Ιστότοπος για τη λύρα

Καλώς σας ήβρα!
Για οποιον ενδιαφέρεται για πληροφορίες σχετικά με την ιστορία, την εξέλιξη και την κατασκευή της λύρας της Κρήτης και του Αιγαίου, μπορεί να επισκεπτεί τον ιστότοπο www.cretanlyra.gr. δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως (σε ότι αφορά κυρίως το σχετικό forum) αλλά δουλεύει! Σχόλια και παρατηρήσεις καλοδεχούμενα!

Ενδιαφέρουσα δουλειά. Ο ιστότοπος είναι καλοστημένος και τα κείμενα είναι γραμμένα από κάποιον που ξέρει να γράφει (κάτι όχι και τόσο αυτονόητο, δυστυχώς, στο ίντερνετ).

Ωστόσο διαπιστώνω μια σημαντική αντινομία: ενώ υπάρχουν πληροφορίες ιστορικές, οργανολογικές, μουσικολογικές κλπ., πρόκειται στην ουσία για μια δουλειά που αφορά την οργανοποιία. Η κατασκευή μιας λύρας δεν απαιτεί όλες αυτές τις θεωρητικές γνώσεις, ενώ αντίθετα οι ίδιες οι θεωρητικές γνώσεις, για να στέκουν ως μελέτη, απαιτούν πολύ περισσότερα απ’ όσα βλέπω εδώ και στο ξεφύλλισμα του βιβλίου.
Το οργανοποιητικό μέρος δεν είμαι σε θέση να το κρίνω.
Το θεωρητικό έχει ελάχιστα σημεία που να μην έχουν ήδη προβληθεί, και αρκετές ελλείψεις. Ενδεικτικά:

  1. Η επαφή με τα τουρκικά μουσικά πράγματα είναι εντελώς επιφανειακή. Αφενός, δεν είναι ακριβές ότι η λύρα δεν παίχτηκε στην Τουρκία ως λαϊκό όργανο, αφού λύρες διαφορετικές από την πολίτικη, πλησιέστερες προς τις δικές μας λαϊκές λύρες (Θράκης, 12νήσων) παίζονται και σήμερα σε διάφορες περιοχές της χώρας σε καθαρά λαϊκά -όχι φολκλορικά ή αναβιωτικά- συμφραζόμενα. Αλλά πέρα από αυτό, η παρανάγνωση του ονόματος Cemil (Τζεμίλ) σε Σεμίλ προδίδει ότι ένα πρόσωπο τόσο κομβικής σημασίας για την εξέλιξη των μουσικών πραγμάτων όσο ο Ταμπουρί Τζεμίλ Μπέης, οι συγγραφείς δεν το έχουν καν ακουστά. Άρα δεν έχουν έρθει σε επαφή με έναν ολόκληρο κόσμο, τον οθωμανικό - τουρκικό, που η σχέση του με τον μελετώμενο -τον ελληνικό- είναι τόσο στενή. Λες και οι Κρητικοί, 12νήσιοι και Θρακιώτες λυράρηδες ζούσαν κάπου χώρια.

  2. Στην Ελλάδα υπάρχουν κι άλλες λύρες εκτός από αυτές που αναφέρονται. Η μακεδονική αχλαδόσχημη λύρα της Δράμας, τόσο με τις διαφορές της όσο και με τις ομοιότητές της με τις υπόλοιπες, αποτελεί κομβικό στοιχείο του παζλ και έχει αγνοηθεί. Και άλλα είδη και παραλλαγές έχουν χαθεί μέσα στις πρόσφατες δεκαετίες αλλά πρόλαβαν να ηχογραφηθούν ή να βιντεοσκοπηθούν (λύρα Σαντορίνης, Ευβοίας, αχλαδόσχημη λύρα Πόντου κ.ά.), και έχουν κι αυτές από κάτι να μας πουν η καθεμία.

