Ελληνική Απόλαυσις

Πέρασα μια βόλτα από το παζάρι δίσκων, παρακινημένος από αυτή την ανακοίνωση. Ένας από τους δίσκους που βρήκα ήταν η «Ελληνική Απόλαυσις», του συγκροτήματος «Ελληνική Απόλαυσις».

Μου φαίνεται αδιανόητο πώς κανείς σήμερα δε μιλάει γιʼ αυτό το πρωτοποριακό συγκρότημα. Τους είχα δει το 1996 στο ιστορικό παλιό Μπαράκι του Βασίλη στη Ζωοδόχου Πηγής, που το χάλασε ο σεισμός και ποτέ δεν ξανάγινε ίδιο. Τη χρονιά και το όνομα μπορεί να μην τα θυμόμουν αν δεν κρατούσα αρχείο από τα προγράμματα των θεαμάτων που παρακολουθώ, αλλά το ίδιο το λάιβ το θυμάμαι πολύ ζωντανά.
Παρουσίαζαν ένα πρόγραμμα με τίτλο «Από το ύστερο δημοτικό στο πρώιμο ρεμπέτικο». Ξεκινώντας με παραδοσιακά μικρασιάτικα και με τραγούδια που οι σκοποί ή τα δίστιχά τους είναι κοινά μεταξύ παραδοσιακού και μουρμούρικου τραγουδιού, σταδιακά έφτασαν μέχρι περίπου Μάρκο ή και λίγο πιο μετά.
Το γενικό στυλ το ήξερα, αν και σίγουρα δεν ήξερα όλα τα τραγούδια. Αλλά και όσα ήξερα, δεν είχα ακούσει ποτέ να τα παίζει κανείς ζωντανά (αναφέρομαι στα παλιότερα). Υπήρχαν κυρίως σε κάτι δίσκους με επανεκδόσεις 78ριών σε αμφίβολη ηχητική επανεπεξεργασία, που είχα αρχίσει να τους ανακαλύπτω μερικά χρόνια πιο πριν και τους είχα λιώσει. Ήταν δίσκοι της εποχής που είχε ξεκινήσει το ενδιαφέρον για τις ανατολικές ρίζες του ρεμπέτικου, και η σχετική αναζήτηση αποτυπωνόταν στα εσώφυλλα και τα σχόλια. Όμως αυτή η αναζήτηση δεν ήταν πολύ προχωρημένη, κι έβλεπες τους συντάκτες των σχολίων να προσπαθούν να ορίσουν το μακάμι, το ταξίμι και το ντουζένι χωρίς κι οι ίδιοι να είναι πολύ σίγουροι τι είναι αυτά.
Το πιο έκδηλο χαρακτηριστικό του συγκροτήματος ήταν τα όργανα. Το παλιότερο ρεπερτόριο το έπαιζαν με σάζια, ούτια και λαούτα. Προχωρώντας κάπου άρχιζε να μπαίνει ένας τζουράς, αργότερα ένα μπουζούκι, και μέχρι το τέλος του προγράμματος είχαμε φτάσει σε κανονική μπουζουκοκομπανία. Θυμάμαι μάλιστα το σάζι, σκαμμένο από τις πενιές λες και δεν είχε σταματήσει να παίζεται από την εποχή που αυτά τα τραγούδια ήταν καινούργια.
Το ʼ96 που έγιναν αυτά, το σάζι και το ούτι, όπως και το μακάμι και το ταξίμι, είχαν προ πολλού φύγει από το χώρο του μυστηρίου και του μύθου. Ήδη εγώ μάθαινα σάζι, με τον Μπαραμπούτη, μαθητή του Παπαπετρόπουλου, μαθητή του Ρος, που ήταν ένας από τους πρώτους διδάξαντες. Εκεί, στη σχολή της Καλλιθέας, είχα αρχίσει να προχωρώ στη μεθοδική επίλυση των αποριών που μου είχαν δημιουργήσει αυτά τα νεφελώδη κείμενα των δίσκων. Περιέργως όμως, ενώ τα ερωτήματα είχαν ξεκινήσει εξ αφορμής του ρεμπέτικου, οι απαντήσεις οδηγούσαν σε μιαν άλλη μουσική, που ονομαζόταν «παραδοσιακά», και που ήταν κάπως δύσκολο να την ορίσει κανείς: δεν είχε ούτε γεωγραφικό ούτε εθνικό προσδιορισμό, αν και έμοιαζε να επικεντρώνεται κάπου προς Τουρκία, και πάντως δε θύμιζε αυτό που φανταζόμουν ότι είναι η δημοτική μας παράδοση, δηλαδή κλαρίνα και τέτοια.
Αφού σημειώσω ότι ήμουν εξαιρετικά τυχερός και προνομιούχος, να περάσω μια εκπαίδευση που άνοιγε περισσότερα ερωτήματα απʼ όσα έκλεινε, και που συνεχίζει ακόμη, θα επιστρέψω στο θέμα:
Η «Ελληνική Απόλαυσις» έπαιζε μια μουσική που την άκουγα για πρώτη φορά με τα αληθινά μου αφτιά, αλλά με τα αφτιά της φαντασίας μου την άκουγα από τότε που είχα πρωτομπεί σʼ όλη αυτή την ιστορία. Βασικά βρίσκονταν εκεί που ήθελα να φτάσω εγώ όταν ξεκίνησα σάζι. Ό,τι άλλο είχα ακούσει από παρεμφερή συγκροτήματα της εποχής, Ανατολική Πόλη, Παλαιινά Σεφέρια, Ρος, Γράψα, Τσιαμούλη, ήταν γοητευτικό αλλά ήταν κάτι άλλο: πατούσε με ακρίβεια και ευλάβεια σε μια παράδοση που ήταν περίπου ιερή και που, πώς να το κάνουμε, δεν ήταν η δική μου παράδοση, αφού δε μου την είχε παραδώσει κανείς. Αντίθετα αυτοί εδώ δε δίσταζαν κάποιες στιγμές να κοπανάνε τα όργανά τους, όπως ακριβώς κάποιες στιγμές έκαναν και οι μπουζουκομπαγλαματζήδες που συναναστρεφόμουν στο Εφήμερο και σε άλλα τέτοια μέρη, όπου τα παλιά αυτά τραγούδια (όχι ακριβώς τόσο παλιά όσο της Ελληνική Απολαύσεως) γίνονταν όχημα αυθεντικής, πηγαίας παρεΐστικης ψυχαγωγίας, και με αποτέλεσμα εξίσου οικείο και προσιτό. Με άλλα λόγια, μπορούσα επιτέλους να ακούσω το όργανο που μάθαινα χωρίς να φοβάμαι μη χειροκροτήσω σε λάθος σημείο (παλαιό παιδικό τραύμα από συναυλίες κλασικής μουσικής, που επανερχόταν σα φάντασμα στα σεμάγια των άλλων ουτιστών, λαφτατζήδων και γενικά «παραδοσιακών» που πάλευα να γνωρίσω και να καταλάβω εκείνο τον καιρό) ή γενικά μήπως δε δείξω τη δέουσα κατάνυξη: αντίθετα, ήξερα ακριβώς πώς να αντιδράσω, γιατί βρισκόμουν στον φυσικό μου χώρο.


