του Μπάτη στην γνωστή φωτό της Τετράς και σε άλλη της ίδιας μέρες. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω πως είναι κάτω από την πέμπτη και πως λείπει το προτελευταίο ημιτόνιο. Ίσως «δωδεκάταστος» χωρίς το ενδέκατο και το έκτο. Έχω δει δεκάταστα μίνι σαζάκια με δέκα ημιτόνια (ή περίπου ημιτόνια) στην οκτάβα, μείον το έκτο και το ενδέκατο.

Κάποιες υποθέσεις:

  1. Στους μπαγλαμάδες με τάστα μέχρι την πέμπτη (ή μέχρι την πέμπτη και μετά κάποιο μη συνεχόμενο), το έκτο ημιτόνιο λείπει από την πλειοψηφία. Μήπως οι εφτάταστοι που θυμάται ο Μάρκος είχαν κανονικά έξι στην πέμπτη και το οιονεί δέκατο, όπως αυτός με τα κέρματα; Στο οιονεί δέκατο μπορεί να παιζότανε στη βουλγάρα η χαμένη υποτονική καμιάς ατσιγκάνας, βοηθούσης και της μικρής κλίμακας, και του παιξίματος της υποτονικής στην άρση. Μπορεί οι μπαγλαμάδες με δέκα τάστα να απηχούν το οιονεί δέκατο. Αν το οιονεί δέκατο ήταν κανονικότητα, μπορεί να παρήκμασε λόγω περιορισμένης χρήσης ή και επειδή δεν επέτρεπε κόλπα στην ταστιέρα όπως κάνει παραπάνω ο Καδόγλου.

  2. Όλοι οι μπαγλαμάδες σε προπολεμικές φωτό (όσο μπορούμε να διακρίνουμε) είναι ολιγόταστοι, μέχρι οκτάβα το πολύ και συνήθως μέχρι πέμπτη (ή πέμπτη και οιονεί δέκατο ή οιονεί δωδέκατο), πώς γίνεται οι περισσότεροι προπολεμικοί του Ανωγειανάκη (πλην των δύο που αναφέρω παραπάνω) να έχουν μέχρι κάτω; Θα πρέπει πολλοί αρχικώς ολιγόταστοι να έβαλαν μετά μέχρι κάτω, όπως πολλά όργανα αρχικώς με μπερντέδες μετά έβαλαν τάστα. Αυτό θα πρέπει να συνέβη με τον μπαγλαμά του Lacarrière (που έχει τάστα μέχρι κάτω και φιλέτο στην ταστιέρα αλλά κατά τα άλλα είναι πολύ αρχαϊκός) και με τον τρίχορδο (με τρεις μονές) του Μουφλουζέλη (που είναι αρχαϊκότερος). Ίσως και κάποιοι από τους «εφτάταστους» που βλέπουμε εδώ να είχαν αρχικά μπερντέδες και τα τάστα να μπήκαν ακριβώς στη θέση των μπερντέδων και γιαυτό είναι κουνημένα.

  3. Αν, όπως λέει ο Μάρκος, οι παλιοί μπαγλαμάδες ήτανε μικρότεροι και οι παλιοί τζουράδες είχαν το μέγεθος σημερινού μπαγλαμά, κάποιοι παλιοί «μπαγλαμάδες» μάλλον ήταν «τζουράδες».

Θα κάνω μια υπόθεση για την καταγωγή του μπαγλαμά. Ξέρουμε ότι ο μπαγλαμάς πριν επαναπροσδιοριστεί ως μίνι μπουζούκι (και ολίγον μίνι κιθάρα ως προς τον ρόλο του στην κομπανία) ήταν όργανο με δική του λογική, τελείως ανεξάρτητη από του μπουζουκιού, δηλαδή μονές χορδές σε έκταση πέμπτης για αυτοσυνοδευόμενο παίξιμο απλών μελωδιών στην πρώτη θέση. Οι περισσότεροι μπαγλαμάδες με τάστα στην πέμπτη παραλείπουν το έκτο ημιτόνιο. Θα πρέπει οι πρώτοι μπαγλαμάδες που ξέρουμε/αναγνωρίζουμε ως τέτοιους να είναι η αστικοποιημένη εκδοχή των μίνι ταμπουράδων που εμφανίζονται σε κάποιες απεικονίσεις Ελλήνων φουστανελάδων και Τούρκων του 19ου αιώνα, σαν αυτόν του Ζεϊμπέκη στον Πετρόπουλο σ. 319. Οι κλεφταρματωλοί δεν θα έδεναν το έκτο ημιτόνιο γιατί απλά δεν το χρειαζόντουσαν (κλέφτικα σε χιτζασκιάρ;). Όταν άρχισαν λοιπόν να βάζουν τάστα στα όργανα, συνέχισαν να παραλείπουν το έκτο που έτσι κι αλλιώς οι μπαγλαμάδες όπως τους ήξεραν δεν είχαν.

Άλλη μια ένδειξη είναι το ότι κάποιοι από τους πολύ παλιούς μπαγλαμάδες έχουν αναλογικά μεγάλο σκάφος και μικρό χέρι, ακριβώς όπως αυτά τα ταμπουραδάκια. Και βέβαια και η ονομασία είναι μια ένδειξη. Αν το «μπουζούκι» ήταν τελικά για αυτούς που διέκριναν τα ταμπουροειδή (γιατί πέρα από τις ιδιωματικές διαφορές, τις γενικεύσεις, και τους άσχετους, οι διαφορετικές ονομασίες αναφέρονται σε διακριτούς τύπους, ο Κασομούλης διέκρινε εννέα!) ο ταμπουράς με το μεγάλο και στρογγυλεμένο σκάφος (συνήθως) με ντούγιες, ελληνικό/ελληνοποιημένο μποζούκ, γιατί και ο αστικός «μπαγλαμάς» να μην προήλθε, ως έννοια και ως λέξη, από το ταμπουροειδές με το οποίο έμοιαζε περισσότερο (το ταμπουραδάκι των φουστανελάδων), το οποίο επίσης μοιάζει με (μικρό) τούρκικο «μπαγλαμά», δηλαδή (μικρό) σάζι, ή που μάλλον είναι μικρός «μπαγλαμάς», δηλαδή μικρό σάζι;