  3. Διακρίνω έναν υφέρποντα ελληνοκεντρισμό. Η αρχαία ελληνική λύρα είθισται από αρκετά παλιά να συνδέεται με τη σημερινή για λόγους εθνικής συνέχειας και υπερηφάνειας. Εδώ οι συγγραφείς γνωρίζουν, και σημειώνουν στο τέλος της σχετικής σελίδας, ότι η αρχαία ελληνική λύρα και η σημερινή δεν έχουν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους. Ε τότε γιατί υπάχει το κεφάλαιο; Ο άλλος διαβάζει τον τίτλο “Η λύρα ως νυκτό όργανο” και, αν δεν είναι ειδικός, πολύ πιο εύκολα κάνει τη νοερή σύνδεση με τις αστήρικτες βλακείες που έχουν γράψει παλιότεροι συγγραφείς παρά τη ρήξη με αυτές, που κρύβεται διακριτικά σε μία μόνο πρόταση στο τέλος.

  4. Άλλο στοιχείο εθνοκεντρισμού: στην Κροατία παίζεται ένα όργανο, η λιγεριτσα (με -τσ- και όχι με -κ- -γενικά μη θεωρείται αυτονόητο ότι επειδή ξέρουμε αγγλικά ή γαλλικά μπορούμε να διαβάσουμε κάθε λατινική γραφή χωρίς να ψάξουμε το πώς) που ταυτίζεται πλήρως -πολύ περισσότερο απ’ όσο η κατωιταλιώτικη- με τη θρακιώτικη λύρα, είναι δηλαδή άλλο ένα “ζωντανό απολίθωμα”. Όμως ενώ η κροάτικη λύρα προσπερνιέται μέσα σε λίγες γραμμές, επιλέγεται η προβολή ενός οργάνου που παίζεται από ελληνόφωνους. Το γεγονός ότι μερικές καλαβρέζικες λύρες διαφέρουν από τον γενικό αχλαδόσχημο τύπο στο σχήμα και την εμφάνιση περισσότερο απ’ ό,τι κάθε άλλη λύρα, ενώ η κροάτικη αντίθετα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ομοιότητα, θα μπορούσε να φωτίσει ορισμένες πλευρές του συνολικού θέματος αλλά παρασιωπάται. Επίσης αχλαδόσχημες λύρες (πιο απομακρυσμένες ομολογουμένως από τις δικές μας αλλά με μια ισχυρή παρά ταύτα πιθανότητα συγγένειας που δεν μπορεί να αποκλειστεί χωρίς σοβαρή εξέταση) υπάρχουν μέχρι την Ισπανία. Ακόμη, όταν λέμε “μάλλον η λύρα εμφανίζεται γύρω στον 10ο αιώνα”, είναι σημαντικό ότι τα μόνα πραγματικά όργανα που είναι γνωστό να σώζονται από εκείνη την εποχή είναι κάποια δείγματα του ρώσικου γκουντόκ (λύρας).

  5. Γενικά η έρευνα των πηγών είναι επιφανειακή. Μόνο για τις ελληνικές λύρες έχω προχείρως υπόψη μου 3-4 τίτλους που λείπουν από τη βιβλιογραφία, οι οποίοι φωτίζουν σημαντικά το όλο ζήτημα καθώς συνδυάζουν την ιστορική-αρχειακή έρευνα με τη ζωντανή μουσική πραγματικότητα: Λιάβας (διατριβή για την κρητική και 12νησιακή λύρα), Μπο-Μποβύ (μελέτη και ανάλυση μιας παλαιινής καρπάθικης λύρας και προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων για παλαιότερες μορφές της κρητικής), Σαρρής (διάφορα μικρά μελετήματα για τη σχέση ανάμεσα στη μορφολογία, την τεχνική και το ρεπερτόριο διάφορων τύπων αιγαιοπελαγίτικης λύρας που υπάρχουν ταυτόχρονα ενώ αντιπροσωπεύουν διαφορετικά χρονικά στάδια εξέλιξης). Ακόμη η δισκογραφία, το διαδίκτυο και ακόμα και η τηλεόραση (για να μην πω τα επιτόπια ταξίδια) προσφέρουν ωκεανούς πληροφοριών για τα διάφορα είδη εξωκρητικών ελληνικών λυρών, και αν είχαν αξιοποιηθεί θα αποφεύγονταν ανακρίβειες όπως αυτή για το κασιώτικο κούρδισμα. Μιλάμε για μουσική, έτσι; Καλά τα βιβλία, καλή και χρήσιμη η αποτύπωση και μέτρηση παλιών οργάνων, αλλά άμα δεν ακούσεις με τα αφτιά σου τον Καρπάθιο, τον Κασιώτη, το Χαρκήτη, τον Καριώτη, τον Λημνιό, τον Δραμινό, τον Καρυστινό, τον Κωστελή πρόσφυγα, τι γνώμη μπορείς να σχηματίσεις; Ειδικά μάλιστα στα δύο πρώτα νησιά ο τόπος κυριολεκτικά βράζει από λύρες και λυράρηδες.

