Εφτάταστοι μπαγλαμάδες και άλλα παλιά όργανα

Αυτό από μόνο του δε λέει τίποτε. Έχουμε δει και λιγότερα:

Το θέμα είναι ότι ο μπαγλαμάς, πρώτον, έχει τρεις χορδές μόνο, και μάλιστα με την μπουργάνα να χρησιμοποιείται (παραδοσιακά) κυρίως ανοιχτή, δεύτερον, ότι ανήκει στα «μακρυμάνικα λαουτοειδή» που στηρίζονται στο οριζόντιο παίξιμο. Στο παλιό αυτό μαντολίνο, έξι χορδές σε κοντό μανίκι μπορούν να κάνουν τα πάντα με πέντε τάστα και κάθετο παίξιμο. Στην τελική, και να ήθελαν παραπάνω τάστα δεν έχουν πού να τα βάλουν, ενώ ο μπαγλαμάς με εφτά τάστα αφήνει μπόλικο μανίκι ανεκμετάλλευτο.

Άρα, δεν μπορεί να κάνει «τα πάντα» επειδή προφανώς δεν τον ενδιαφέρει να κάνει «τα πάντα»! Αυτή η οπτική (ότι σε κάποια όργανα δεν ενδιαφέρει η διεύρυνση των δυνατοτήτων - γιατί όμως;;; ) νομίζω ότι έχει να δώσει πολύ ψωμί.

(Το όργανο της φτγρ είναι αφγάνικο ρεμπάμπ. Έχω δει να το παίζει ο Ρος αλλά δεν ξέρω πώς παίζεται, πόσα παίζει, πόσες χορδές έχει και τι χρήσης [μελωδικές, συμπαθητικές, τσικάρι κλπ.] και, τελικά, γιατί έχει τόσο λίγα τάστα!)

Τα πολύ παλιά μαντολίνα προ του 1750 δεν έχουν σχέση με το ναπολιτάνικο μαντολίνο κουρδισμένο σαν βιολί, είναι ουσιαστικά λαούτα σοπράνο (αναγεννησιακά λαούτα, με κούρδισμα σχεδόν σαν κιθάρας).

2 «Μου αρέσει»

Άρα παραπάνω με γέλασε η μνήμη και κάνω λάθος για την ονομασία «τζουράς». Πώς όμως φτάσαμε ο όρος που παλιότερα αναφερότανε σε μικρού μεγέθους μπαγλαμά να αναφέρεται πια σε μικρού μεγέθους μπουζούκι; Μπορώ να σκεφτώ δύο πιθανότητες. Είτε έχουμε συνέχιση της «κανονικής» χρήσης του όρου, δηλαδή ο όρος αναφερότανε και σε μικρό μέγεθος μπαγλαμά και σε μικρό μέγεθος μπουζουκιού και αργότερα έμεινε μόνο του μπουζουκιού με την παρακμή των μεγεθών του μπαγλαμά, είτε κάποιος κάπου έλεγε το μικρό σκαφτό μπουζούκι «τζουρά» ή λόγω λανθασμένου συσχετισμού (κάπου ήξερε ότι ο «τζουράς» ήταν άλλο μπόι μπαγλαμάς και τα μπέρδεψε παρακάτω νομίζοντας ότι αυτό θα είναι ο «τζουράς») ή λόγω συσχετισμού κάποιων τέτοιων οργάνων με μπαγλαμάδες «τζουράδες», βάσει κάποιων οποιονδήποτε κοινών στοιχείων που μπορεί να είχανε με όποιους «τζουράδες» είχε στο μυαλό του.

