Ειδική ορολογία ναρκωτικών

Ένα ενδιαφέρον γλωσσάρι για ενδοαστυνομική χρήση από το 1987:

ΕΙΔΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΚΑΚΟΠΟΙΩΝ- ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ

ΗΡΩΙΝΗ: Πρέζα, άλογο, μαλλιαρό, γεύση, ύλη, Ερρίκος, άσπρη, παραμύθα, Αίητς, χάρρυς, ζάχαρη, σμακ.

ΜΟΡΦΙΝΗ: Μόρφο, θεία, ασπροϋφασμα, άσπρο πράγμα, Μ.

ΚΩΔΕΪΝΗ: Μαθητής.

ΚΟΚΚΑΪΝΗ: Χιόνι, κόκα, νιφάδα, χρυσή σκόνη.

ΒΑΡΒΙΤΟΥΡΙΚΑ: Μπλε διάβολος, μπλε ουρανός, κίτρινες ζακέτες, ζαχαρωτά, κοκκινοπούλι, κόκκινος διάβολος, ουράνιο τόξο.

ΑΜΦΕΤΑΜΙΝΕΣ: Κούκλες, κουκλίτσες, ξυπνητήρια, ανοιχτομάτικα, παραπιλότος.

ΧΑΣΙΣ: Μαύρο, κέρατο, τσάι, κόλπο, χορτάρι, Μαίρη Τζέην, ποτ, μπομπίτσα, φουτ μπωλ.

ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟ ΟΠΙΟ: Μπάζο.

L.S.D.: Ατσίδι, ΤΡΥΠ, τρυπάκια.

ΠΙΝΑΚΑΣ Συνήθους λεξιλογίου κακοποιών.

«Αγριάδα»: Άγριο ύφος, πούλησε αγριάδα.

«Ασίκης»: Ο μάγκας, ο κομψός και γενναιόδωρος.

«Βελονάκιας»: Αυτός που κάνει χρήση ναρκωτικών με χρήση ένεσης.

«Βρίσκω»: «Την βρίσκω»: δηλαδή ικανοποιούμαι, εξοικονομώ.

«Βολεμένος»: Αυτός που έχει εξοικονομήσει τη δόση του ή τις δόσεις του.

«Βρώμα»: «Βγήκε βρώμα»: διαδόθηκε, «Η δουλειά βρώμισε»: αποκαλύφθηκε, «Η δουλειά είναι βρώμα» ύποπτη.

«Γκιστάνι»: Φυλακή, κρατητήριο.

«Γουργού»: Τρόπος καπνίσματος χασίς με λουλά.

«Γάτα»: Πονηρός, ξύπνιος.

«Δένω - δεμένος»: Αυτός που συλλαμβάνεται.

«Δοντιά»: Μικροποσότητα χασισιού - δόση.

«Ζούλα»: Κρυψώνας ναρκωτικών.

«Θανάσης»: Ο λουλάς, χάχας.

«Καϊνάρι»: Χασίς σε σκόνη αρίστης ποιότητας.

«Καβάτζα»: Χώρος που κρύβονται τα ναρκωτικά, «πες μου την καβάτζα», πες μου την κρυψώνα.

«Καρύδα»: Αυτοσχέδιος λουλάς από ινδική καρύδα

«Καρφί»: Ο καταδότης.

«Κατσιρμπατζής»: Ο λαθρέμπορος.

«Κατοσταράκι»: Ποσότητα εκατό δραμ. χασίς.

«Γκιούσμα»: Χασίς σε σκόνη κακής ποιότητας.

«Καπιτσέδες»: Τεμάχια επεξεργασμένης ινδικής κάνναβης

«Κεφάλι»: Κάνει κεφάλι: υποδηλώνει την δραστική ικανότητα του χασίς.

«Κόβω»: «Τον κόβεις;», Τον γνωρίζεις-τον βλέπεις;

«Μαλλί»: Το χρήμα, η αξία, «πόσο το μαλλί»;

«Μαστούρα»: Η μέθη (ζάλισμα) από τη χρήση χασίς, μαστούρωμα - μαστουρωμένος.

«Μόστρα»: Η υπόδειξη ενός προσώπου ή πράγματος, «μου έκαναν μόστρα»: με υπέδειξαν - με έδειξαν.

«Μπέρδεμα»: Εμπλοκή στην υπόθεση, (με μπέρδεψαν).

«Μπουζουριέρα»: Κάλυμμα, «με είχε για μπουζουριέρα».

«Μπουμπάρι»: Χασίς σε σκόνη.

«Μπουρούχα»: Χασίς κακής ποιότητος.

«Νταβάς»: Αυτός που προμηθεύει τα ναρκωτικά.

«Ντορβάς»: Η ποσότητα των ναρκωτικών που μεταφέρονται.

«Ντερβισάκι»: Ο χασικλής - ο χασισοπότης.

«Ντουμάνι»: Οι καπνοί από τη χρήση (κάπνισμα) του χασισιού.

«Ντεκές»: Χασισοποτείο, ομαδική χρήση χασίς.

«Νυχιά»: Δόση.

«Ξεκουμπώθηκε»: Ομολόγησε.