  6. Έχει επίσης παραβλεφθεί το ζήτημα του συσχετισμού ανάμεσα στην κατασκευή και το ρεπερτόριο του οργάνου. Εδώ ιδιαίτερη σημασία έχει το κούρδισμα: αλλάζοντας το κούρδισμα, ιδιαίτερα μάλιστα αλλάζοντας από Λα4-Ρε4-Σολ4 (12νησα, Εύβοια, Θράκη, Κροατία, Κ. Ιταλία, και ίσως Κρήτη παλιότερα) σε Λα4=Ρε4-Σολ3 (Κρήτη σήμερα) αλλάζεις άρδην το μουσικό τοπίο. Εντελώς άλλα παίζει το κάθε κούρδισμα. Τι είναι αυτά τα άλλα; Παλιότερα; Νεότερα; Ντόπια; Επείσακτα; Υπήρξε εξέλιξη προς τα μπρος, προς τη τελειοποίηση, ή προς τα πίσω, προς την απλούστευση; Αν οι πιο παλαιινές από τις παιζόμενες σήμερα λύρες είναι οι μουσικά απλούστερες, τι μας λέει το γεγονός ότι ακόμα παλιότερες λύρες, που σώζονται αλλά δεν ξέρουμε πώς παίζονταν, είναι πιο πολύπλοκες; Ποια η σχέση με άλλα όργανα; Γίνεται μια μνεία στη σχέση με το βιολί αλλά χωρίς επέκταση. Η σχέση με την τσαμπούνα, ένα όργανο που ταυτίζεται με το ρεπερτόριό του (γιατί έχει πολύ αυστηρούς μελωδικούς περιορισμούς), αποτελεί κοινό τόπο στη σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία της λύρας, να όμως που ό,τι θεωρούσαμε ως εδραιωμένες γνωστικές κατακτήσεις έρχονται οι 4χορδες, 5χορδες, 6χορδες λύρες περασμένων αιώνων να το αμφισβητήσουν. Πού είναι όλα αυτά;

Εδώ εντοπίζω τη σημαντικότερη έλλειψη: υπάρχει μία κρατούσα άποψη, και αυτή εδώ η μελέτη φέρνει στο φως στοιχεία που θα μπορούσαν να τη θέσουν υπό επανεξέταση -στοιχεία που πιθανώς οι παλιότεροι και μέχρι τώρα συγγραφείς δεν διέθεταν- κι όμως τα αφήνει αναξιοποίητα. (Η κρατούσα άποψη είναι ότι η λύρα στις παλιότερες μορφές της είναι ένα όργανο με μελωδικούς περιορισμούς, τους ίδιους που έχουν τα παλαιά πνευστά και τα τραγούδια των ίδιων περιοχών, και ότι κάθε μορφή λύρας με μεγαλύτερες μελωδικές δυνατότητες είναι εξέλιξη αυτής της παλιάς μορφής λύρας. Ότι πρότυπο της παλιάς λύρας είναι τα παλιά πνευστά, και της νεότερης το βιολί. Τα νέα στοιχεία είναι οι πολύχορδες παλιές λύρες.)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ζητώ συγγνώμη για την αυστηρότητά μου. Όμως το θεωρητικό (ιστορικό, οργανολογικό κλπ.) μέρος είναι ανεπαρκές. Από τη στιγμή που επεκτείνεται πιο πέρα από το επίπεδο μιας απλής εισαγωγής στο οργανοποιητικό μέρος, θα έπρεπε να βρίσκεται σε στενότερη επαφή με τη σύγχρονη επιστημονική και μουσική πραγματικότητα. Και αισθάνομαι την ανάγκη να διευκρινίσω ότι, παρ’ όλες τις παραπάνω επισημάνσεις, δεν το βγάζω άχρηστο. Ελλείψεις υπάρχουν, αλλά τα όσα ήδη υπάρχουν είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία σωστά.