Το πρώτο θα πρέπει να είναι πιθανότερο, εφόσον και το «τζουράς» (και μάλιστα σνεξαρτήτως γένους) αναφερότανε γενικά σε μικρό μπόι όργανα και πέρα από τα μπουζουκοειδή, αλλά και το δεύτερο δεν θα ήταν απίθανο σε συνθήκες παρακμής και σπάνης τέτοιων οργάνων, εδώ το τρίχορδο είχε σχεδόν εκλείψει για δεκαετίες (πέρα από όργανο ξεμεινεμένων παλαίμαχων), θυμάμαι τετράχορδο σε ρεμπετάδικο τέλη ενενήνταζ, και κάπου μια νεανική φωτό του Αγάθωνα Ιακωβίδη με τετράχορδο μπαγλαμά (δεν λέω ότι το τρίχορδο δεν είχε επανέλθει κάπως τέλη ενενήνταζ και λιγάκι ήδη από εβδομήνταζ, αλλά αυτές οι σήμερα αδιανόητες φρίκες είναι ενδεικτικές της προηγούμενης παρακμής). Πάντως η επικράτηση του «τζουράς» έναντι του «γόνατο» για τέτοια όργανα (μικρά σκαφτά μπουζούκια) σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διευκολύνθηκε και από το ότι το «γόνατο» θα ήταν αμήχανο για όργανα με σκάφος-καρίνα. Σήμερα υπάρχει και η τάση οι μικροί σκαφτοί τζουράδες να λέγονται «τζουρομπαγλαμάδες», μάλλον για εμπορικούς λόγους, αντί να λέγονται «τζουραδομπούζουκα» όργανα με κλίμακα 64 και σχετικά μεγάλο σκάφος που παίζονται μπουζουκίσια, δηλαδή χωρίς το στήριγμα του σκάφους από τα δάχτυλα α λα μπαγλαμαδίσια, αν μη τι άλλο τέτοιοι τζουράδες, μπαγλαμαδίσιου παιξίματος, ήταν οι τζουράδες της κλασικής δισκογραφίας (Μουφλουζέλης, Γενίτσαρης). Αλήθεια ξέρουμε ποια είναι η παλιότερη γνωστή αναφορά σε τζουράδες-μικρά μπουζούκια;

Για τους μπαγλαμάδες τώρα, νομίζω μπορούμε, συνοψίζοντας, διορθώνοντας λίγο, και επεκτείνοντας λίγο τα πριν, υπό το φως και νέων στοιχείων, να ανασυστήσουμε την ιστορία του ελληνικού μπαγλαμά ως εξής: οι πρώτοι «αστικοί» μπαγλαμάδες, με μονές και λίγα τάστα, είναι συνέχεια παρόμοιων δημοτικών οργάνων, με μονές και λίγους μπερντέδες, σαν το οργανάκι του ζεϊμπέκου στον πίνακα του Λύτρα στον Πετρόπουλο σ. 319, ή τον «μικρό μικρούτσικο ταμπουρά με τρία συρματερά τέλια» του κλέφτη στην «Στάνη του μπάρμπα μου» του Κρυστάλλη, που στην Αθήνα του 19ου αιώνα αστικοποιήθηκαν βάζοντας τάστα, ενώ στην Τουρκία υπάρχουν ακόμα μικροί «τζουράδες» με μονές και λίγους μπερντέδες. Τέτοια όργανα λέγονταν, συγκεκριμένα, «μπαγλαμάδες» τουλάχιστον από κάποιους Έλληνες ήδη από τον ύστερο 18ο αιώνα (μαρτυρία του 1774 για τους Έλληνες του Καΐρου στον Κουρούση Α’ τόμο σ. 50), και σίγουρα θα λέγονταν έτσι και από τουλάχιστον κάποιους από τους πρώην επαρχιώτες που έγιναν οι πρώτοι Αθηναίοι πρωτευουσιάνοι, αλλιώς βέβαια δεν θα ερχότανε στην Αθήνα η ονομασία. Πιθανολογώ ότι αυτή η ονομασία ήταν ήδη η κοινή για τέτοια όργανα την εποχή του ’21 γιατί ο Κασομούλης, μουσικός, μορφωμένος, μορφωμένος μουσικός, που έδινε σημασία στα μουσικά όργανα, και που στα πλαίσια του ’21 και μετά σίγουρα συναναστράφηκε και γενικά και μουσικά με κόσμο από όλους τους τόπους, σίγουρα θα γνώριζε και θα προτιμούσε τις κοινές ονομασίες των οργάνων, ειδικά σε χωρία όπου διακρίνονται διάφορα ταμπουροειδή, και ο τρόπος που αναφέρεται στον μπαγλαμά ίσως αποτελεί ένδειξη ότι μιλά για όργανο λιγότερο περιωπής από τα άλλα που αναφέρει.