Μια τελευταία πιθανή ένδειξη ότι «μπαγλαμάς» λεγότανε το ταμπουραδάκι με τους έξι-εφτά μπερντέδες είναι η διευκρίνιση του Κασομούλη ότι «ο Γεωργούλας Παλαιογιάννης λαλούσε πολλά γλυκά τον βαγλαμάν». Γιατί να θέλει να το πει αυτό ο ποιητής, ενώ στο ίδιο απόσπασμα για τους άλλους οργανοπαίχτες απλά λέει τι όργανο έπαιζαν; Ίσως για να τον εξισώσει κάπως με τους άλλους. Σα να λέει «οι άλλοι έπαιζαν διάφορα σοβαρά όργανα (μεγαλύτερα, δυνατότερα, δυσκολότερα) και αυτός τον βαγλαμάν, αλλά, πάντως, πολλά γλυκά τον λαλούσε».

ΥΓ Πέρα από την πλάκα, γιατί λέμε την μουργκάνα «μουργκάνα», δηλαδή «βουλγάρα»;

ΥΓ Φυσικά ο Μακρυγιάννης θα έλεγε τον ταμπουρά του «ταμπουρά» όπως έχει συζητηθεί (αφού έτσι το λέει κι ο γιος του, και μάλλον έτσι θα έλεγαν το όργανο οι περισσότεροι στα περισσότερα μέρη). Σίγουρα είχε ξαναδεί ταμπουράδες, και δεν περίμενε να του μάθει τώρα στα γεράματα ο Γαΐλας πώς να το λέει. Και ο Γαΐλας βέβαια θα έλεγε το όργανο μπουζούκι, όπως έχει συζητηθεί (γιατί πώς αλλιώς να το μάθαινε έτσι ο Ρέερμπι), είτε γιατί έτσι έλεγαν τους ταμπουράδες στο χωριό του, είτε γιατί το διέκρινε ως τέτοιο στη βάση του ότι είχε ντούγιες, όπως το καθαυτό μπουζούκι. Και οι δύο βέβαια είχαν ξανακούσει ιδιωματικές διαφορές, και κανείς τους δεν θα πολυσκοτίστηκε για το πώς προτιμούσε να λέει το όργανο ο άλλος.

4 «Μου αρέσει»

Παντως με την “αναβιωση” του “ρεμπετικου”, αυτα τα οργανα δεν αναβιωσαν. Ουτε τα μπαγλαμαδακια, ουτε οι κιθαροαρπες…

Εξαιρετική τοποθέτηση, εύγε.

Σχόλιο για ένα σημείο:

Προσωπικά έχω καταλάβει ότι ο τότε μπαγλαμάς, ως ξεχωριστό είδος οργάνου όπως ακριβώς λες κι εσύ ZARAZ, δεν ήταν κατ’ ανάγκην ιδιαίτερα μικρός. (Μπαγλαμά δεν ονομάζει ο Γενίτσαρης εκείνο με την καρύδα, σ’ ένα βίντεο; Έχει κλίμακα δικού μας τζουρά περίπου.) Στην περίπτωση όμως που ήταν, λεγόταν τζουράς. Θυμίζω και συζητήσεις για το νόημα της λέξης «τζουράς» (=οποιοδήποτε όργανο, σε μέγεθος μικρότερο και τόνο ψηλότερο από το στάνταρ).

Όσο για τη λειτουργικότητα του οιονεί δέκατου τάστου, τη θεωρώ μέγα μυστήριο. Μέχρι ποιο σημείο, ανάμεσα στα δύο τάστα που έχουν τη μεγάλη απόσταση, δουλεύει η χορδή σαν άταστη (δηλαδή ό,τι πατάς ακούς), και από πού και πέρα ακούς κατευθείαν το οιονεί δέκατο;

1 «Μου αρέσει»

Ο Κωστής Κωστάκης νομίζω έχει μια, τον έχω δει σε ένα τουλάχιστο βίντεο με τέτοια κιθάρα…

Δε θα ‘ταν κι εύκολο. Τέτοια “ιδιόρρυθμα” όργανα (δεν αναφέρομαι στις κιθαροάρπες αλλά στα λογής παλιά τρίχορδα) καλλιεργήθηκαν σε συνθήκες συμμετοχικής παρέας, όχι επαγγελματικής μουσικής όπου οι αποδώ είναι μουσικοί και παίζουν και οι αποκεί είναι ακροατές και ακούν. Περιορισμένες νότες, χαμηλή ένταση, αλλαγή ντουζένι όλη την ώρα, τι να κάτσεις ν’ ακούσεις από δαύτο; Αυτό είναι ιδανικό για να μιλήσεις ο ίδιος, όχι για ακρόαση. Ούτε καν για να παίξεις μαζί με άλλο όργανο δεν είναι εύκολο: κάποια πράγματα θα πρέπει να φύγουν από αυτοσχέδια και να προαποφασιστούν, …ήδη κάτι αρχίζει να χάνεται.

(Φαντάζομαι την ιστορία που λέει το «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα» να εκτυλίσσεται, σαν σε ταινία, και όταν φτάνουμε στο «βγάλ’ τον μπαγλαμά σου βγάλ’ τον» να παίζει το Κάν’ τονε Σταύρο κι ο καθένας να πετάει από ένα πείραγμα στον άλλον… Βλ. επίσης συναφές σχόλιο εδώ.)

Δεν είναι τυχαίο ότι από τέτοια όργανα έχουμε ελάχιστα ηχογραφημένα δείγματα και μάλιστα ηχογραφημένα χωρίς ιδιαίτερο επαγγελματισμό (Μπάτης). Δεν είναι για επάγγελμα, δε θα φτουρούσε, όπως και δε φτούρηξε. Τραγούδια από αυτή την κουλτούρα έχουμε, αλλά κι αυτά, συνήθως, κάπως ευπρεπισμένα-τετραγωνισμένα.