Αγαπητέ pepe
Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας σε ότι αφορά στο οργανολογικό – μουσικολογικό περιεχόμενο του ιστότοπου «Η λύρα της Κρήτης και του Αιγαίου». Δεν τα βρίσκω καθόλου «αυστηρά» αλλά άκρως εποικοδομητικά! Πρέπει να σας δηλώσω ότι είμαι πολύ χαρούμενος που μπορώ να έχω και να ανταλλάσσω σχόλια και παρατηρήσεις με ανθρώπους που όπως φαίνεται έχουν γνώση στο θέμα και διάθεση για συζήτηση.

Ορισμένα γενικά κατʼ αρχήν, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε.

  1. Εγώ είμαι «κατά κόσμον» ηφαιστειολόγος ερευνητής, ενεργός 30 χρόνια. Από μουσικολογία δεν γνωρίζω σχεδόν τίποτα. Με την οργανολογία ήρθα σε επαφή μέσω της μελέτης της σύγχρονης λύρας της Κρήτης και όλων των παλαιότερων μουσικών οργάνων που κατάφερα να μελετήσω τα τελευταία 12 χρόνια, πάντα με στόχο την κατασκευή! Το περιεχόμενο του ιστότοπου, και πολύ εκτενέστερα στο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, είναι κυρίως στοιχεία που αφορούν στην ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ της λύρας, τόσο ως διαδικασία όσο και ως ακουστική, υλικά, εργαλεία, κ.λ.π.
    Γράφοντας όμως για την κατασκευή, και κυρίως μελετώντας τα παλαιά όργανα, άρχισα να ενδιαφέρομαι και να ψάχνω και το ιστορικό μέρος, τόσο για την καταγωγή της λύρας όσο και για την εξέλιξή της. Ότι κατάφερα να συλλέξω και να συνθέσω βρίσκεται στο κεφάλαιο της Ιστορικής αναδρομής, που κυρίως αναφέρεστε.
  2. Επειδή αισθάνομαι ιδιαίτερα αδύναμος σε αυτό τον τομέα (που νομίζω από μουσικολογία δεν περιέχει σχεδόν τίποτα), προσπάθησα, μετά την ολοκλήρωση του αντίστοιχου κεφαλαίου του βιβλίου, να προσφύγω σε ανθρώπους που είναι κατοχυρωμένοι στο χώρο και θα μπορούσαν να με βοηθήσουν να διορθώσω ή βελτιώσω το περιεχόμενό του. Εις μάτην!! Δεν θέλω να αναφέρω όλα τα ονόματα (τα περισσότερα γνωστά σε όλους μας) των σχετικών μελετητών, μουσικών, μουσικολόγων, εθνομουσικολόγων, κ.α. συναφών ερευνητών, στους οποίους απευθύνθηκα με mail για συνδρομή. Ο μόνος (εκτός των φίλων μου Φρονιμόπουλου, Κουκουρίγκων, και Νεκτάριου Παπαδογιάννη από τα ΤΕΙ Ρεθύμνου) που ανταποκρίθηκε άμεσα και συνέβαλε και καθοριστικά σε μια αναθεώρηση του ιστορικού τμήματος και γενικότερα της δομής του βιβλίου, ήταν ο καθ. Στέλιος Ψαρουδάκης, αυτός που έχει μελετήσει την αρχαία νυκτή ελληνική λύρα. Από τους υπόλοιπους ακόμη περιμένω!!
    Υπό αυτό το οπτικό πρίσμα μου είναι πολύτιμο κάθε σχόλιο και κάθε παρατήρηση στον τομέα αυτό, αλλά και γενικότερα. Αν είστε διατεθειμένοι να συμβάλετε, μπορώ να στείλω σε ένα Mail που θα μου κοινοποιήσετε ένα αντίγραφο του βιβλίου σε αρχείο pdf, για να έχω τα πλήρη σχόλιά σας.