Δε νομίζω ότι τους ξαναείδα ποτέ λάιβ. Αργότερα, σε εποχές όπου πλέον όλη η μουσική διακινούνταν σε σιντί και όχι πια σε δίσκους και κασέτες, άκουσα το δίσκο τους (σε σιντί), αλλά λίγο πρόχειρα, σʼ ένα σπίτι με παρέα, συζήτηση κλπ., και δε συγκράτησα πολλά σε επίπεδο ούτε πληροφορίας ούτε συγκίνησης.
Τώρα που βρήκα τον κανονικό δίσκο και τον άκουσα με προσοχή, διαβάζοντας όλες τις λεπτομέρειες, κοιτώντας τις φωτογραφίες κλπ., τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά καλύτερα.
Ο δίσκος έχει βασικά τραγούδια που εν ευρεία εννοία μάλλον ρεμπέτικα θεωρούνται. Μερικά είναι 100% ρεμπέτικα, άλλα είναι λ.χ. ο Τσακιτζής ή η Αλατσατιανή, που δεν είναι ρεμπέτικα αλλά τα ακούν οι ίδιοι άνθρωποι από τους ίδιους δίσκους και τους ίδιους ερμηνευτές όπως ορισμένα ρεμπέτικα. Είναι παιγμένα μʼ ένα τρόπο που κανείς δεν τα παίζει σήμερα: αφενός, αυτό το σμίξιμο «παραδοσιακών» οργάνων και ρεμπέτικου υπήρξε ένας πειραματισμός της δεκαετίας 90 που δεν είχε συνέχεια, ο κόσμος ξαναγύρισε στην κλασική οδό των μπουζουκομπαγλαμάδων και μόνο αρκετά αργότερα αρχίσαμε να ξανακούμε παρόμοιες προσεγγίσεις, από μουσικούς όπως ο Παπαδέας ή ο Σπίτσινγκ (άλλη περίπτωση σημαντικού αφανούς πρωτοπόρου -πότε θα του κάνει κανείς ένα αφιέρωμα;). Αφετέρου, οι εκτελέσεις έχουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία απʼ ό,τι συνηθίζεται στις μέρες μας, τόσο σε σχέση με τις παλιές ηχογραφήσεις όσο και σε σχέση με τα ίδια τα όργανα, τα οποία δεν παίζουν και πολύ όπως «πρέπει» να τα παίζει κανείς, αλλά όπως καταλαβαίνουν.