Τώρα, γιατί δε συνέβη αναβίωση όλου αυτού του σύνθετου φαινομένου αλλά μόνο του ρεπερτορίου και ορισμένων από τα όργανα; Δε θα μπορούσε. Ζούμε σε άλλη κουλτούρα. Αν κάποιος μάζευε τους φίλους του και τους έλεγε «λοιπόν μάγκες βρήκα αυτό το αρχαίο μπαγλαμαδάκι, έμαθα και να το παίζω, μαζευτείτε τώρα να παίξουμε τρεις σκοπούς με εκατό στιχάκια στον καθένα, αλλά τα στιχάκια θα τα λέτε κι εσείς, εντάξει, όχι μόνος μου, κι άμα πετύχει να το κάνουμε και την άλλη βδομάδα στη σπηλιά του Δράκου», ε, δε νομίζω ότι θα τύχαινε μεγάλης διάδοσης μια τέτοια μόδα… Πριν εκατό χρόνια κάτι τέτοιο συνέβαινε αυθόρμητα με ανθρώπους που αυτή ήταν η κουλτούρα τους.

Σημειωτέον ότι κάθε τέτοιου είδους κουλτούρα συμμετοχικής μουσικής συνήθως χρησιμοποιεί περίεργα και περιορισμένα όργανα, και όχι πολλά μαζί, ένα, άντε δύο.

1 «Μου αρέσει»

Έχει ενδιαφέρον το όλο θέμα. Ο μπαγλαμάς όταν ξεκίνησε λογικά ήταν με λίγα τάστα και μάλλον περισσότερο με μονές χορδές όπως περιγράφεται πιο πάνω. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να έγινε πιο ‘‘ολοκληρωμένο’’ όργανο και στην μορφή που το ξέρουμε σήμερα. Δηλαδή μεγάλωσε το σκάφος
σε όγκο, γίναν διπλές οι χορδές περάστηκαν τάστα σε δύο οκτάβες κοκ. Άλλαξε και η κουλτούρα που το συνόδευε, οργανάκι του τεκέ, της παρέας για να παίζεις χωρίς συνοδεία άλλων οργάνων. Στην δισκογραφία την δεκαετία του '50 αλλά και του '60 πρέπει πλέον να είναι στην μορφή που το ξέρουμε παίζονταν κυρίως συχορδίες σαν συνοδευτικό όργανο και όχι σόλο.
Εδώ ένα στιγμιότυπο από ταινία του 1962 όπου ο Ηλιόπουλος κοντράρει τον Χιώτη και ‘‘παίζει’’ μπαγλαμαδάκι με 4 χορδές αλλά με πολλά τάστα (παραπάνω από 12 - 17 αν δεν κάνω λάθος).

Ο Ζαμπέτας εδώ:

το 1964 παίζει ένα πλήρες μπαγλαμαδάκι με 24 τάστα και λέω μπαγλαμαδάκι ξανά λόγω του μικρού όγκου του σκάφους, μιας και στο στούντιο στις ηχογραφήσεις οι μπαγλαμάδες που ακούγονται πια την εποχή εκείνη είναι με μεγαλύτερο σκάφος.

2 «Μου αρέσει»

Δηλαδή το σοπράνο του 3χ μπουζουκιού. Ενώ παλιότερα ήταν ανεξάρτητος τύπος οργάνου. Να το τονίζουμε αυτό γιατί (αν βέβαια ισχύει - δεν έχει αποδειχτεί) είναι σημαντικό στο να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά και να τα κατανοήσουμε.

Στην πιο πάνω τοποθέτηση του ZARAZ, ένα σημείο που είχα παρατηρήσει αλλά ξέχασα να το σχολιάσω:

Το σάζι που, σήμερα τουλάχιστον, ονομάζεται μπάγλαμα δεν είναι μικρό, ίσα ίσα είναι μεγαλύτερο από μπουζούκι. Μπορεί -δεν ξέρω…- να μην ήταν πάντα έτσι, μπορεί να μην ήταν μόνο έτσι, αλλά οπωσδήποτε είναι μια ένδειξη ότι η ονομασία αυτή δεν έχει κάποια αποκλειστική σχέση με το μικρό μέγεθος.

(Δε διορθώνω - κατάλαβα ότι ο ZARAZ δε λέει κάτι αντίθετο. Απλώς υπογραμμίζω ένα στοιχείο.)

Αυτό εννοώ κι εγώ. Το οιονεί δέκατο θα εμπόδιζε το παίξιμο στην ταστιέρα μετά την πέμπτη μεταξύ πέμπτης και οιονεί δέκατου, ενώ η περιορισμένη του χρησιμότητα (αν είναι σωστή η εικασία μου ότι εκεί παιζότανε βασικά μόνο καμιά υποτονική στη μουργκάνα) θα ήτανε και ακόμα μικρότερη για κάποιον που πατούσε ταστιέρα, αφού για έναν τέτοιο παίχτη θα ήτανε λιγότερο αδόκιμο/περίεργο να παίξει και την υποτονική στη μουργκάνα ταστιέρα.

Κατά Μάρκον ο «τζουράς» ήταν καταρχήν ο μεγαλύτερος μπαγλαμάς, ενώ το μικρό σκαφτό μπουζούκι που σήμερα θα το λέγαμε «τζουρά» ήταν «γόνατο». Το ότι στο μυαλό του το «γόνατο» νοείται μάλλον ως ένα είδος μπουζούκι φαίνεται εκεί που λέει «(ο Γκέλης) έκανε και κολλητά (=με ντούγιες), έκανε και γόνατα». Φυσικά η ονομασία προέρχεται από το σχήμα, και φυσικά το σκαφτό μπουζούκι από οργανοποιό είναι και μικρό μπουζούκι, αφού άσχετα με ό,τι μπορεί να συνέβαινε σε χωριά και φυλακές, σε έναν επαγγελματία οργανοποιό εκείνης της εποχής θα φαινότανε χαζαμάρα ένα μεγαλύτερο όργανο να μην το κάνει με ντούγιες.