Σε ότι αφορά στα συγκεκριμένα σχόλια:

  1. Ορισμένα από αυτά προκύπτουν λόγω του σύντομου κειμένου που έχει καταχωρηθεί στον ιστότοπο, σε σχέση με το αρχικό του βιβλίου.[/li][li]Η επαφή μου με τα τουρκικά μουσικά πράγματα πράγματι είναι ελάχιστη. Να σημειώσω όμως ότι δεν αναφέρομαι στη χρήση της τρίχορδης αχλαδόσχημης λύρας σήμερα ως λαϊκό όργανο, όπου προφανώς αναμένεται όσμωση και διάχυση στον κοινό χώρο, αλλά στην ιστορική παρουσία της στην Τουρκία, όπως διαπιστώνεται από τον κορυφαίο τούρκο εθνομουσικολόγο Bulent Aksoy (στο βιβλίο υπάρχει εκτενής αναφορά).[/li][li]Για τις άλλες λύρες της Στερεάς Ελλάδας υπάρχουν πράγματι ελάχιστα στοιχεία και χρειάζεται εκτενής μελέτη, η οποία όμως υπερβαίνει τους δικούς μου στόχους και δυνατότητες. Νομίζω πως μερικά διδακτορικά στο θέμα θα μας φώτιζαν καλύτερα. Να σημειώσω όμως και εδώ, ότι π.χ. σε ότι αφορά στη λύρα της Δράμας, προσωπικά δεν κατάφερα να βρω κάποια στοιχειοθετημένη διαφορά με τη λύρα της Θράκης, των Αναστενάρηδων. Αν υπάρχει κάτι γνωστό θα ήμουν ευτυχής να το γνωρίζω. Στη Σαντορίνη διασώζεται μια λύρα του 1864, που είναι ταυτόσημη με τη βυζαντινή λύρα (βρίσκεται στα χέρια του Γιάννη του Πανταζή). Επίσης ότι είδα στο Αιγαίο (καθώς περιδιαβαίνω το χώρο ως ερευνητής ηφαιστειολόγος 30 χρόνια) και ότι βρήκα δημοσιευμένο (βλέπε π.χ. την εργασία του Γιαννόπουλου για τη λύρα της Ικαρίας) ενισχύει και στηρίζει ότι έγραψα. Για τη (τις) λύρα του Πόντου, απλά δεν ξέρω τίποτα.[/li][li]Ελληνοκεντρισμός δεν υπάρχει πουθενά, ούτε υφέρποντας ούτε εμφανής!!. Η αρχαία ελληνική λύρα αναφέρεται, με τον τίτλο “Η λύρα ως νυκτό όργανο” απλά και μόνο για να τεκμηριώσει αυτό που ακριβώς τονίζεται και εσείς. Ότι απλά δεν έχει –πέραν του ονόματος– καμία σχέση με το βυζαντινό τοξωτό. Η αναφορά στη Κροατική λύρα (την οποία επίσης γνωρίζω μεσω … διαδικτύου), δεν είναι δική μου αλλά διεθνών εθνομουσικολόγων, και για αυτό τη χρησιμοποίησα. Το “μάλλον η λύρα εμφανίζεται γύρω στον 10ο αιώνα”, δεν είναι βέβαια δικό μου, αλά των Σακς, Μπάχμαν κ.