Την εποχή των κουτσαβάκηδων ο μπαγλαμάς είναι το κατεξοχήν όργανο των κουτσαβάκηδων, ενώ το μπουζούκι μπορεί να είναι όλου του λαού, αστικού και μη, πριν γίνει/μείνει ειδικά του ρεμπέτικου. Κατά πάσα πιθανότητα ο μπαγλαμάς πέρασε σε όργανο, ειδικά, ατίθασων τύπων της πόλης, από όργανο ατίθασων τύπων της υπαίθρου, μέσω εσωτερικής μετανάστευσης. Σίγουρα δεν θα ήταν κατεξοχήν «επαγγελματικό» όργανο μουσικών που βγάζανε πανηγύρια.

Σε όλα τα παλιά μη καλώς ισοσυγκερασμένα τέτοια όργανα (μίνι ταμπουραδάκια με τρεις μονές) που μπορώ να βρω, Ελλάδα Τουρκία Βαλκάνια, βλέπουμε να υπάρχουν ή να απηχούνται τέσσερις συνηθισμένες διατάξεις μπερντέδων ή τάστων, η διάταξη έξι στην 5η (1-5, 7), η διάταξη οχτώ στην οκτάβα (1-5, 7, 10, 12), η διάταξη δέκα στην οκτάβα (1-5, 7-10, 12), και η διάταξη εφτά στην μικρή 7η (1-5, 7, 10). Η διάταξη έξι στην 5η (1-5, 7) προφανώς αναπτύχθηκε για να εξυπηρετεί παίξιμο στην πρώτη θέση με μπαγλαμαδοντουζένια της λογικής: καντίνι στη δεσπόζουσα για την ψηλή υπομονάδα, μεσαία στον προσαγωγέα ή την βάση για την βασική υπομονάδα, τρίτη στη βάση για το ίσο, ενώ η δέκα στην οκτάβα (1-5, 7-10, 12) θα πρέπει να αναπτύχθηκε για οριζοντιότερο μελωδικό παίξιμο του ίδιου ρεπερτορίου κυρίως στο καντίνι, σε κουρδίσματα τύπου ρε ντο ρε για βάση ντουγκιάχ και ρε ντο ντο για βάση ραστ, που θα ήταν και πολύ βολικά για όταν δεν είχε κανείς τέλι ή είχε μόνο μιας λογής (άμα είσαι ο Ατρόμητος Κατσαντώνης στα Άγραφα όλο και θα ξεμένεις καμιά φορά από ποικιλία εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων). Σε νεότερα τούρκικα όργανα βρίσκω και την ίδια διάταξη ενισχυμένη με δύο συνεχή ημιτόνια μετά την οκτάβα (1-5, 7-10, 12-14), που θα πρέπει να μπήκαν για τσαχπινιές στην κορυφή. Η διάταξη οχτώ στην οκτάβα (1-5, 7, 10, 12) λογικά θα πρέπει είτε να αναπτύχθηκε από την διάταξη έξι στην 5η, είτε να «συμπτύχθηκε» από την διάταξη δέκα στην οκτάβα, για να εξυπηρετήσει μελωδικώς μπαγλαμαδοντουζένια πρώτης θέσης όπως η διάταξη έξι στην 5η, αλλά με την επιπλέον δυνατότητα για ποίκιλμα του ίσου με οκτάβες βάσης και δεσπόζουσας πιασμένες μαζί στον τελευταίο μπερντέ και, ειδικά για βάση ντουγκιάχ σε «ανοιχτά» κουρδίσματα, και οκτάβα του ραστ προσαγωγέα πιασμένη στον προτελευταίο (είτε στην μεσαία είτε στην τρίτη, αλλά φαντάζομαι το πρώτο θα ήταν το στάνταρ), σε εναλλαγές με το ίσο-ανοιχτές.