Μετά ο «τζουράς» μεγάλωσε κι άλλο κι έγινε μικρό μπουζούκι, δηλαδή ουσιαστικά το ίδιο όργανο με το «γόνατο», παρά την διαφορά της αρχικής σύλληψης: το «γόνατο» του Γενίτσαρη έχει παραδοσιακά κλειδιά τρίχορδου μπουζουκιού, δηλαδή μαντολινίσια, ενώ ο «τζουράς» του Μουφλουζέλη («τι μπαγλαμάς είναι αυτός;») μπαγλαμαδίσια. Εικάζω πως όταν με την αναβίωση άρχισαν να φτιάχνονται κάπως μαζικά τέτοια όργανα (γιατί πριν τέτοια όργανα ήταν σπάνια έως άγνωστα στους πολλούς, μετά πήρανε τα πάνω τους, βοηθούντος ίσως και του ότι Μουφλουζέλης και Γενίτσαρης ήταν ή σύντομα έμειναν οι τελευταίοι εν ενεργεία αρχαίοι ρεμπέτες, και ίσως και του ότι πολλοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να απαρνηθούν το τετράχορδο), και πλέον «τζουράς» και «γόνατο» ήταν το ίδιο όργανο, η ονομασία «τζουράς» ήτανε ευκολότερο να επικρατήσει για το ένα, πλέον, όργανο, αφού δεν αναφέρεται στο σχήμα, και ευκολότερο να πει κανείς «τζουρά» το λαλούμενο του Γενίτσαρη παρά «γόνατο» αυτό του Μουφλουζέλη (με το σκάφος που έχει σχήμα… σκάφους). Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει ακόμη τα απομνημονεύματα ούτε του ενός ούτε του άλλου, αναρωτιέμαι αν υπάρχει εκεί κάτι οργανολογικού ενδιαφέροντος;

Επιπλέον δύσκολο το «τζουράς» να προήλθε ως αναφορά σε μικρότερο μέγεθος μπουζουκιού, αφού γραμματικώς ο τζουράς είναι γένους αρσενικού, ενώ το μπουζούκι, ανεξαρτήτου μεγέθους όπως θα έλεγε κι ένας ρεπόρτερ, είναι ουδέτερο. Θα πρέπει η έννοια τζουράς=μεγαλύτερος μπαγλαμάς να προέρχεται από τα τούρκικα, αφού εκεί ο «μπαγλαμάς τζουράς» είναι μεν «μικρός μπαγλαμάς», αλλά όχι και ο μικρότερος. Όπως αναφέρει ο Νίκος Φρονιμόπουλος στο βιβλίο του, το μικρότερο μέγεθος είναι «κιουτσέκ μπαγλαμασί» (το -σί υποθέτω θα είναι υποκοριστική κατάληξη), και τέτοιο θα πρέπει να είναι το μπαγλαμαδάκι του Ζεϊμπέκη, ενώ «τζουράς» είναι το προτελευταίο μέγεθος. Θα πρέπει στους Έλληνες ο «κιουτσέκ» να εννοήθηκε ως ο σκέτος, καθαυτό «μπαγλαμάς» (ίσως να ήταν και κοινότερος), και ο «τζουράς μπαγλαμάς» να έμεινε σκέτος τζουράς.

Ο τζουράς στα ελληνικά (τουλάχιστον στα κοινά πανελλήνια ελληνικά - διαλεκτικώς υπάρχουν και άλλες εκδοχές) είναι ουσιαστικό, επομένως έχει σταθερό γένος. Η λέξη δεν χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός άλλου ουσιαστικού αλλά από μόνη της. Κάπου έχω αναφέρει για τους τζουράδες που ήταν μικρά κλαρίνα: δεν τα έλεγαν «τζουρά-κλαρίνα» ή κάτι τέτοιο, αλλά σκέτο τζουράδες. Υποθέτω ότι η λογική της ονοματολογίας θα ήταν κάπως ως εξής:
-Τι όργανο είναι αυτό;
-Κλαρίνο.
-Τι κλαρίνο;
-Τζουράς.
Άρα αντίστοιχα και σε σχέση με το μπουζούκι.
Πάντως είναι στάνταρ ότι η λέξη σημαίνει μικρότερο και ψηλότερο «μοντέλο» και όχι μεγαλύτερο και πιο μπάσο. Τζουρά-γκάιντα, η ψηλή, ορτά-γκάιντα η μεσαία, καμπά-γκάιντα η πιο μπάσα. (Λεξιλογικώς εδώ είμαστε στην περίπτωση της διαλεκτικής εξαίρεσης, όπου το άκλιτο τζουρά, απροσδιορίστου μέρους του λόγου, δε λέγεται μόνο του αλλά ως προσδιορισμός του ουσιαστικού που είναι το κυρίως όνομα του οργάνου.)

Επομένως, αυτό…

…με παραξενεύει. Όχι απλώς δεν ταιριάζει με όλα τα παραπάνω σχετικά με τη λέξη τζουράς, αλλά ίσα ίσα είχα την εντύπωση ότι από την ίδια τη φράση του Μάρκου (δεν τη θυμάμαι βέβαια απέξω) προκύπτει ότι τζουράδες έλεγε τους μικρούς μπαγλαμάδες, ακόμη κι αν δεν είμαστε σίγουροι τι σημαίνει η κάθε λέξη. (Και από αυτό είχα οδηγηθεί στην υπόθεση ότι ο στάνταρ μπαγλαμάς τού τότε θα ήταν μεγαλύτερος από τον σημερινό…)

1 «Μου αρέσει»

Ο μαρκος τζουρα λεει τα μπαγλαμαδακια τα μικρα με τα 7 ταστα. Κι ο στρατος που τον συνοδευει σε ενα τραγουδι, λεει μεσα " γεια σου στρατο με τον τζουρα σου" και παιζει αυτο που εμεις τωρα λεμε μπαγλαμα.