α., και αναφέρεται ρητά (ίσως όχι στον ιστότοπο αλλά στο βιβλίο) ότι η παλαιότερη βυζαντινή λύρα που σώζεται, ηλικίας 1190 ετών, είναι από τις ανασκαφές του Νόβγκοροντ, πόλη που βρίσκεται πάνω στο δρόμο των Βαράγγων (οι Ρώσοι και οι Σκανδιναβοί για τους βυζαντινούς).[/li][li]Η έρευνα των πηγών δεν είναι καθόλου επιφανειακή! Δεν αποκλείεται να μου ξεφεύγουν κάποιοι τίτλοι, και ελπίζω αυτούς να μου τους θέσετε υπόψη, όμως προσπάθησα να βρω ότι ήταν διαθέσιμο και δημοσιευμένο. Η δουλεία του Λιάβα βεβαίως και είναι σε γνώση μου, αν και αδημοσίευτη (κατάφερα να τη βρω στο Ίδρυμα Μερλιέ). Τις εργασίες του Σαρρή δεν τις έχω, ο Μπο-Μποβύ μελετάται τώρα και ελπίζω να έχω πρόσθετα χρήσιμα στοιχεία. Να υπενθυμίσω ότι δεν κάνω – ούτε μπορώ να κάνω – οποιαδήποτε μουσικολογική αναφορά! Το κασιώτικο κούρδισμα αναφέρεται σε δημοσιευμένο βιβλίο, γιʼ αυτό χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στοιχείο, μαζί με την πηγή προέλευσής του! Τα ακούσματά μου τόσο από την Κρήτη (που έφυγα 17 ετών) όσο και από όλο το Αιγαίο ως σήμερα, μου επιτρέπουν να γνωρίζω εκτός από του Κρητικούς, τον Καρπάθιο, τον Κασιώτη, το Χαρκήτη, τον Καριώτη, τον Λημνιό, τον Νισύρικο, το Συμιακό, κ.α. πολλούς, αλλά αυτό δεν με χρήζει μουσικολόγο, και δεν θα τολμούσα να κάνω οποιοδήποτε μουσικολογικό σχόλιο! Οποιοδήποτε μουσικολογικό σχόλιο από ειδήμονες ερευνητές σε σχέση με την εξέλιξη του οργάνου θα ήταν καλοδεχούμενο.
    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ευχαριστώ ξανά για τα σχόλια. Ελπίζω να με βοηθήσετε να γίνει και ο ιστότοπος και το βιβλίο καλύτερα!! Περιμένω νέα σας.

