Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (1893 - 1972), του Δημήτρη Τριάντη

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
του Δημήτρη Τριάντη

« Το κουμ καν είναι για βαρετές
κωλόγριες, εμένα μου αρέσει η πόκα»,
γεννήθηκε το 1893 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας από γονείς πλούσιους,
καλομαθημένη με υπηρέτες, σπούδασε
δασκάλα, παντρεύεται με προξενιό ένα
πλούσιο έμπορο 20 χρόνια μεγαλύτερο
της, κάνει μαζί του δύο κόρες, στην
κουζίνα του σπιτιού της, μια πόντια
μαγείρισσα την μύησε στα μυστικά της
τράπουλας, οι Τούρκοι καίνε το Αϊδίνι,
έρχονται Αθήνα, ερωτεύεται ένα ηθοποιό και λέει στον άντρα της και στα πλούτη
του «άντε γεια», γίνεται και αυτή
ηθοποιός, αυτός δεν της δίνει διαζύγιο,
τον αγνοεί, συστήνεται παντού ως
Αλεξίου το όνομα του ηθοποιού αν και
χωρίς διαζύγιο, παίζει ως κορυφαία του
χορού με την Μαρίκα Κοτοπούλη στην
ιστορική παράσταση μπροστά στο
Παναθηναϊκό Στάδιο, γυναίκα του πάθους,
σύντομα βαριέται τον ηθοποιό και
ερωτεύεται ένα αστυφύλακα με
καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ζει μαζί του
ωραία, τον παντρεύεται μόλις πέθανε ο
πρώτος της άντρας.

Η κόρη της η Μαίρη, μια καλλονή,
παντρεμένη με τον μεγάλο κωμικό
Φραγκίσκο Μανέλλη, μια από τις
τσιγγάνες που πλαισίωναν τον Μίμη
Φωτόπουλο και τον Βασίλη Αυλωνίτη
στην ταινία «Λατέρνα Φτώχεια και
Φιλότιμο», πεθαίνει 42 χρονών από
εγκεφαλικό και ο θάνατος της την
τρέλανε, μόνη διέξοδος η πόκα, για να
βρει χρήματα πουλάει τα στιχάκια της για
ψίχουλα, τα σουξέ της μεγάλα. Η πιάτσα
ξαφνιάζεται, ψάχνεται και βρίσκει στο
πρόσωπο της Ευτυχίας
Παπαγιανοπούλου, φλέβα χρυσού ! η φήμη
της εξαπλώνεται «η γριά χρειάζεται
λεφτά, παίζει κάθε βράδυ και πουλάει
όσο όσο», την αποκαλούσαν γριά μια που
μπήκε στο τραγούδι 60 χρονών και με τα
μαύρα που φορούσε (λόγω της κόρης
της) και δεν έβγαλε ποτέ, έμοιαζε με 100
! ότι κέρδιζε το ξόδευε μέσα σε λίγες
ώρες, πάντα άφραγκη, «Εγώ δεν τρώω
φαΐ αλλά λεφτά» έλεγε!

καπάτσα και με πολύ χιούμορ
σκαρφιζόταν τα πάντα για να βρει
χρήματα, του αστυφύλακα άντρα της,
παραμονές 25ης Μαρτίου του πούλησε
την στολή (!) και παρ’ λίγο να την διώξει,
πάει μια φορά σε ένα οικογενειακό φίλο
να ζητήσει δανεικά και αυτός αρνείται
ξέροντας ότι θα πάει να παίξει, αυτή
στεναχωρημένη του λέει «κρίμα και
ήθελα να αγοράσω λικέρ για του φίλους
του άντρα μου που γιορτάζει σήμερα του
Αγίου Κων/νου και Ελένης και θα έρθουν
να τον επισκεφθούν», τον ρίχνει στο
φιλότιμο και τελικά της δίνει, φεύγοντας
του λέει «τρομάρα σου, τόσα χρόνια μας
γνωρίζεις, δεν ξέρεις ότι τον άντρα μου
τον λένε Γιώργο!»