2 «Μου αρέσει»

αλλα δυο ανακαλυφθηκαν…




και το ενα εχει ιδιους οδηγους με αυτο…

ενω αυτο εχει μονο τον ενα στο ιδιο σημειο…

μονο καραντουζενι και αραμπιεν θα επαιζαν αυτοι… :upside_down_face:

3 «Μου αρέσει»

Αν βλέπω καλά, έχουν όλοι το ίδιο μοτίβο: 7 τάστα και λείπει το 6ο. Με προβληματίζει ως προς την χρήση των γνωστών ντουζενιών, αν και οι τσαμπουκάδες παραπέμπουν όντως σε καραντουζένι και αραμπιέν -επίσης το ρε-σιb-σιb (πειραιώτικο).

για να μην μας παραξενευουν τα 5 ταστα…


μανδολινο… 18ος αιων

1 «Μου αρέσει»

Αυτό από μόνο του δε λέει τίποτε. Έχουμε δει και λιγότερα:

Το θέμα είναι ότι ο μπαγλαμάς, πρώτον, έχει τρεις χορδές μόνο, και μάλιστα με την μπουργάνα να χρησιμοποιείται (παραδοσιακά) κυρίως ανοιχτή, δεύτερον, ότι ανήκει στα «μακρυμάνικα λαουτοειδή» που στηρίζονται στο οριζόντιο παίξιμο. Στο παλιό αυτό μαντολίνο, έξι χορδές σε κοντό μανίκι μπορούν να κάνουν τα πάντα με πέντε τάστα και κάθετο παίξιμο. Στην τελική, και να ήθελαν παραπάνω τάστα δεν έχουν πού να τα βάλουν, ενώ ο μπαγλαμάς με εφτά τάστα αφήνει μπόλικο μανίκι ανεκμετάλλευτο.

Άρα, δεν μπορεί να κάνει «τα πάντα» επειδή προφανώς δεν τον ενδιαφέρει να κάνει «τα πάντα»! Αυτή η οπτική (ότι σε κάποια όργανα δεν ενδιαφέρει η διεύρυνση των δυνατοτήτων - γιατί όμως;;; ) νομίζω ότι έχει να δώσει πολύ ψωμί.

(Το όργανο της φτγρ είναι αφγάνικο ρεμπάμπ. Έχω δει να το παίζει ο Ρος αλλά δεν ξέρω πώς παίζεται, πόσα παίζει, πόσες χορδές έχει και τι χρήσης [μελωδικές, συμπαθητικές, τσικάρι κλπ.] και, τελικά, γιατί έχει τόσο λίγα τάστα!)

Τα πολύ παλιά μαντολίνα προ του 1750 δεν έχουν σχέση με το ναπολιτάνικο μαντολίνο κουρδισμένο σαν βιολί, είναι ουσιαστικά λαούτα σοπράνο (αναγεννησιακά λαούτα, με κούρδισμα σχεδόν σαν κιθάρας).

2 «Μου αρέσει»

Άρα παραπάνω με γέλασε η μνήμη και κάνω λάθος για την ονομασία «τζουράς». Πώς όμως φτάσαμε ο όρος που παλιότερα αναφερότανε σε μικρού μεγέθους μπαγλαμά να αναφέρεται πια σε μικρού μεγέθους μπουζούκι; Μπορώ να σκεφτώ δύο πιθανότητες. Είτε έχουμε συνέχιση της «κανονικής» χρήσης του όρου, δηλαδή ο όρος αναφερότανε και σε μικρό μέγεθος μπαγλαμά και σε μικρό μέγεθος μπουζουκιού και αργότερα έμεινε μόνο του μπουζουκιού με την παρακμή των μεγεθών του μπαγλαμά, είτε κάποιος κάπου έλεγε το μικρό σκαφτό μπουζούκι «τζουρά» ή λόγω λανθασμένου συσχετισμού (κάπου ήξερε ότι ο «τζουράς» ήταν άλλο μπόι μπαγλαμάς και τα μπέρδεψε παρακάτω νομίζοντας ότι αυτό θα είναι ο «τζουράς») ή λόγω συσχετισμού κάποιων τέτοιων οργάνων με μπαγλαμάδες «τζουράδες», βάσει κάποιων οποιονδήποτε κοινών στοιχείων που μπορεί να είχανε με όποιους «τζουράδες» είχε στο μυαλό του.

Το πρώτο θα πρέπει να είναι πιθανότερο, εφόσον και το «τζουράς» (και μάλιστα σνεξαρτήτως γένους) αναφερότανε γενικά σε μικρό μπόι όργανα και πέρα από τα μπουζουκοειδή, αλλά και το δεύτερο δεν θα ήταν απίθανο σε συνθήκες παρακμής και σπάνης τέτοιων οργάνων, εδώ το τρίχορδο είχε σχεδόν εκλείψει για δεκαετίες (πέρα από όργανο ξεμεινεμένων παλαίμαχων), θυμάμαι τετράχορδο σε ρεμπετάδικο τέλη ενενήνταζ, και κάπου μια νεανική φωτό του Αγάθωνα Ιακωβίδη με τετράχορδο μπαγλαμά (δεν λέω ότι το τρίχορδο δεν είχε επανέλθει κάπως τέλη ενενήνταζ και λιγάκι ήδη από εβδομήνταζ, αλλά αυτές οι σήμερα αδιανόητες φρίκες είναι ενδεικτικές της προηγούμενης παρακμής). Πάντως η επικράτηση του «τζουράς» έναντι του «γόνατο» για τέτοια όργανα (μικρά σκαφτά μπουζούκια) σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διευκολύνθηκε και από το ότι το «γόνατο» θα ήταν αμήχανο για όργανα με σκάφος-καρίνα. Σήμερα υπάρχει και η τάση οι μικροί σκαφτοί τζουράδες να λέγονται «τζουρομπαγλαμάδες», μάλλον για εμπορικούς λόγους, αντί να λέγονται «τζουραδομπούζουκα» όργανα με κλίμακα 64 και σχετικά μεγάλο σκάφος που παίζονται μπουζουκίσια, δηλαδή χωρίς το στήριγμα του σκάφους από τα δάχτυλα α λα μπαγλαμαδίσια, αν μη τι άλλο τέτοιοι τζουράδες, μπαγλαμαδίσιου παιξίματος, ήταν οι τζουράδες της κλασικής δισκογραφίας (Μουφλουζέλης, Γενίτσαρης). Αλήθεια ξέρουμε ποια είναι η παλιότερη γνωστή αναφορά σε τζουράδες-μικρά μπουζούκια;