Ο δίσκος δεν αναφέρει χρονολογία. Αν το «83» που υπάρχει κάπου στον κωδικό της έκδοσης σημαίνει 1983, τότε αναμφίβολα υπήρξε πολύ μπροστά από την εποχή του −οι Δυνάμεις του Αιγαίου που έριξαν δυναμικά αυτά τα όργανα στη ζωή μας έβγαλαν τον πρώτο τους δίσκο το ʼ84 ή ʼ85. Οπωσδήποτε από το 1989 χρονολογείται η ροκ εκδοχή αυτών των αναζητήσεων: το συγκρότημα «Σπείρα», με μερικά μέλη κοινά με την Ελληνική Απόλαυση και τα χαρακτηριστικότερα όργανα επίσης κοινά.

Το μόνο δείγμα της Ελληνικής Απολαύσεως που βρήκα στο ίντερνετ για να πάρετε μια γεύση είναι αυτό, αλλά δε θεωρώ ότι είναι ό,τι αντιπροσωπευτικότερο.
Επίσης, εδώ βλέπουμε τη συνέχεια των προβληματισμών ενός από τα παλιά μέλη, του Βασίλη Μιχαηλίδη, μερικές δεκαετίες αργότερα (ο Βασίλης είναι αυτός που παίζει λαούτο και τραγουδάει).

Το ‘‘83’’ πρέπει να έχει σχέση με τη χρονολογία έκδοσης γιατί θυμάμαι τα τραγούδια αυτά να τα ακούμε εκείνα τα χρόνια . Είναι η εποχή που τα πρώτα ονόματα της πιάτσας ήταν η ‘‘οπισθοδρομική’’ του Σαββόπουλου και τα ‘‘παιδιά της Πάτρας’’. Τότε πιό κοντά στο ρεμπέτικο μπορούσες να ακούσεις Μπάμπη Γκολέ ή το ρεμπέτικο συγκρότημα Θεσσαλονίκης του Αγάθωνα (προς αποφυγή παρεξήγησης , όσα ονόματα αναφέρω αντανακλούν μόνο την μνήμη μου και δεν είναι μιά οργανωμένη προσπάθεια αξιολόγησης). Ο ήχος της Ελληνικής Απόλαυσης όμως έμοιαζε τότε πρωτόγονος μυσταγωγικός και συγχρόνως περίεργα νεωτεριστικός και σε πήγαινε απο καινούργιο δρόμο στα βουνά της Ασίας . Δεν πέρασε όμως τα όρια μιάς μικρής ομάδας ακροατών . Όπως αργότερα η Σπείρα δεν είχε την απήχηση που της άξιζε ακόμα και στο κοινό των μουσικόφιλων. Τώρα που το σκέφτομαι , αναλογίζομαι τη τύχη του Θ. Παπακωνσταντίνου αν αντι για μπυζουκομάνα κρατούσε κάνα σάζι.
Πολύ ενδιαφέρουσα και φορτισμένη με αγάπη η αναφορά σε αυτή τη πολύ καλή μουσική παρέα αγαπητέ pepe . Νομίζω θα άξιζε τον κόπο κάποια έρευνα για τη ‘‘Σπείρα’’ και τη πορεία των μελών της.

