Μάλιστα. Ωραία το κάνατε φραγκοδίφραγκα. Πράγματι, χωρίς τα τσακίσματα βγαίνει ένα τυπικό πολύστιχο ανομοιοκατάληκτο που διατηρεί την πληροφορία αν και κάπως απότομα. Ο δε δεκαπεντασύλλαβος αποκαθίσταται αφαιρώντας μια συλλαβούλα από το δεύτερο ημιστίχιο. Βέβαια, υπάρχουν και στιχάκια από το ίδιο τραγούδι, που αν αφαιρέσεις τα τσακίσματα δεν βγαίνει νόημα: Και τις γειτόνισσες ρωτώ που είνʼ η νέα πʼ αγαπώ, μέσα είναι και κοιμάται και εσένα συλλογάται.
Τέλος πάντων, λεπτομέρειες…
Στη Σίφνο αυτά λέγονται «ξίκωλα» και συνήθως είναι αποτέλεσμα ανικανότητας του στιχουργού. Γενικά, προκαλείται ξενέρωμα στους υπόλοιπους αλλά πολλές φορές επέρχεται ευθυμία. Μερικοί δε, είναι τόσο επιρρεπείς σε «ξίκωλα» που οι υπόλοιποι τους τσιγκλάνε επίτηδες να «ποιήσουν» για το χαβαλέ.
Αυτό είναι γεγονός. Θα μπορούσε κανείς να αντιπαρέλθει αυτή την παρατήρηση λέγοντας «νεότερες προσθήκες» (με άλλα λόγια: απορία ψάλτου βηξ). Κι όμως, νομίζω ότι εν προκειμένω μπορεί να υποστηριχτεί αυτή η άποψη κάπως βάσιμα:
Το τραγούδι είναι αρκετά παλιό. Ίσως όχι αιώνων, αλλά πάντως όχι και χτεσινό. Αυτό υποστηρίζεται από τη διαπίστωση ότι σε διαφορετικές περιοχές τραγουδιέται σε διαφορετικές τοπικές μελωδίες, πάντα όμως διατηρώντας την ίδια χαρακτηριστική στιχουργική δομή. Άρα, πρέπει να είχαν περάσει γενιές ολόκληρες που τραγουδιόταν μ’ αυτά τα λόγια. Όταν λοιπόν κάποιος αποφάσισε να συνεχίσει την ιστορία, ήταν εκ των προτέρων δεσμευμένος (και από τη μουσική) να ακολουθήσει την ίδια στιχουργική δομή. Δε θα ήταν όμως τόσο απλό να βγάλει καινούργιους στίχους που οι μισοί θα ήταν καθαυτού στίχοι και οι άλλοι μισοί τσακίσματα.
Έχω να προσθέσω και το εξής:
Εκτός από τα κάλαντα, έχω υπόψη μου τρία μόνο τραγούδια πανελληνίως σ’ αυτό το ποιητικό μέτρο. Το ένα είναι ο Ψαράς, το άλλο το Ποιος είδε πράσινο δεντρί (ή Μαργελεμένε γεμετζή) και το τρίτο, που δεν το βρίσκω πουθενά στο ΥΤ, «Η αγαπώ μου φώναξε». Και για τα τρία έχω ακούσει κάποια τοπική εκδοχή που να καταλήγει στο ίδιο τέλος: ψάχνω να βρω την αγάπη μου, το δρόμο δεν ηξεύρω, και παίρνω το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι, κλπ., και ρωτώ τις γειτόνισσες κλπ… Προφανώς στο ένα από τα τρία προστέθηκαν κάποιοι έξτρα στίχοι, και ακολούθως ένα μέρος του, από κάπου στη μέση μέχρι και τους έξτρα στίχους, συμφύρθηκε με το καθένα από τα άλλα δύο.
Αυτές πάλι τις μέρες έκανα μια άλλη συμπτωματική ανακάλυψη, όχι ακριβώς ίδια αλλά με κάποιες αναλογίες.
Βρήκα στη «Θυσία του Αβραάμ» του Κορνάρου το δίστιχο:
Ω πολυέλεε Θεέ, δοξάζω τ’ όνομα Σου,
φύλλο δεν πέφτει οκ το δεντρό χωρίς το θέλημά Σου.