Για τους μπαγλαμάδες τώρα, νομίζω μπορούμε, συνοψίζοντας, διορθώνοντας λίγο, και επεκτείνοντας λίγο τα πριν, υπό το φως και νέων στοιχείων, να ανασυστήσουμε την ιστορία του ελληνικού μπαγλαμά ως εξής: οι πρώτοι «αστικοί» μπαγλαμάδες, με μονές και λίγα τάστα, είναι συνέχεια παρόμοιων δημοτικών οργάνων, με μονές και λίγους μπερντέδες, σαν το οργανάκι του ζεϊμπέκου στον πίνακα του Λύτρα στον Πετρόπουλο σ. 319, ή τον «μικρό μικρούτσικο ταμπουρά με τρία συρματερά τέλια» του κλέφτη στην «Στάνη του μπάρμπα μου» του Κρυστάλλη, που στην Αθήνα του 19ου αιώνα αστικοποιήθηκαν βάζοντας τάστα, ενώ στην Τουρκία υπάρχουν ακόμα μικροί «τζουράδες» με μονές και λίγους μπερντέδες. Τέτοια όργανα λέγονταν, συγκεκριμένα, «μπαγλαμάδες» τουλάχιστον από κάποιους Έλληνες ήδη από τον ύστερο 18ο αιώνα (μαρτυρία του 1774 για τους Έλληνες του Καΐρου στον Κουρούση Α’ τόμο σ. 50), και σίγουρα θα λέγονταν έτσι και από τουλάχιστον κάποιους από τους πρώην επαρχιώτες που έγιναν οι πρώτοι Αθηναίοι πρωτευουσιάνοι, αλλιώς βέβαια δεν θα ερχότανε στην Αθήνα η ονομασία. Πιθανολογώ ότι αυτή η ονομασία ήταν ήδη η κοινή για τέτοια όργανα την εποχή του ’21 γιατί ο Κασομούλης, μουσικός, μορφωμένος, μορφωμένος μουσικός, που έδινε σημασία στα μουσικά όργανα, και που στα πλαίσια του ’21 και μετά σίγουρα συναναστράφηκε και γενικά και μουσικά με κόσμο από όλους τους τόπους, σίγουρα θα γνώριζε και θα προτιμούσε τις κοινές ονομασίες των οργάνων, ειδικά σε χωρία όπου διακρίνονται διάφορα ταμπουροειδή, και ο τρόπος που αναφέρεται στον μπαγλαμά ίσως αποτελεί ένδειξη ότι μιλά για όργανο λιγότερο περιωπής από τα άλλα που αναφέρει.

Την εποχή των κουτσαβάκηδων ο μπαγλαμάς είναι το κατεξοχήν όργανο των κουτσαβάκηδων, ενώ το μπουζούκι μπορεί να είναι όλου του λαού, αστικού και μη, πριν γίνει/μείνει ειδικά του ρεμπέτικου. Κατά πάσα πιθανότητα ο μπαγλαμάς πέρασε σε όργανο, ειδικά, ατίθασων τύπων της πόλης, από όργανο ατίθασων τύπων της υπαίθρου, μέσω εσωτερικής μετανάστευσης. Σίγουρα δεν θα ήταν κατεξοχήν «επαγγελματικό» όργανο μουσικών που βγάζανε πανηγύρια.

Σε όλα τα παλιά μη καλώς ισοσυγκερασμένα τέτοια όργανα (μίνι ταμπουραδάκια με τρεις μονές) που μπορώ να βρω, Ελλάδα Τουρκία Βαλκάνια, βλέπουμε να υπάρχουν ή να απηχούνται τέσσερις συνηθισμένες διατάξεις μπερντέδων ή τάστων, η διάταξη έξι στην 5η (1-5, 7), η διάταξη οχτώ στην οκτάβα (1-5, 7, 10, 12), η διάταξη δέκα στην οκτάβα (1-5, 7-10, 12), και η διάταξη εφτά στην μικρή 7η (1-5, 7, 10). Η διάταξη έξι στην 5η (1-5, 7) προφανώς αναπτύχθηκε για να εξυπηρετεί παίξιμο στην πρώτη θέση με μπαγλαμαδοντουζένια της λογικής: καντίνι στη δεσπόζουσα για την ψηλή υπομονάδα, μεσαία στον προσαγωγέα ή την βάση για την βασική υπομονάδα, τρίτη στη βάση για το ίσο, ενώ η δέκα στην οκτάβα (1-5, 7-10, 12) θα πρέπει να αναπτύχθηκε για οριζοντιότερο μελωδικό παίξιμο του ίδιου ρεπερτορίου κυρίως στο καντίνι, σε κουρδίσματα τύπου ρε ντο ρε για βάση ντουγκιάχ και ρε ντο ντο για βάση ραστ, που θα ήταν και πολύ βολικά για όταν δεν είχε κανείς τέλι ή είχε μόνο μιας λογής (άμα είσαι ο Ατρόμητος Κατσαντώνης στα Άγραφα όλο και θα ξεμένεις καμιά φορά από ποικιλία εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων). Σε νεότερα τούρκικα όργανα βρίσκω και την ίδια διάταξη ενισχυμένη με δύο συνεχή ημιτόνια μετά την οκτάβα (1-5, 7-10, 12-14), που θα πρέπει να μπήκαν για τσαχπινιές στην κορυφή. Η διάταξη οχτώ στην οκτάβα (1-5, 7, 10, 12) λογικά θα πρέπει είτε να αναπτύχθηκε από την διάταξη έξι στην 5η, είτε να «συμπτύχθηκε» από την διάταξη δέκα στην οκτάβα, για να εξυπηρετήσει μελωδικώς μπαγλαμαδοντουζένια πρώτης θέσης όπως η διάταξη έξι στην 5η, αλλά με την επιπλέον δυνατότητα για ποίκιλμα του ίσου με οκτάβες βάσης και δεσπόζουσας πιασμένες μαζί στον τελευταίο μπερντέ και, ειδικά για βάση ντουγκιάχ σε «ανοιχτά» κουρδίσματα, και οκτάβα του ραστ προσαγωγέα πιασμένη στον προτελευταίο (είτε στην μεσαία είτε στην τρίτη, αλλά φαντάζομαι το πρώτο θα ήταν το στάνταρ), σε εναλλαγές με το ίσο-ανοιχτές.

