ΔΙΣΤΙΧΑ vs ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Έχουμε φτάσει λοιπόν στη διαπίστωση ότι οι περισσότεροι σκοποί δεν είναι παντρεμένοι με συγκεκριμένα δίστιχα, και τανάπαλιν.

Για τα πολύστιχα συμβαίνει κάτι ανάλογο: αφενός, σε κάθε στενή τοπική παράδοση (π.χ. όχι Κρητική, αλλά της τάδε περιοχής της Κρήτης) το κάθε πολύστιχο έχει κατά κανόνα τη μελωδία του, αλλά στην ίδια μελωδία μπορεί να υπάρχουν κι άλλα. Αφετέρου, μεταξύ διαφορετικών περιοχών συναντάμε το ίδιο πολύστιχο με διαφορετικές μελωδίες (και συνήθως και με μικροπαραλλαγές στο στίχο που δεν αλλάζουν όμως την ουσία).

Είναι προφανές ότι για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτό το σύστημα αλλαξοκωλιάς πρέπει να υπάρχει συμβατότητα. Από σύγχρονα τραγούδια δεν μπορούμε να πάρουμε δύο τυχαία και να τραγουδήσουμε το ένα στο σκοπό του άλλου: το πιθανότερο είναι ότι δε θα ταιριάζουν. Με τα παραδοσιακά δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό που συμβαίνει, αντίθετα, είναι το εξής:
α) Οι στίχοι «γράφονται» πάντοτε σε κάποια συγκεκριμένα ποιητικά μετρικά σχήματα. Ως γνωστόν το πιο κλασικό είναι το 15σύλλαβο ιαμβικό. Δεν είναι το μόνο, υπάρχουν και 15σύλλαβα τροχαϊκά, και 7σύλλαβα, 8σύλλαβα, 13σύλλαβα, αλλά γενικώς τα μετρικά σχήματα είναι λίγα. Και κάθε τραγούδι είναι απ’ αρχής έως τέλους σε ένα σταθερό ποιητικό μέτρο, δεν υπάρχουν αλλαγές όπως στην έντεχνη ποίηση ή στα σύγχρονα τραγούδια.
β) Αντίστοιχα οι μελωδίες είναι φτιαγμένες έτσι ώστε στην καθεμία να χωράνε στίχοι ενός συγκεκριμένου μετρικού συστήματος. Ένα κλασικό παιδικό αστειάκι, με το οποίο συνειδητοποιεί κανείς τι σημαίνει αντιστοιχία μελωδίας - ποιητικού μέτρου, είναι να τραγουδάει τον Εθνικό Ύμνο στο σκοπό της Φραγκοσυριανής. Εφόσον και τα δύο είναι 15σύλλαβα τροχαϊκά, οι στίχοι του ενός χωράνε στη μελωδία του άλλου.
Ο πρακτικός μουσικός ή τραγουδιστής, όσο κι αν δεν κάθεται να μετρήσει συλλαβές, έχει ωστόσο πλήρη συναίσθηση της αντιστοιχίας αυτής. Όχι γιατί ο περιθρύλητος «λαός» έχει καμιά ουρανόπεμπτη σοφία ανεξήγητη στα στραβωμένα μάτια του λόγιου, αλλά απλούστατα γιατί είναι πολύ εξοικειωμένος. Ακόμη και σ’ έναν αμανέ, που η μελωδία δεν έχει συγκεκριμένη διάρκεια και που παρεμβάλλονται ένα σωρό «αμάν» και «γιαρέμ», και που ο στίχος κάνει πολλή ώρα να ολοκληρωθεί, ακόμα κι εκεί λοιπόν αν υπάρχει μία συλλαβή παραπάνω ή παρακάτω ο εξοικειωμένος τραγουδιστής το καταλαβαίνει αμέσως.

Θα αντέτεινε κανείς: Μα ήδη ο Χαλεπιανός μανές, που ήταν η αφορμή αυτής της συζήτησης, έχει στίχους σε δύο ποιητικά μέτρα: 15σύλλαβα και 8σύλλαβα. Όχι! Δεν έχει τίποτε τέτοιο. Όταν λέμε «Μ’ αρέσει στην ακρογιαλιά να κάθομαι να κλαίω / σε κάθε κύμα που περνά τον πόνο μου να λέω», αυτό είναι ένα ολοκληρωμένο δίστιχο. Όταν λέμε «Γυαλένιος είσαι μαστραπάς / κι όποιονε δεις τον αγαπάς» είναι ένα άλλο ολοκληρωμένο δίστιχο. Δεν είναι 4 στίχοι που αλλάζουν μετρικό σχήμα, είναι δύο διαφορετικά στιχουργήματα.