Μα εμείς γνωριζόμαστε! Έχουμε πιει ένα καφέ εσύ, εγώ, ο Γιάννης και η λύρα, στη Σαντορίνη!

Λοιπόν, ένα-ένα:

  1. Ενεργός ηφαιστειολόγος: Κατανοητό. Οι μη ειδικοί μερακλήδες έχουν κι αυτοί δικαίωμα λόγου, και κατά περίπτωση μπορεί να βγάλουν και καλύτερους λαγούς από τους ειδικούς. Υπάρχει όμως η δύσκολη ισορροπία, να γράψουμε μέχρι εκεί που είμαστε σίγουροι για όσα λέμε και χωρίς να αφήνουμε ανοιχτά ζητήματα που θα κάνουν την εργασία να φαίνεται λειψή. Εδώ το ιστορικό - οργανολογικό μέροα είναι λίγο περισσότερο από απλή εισαγωγή στο οργανοποιητικό, εκεί χαλάει λίγο η ισορροπία…

  2. Ακόμα περιμένεις: Κατανοητό κι αυτό, τι να πω, δεν υπάρχει κάτι να πω!


Ξανά 1 και ξανά 2: Ουδέν σχόλιο.

  1. Άλλες λύρες: βλ. εδώ Λύρα Δράμας - Λύρα Θράκης. Όντως διαφορετικό όργανο δεν είναι, αλλά η διαφορά στο κούρδισμα και την τεχνική έχει ενδιαφέρον. Η θρακιώτικη είναι ακριβώς η ίδια με του Πανταζή, με τις παλιές καρυστινές, κοντινή με τις 12νησιακές, άρα τελικά φέρνει και προς την κρητική, ενώ η δραμινή είναι ο κρίκος που μας συνδέει με τη βουλγάρικη γκαντούλκα, που από μόνη της φαντάζει εντελώς διαφορετική από τις υπόλοιπες.

  2. Ελληνοκεντρισμός: οκ, αφού το λες το δέχομαι. Αλλά και πάλι η αρχαία νυκτή λύρα δεν έχει σχέση. Είναι σαν τον Τοτό που όλη τη χρονιά είχε διαβάσει μόνο μια φορά Φυσική Ιστορία, το σκουλήκι, και όποτε τον εξέταζε η δασκάλα σε οποιοδήποτε κεφάλαιο αυτός το γύρναγε στο σκουλήκι!
    10ος αιώνας - Νόβγκοροντ: Ακριβώς αυτό είχα κι εγώ υπόψη μου.

  3. Ακούγοντας δίσκους φυσικά δε γινεσαι μουσικολόγος. Εξοικειώνεσαι όμως με το αντικείμενό σου. Τα κουρδίσματα εγχόρδων είναι ένα θέμα όπου ακόμη και μεταξύ πολύ σοβαρών συγγραφέων βρίσκουμε λάθη. Δεν ξέρω γιατί, πιθανώς επειδή είναι γι’ αυτούς μόνο μια πληροφορία, ασύνδετη με τη ζωντανή πραγματικότητα (όταν πετύχεις συγγραφέα που να έχει παίξει το όργανο για το οποίο μιλάει, η διαφορά είναι εμφανέστατη) και άρα εύκολη να την ξεχάσουν ή να την μπερδέψουν. Λοιπόν, κασιώτικες λύρες σε ηχογραφήσεις υπάρχουν άφθονες. Δεν είναι κουρδισμένες όμως στο Μι, τι να κάνουμε! Το έγραψε κάποιος επειδή μπερδεύτηκε. Οι μουσικολόγοι δεν είναι ιερά τέρατα, κάνουν κι αυτοί λάθη. Αν τα εντοπίσεις επιτρέπεται να τα επισημάνεις.

Να σου πω κάτι; Εσύ λες “δεν είμαι μουσικολόγος”. Κι εγώ που παριστάνω τον μουσικολόγο, έχω διαβάσει διάφορα, αλλά τίποτε δε μου φάνηκε πιο χρήσιμο και ουσιαστικό από την ίδια τη μουσική. Η μουσική υπάρχει πρωτίστως στο “πεδίο”, και κατά δεύτερο λόγο σε δίσκους και βιντεοσκοπήσεις. Όλα τα λεφτά εκεί είναι. Το παραπάνω που έχει ο μουσικολόγος είναι κάποια μεθοδολογικά εργαλεία διαχείρισης της πληροφορίας, όχι οι ίδιες οι πληροφορίες.