Η διάταξη εφτά στην μικρή 7η (1-5, 7, 10) θα πρέπει να λανσαρίστηκε το πιθανότερο στην Αθήνα στου Όθωνα τα χρόνια (άντε να πήρε μέχρι νεαρό Γεώργιο), πάντως δεν την έχω πετύχει εκτός Ελλάδας, για σκέτα μπαγλαμαδοντουζένια πρώτης θέσης (δηλαδή χωρίς επιπλέον το ίσο με οκτάβες σε οιονεί 12ο και 10ο) όπως και η έξι στην 5η, αλλά με την επιπλέον δυνατότητα για μελωδικό παίξιμο του ραστ προσαγωγέα σε «ανοιχτά» ντουγκιάχ στην, πλέον, άμα θέλουμε, μπάσα, κανονική μουργκάνα, επιρροή δυτικών οργάνων και διαθεσιμότητας των χορδών τους. Νομίζω είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι άλλο με το οιονεί 10ο χωρίς οιονεί 12ο, ενώ σε ριεντράντ νομίζω δεν μπορούμε να το κάνουμε τίποτα απολύτως (άμα θέλαμε μελωδικά τον ραστ προσαγωγέα συμβιβασμένο στην οκτάβα τον είχαμε και στο καντίνι χωρίς τέντωμα). Η παρακμή του οιονεί 10ου τάστου θα πρέπει να οφείλεται στο ότι δύσκολα πιάνεται πρώτη θέση ακόμα και με κλίμακες 4-5 πόντους μικρότερες από την τυπική σημερινή (οι κλίμακες σίγουρα δεν θα μίκρυναν, ο παραπάνω με τα κέρματα που το διατηρεί έχει κλίμακα 28) και όχι, όπως υποστηρίχτηκε παραπάνω βλακωδώς από κάποιον προηγούμενο αναρτητή, για διευκόλυνση του σόλο παιξίματος ψηλότερα. Κάτι τέτοιο αφενός δεν θα ήταν επουδενί σημαντικό στη λογική του «πρωτόγονου» μονόχορδου μπαγλαμά/μπαγλαμαδοπαιξίματος με μπαγλαμαδοντουζένια, και αφετέρου για κάτι τέτοιο απλώς θα γέμιζαν την ταστιέρα, όπως εξάλλου έγινε τελικά.

Πιστεύω ότι η διάταξη 1-5, 7, 10 θα πρέπει να ήταν η τυπική στους εφτάταστους μπαγλαμάδες που θυμάται ως παλιό στάνταρ ο Μάρκος, και όχι μια διάταξη με εφτά στην 5η (1-7), τόσο βάσει της σπάνης ολιγόταστων μπαγλαμάδων με εφτά στην 5η (σχεδόν όλοι παραλείπουν το 6ο ημιτόνιο ανεξαρτήτως 10ου και 12ου) όσο και του ρεπερτορίου (μπαγλαμαδοτράγουδα σε μπαγλαμαδοντουζένια), αν και τα δύο αδερφάκια παραπάνω με εφτά στην 5η δείχνουν ότι δοκιμαζόντουσαν διάφορα πράγματα (τα δυο αδερφάκια με αρμονικό μινόρε, αλλά χωρίς το οιονεί 10ο ο ένας με το οιονεί 12ο, με κάνουν να αναρωτιέμαι μήπως υπήρξαν και ιταλόψυχοι κανταδόροι μπαγλαμάδες όπως τα κανταδόρικα τετρίχορδα μπουζούκια).