Επίσης, καμιά φορά λέμε ότι στο στίχο παρεμβάλλονται διάφορα τσακίσματα, επαναλήψεις κλπ., για να ταιριάξει στη μουσική. Κι εδώ πρέπει να εκφράζεται κανείς με προσοχή. Θεωρώ ότι τα τσακίσματα δεν ανήκουν στο στίχο αλλά στη μελωδία. Αν δοκιμάσουμε, χάριν πειράματος, να τραγουδήσμουμε το δίστιχο «Μ’ αρέσει στην ακρογιαλιά…» στο σκοπό της Συννεφιασμένης Κυριακής, θα πρέπει όταν φτάσουμε στο «που περνά» να το πούμε δυο φορές. Αν το πούμε στο σκοπό του «Όσοι έχουνε πολλά λεφτά», τότε στο «που περνά» θα πρέπει να προσθέσουμε «βρ’ αμάν αμάν». Δεν αλλάζουμε το στίχο για να χωρέσει, γιατί ο στίχος πάντα ο ίδιος μένει. Απλώς μερικές φορές οι λέξεις που συμπληρώνουν τον μελωδικό χρόνο κολλάνε τόσο με το νόημα, ώστε τις θεωρούμε εσφαλμένα ως μέρος του στίχου.
Μ’ αυτή τη λογική είναι λάθος να γράφουμε τους στίχους όπως τραγουδιούνται, με τα αμάν-αμάν και τις επαναλήψεις. Όταν γράφουμε στίχους, π.χ. σε μια συλλογή καταγραφών, πρέπει να γράφουμε τον καθαρό στίχο. Ο πρακτικός αυτή τη μορφή του στίχου έχει στο νου του.

Το ξεκαθάρισμα αυτών των εννοιών έχει μεγάλη σημασία. Αφενός, μπορεί κανείς να μαθαίνει πολύ περισσότερα τραγούδια, όταν η κάθε επιμέρους πληροφορία κατατάσσεται στη σωστή της θέση στο μυαλό του. Αλλιώς αναγκαζόμαστε να τα απομνημονεύουμε. Αφετέρου, υπάρχει η εξής ενδιαφέρουσα εφαρμογή:
Όταν πετύχουμε ένα τραγούδι που οι στίχοι του δεν ανήκουν σε κανένα από τα 6-7 κλασικά μετρικά σχήματα, έχουμε μία ισχυρή ένδειξη ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει: ή δεν είναι παραδοσιακό αλλά προέρχεται από λόγιο ποιητή, ή δεν είναι ελληνικό αλλά προσαρμογή ξένου.
Ένα παράδειγμα είναι ο Ντόκτορ. Είναι γενικώς γνωστό ότι ο Ντόκτορ είναι κοινό κτήμα Ελλήνων και Τούρκων, αλλά δεν είναι σαφές ποιοι το πήραν από ποιους. Κάποιοι διαγράφουν αυτό το ερώτημα με μια μονοκοντυλιά: «τι σημασία έχει, η μουσική είναι μία, οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε…» Ναι, καλά. Απορία ψάλτου βηξ. Το αν οι λαοί έχουν ή δεν έχουν να χωρίσουν είναι θέμα ιστορικό, πολιτικό, φιλοσοφικό. Εδώ μιλάγαμε για μουσική. Ο Ντόκτορ είναι τούρκικο τραγούδι. Οι Έλληνες πήραν μία έτοιμη μελωδία, που δεν ήταν φτιαγμένη για κανένα από τα υπάρχοντα ποιητικά μέτρα της ελληνικής δημώδους ποίησης, και επειδή τους άρεσε και τους συγκινούσε το έκαναν δικό τους. Αλλά για να το τραγουδήσουν χρειάστηκε να στριμώξουν συλλαβές μέσα στο στίχο μ’ ένα τρόπο που δεν έχει ξαναγίνει. Το αποτέλεσμα είναι ένα τραγούδι που (πρώτον) όλοι του οι στίχοι δεν είναι ακριβώς στο ίδιο καλούπι και (δεύτερον) δεν μπορεί να τραγουδηθεί σε καμία άλλη μελωδία, ούτε να χρησιμοποιηθεί ως μελωδία για κανέναν άλλο στίχο. Εξαιρείται λοιπόν από όλες τις γενικεύσεις που είπαμε στην αρχή αυτής της ανάρτησης.
Όποιος γνωρίζει καλά τούρκικα (εγώ δεν ξέρω καθόλου) και επίσης ξέρει ποιοι κανόνες ισχύουν αντίστοιχα για το τούρκικο δημώδες τραγούδι, μπορεί να μας πληροφορήσει αν ο τούρκικος Ντόκτορ είναι πιο κανονικός (δηλαδή λιγότερο εξαίρεση) μέσα στο σύνολο του τούρκικου τραγουδιού απ’ ό,τι ο ελληνικός. Αυτό θα είναι η 100% απόδειξη. Όσα έγραψα μέχρι τώρα δεν είναι απόδειξη, είναι όμως επιστημονικά βάσιμη ένδειξη.
Αντίστοιχες περιπτώσεις έχουμε στον Τσακιτζή, καθώς και σε σλαβομακεδόνικα τραγούδια που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, βουλγάρικα που υπάρχουν ως προσαρμοσμένα δάνεια στο θρακιώτικο ρεπερτόριο κλπ…

