Δραμινή λύρα (κεμενές)

Ένα άλλο καταπληκτικό όργανο για το οποίο δεν έχουμε μιλήσει ιδιαίτερα είναι η λύρα της Δράμας. Οι ντόπιοι την ονομάζουν κεμενέ (με έψιλον, όχι κεμανέ σαν την καππαδόκικη).
Πάρτε πρώτα ένα δείγμα και συνεχίζω μετά:

https://youtu.be/Fj_jdCQKAYo

Μορφολογικά δεν έχει καμία ουσιώδη διαφορά από τη θρακιώτικη λύρα. Ίσως οι Θρακιώτες σε σχέση με τους Μακεδόνες κατασκευαστές να έχουν αναπτύξει προτίμηση σε κάποιες λεπτομέρειες που τις κάνουν αλλιώς ετούτοι κι αλλιώς εκείνοι, αλλά στην πράξη οι δύο λύρες μόνο στο κούρδισμα διαφέρουν. Μπορείς να κουρδίσεις μια θρακιώτικη σαν δραμινή και αντιστρόφως.
Το κούρδισμα του κεμενέ της Δράμας, αν υποθέσουμε ότι η πρώτη χορδή είναι Λα, είναι: Λα, Λα (μια οκτάβα κάτω), Μι (μία 5η κάτω από την ψιλή λα και μία 4η πάνω από τη μεσαία). Σε σχέση με το Λα-Ρε-Σολ της θρακιώτικης, η διαφορά είναι θεμελιώδης και δημιουργεί διαφορετικές πραγματικότητες.
Στον κεμενέ η μελωδία παίζεται κυρίως στην ψιλή χορδή (και στη θρακιώτικη επίσης). Όταν όμως φτάνουμε σε νότες πιο κάτω από την ανοιχτή χορδή, τότε πηδάμε τη μεσαία και πάμε κατευθείαν στην τρίτη χορδή. Οι νότες της τρίτης χορδής δεν παίζονται πλαγίως με το νύχι, όπως γίνεται γενικά σ’ όλες τις λύρες, αλλά πατώντας με την ψίχα του δακτύλου τη χορδή στον αέρα. Μια τέτοια τεχνική είναι μοναδική στην Ελλάδα, έχει όμως το ανάλογό της στη βουλγάρικη [i]γκαντούλκα /i, παρόλο που συνολικά πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό τύπο οργάνου, με άλλη λογική κουρδίσματος, συμπαθητικές κλπ.
Παίζοντας σε οποιαδήποτε από τις δύο ακριανές χορδές, το δοξάρι πιάνει και τη μεσαία, η οποία δίνει ένα σταθερό ισοκράτημα στο χαμηλό Λα. Αυτό μας δεσμεύει ότι η τονική θα είναι υποχρεωτικά Λα. Άρα οι αλλαγές τρόπου (δρόμου) γίνονται στην ίδια τονική. Η δραμινή μουσική δεν έχει μεγάλες τροπικές αλλαγές βέβαια. Οι δύο βασικότεροι τρόποι όμως, το ας πούμε Ουσάκ και το ας πούμε Ραστ, υπάρχουν. Παίζονται όμως και τα δύο από Λα, αλλάζοντας το ύψος των υπόλοιπων νοτών (κυρίως της 3ης), ενώ στη θρακιώτικη θα παίζονταν με τις ίδιες νότες μεταφέροντας την τονική από το Λα στο Σολ. Το τελικό εφέ της αλλαγής τρόπου είναι τελείως διαφορετικό στις δύο περιπτώσεις.

Πρόκειται για τοπικό όργανο τεσσάρων συγκεκριμένων χωριών: Μοναστηρακιού, Πετρούσας, Πύργων και Ξηροποτάμου Δράμας. Συνοδεύεται από νταχαρέ, και συχνά παίζονται πολλές λύρες μαζί με πολλούς νταχαρέδες, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα υποβλητικό άκουσμα.

Δισκογραφία: εκτός από σκόρπια κομμάτια σε διάφορους «γενικά μακεδονικούς» δίσκους, υπάρχουν τρεις εκδόσεις αφιερωμένες ειδικά σ’ αυτή την παράδοση:
Μουσικοί θησαυροί της Δράμας
Μακεδονικά παραδοσιακά
και Κάλεσμα, ένθετος δίσκος στο τ. 11 του περιοδικού Χορεύω.

Βιντεάκια:
Πύργοι
Μοναστηράκι
Πετρούσα
Ξηροπόταμος

https://docplayer.gr/200616039-Repertoire-and-techniques-of-drama-s-lyre.html

Παπουτσής, Αλέξανδρος, Ρεπερτόριο και τεχνικές της δραμινής λύρας (Πτυχιακή εργασία), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Σχολή Μουσικών σπουδών, τμήμα Μουσικών σπουδών, Άρτα 2020.

Εξαιρετική εργασία. Ο τίτλος είναι υπερβολικά σεμνός: στην πραγματικότητα μαθαίνουμε πολύ περισσότερα από απλώς ρεπερτόριο και τεχνικές, μαθαίνουμε για τη ζωή της λύρας και τον ρόλο της μέσα στις κοινότητες που την καλλιεργούν (πρόκειται για τέσσερα συγκεκριμένα χωριά της Δράμας).

Ο συντάκτης είναι ενεργός λυράρης σ’ ένα από αυτά τα χωριά. Ήξερε λοιπόν τη λύρα από το χωριό του, τη μεθοδολογία της επιστήμης του φαίνεται να την έμαθε πολύ καλά στη σχολή (το πρώην ΤΕΙ Άρτας), από το χωριό θα ήξερε υποθέτω και τους πληροφορητές του -έστω κάποιους- καθώς και τον κώδικα με τον οποίο θα μπορούσε να τους προσεγγίσει αποτελεσματικά, αλλά και όλο το πλαίσιο (κοινωνικό, εθιμικό κλπ.) όπου εγγράφεται η λύρα. Έτσι κυκλώνει το θέμα του και το διερευνά με ακρίβεια και ευστοχία.

Δυστυχώς απουσιάζει κάθε γλωσσική επιμέλεια, σε βαθμό ώστε η ανάγνωση να γίνεται δύσκολη και κουραστική. Και μία έλλειψη που εντόπισα: στο κεφάλαιο «κατασκευή» δε μαθαίνουμε πώς κατασκευάζεται η λύρα, μόνο τα υλικά. Αλλά και με αυτά τα ελαττώματα, πάλι πρόκειται για εργασία υψηλού επιπέδου.

1 «Μου αρέσει»