Πραγματικά, τους ξεχάσαμε τους “Ελληνική απόλαυσις”! Εγώ πολύ πολύ λίγο τους είχα ακούσει, αφού εκείνη την εποχή δούλευα δέκα και παραπάνω ώρες την ημέρα και είχα και μικρό και προβληματικό παιδί…

Κάποιον συγκεκριμένο, γνωστότατο και προβεβλημένο ρεμπετολόγο εννοείς, βέβαια, αλλά ας μη μπούμε σε αυτή τη συζήτηση…

Πετράλωνα, μάλλον, εννοείς.

Αυτό μου θύμισε τούτο το περιστατικό:
Δεκαετία ΄60, Φεστιβάλ Αθηνών, Ηρώδειο. Είχε ήδη γίνει “θεσμός” να μετακαλείται κάθε καλοκαίρι η συμφωνική της Βιέννης με τον Φον Κάραγιαν. Πολλά λεφτά, και για τον ίδιον βέβαια, αλλά τότε είχαμε, έστω και δανεικά όπως τώρα συνειδητοποιούμε. Τελευταίο έργο, η Παθητική του Τσαϊκόφσκι. Ως γνωστόν, λίγο πριν το τέλος έρχεται ένα σημείο με πολλά tutti και καντέντσες που θυμίζουν τέλος. Εκεί λοιπόν, στο σημείο όπου η καντέντσα κατεβαίνει στην τονική, κάποιοι χειροκρότησαν νομίζοντας πως “τώρα” έπρεπε. Ήταν χαρακτηριστική η αποστροφή στο πρόσωπο του (πάντα επηρμένου) μαέστρου. Γι αυτό και στο πραγματικό τέλος, όπου ο συνθέτης σκέφτηκε μία πρωτότυπη προσέγγιση με τους ήχους να χαμηλώνουν, να χαμηλώνουν συνεχώς μέχρι να “ξεψυχήσουν”, με το ένα χέρι διήυθυνε την ορχήστρα και με το άλλο προέτρεπε το κοινό να μην χειροκροτήσει. Τέλος πάντων… το έργο τελείωσε, το χειροκρότημα ήρθε θριαμβευτικό, ο μαέστρος “ψιλοευχαρίστησε” πικαρισμένος και απεχώρησε. Ο κόσμος, όρθιος, χειροκροτούσε συνεχώς. “Θα μπιζάρει”; ήταν το ερώτημα. Με τον αδερφό μου σχολιάζαμε ότι, με τα λεφτά που παίρνει ο μαέστρος, δεν θα τολμήσει να μας σνομπάρει, διακινδυνεύοντας την πρόσκληση του επομένου χρόνου. Και πράγματι, επιτέλους εμφανίστηκε και πάλι. Απόλυτη ησυχία, προετοιμασία, μπαγκέτα όρθια, αγωνία. Γυρνάει ο αδερφός μου και μου ψυθιρίζει στο αφτί: -Τώρα έπρεπε να πιάσει αποφασιστικά το μικρόφωνο και, με λοξά γυρισμένο το στόμα και σουρτή, μάγκικη φωνή να αναγγείλει: “Ο Μολδάβααας!.. Παραγγελίααααα!..”