Πόσο μικρός είναι ο κόσμος! Χαίρομαι που τα ξαναλέμε, έστω και χωρίς ασύρτικο.
Το ζήτημα της “μουσικολογικής” και “εθνομουσικολογικής” προσέγγισης είναι τεράστιο. Εγώ, απλά, παρά το ότι μεγάλωσα με το άκουσμα της λύρας και συνεχίζω να ακούω κυρίως λύρα, αισθάνομαι πλήρως ανεπαρκής να “ερμηνεύσω” κουρδίσματα, τρόπους εκτέλεσης, σκοπούς, πατώντας σε στέρεο επιστημονικά τεκμηριωμένο έδαφος. Ως διαίσθηση βέβαια θα μπορούσαμε να μιλάμε χρόνια!
Αυτό που θα ήθελα εγώ από ένα εθνομουσικολόγο, ως καθοριστική βοήθεια π.χ. για την ύπαρξη των τετράχορδων λυρών, θα ήταν αν το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο ορισμένων χώρων (Δωδεκάνησος και Μικρά Ασία;) απαιτεί (;), επιβάλλει(;), συντηρεί(:wink: την ύπαρξη της τετράχορδης ή πεντάχορδης - εξάχορδης αχλαδόσχημης ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Γιατί τη βρίσκουμε στην Κρήτη τον 18ο και τη χάνουμε μετά; Τι σημαίνει εκτελεστικά η τετράχορδη (ουσιαστικά δίχορδη;) έναντι της τρίχορδης; Ιστορικά είναι προφανές ότι λιγότερες χορδές δεν σημαίνει “πρωτόγονο” όργανο, αλλά εδώ τι ισχύει; Από τις δημοσιευμένες μελέτες των γνωστών εθνομουσικολόγων δεν νομίζω ότι υπάρχει σαφής απάντηση, έστω και ως προσανατολισμός. Αν υπάρχει κάποια μελέτη με ολοκληρωμένη προσέγγιση, ή κάποια προσέγγιση θα ήμουν ευτυχής να την έχω.

Τώρα για την επανάληψη των δύο μικρών παρατηρήσεων:

  1. Το κούρδισμα της Κασιώτικης λύρας: και εγώ ότι έχω ακούσει από κασιώτικη λύρα (όχι πολλά!) μου δίνει την αίσθηση ίδιου κουρδίσματος με την καρπάθικη. Ανέφερα όμως το συγκεκριμένο κούρδισμα γιατί το δημοσιεύει ο Σκουλίος, ο οποίος είναι και κατασκευαστής από ότι δηλώνει, και στο βιβλίο του (Κασίων μούσα) δίνει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κατασκευή της κασιώτικης λύρας παλαιότερα. Είναι π.χ. πολύ ενδιαφέρον το τμήμα που περιγράφει πως έβρισκαν τη θέση για τον καβαλάρη και τα μάτια, αναζητώντας προφανώς το ακουστικό κέντρο του οργάνου. Την ίδια διαδικασία μου την έχουν διηγηθεί και στην Κρήτη και στη Νίσυρο.
  2. Για τη νυκτή αρχαία λύρα: Νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχει ο κάθε ενδιαφερόμενος πολύ καθαρό στο μυαλό του ότι δεν υπάρχει καμιά άμεση οργανολογική σχέση μεταξύ λύρας (αρχαίας) και λύρας (βυζαντινής). Για να τεκμηριωθεί αυτό χρειάζεται να γνωρίζει τα στοιχειώδη για την αρχαία λύρα. Η αναφορά μου σε αυτό αποσκοπεί. Υπάρχει όμως ακόμη άλλη μία διάσταση, που έχει και ιστορικό-πολιτιστικό ενδιαφέρον: γιατί οι βυζαντινοί βαφτίζουν λύρα το αχλαδόσχημο νυκτό χορδόφωνο που τον 10ο αιώνα μετατρέπουν σε τοξωτό; Είναι μόνο γιατί “λύρα” γενικά σημαίνει νυκτό έγχορδό; Μήπως οι βυζαντινοί, στο απόγειο της ανάπτυξής τους, αναζητούν και λίγη από την “αίγλη” του “αρχαιοελληνικού” πολιτισμού; Ο γυμνός νεαρός που παίζει τη βυζαντινή αχλαδόσχημη λύρας, στη γνωστή παλαιότερη απεικόνισή της σε κωσταντινοπολίτικη κασσετίνα του 10ου ή 11ου αιώνα, βρίσκεται πλάι - πλάι με ένα άλλο νεαρό που παίζει αρχαία ελληνική λύρα. Αρχαία ελληνική λύρα δεν φαίνεται να υπάρχει τότε σε χρήση στο Βυζάντιο, από καμιά πηγή γραπτή ή εικονογραφική! Τυχαίο;