το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια
και σε άθλιους στιχουργούς που μετά
καμώνονταν τους σπουδαίους, όταν της
έλεγαν ότι ο τάδε έκανε περιουσία με τα
τραγούδια της, απαντά « Με γεια του με
χαρά του!, εγώ γράφω τραγούδια και τα
πουλώ. Από κει και πέρα δεν
ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα
βγουν ή όχι σε δίσκους. Μόλις τα
παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση
παραιτήσεως, ας πούμε απαρνούμαι τα
πνευματικά μου τέκνα…». Δημόσιος
καυγάς με τον Βασίλη Τσιτσάνη όταν
διεκδικεί (για μοναδική φορά) την
πατρότητα στίχων για τα «Καβουράκια», ο
Τσιτσάνης λέει ότι απλώς του έδωσε
ένα προσχέδιο «Άλλο της παρήγγειλα κι
άλλο μου έφερε. Εγώ το άλλαξα και το
έκανα έτσι όπως το ξέρει όλη η Ελλάδα».
Ο δίσκος 45 στροφών του Στέλιου
Καζαντζίδη που περιέχει τα " Δυο πόρτες
έχει η ζωή " και την " Μαντουμπάλα " είναι
μακράν το εμπορικότερο 45αρι στην χώρα
μας με 1.5 εκατομμύριο αντίτυπα !,
φέρουν και τα δυο την υπογραφή του
Στέλιου τόσο στην μουσική όσο και τους
στίχους!. Προς τιμήν του, αργότερα
παραδέχθηκε δημόσια ότι και τα δυο είναι
γραμμένα από την Ευτυχία (η μουσική της
Μαντουμπάλας είναι του θρυλικού Ινδού
δημιουργού Ravi Sangar!). Μέχρι και το
θάνατό της, η ίδια δεν θα προλάβει να δει
το όνομά της δίπλα από τον τίτλο των
τραγουδιών της!, Πολύ αργότερα, ο
Μάνος Χατζιδάκις πρωτόβαλε το όνομά
της στο βινύλιο, στο τραγούδι «Είμ’ αϊτός
χωρίς φτερά», μια περίοδο, ο πάντα
τζέντλεμαν Μάνος της έβαζε κάθε μήνα
1000 δρχ! Πόσα τραγούδια της
κυκλοφορούν με άλλο όνομα δύσκολο να
απαντηθεί.

Σε κάθε περίπτωση, στις δεκαετίες του
'50 και '60, μια ισχυρή γυναικεία περσόνα,
ευφυής, ερωτεύσιμη, κατάφερε να
διακριθεί σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο
χωρίς να κρύβει το πάθος της, κάπνιζε
σαν φουγάρο, έβριζε, έπαιζε πόκα με
φορτηγατζήδες, ετοιμόλογη, τους έβαζε
όλους στην θέση τους, μια φορά την
συναντά ο Μάνος Κατράκης « έμαθα, της
λέει, έκοψες τα χαρτιά, ναι του απαντά,
όπως έκοψες και εσύ τα αλογάκια !
(πάθος του Κατράκη οι ιπποδρομίες),
αρρώστησε και τα λεφτά για τους
γιατρούς τα έβαλε η Ρένα Βλαχοπούλου,
όλοι την συγχωρούσαν, μέσα από τα πάθη
της βγήκαν οι απαράμιλλοι στίχοι της:
Είμαστε αλάνια, Αντιλαλούνε τα βουνά,
Πήρα τη στράτα κι έρχομαι,
Ηλιοβασιλέματα, Περασμένες μου
αγάπες, Σβήσε με κυρά μου, στου
Αποστόλη το κουτούκι, Μου σπάσανε το
μπαγλαμά, Αργά είναι πια αργά, Λίγο- λίγο
θα με συνηθίσεις, Πετραδάκι, πετραδάκι
και τόσα άλλα

Η ίδια είχε αδυναμία στον Καββαδία και
στον Βάρναλη, η πρώτη που κατάφερε να
συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό
στοιχείο στο ίδιο τραγούδι, σήμα
κατατεθέν της, τα πεντάστιχα κουπλέ, ο
πρώτος στίχος ελεύθερος, ο δεύτερος
κάνει ομοιοκαταληξία με τον πέμπτο και
ο τρίτος με τον τέταρτο

Δυό πόρτες έχει η ζωή
άνοιξα μια και μπήκα
σεργιάνισα ένα πρωινό
κι ως που να ‘ρθει το δειλινό
από την άλλη βγήκα…

Το τελευταίο βράδυ μου
απόψε το περνάω
κι όσοι με πίκραναν πολύ
τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή
όλους τους συγχωράω»……

πέθανε πάμφτωχη το 1972, σε ηλικία 79
ετών, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος
αφηγείται : στα τελευταία της πάω να την
δω στο Γενικό Κρατικό, εκεί βρίσκω την
κόρη της , τον (συγχωρεμένο) Κηλαηδόνη
και τον τραγουδιστή Κ. Καρουσάκη. Αυτή
μισοπεθαμένη, γυρίζει στον Κηλαηδόνη
και του λέει, Λουκιανέ, θέλω να μου
τραγουδήσεις μαζί με τον Καρουσάκη το
αγαπημένο μου τραγούδι, ας μην είναι
δικό μου, έτσι και έγινε, ακούγοντας το
“Η άμαξα μες στη βροχή, τράβα αμαξά μη
μου βραχεί, το κορίτσι που ‘ναι μέσα,
όμορφο σαν πριγκηπέσα, μη μου βραχεί. ”
έκλεισε τα μάτια της!

2 «Μου αρέσει»