Άμα τον δείς, δώσε του πολλά χαιρετίσματα και πες του ότι χαθήκαμε…

Εννοείται πως το ίδιο ισχύει και για το δικό μου κείμενο. Kαι ας διευκρινίσω ότι δεν κάνω καμία αξιολόγηση, ούτε οργανωμένη ούτε τυχαία, πιο πολύ προσπαθώ να μπω στην ψυχή του προ 15ετίας εαυτού μου και να περιγράψω τις εντυπώσεις της, και όχι βέβαια να αδικήσω κανέναν.

Νίκο, ο Ρος εκείνο τον καιρό συνεργαζόταν μ’ ένα ωδείο στην Καλλιθέα, που υπήρχε και πιο παλιά με πιάνο, κιθάρα κλπ., και είχε επανδρώσει το παραδοσιακό τμήμα με τους συνεργάτες του. Αργότερα άνοιξε τον δικό του Λαβύρινθο στα Πετράλωνα.

Πρέπει να προσθέσω και μια ακόμη λεπτομέρεια, που από τη σημειολογία του δίσκου μάς δίνει ένα κλου για την εποχή: στα κρέντιτς, ενώ όλα τα άλλα όργανα ονομάζονται με το κοινό τους όνομα (μπουζούκι, μπαγλαμάς, λαούτο…), ειδικά για το σάζι έχουν προσθέσει σε παρένθεση saz. Τουτέστιν, είτε δε θεωρούσαν ότι «σάζι» ήταν μια λέξη που από μόνη της θα μετέφερε αρκετή πληροφορία, είτε ενδεχομένως δεν ήταν κι οι ίδιοι απόλυτα βέβαιοι για τη λέξη τους (μια λέξη που προφανώς θα τη χρησιμοποιούσαν στην επικοινωνία τους με …πόσους ανθρώπους; λίγους). Παρόμοια άλλωστε και οι Δυνάμεις, στον πρώτο τους δίσκο, έδειχναν τα όργανα με φωτογραφία και όνομα.

ο αντωνης φρουδακης βρεθηκε και ειναι ετοιμος να ανασυνθεσει την εποχη και το δισκο

Μάλλον έτσι πρέπει να είναι. Είδα τον Βασίλη Μ. αυτές τις μέρες, και θυμόταν ως εποχή έκδοσης του δίσκου το '80 περίπου.

Νίκο, χαιρετισμούς.

https://www.discogs.com/release/6575067-Ελληνική-Απόλαυσις-Ελληνική-Απόλαυσις

Κρίμα που δεν υπάρχει πια το βίντεο.

Στην Παγκυκλαδική Συνάντηση Λαϊκών πνευστών, που κάθε χρόνο ταξιδεύει σε διαφορετικό νησί και εκείνη τη χρονιά (θα τη βρω, γύρω στο 2010) είχε φιλοξενηθεί στη Σύρα, θεωρήσαμε ταιριαστό να παίξουμε Βαμβακάρη στην τσαμπούνα. Αντιλαλούν οι φυλακές (ένα από τα ελάχιστα τραγούδια του Μάρκου αλλά και του ρεμπέτικου γενικά που χωράει στις νότες της τσαμπούνας), τσαμπούνα Αλέκος Κλειδωνάς, τραγούδι και λαούτο ο Βασίλης, λαούτο εγώ. Διπλό τρίμπιουτ: παίζοντας Βαμβακάρη τιμάμε το νησί που μας φιλοξενεί, προσαρμόζοντάς τον στην τσαμπούνα κλείνουμε το μάτι στα παιδικά του χρόνια και στον τσαμπουνιέρη πατέρα του.

Εννοείται ότι το άκουσμα δε θύμιζε το καννικό, δεν ήταν αυτή η επιδίωξη. Συνειδητή διασκευή ήταν.

3 «Μου αρέσει»

2010 τελικά.

(λέξεις λέξεις λέξεις φτάνει?)