Αυτονομημένο και ελαφρώς παραλλαγμένο, το δίστιχο είναι γνωστό απανταχού του Αιγαίου. Συνήθως σήμερα λένε:
Θέ μου μεγαλοδύναμε, μεγάλο τ’ όνομά Σου,
φύλλο δεν πέφτει απ’ το δεντρί χωρίς το θέλημά Σου.
Ακούστε το λ.χ. σε μια ηχογράφηση από τη Φολέγανδρο.
Δεν είμαι ο πρώτος που εντοπίζει ότι το δίστιχο της Θυσίας υπάρχει και ως μαντινάδα. Ο Μπ. Δερμιτζάκης πιθανολογεί ότι το δίστιχο προϋπήρχε και το ενσωμάτωσε ο Κορνάρος στο έργο του. Ομολογουμένως έχει αρκετά πειστική επιχειρηματολογία, αν και θα πίστευα μάλλον το αντίστροφο, καθώς είχα την εντύπωση ότι ίσα ίσα στον Κορνάρο, και γενικά στην Κρητική Αναγέννηση, πρωτοβρίσκουμε ελληνικό στίχο με ομοιοκαταληξία, και ότι άρα η μαντινάδα (λαϊκό αυτόνομο ομοιοκατάληκτο 15σύλλαβο ιαμβικό δίστιχο) από εκεί πηγάζει.
Όπως και να 'χει ο σκοπός μου δεν είναι να ανοίξω ένα φιλολογικό πρόβλημα (που άλλωστε είναι πολύ πιθανόν να έχει προ πολλού ανοίξει και ίσως να έχει λυθεί κιόλας χωρίς να το γνωρίζω), αλλά να επισημάνω ότι ένα δίστιχο, γνωστό τουλάχιστον από το 1696 (πρώτη έκδοση της Θυσίας), τραγουδιέται ακόμη.
Μου δούλεψε με την υπόδειξη του alko101 (merci)
Η θεματολογία του “Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο τ’ όνομά Σου” είναι τέτοια ώστε δεν ταιριάζει να αποδίδεται σε εύθυμους και ντιριντάχτα σκοπούς. Ο σκοπός της Φολεγανδρίτικης εκδοχής είναι σοβαρός και θυμίζει λίγο τον Παραπονιάρη του Φουσταλιέρη. Στη Σίφνο αποδίδεται σε κάποιους συρτούς που επίσης δεν είναι πεταχτοί. Δεν ξέρω σε άλλα μέρη.
Σε άρθρο με τίτλο «Μια Ιδιοτυπία σε Τραγούδια των Κυκλάδων και Δωδεκανήσων» (Επετηρίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών, 1981 τόμος ΚΕ, σελ. 104-121) ο Γ. Αμαργιανάκης καταγράφει μια σειρά από σκοπούς όπου τα δίστιχα αποδίδονται με τέτοιο τρόπο ώστε πριν το τελευταίο ημίστιχο να επαναλαμβάνεται το δεύτερο ημίστιχο του πρώτου στίχου. Σε αυτό, κατά τον Αμαργιανάκη, συνίσταται η «ιδιοτυπία» και το δικαιολογεί και κείνος ότι γίνεται για να τονιστεί η ομοιοκαταληξία. Στο άρθρο, καταγράφεται σε νότες το τραγουδιστικό μέρος των σκοπών όπου και φαίνεται αυτή η «ιδιοτυπία». Οι σκοποί που αναφέρει είναι:
«Βλάχα», Νάξος. Εδώ έχω μπερδευτεί. Ξέρω διάφορους σκοπούς με αυτόν τον τίτλο αλλά κανένας δεν έχει αυτήν την ιδιοτυπία. Αφού δεν ξέρω να διαβάζω νότες δεν μπορώ από το άρθρο να καταλάβω ποιος είναι.
«Απεραθίτικος» Νάξος. Από το δίστιχο που καταγράφει ο Αμαργιανάκης «Όλα τα πάντα αλλάξανε…» μάλλον είναι αυτό (εκτέλεση Ειρήνης Κονιτοπούλου).