Η διάταξη εφτά στην μικρή 7η (1-5, 7, 10) θα πρέπει να λανσαρίστηκε το πιθανότερο στην Αθήνα στου Όθωνα τα χρόνια (άντε να πήρε μέχρι νεαρό Γεώργιο), πάντως δεν την έχω πετύχει εκτός Ελλάδας, για σκέτα μπαγλαμαδοντουζένια πρώτης θέσης (δηλαδή χωρίς επιπλέον το ίσο με οκτάβες σε οιονεί 12ο και 10ο) όπως και η έξι στην 5η, αλλά με την επιπλέον δυνατότητα για μελωδικό παίξιμο του ραστ προσαγωγέα σε «ανοιχτά» ντουγκιάχ στην, πλέον, άμα θέλουμε, μπάσα, κανονική μουργκάνα, επιρροή δυτικών οργάνων και διαθεσιμότητας των χορδών τους. Νομίζω είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι άλλο με το οιονεί 10ο χωρίς οιονεί 12ο, ενώ σε ριεντράντ νομίζω δεν μπορούμε να το κάνουμε τίποτα απολύτως (άμα θέλαμε μελωδικά τον ραστ προσαγωγέα συμβιβασμένο στην οκτάβα τον είχαμε και στο καντίνι χωρίς τέντωμα). Η παρακμή του οιονεί 10ου τάστου θα πρέπει να οφείλεται στο ότι δύσκολα πιάνεται πρώτη θέση ακόμα και με κλίμακες 4-5 πόντους μικρότερες από την τυπική σημερινή (οι κλίμακες σίγουρα δεν θα μίκρυναν, ο παραπάνω με τα κέρματα που το διατηρεί έχει κλίμακα 28) και όχι, όπως υποστηρίχτηκε παραπάνω βλακωδώς από κάποιον προηγούμενο αναρτητή, για διευκόλυνση του σόλο παιξίματος ψηλότερα. Κάτι τέτοιο αφενός δεν θα ήταν επουδενί σημαντικό στη λογική του «πρωτόγονου» μονόχορδου μπαγλαμά/μπαγλαμαδοπαιξίματος με μπαγλαμαδοντουζένια, και αφετέρου για κάτι τέτοιο απλώς θα γέμιζαν την ταστιέρα, όπως εξάλλου έγινε τελικά.

Πιστεύω ότι η διάταξη 1-5, 7, 10 θα πρέπει να ήταν η τυπική στους εφτάταστους μπαγλαμάδες που θυμάται ως παλιό στάνταρ ο Μάρκος, και όχι μια διάταξη με εφτά στην 5η (1-7), τόσο βάσει της σπάνης ολιγόταστων μπαγλαμάδων με εφτά στην 5η (σχεδόν όλοι παραλείπουν το 6ο ημιτόνιο ανεξαρτήτως 10ου και 12ου) όσο και του ρεπερτορίου (μπαγλαμαδοτράγουδα σε μπαγλαμαδοντουζένια), αν και τα δύο αδερφάκια παραπάνω με εφτά στην 5η δείχνουν ότι δοκιμαζόντουσαν διάφορα πράγματα (τα δυο αδερφάκια με αρμονικό μινόρε, αλλά χωρίς το οιονεί 10ο ο ένας με το οιονεί 12ο, με κάνουν να αναρωτιέμαι μήπως υπήρξαν και ιταλόψυχοι κανταδόροι μπαγλαμάδες όπως τα κανταδόρικα τετρίχορδα μπουζούκια).

Μετά οι μπαγλαμάδες, αρχικώς ολιγόταστοι και μονόχορδοι, «μπουζουκοποιήθηκαν» βάζοντας διπλές και γεμίζοντας ταστιέρα, γινόμενοι δηλαδή «μπαγλαμομπούζουκα» όπως λέει ο Μάρκος. Μπαγλαμομπούζουκα σίγουρα υπήρχαν την δεκαετία του ’30 (ακούγονται σαφώς και σε κάποιες ηχογραφήσεις) και, σποραδικά τουλάχιστον, θα υπήρξαν και παλιότερα (λογικότατο μου φαίνεται και κάποιοι αρχαίοι παίκτες αρχαίου μπαγλαμά και κάποιοι αρχαίοι μπουζουξήδες να είχαν ενδιαφερθεί για κάτι τέτοιο), αλλά η πλήρης επικράτηση του μπαγλαμομπούζουκου έναντι του παλιού μπαγλαμά, σε συνάρτηση βέβαια με τον κύριο πλέον ρόλο συνοδείας του μπουζουκιού σε ρε λα ρε, θα πρέπει να έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο, οπότε πια βλέπουμε μπαγλαμομπούζουκα παντού, ενώ στις προπολεμικές φωτό κυριαρχούν σαφώς και άνετα οι ολιγόταστοι (το ότι, σε αντίθεση με τις φωτό, στους προπολεμικούς μπαγλαμάδες που σώζονται κυριαρχούν οι πολύταστοι θα πρέπει να σημαίνει ότι με την επικράτηση του μπαγλαμομπούζουκου όσοι παλιοί μπαγλαμάδες έμειναν ενεργοί γέμισαν ταστιέρα, όπως παλιότερα πολλά όργανα με μπερντέδες έβαλαν τάστα). Νομίζω όμως ότι είναι πιθανόν μπαγλαμάδες αρματωμένοι με μονές (ασχέτως κλειδιών και τάστων) να χρησιμοποιήθηκαν και αργότερα (και δεν εννοώ μόνο από τον γέρο-Μπάτη σπίτι του), μάλλον για τον ξεμπούκωτο ήχο, γιατί το πιθανότερο είναι ο μπαγλαμάς του Ηλιόπουλου, που σίγουρα με τέσσερα κλειδιά δεν έπαιρνε διπλές, να βρέθηκε πρόχειρος τριγύρω, δεν νομίζω με ολόκληρη λαϊκή ορχήστρα δίπλα ο σκηνοθέτης να έψαξε για τον μπαγλαμά του παππού στο μπαούλο.