Μετά οι μπαγλαμάδες, αρχικώς ολιγόταστοι και μονόχορδοι, «μπουζουκοποιήθηκαν» βάζοντας διπλές και γεμίζοντας ταστιέρα, γινόμενοι δηλαδή «μπαγλαμομπούζουκα» όπως λέει ο Μάρκος. Μπαγλαμομπούζουκα σίγουρα υπήρχαν την δεκαετία του ’30 (ακούγονται σαφώς και σε κάποιες ηχογραφήσεις) και, σποραδικά τουλάχιστον, θα υπήρξαν και παλιότερα (λογικότατο μου φαίνεται και κάποιοι αρχαίοι παίκτες αρχαίου μπαγλαμά και κάποιοι αρχαίοι μπουζουξήδες να είχαν ενδιαφερθεί για κάτι τέτοιο), αλλά η πλήρης επικράτηση του μπαγλαμομπούζουκου έναντι του παλιού μπαγλαμά, σε συνάρτηση βέβαια με τον κύριο πλέον ρόλο συνοδείας του μπουζουκιού σε ρε λα ρε, θα πρέπει να έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο, οπότε πια βλέπουμε μπαγλαμομπούζουκα παντού, ενώ στις προπολεμικές φωτό κυριαρχούν σαφώς και άνετα οι ολιγόταστοι (το ότι, σε αντίθεση με τις φωτό, στους προπολεμικούς μπαγλαμάδες που σώζονται κυριαρχούν οι πολύταστοι θα πρέπει να σημαίνει ότι με την επικράτηση του μπαγλαμομπούζουκου όσοι παλιοί μπαγλαμάδες έμειναν ενεργοί γέμισαν ταστιέρα, όπως παλιότερα πολλά όργανα με μπερντέδες έβαλαν τάστα). Νομίζω όμως ότι είναι πιθανόν μπαγλαμάδες αρματωμένοι με μονές (ασχέτως κλειδιών και τάστων) να χρησιμοποιήθηκαν και αργότερα (και δεν εννοώ μόνο από τον γέρο-Μπάτη σπίτι του), μάλλον για τον ξεμπούκωτο ήχο, γιατί το πιθανότερο είναι ο μπαγλαμάς του Ηλιόπουλου, που σίγουρα με τέσσερα κλειδιά δεν έπαιρνε διπλές, να βρέθηκε πρόχειρος τριγύρω, δεν νομίζω με ολόκληρη λαϊκή ορχήστρα δίπλα ο σκηνοθέτης να έψαξε για τον μπαγλαμά του παππού στο μπαούλο.

Ένα θέμα που νομίζω δεν έχει συζητηθεί καθόλου είναι οι παλιοί κατασκευαστές μπαγλαμά. Σίγουρα μας γοητεύει η ιδέα του ερασιτέχνη αλάνη που σκαλίζει μόνος το όργανό του, και σίγουρα θα έγινε και αυτό, και στη φυλακή και στην κοινωνία, αλλά δεν έγινε μόνο αυτό, νομίζω οι περισσότεροι παλιοί μπαγλαμάδες που βλέπουμε εδώ πέρα (θα μπορούσαν και όλοι) είναι κατασκευές μαστόρου, και σίγουρα οι μαστόροι κατασκευαστές των μπαγλαμάδων αυτών θα έκαναν και άλλα όργανα, δηλαδή είναι ονόματα που ξέρουμε αλλά δεν ξέρουμε ποια είναι. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να κάνουμε κάποιους συσχετισμούς (πέρα από τους προφανείς συσχετισμούς κάποιων μπαγλαμάδων μεταξύ τους, αυτοί με το καράβολο τύπου Sweeney και τα τρία κλειδιά, και αυτοί με το καράβολο «τύπου Απαρτιάν» και τέσσερα κλειδιά, θα πρέπει να είναι των ίδιων κατασκευαστών).

ΥΓ Νομίζω ότι έχει ξανασυζητηθεί αλλά ταιριάζει να αναφερθεί και εδώ, τα μπαγλαμαδοντουζένια πρώτης θέσης για τονική στην μεσαία θα πρέπει να πέρασαν ως ιδιαίτερο ύφος και στο μπουζούκι (που βέβαια είναι όργανο κατεξοχήν για μελωδία κυρίως καντίνι) μέσω της οικειότητας πολλών μπουζουκιών που υπήρξαν και μπαγλαμάδες, όπως λχ ο Μάρκος.