«Του δρόμου», Σίφνος.
«Σμυρνέικος», Σίφνος. Στο τραγουδιστικό μέρος, ο σκοπός αυτός μοιάζει κάπως με την Πολίτισσα του Μάρκου.
«Τραγουδιστός του γάμου» Κως. «Τον μπροστινό μας μπρέπει του…».
«Θεραπιανός», Σίφνος. Εδώ από γλέντι με τον μακαρίτη Αντώνη Κόμη (Μουγάδη) στο βιολί και το Γιάννη Τρίχα στο λαούτο. Μοιάζει με το γνωστό τραγούδι «Στον Αρτεμώνα στο Σταυρί» που και αυτό παρουσιάζει την «ιδιοτυπία».
«Τραγουδιστός του γάμου», Κως («Νύφη καμπάνα φραγκικιά…»).
«Το ξύρισμα του γαμπρού» Νίσυρος
«Σι(γ)ανός» Πάτμος. «Ω σιανέ μου ποταμέ και ταπεινή μου βρύση…».
Τα σιφναίικα τα κατέγραψε ο ίδιος ο Αμαργιανάκης το 1976 στο Βαθύ της Σίφνου (του τα παίξανε ο Γ. Ξανθάκης (Κουτσουνάς), βιολί και ο μακαρίτης Αποστ. Νικ. Αβρανάς (Καλιμάκης) λαούτο και τραγουδήσανε ντόπιοι). Τα υπόλοιπα τα βρήκε από καταγραφές άλλων στο αρχείο του Κέντρου.
Άλλος ένας σκοπός από τη Σίφνο που έχει αυτήν την ιδιοτυπία είναι το «Καναράκι».
Το Αμοργιανό προφανώς δεν θα το 'ξερε.
Να σημειώσω μια καθαρά προσωπική μου εμπειρία. Εκτός από τον τονισμό της ομοιοκαταληξίας εξυπητερείται και άλλος ένας στόχος, ιδιαίτερα όταν οι σκοποί αυτοί χρησιμοποιούνται σε γλέντια, για αυτοσχέδια δίστιχα. Η απόδοση ενός δίστιχου σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις κρατάει αρκετά, στολίζεται δε από τσακίσματα. Έτσι μπορεί να χαθεί το νόημα του διστίχου μέχρι την ολοκλήρωσή του. Η επανάληψη του δεύτερου ημίστιχου βοηθά κάπως (ως υπενθύμιση) στο να να μη χαθεί το νήμα. Σε μένα, τουλάχιστον, και σε καταστάσεις σούρας (είτε λέω «ποιητικό», είτε ακούω), δουλεύει…
Μάλλον θα το είχα διαβάσει κάποτε. Δεν έχω συγκεκριμένη ανάμνηση, αλλά δε νομίζω ότι το έβγαλα από το κεφάλι μου: μάλλον κάποια προϋπάρχουσα ερμηνεία απηχώ παρά τη διασταυρώνω.
Δε νομίζω ότι είναι θέμα συγκεκριμένων σκοπών. Όποιος, λόγω τοπικής ή ατομικής συνήθειας, το κάνει αυτό, μπορεί να το κάνει υποθέτω σε κάθε σκοπό.
Για τη Βλάχα ούτε εγώ ξέρω ποιαν μπορεί να εννοεί. Ο Σιανός της Πάτμου είναι αυτός (εδώ σε εκτέλεση χωρίς την εν λόγω επανάληψη). Το έχω ακούσει και στο Πλατανιώτικο νερό της Σάμου.
Εγώ πάλι θα έλεγα το αντίθετο: Όσα παραγεμίσματα και να βάλει κανείς, συνήθως η παρέα παρακολουθεί το νόημα (εκτός βέβαια αν αφαιρεθεί). Επομένως, καθυστερώντας την κατάληξη, στην οποία συνήθως βρίσκεται το κυρίως ζουμί του διστίχου, αυξάνεις την προσμονή, την περιέργεια και την αγωνία τους για το τι θες τελικά να πεις.
Καλά, προσωπικά του καθενός βέβαια είναι αυτά…