Ένα θέμα που νομίζω δεν έχει συζητηθεί καθόλου είναι οι παλιοί κατασκευαστές μπαγλαμά. Σίγουρα μας γοητεύει η ιδέα του ερασιτέχνη αλάνη που σκαλίζει μόνος το όργανό του, και σίγουρα θα έγινε και αυτό, και στη φυλακή και στην κοινωνία, αλλά δεν έγινε μόνο αυτό, νομίζω οι περισσότεροι παλιοί μπαγλαμάδες που βλέπουμε εδώ πέρα (θα μπορούσαν και όλοι) είναι κατασκευές μαστόρου, και σίγουρα οι μαστόροι κατασκευαστές των μπαγλαμάδων αυτών θα έκαναν και άλλα όργανα, δηλαδή είναι ονόματα που ξέρουμε αλλά δεν ξέρουμε ποια είναι. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να κάνουμε κάποιους συσχετισμούς (πέρα από τους προφανείς συσχετισμούς κάποιων μπαγλαμάδων μεταξύ τους, αυτοί με το καράβολο τύπου Sweeney και τα τρία κλειδιά, και αυτοί με το καράβολο «τύπου Απαρτιάν» και τέσσερα κλειδιά, θα πρέπει να είναι των ίδιων κατασκευαστών).

ΥΓ Νομίζω ότι έχει ξανασυζητηθεί αλλά ταιριάζει να αναφερθεί και εδώ, τα μπαγλαμαδοντουζένια πρώτης θέσης για τονική στην μεσαία θα πρέπει να πέρασαν ως ιδιαίτερο ύφος και στο μπουζούκι (που βέβαια είναι όργανο κατεξοχήν για μελωδία κυρίως καντίνι) μέσω της οικειότητας πολλών μπουζουκιών που υπήρξαν και μπαγλαμάδες, όπως λχ ο Μάρκος.

ΥΓ2 Ο μπαγλαμάς των «Αστικολαϊκών παραλειπομένων» με το δίστιχο έχει τέρμα πάτο διακόσμηση από τρεις σταγόνες ακριβώς όπως ο ταμπουράς του Τζαβέλλα. Ή μήπως δεν είναι μόνο διακόσμηση αλλά κάνει κάτι πρακτικό με τις χορδές;

4 «Μου αρέσει»

Πω πω αδερφέ μου, ξηγήθηκες δαψιλώς!

Μετά από μια γρήγορη ανάγνωση, πείθομαι ότι θα πρέπει να βρω άλλη καταλληλότερη ώρα τον χρόνο να κάτσω να μελετήσω λεπτομερώς το κείμενό σου. Δεν πρέπει να περάσει στο ντούκου, αλλά είναι και λίγο απαιτητικό.

Πάντως για ένα από τα απλά του σημεία:

Επειδή απλά ο όρος σημαίνει μικρού μεγέθους όργανο. Δεν αναφέρεται αφ’ εαυτού σε συγκεκριμένο είδος οργάνου, αλλά ανάλογα με το συμφραζόμενο. Σε μια κουβέντα για μπαγλαμάδες, τζουράς είναι ο τζουρά-μπαγλαμάς. Όπως σε μία σημερινή κουβέντα για μπουζούκια, τρίχορδο είναι το τρίχορδο μπουζούκι, παρόλο που υπάρχουν πολλά τρίχορδα όργανα.

Εδώ και (…πόσο αλήθεια;) η λέξη έχει πάψει να χρησιμοποιείται για οτιδήποτε άλλο εκτός από το γνωστό μικρό μπουζουκοειδές όργανο, με αποτέλεσμα να μη σημαίνει πια ούτε «μικρό όργανο» γενικώς, ούτε «μικρό μπουζούκι» ειδικότερα, αλλά πολύ συγκεκριμένα τον… τζουρά, που πλέον δε θεωρείται μικρό μπουζούκι αλλά αυθύπαρκτο είδος οργάνου.

Για τα υπόλοιπα επιφυλάσσομαι…

2 «Μου αρέσει»

Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάπτυξή σου για την διάταξη των τάστων, χρειάζομαι κάποιες διευκρινήσεις.
Πρώτη θέση εννοείς ανοιχτό παίξιμο στα πρώτα 5 τάστα, με βάση στη μεσαία χορδή; Δηλαδή τα κλασικά ντουζένια τύπου ραστ στη μεσαία, νεβά στο καντίνι, και η βάση του τρόπου στη μουργκάνα (ρε-σολ-Χ, όπου Χ από σολ μέχρι ρε).
Ανοιχτά κουρδίσματα εννοείς αυτά που έχουν βάση στο καντίνι και εξελίσσονται οριζόντια μέχρι το 12ο; Δηλαδή ρε-ντο-ρε και ρε-ντο-ντο;

Πρώτη, δεύτερη κλπ. θέση (ποζισιόν) είναι ορολογία κυρίως του βιολιού. Είναι η τοποθέτηση του χεριού έτσι ώστε ο δείχτης να πιάνει την 1η, 2η κοκ νότα μετά την ανοιχτή χορδή. Σε όργανα με σχετικά μικρό μήκος χορδής η 1η θέση καλύπτει μέχρι και μια 5η πάνω από την ανοιχτή.

1 «Μου αρέσει»