ΥΓ2 Ο μπαγλαμάς των «Αστικολαϊκών παραλειπομένων» με το δίστιχο έχει τέρμα πάτο διακόσμηση από τρεις σταγόνες ακριβώς όπως ο ταμπουράς του Τζαβέλλα. Ή μήπως δεν είναι μόνο διακόσμηση αλλά κάνει κάτι πρακτικό με τις χορδές;

4 «Μου αρέσει»

Πω πω αδερφέ μου, ξηγήθηκες δαψιλώς!

Μετά από μια γρήγορη ανάγνωση, πείθομαι ότι θα πρέπει να βρω άλλη καταλληλότερη ώρα τον χρόνο να κάτσω να μελετήσω λεπτομερώς το κείμενό σου. Δεν πρέπει να περάσει στο ντούκου, αλλά είναι και λίγο απαιτητικό.

Πάντως για ένα από τα απλά του σημεία:

Επειδή απλά ο όρος σημαίνει μικρού μεγέθους όργανο. Δεν αναφέρεται αφ’ εαυτού σε συγκεκριμένο είδος οργάνου, αλλά ανάλογα με το συμφραζόμενο. Σε μια κουβέντα για μπαγλαμάδες, τζουράς είναι ο τζουρά-μπαγλαμάς. Όπως σε μία σημερινή κουβέντα για μπουζούκια, τρίχορδο είναι το τρίχορδο μπουζούκι, παρόλο που υπάρχουν πολλά τρίχορδα όργανα.

Εδώ και (…πόσο αλήθεια;) η λέξη έχει πάψει να χρησιμοποιείται για οτιδήποτε άλλο εκτός από το γνωστό μικρό μπουζουκοειδές όργανο, με αποτέλεσμα να μη σημαίνει πια ούτε «μικρό όργανο» γενικώς, ούτε «μικρό μπουζούκι» ειδικότερα, αλλά πολύ συγκεκριμένα τον… τζουρά, που πλέον δε θεωρείται μικρό μπουζούκι αλλά αυθύπαρκτο είδος οργάνου.

Για τα υπόλοιπα επιφυλάσσομαι…

2 «Μου αρέσει»

Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάπτυξή σου για την διάταξη των τάστων, χρειάζομαι κάποιες διευκρινήσεις.
Πρώτη θέση εννοείς ανοιχτό παίξιμο στα πρώτα 5 τάστα, με βάση στη μεσαία χορδή; Δηλαδή τα κλασικά ντουζένια τύπου ραστ στη μεσαία, νεβά στο καντίνι, και η βάση του τρόπου στη μουργκάνα (ρε-σολ-Χ, όπου Χ από σολ μέχρι ρε).
Ανοιχτά κουρδίσματα εννοείς αυτά που έχουν βάση στο καντίνι και εξελίσσονται οριζόντια μέχρι το 12ο; Δηλαδή ρε-ντο-ρε και ρε-ντο-ντο;

Πρώτη, δεύτερη κλπ. θέση (ποζισιόν) είναι ορολογία κυρίως του βιολιού. Είναι η τοποθέτηση του χεριού έτσι ώστε ο δείχτης να πιάνει την 1η, 2η κοκ νότα μετά την ανοιχτή χορδή. Σε όργανα με σχετικά μικρό μήκος χορδής η 1η θέση καλύπτει μέχρι και μια 5η πάνω από την ανοιχτή.

1 «Μου αρέσει»

Κι εγώ αυτό κατάλαβα, αν και στην κιθάρα εννοούμε το ταστο που ορίζει ως αρχή ο δείκτης.

Α, δεν ξέρω αν το εννοούσε κιθαρίστικα ο Ζαραζ, αν και, από αυτή την περιγραφή, δεν καταλαβαίνω τη διαφορά.


Edit: ο δείκτης σε μπαρέ;

Νομίζω η δική σου εξήγηση ισχύει, απλά αναφέρω και την κιθαριστική.
Ο δείχτης γενικά ορίζει θέση, με την έννοια ότι μετά κάθε δάχτυλο πάει στο επόμενο τάστο (ή ο μέσος στο μεθεπόμενο με έκταση του δαχτύλου).