«Ξέρασε»: Αποκάλυψε - ομολόγησε.

«Παποράκι»: Αυτός που μεταφέρει ναρκωτικά, κουριέρης.

«Πασπάλι»: Χασίς σε σκόνη Β’ διαλογής.

«Περίεργος»: Ο ανακριτής.

«Πεντάρι»: Ποσότητα πέντε δραμιών χασίς.

«Πίττα»: Αυτός που βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση από την κατάχρηση ναρκωτικών φαρμάκων.

«Παντόφλα»: Μεγάλο κομμάτι επεξειργασμένου χασίς, κυρίως σε συσκευασία.

«Πρεσσαριστό»: Λεπτά τεμάχια χασίς επεξεργασμένο.

«Πρεζάκιας»: Λυτός που κάνει χρήση ηρωίνης με εισπνοή από τη μύτη.

«Ρουφιάνος»; Καταδότης.

«Ρέφφα»: Μερίδιο.

«Σακκουλεύεσαι»; Καταλαβαίνεις,εννοείς, με πιάνεις.

«Σημαία»; Αποκάλυψη, δημοσιότητα - «βγήκε σημαία».

«Σίδερα»: Φυλακή, κρατητήριο.

«Σιδερωμένο»: Χασίς σε πλακίδιο με τη χρησιμοποίηση σίδερου σιδερώματος.

«Σκάλωσε» . Μπερδεύτηκε (σκάλωσε η δουλειά), δεν πραγματοποιήθηκε. «Ξεσκάλωσα»: Ξεμπερδεύτηκα

«Σχολείο»: Αστυνομία.

«Σπρώχνει»: Πουλάει ναρκωτικά.

«Τούφα»; Φυλακή.

«Τσαρδί»: Ο χώρος που μένει κάποιος (τσαρδεμένος).

«Τσίκα»: Μικρή ποσότητα πλακιδίου χασίς μιας χρήσης.

«Τσαμπουκάδες»: Τα στίγματα (στίξεις) στα χέρια των κακοποιών (τατουάζ), ουλές από αυτοτραυματισμούς.

«Τζιβάνα»: Πρόχειρο επιστόμιο τσιγαριλικίου χασίς.

«Φάρα»: Συντροφιά - παρέα τοξικομανών.

«Φορτωμένος»: Αυτός που μεταφέρει οπωσδήποτε ναρκωτικά.

«Φτιαγμένος»: Αυτός που βρίσκεται υπό την εεπππήρηρεια ναρκωτικών.

«Φούντα»: Κορυφάδες φυτού καννάβεως.

«Χαπάκιας»: Αυτός που κάνει χρήση ναρκωτικών σε χάπια.

«Χεσμένος»: Αυτός που είναι εκτός εαυτού από τη χρήση χασίς.

«Ψημένο»: Η διαδικασία κατασκευής των πλακιδίων χασίς.

«Ψήσιμο»: Η ανωτέρω διαδικασία. Η προσπάθεια να πεισθεί κάποιος («τον έψησα»),

Αστυνομική Επιθεώρηση (Ιούνιος 1987)

3 «Μου αρέσει»

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Μπράβο για το εύρημα, Άνθιμε!

Μου κάνει εντύπωση το 1987 να υπήρχαν όροι που σήμαιναν:

Ίσως ήταν λίγο απαρχαιωμένο. Από την άλλη, ορισμένες κουβέντες είναι πολύ γνωστές και σήμερα αλλά δε φανταζόμουν ότι είναι τόσο παλιές, π.χ.:

Άρα, αν είναι και λίγο απαρχαιωμένο, παναπεί ότι όχι απλώς λέγονταν το '87 αλλά και κάμποσο παλιότερα.

Αφετέρου βλέπω αρκετούς όρους που δεν έχω ακούσει ποτέ μου από σημερινούς ανθρώπους αλλά τους ξέρω από ρεμπέτικα, Τσιφόρους κλπ. τεκμήρια της προπολεμικής μαγκιάς, όπως ο Θανάσης, το ντερβισάκι, ή άλλους που και χωρίς να τους έχω συναντήσει σε τέτοιες πηγές πάντως κάνουν μπαμ ότι είναι πολύ παλιοί, όπως το γκιστάνι (γκισδάνι το ήξερα), λέξη που πρέπει να ήταν στάνταρ επί Τουρκοκρατίας αλλά δε θα περίμενα να επιβιώνει το 1987. Κάποιες από αυτές τις λέξεις μπορεί να λέγονται μεν και σήμερα, αλλά επειδή τις ξέρουμε από ρεμπέτικα και άλλες παλιές πηγές. Λίγο εξυπνακίστικα δηλαδή. Σύμφωνα με το γλωσσάρι, τότε λέγονταν ακόμη ως ζωντανή και ανεπιτήδευτη αργκό.

1 «Μου αρέσει»

Εγώ πάντως Mary Chain το ήξερα, μπακ δοουζ ντεηζ.

Mary Jane. Είναι αγγλική απόδοση του ισπανικού ονόματος Marijuana (Μαρία-Ιωάννα).

Μαρουγάνα Προύσας μαύρο, που λένε