Δηλαδή εκεί που ο δείκτης πατάει πρώτο τάστο είναι πρώτη θέση κ.ο.κ.;

1 «Μου αρέσει»

Στην κιθάρα τα τάστα είναι μεγάλα, και το κούρδισμα σε τέταρτες οπότε για μια διατονική κλίμακα χρησιμοποιώντας και τις ανοιχτές χορδές, ο δείκτης (πρώτο δάχτυλο) πάει στο πρώτο τάστο, ο μέσος πάει στο δεύτερο κλπ.
Το βιολί δεν έχει τάστα αλλά ας δούμε αναλόγως τι ισχύει στο μαντολίνο. Τα τάστα είναι μικρά, και το όργανο κουρδισμένο σε πέμπτες οπότε για να παίξεις μια απλή διατονική κλίμακα χρησιμοποιώντας και τις ανοιχτές χορδές (η πρώτη θέση), ο δείχτης θα καλύψει και δεύτερο τάστο, ο μέσος μέχρι τέταρτο, ο παράμεσος το πέμπτο κλπ. Η φιλοσοφία της δαχτυλοθεσίας είναι διαφορετική και λόγω κουρδίσματος και λόγω διαστάσεων.

3 «Μου αρέσει»

Αυτό ακριβώς. Πχ από την ντο μείζονα στην ανοιχτή θέση, προκύπτει η φα μείζονα στην πέμπτη θέση.

«Πρώτη θέση» δεν εννοούσα οποιαδήποτε μουσική έκταση, αλλά όσο το αριστερό δεν χρειάζεται να κατέβει για να πιάσει, και άρα ακόμα και 10 ημιτόνια σε αρκετά μικρή κλίμακα. «Ανοιχτά» δεν εννοώ ό,τι σημαίνει στην κιθάρα, αλλά ότι τρίτη και μεσαία είναι στην ίδια νότα (ή στην οκτάβα με μπάσα τρίτη), που νομίζω έχω δει σε συζητήσεις εδώ να χρησιμοποιείται έτσι για ντουζένια (αν και υπάρχει αλληλοεπικάλυψη, αφού και έτσι συγχορδία έχουμε έστω και δίφωνη, έστω και ενίοτε 4ης).

Εύγε για την ανάρτηση!

1 «Μου αρέσει»

Στην πρώτη θέση, αποκλειστικά ή σχεδόν, παίζονται όλες οι αχλαδόσχημες λύρες (πλην της πολίτικης, που δεν είναι λαϊκό όργανο): νησιώτικες, η κρητική, της Θράκης και της Δράμας. Με το πιο ευρύ κούρδισμα, που είναι το κρητικό (λα-ρε-σολ από ψηλά προς χαμηλά), αυτό δίνει έκταση μια οκτάβα και μια 6η, όπου μπορείς να κάνεις «τα πάντα». Με το πιο στενό κούρδισμα, λα-ρε-σολ ριέντραντ (=το σολ έναν τόνο κάτω από το λα) στα νησιά και τη Θράκη, έχεις μια 6η στις δύο εξωτερικές χορδές συν άλλη μια 4η στη μεσαία, σύνολο μια οκτάβα και μια νότα, αλλά οι δακτυλισμοί στη μεσαία είναι σπάνιοι. Μάλιστα σε παλιότερες λύρες, που δεν απαντούν πια, οι δακτυλισμοί στη μεσαία ήσαν ολωσδιόλου αδύνατοι. Και μ’ αυτή την έκτη ακόμη έχεις πολλά να παίξεις, αν σκεφτούμε ότι την ίδια έκταση έχει η τσαμπούνα, που διαθέτει αχανές ρεπερτόριο, και μάλιστα μόνο με διατονική διαίρεση (δηλαδή 6 νότες όλες κιόλες), ενώ στη λύρα χωρίζεις σε ό,τι διαστήματα θέλεις.

Οι λύρες γενικά δεν το ‘χουν στην παράδοσή τους να αλλάζουν ντουζένια, παρ’ ότι σε παλιότερες πρακτικές αναφέρονται κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις αλλαγής κουρδίσματος.

Στα ρεμπέτικα, ιδίως τα πολύ πρώιμα, τα μουρμούρικα, υπάρχει βέβαια κι εκεί έντονος μινιμαλισμός αλλά δε συνηθίζονται τραγούδια τόσο περιορισμένης έκτασης, μια 5η ή μια 6η όπως σε τεράστιο μέρος του δημοτικού ρεπερτορίου των περιοχών που χρησιμοποιούν αυτές τις λύρες (αλλά ακόμη και άλλων περιοχών με άλλα όργανα). Ο μπαγλαμάς καλύπτει αυτή τη διαφορά έκτασης με τα ντουζένια που έχουν την τονική στη μεσαία. Επιπλέον, με τη δυνατότητα εναλλαγής σε άλλα ντουζένια που έχουν την τονική στην 1η χορδή, δημιουργείται και η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε δύο βάσεις, μια ψηλή και μια χαμηλή. Ορισμένα ντουζένια είναι άκρως περιοριστικά στο τι δρόμους θα παίξεις (και όλα είναι περιοριστικά ως προς την τονική του κάθε δρόμου - όπως και με τις λύρες αλλά και σχεδόν με κάθε λαϊκό όργανο, ακόμη και το λαϊκό κλαρίνο ή βιολί, με ελάχιστα περισσότερες επιλογές), και αυτό αντισταθμίζεται από την πρακτική να αλλάζεις ντουζένι συχνά.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, και με βάση τις αναλύσεις του Ζαραζ (#43), ένας ολιγόταστος μπαγλαμάς μπορεί να παίξει άπειρα πράγματα. Δε βγάζει μεν όλο τον Τσιτσάνη ή τον Χιώτη, ούτε διαλέγεις τόνο εύκολα, όμως αυτά ήταν ούτως ή άλλως έξω από τις αναζητήσεις εκείνων των οργανοπαιχτών. Στο πλαίσιο του δικού τους ρεπερτορίου, το όργανο ήταν επαρκέστατο.

Φυσικά οι άνθρωποι ήξεραν ότι μπορείς να βάλεις κι άλλα τάστα. Πόσο μάλλον ήξεραν ότι, αν χωρίζεις τους περισσότερους τόνους σε δύο ημιτόνια, μπορείς να το κάνεις και με τους υπόλοιπους! Άρα οι περιορισμοί στα τάστα ήταν από επιλογή. Δεν είπαν «πω πω τι λίγα τάστα ρε γαμώτο, κάτσε να δούμε πώς μπορούμε να βγάλουμε τη μάξιμουμ ποικιλία από αυτά τα περιορισμένα δεδομένα», αλλά το αντίστροφο: «με τόσα τάστα παίζω όλα όσα θέλω, άρα ζω χωρίς περισσότερα τάστα, οπότε ας μην ασχοληθώ καν να τα βάλω κι ας απλουστεύσω τη ζωή μου».

3 «Μου αρέσει»

Αυτό πέρασε λίγο απαρατήρητο… Δεν χρειαζόταν αυτο το ύφος σε μια τέτοια ανάρτηση.

3 «Μου αρέσει»

Ασφαλώς δεν χρειαζόταν, και θα συμφωνούσες ότι δεν υπήρξε κιόλας, αν παρατηρούσες την αυτοαναφορικότητα :wink:

1 «Μου αρέσει»

Η ανάρτηση δεν μπορεί να είναι κενή.

πα πα πα…ούτε τη σκιά σου δεν μπορείς να πυροβολήσεις…σε επαναφέρουν πάραυτα εις την τάξιν :upside_down_face:

1 «Μου αρέσει»

Άλλα δύο μπαγλαμαδάκια από το Αρχείο Κουτσουμάρη (Διευθυντή Γενικής Ασφάλειας 1928-1932) στο Ε.Λ.Ι.Α. (με ενδιαφέρουσα λεζάντα):

3 «Μου αρέσει»