Στο Γιουτιουμπ υπάρχει ένας χρήστης, ο «Ρωμέικος», που έχει κάνει εξαιρετική δουλειά παρουσιάζοντας διάφορα τέτοια ελληνοτουρκικά κομμάτια. Δείτε για παράδειγμα:
Αμάν ντόκτορ
Κόνιαλης
Χαρικλάκι

κ.ά.

Είναι τοις πάσι γνωστό ότι δεν ανήκω σε εκείνους που προσπαθούν να “αποδείξουν” ότι τραγούδια κοινά σε δύο λαούς (Έλληνες και Τούρκους π.χ.) δημιουργήθηκαν από Έλληνες και οι άλλοι απλά τα αντέγραψαν, αφού βεβαίως η ευφυία τους δεν συγκρίνεται με τη δική μας. Συχνά λοιπόν “καταφεύγω” στην επισήμανση ότι η καταγωγή ενός τραγουδιού από τον έναν ή τον άλλο λαό έχει δευτερεύουσα σημασία και η πεισματική ενασχόληση με την ανίχνευση της γενετικής καταγωγής δεν έχει κανένα νόημα. Όμως στο συγκεκριμένο, δεν είναι μόνο η ολοφάνερη δυσκολία προσαρμογής στίχου και μελωδίας. Ένα ακόμα στοιχείο που μάλλον με σιγουριά παραπέμπει στους Τούρκους για την πατρότητα του κομματιού, είναι η λέξη κλειδί: Ντόκτορ, όχι γιατρός, τραγουδάει ο λαός στο γύρισμα “αμάν ντοκτορ”, αλλά και “… που ‘ν’ αυτός ο ντόκτορ” παρά τις προσπάθειες της (αμερικάνικης κυρίως) δισκογραφίας να αποδοθεί ως “αχ, γιατρέ μου”. Η πιο συνηθισμένη στα Τουρκικά λέξη για το επάγγελμα αυτό, η λέξη doktor (τα συνώνυμα tabip και hekim είναι πολύ λιγότερο σε χρήση και περισσότερο σε ειδικές περιπτώσεις όπως στρατιωτικός γιατρός, έτσι τουλάχιστον λένε τα λεξικά) παραμένει αμετάφραστη στον ελληνικό στίχο, αφού όλοι οι Μικρασιάτες ήξεραν τι σημαίνει.

Επειδή ούτε και εγώ ξέρω Τούρκικα, κρατάω την απορία που εξέφρασε ο Περικλής για ανάλυση με κάποιον Τούρκο φίλο σε πρώτη ευκαιρία, ευχαριστώντας για την επισήμανση

Πάρα πολύ σωστές οι παρατηρήσεις σας Περικλή και Νίκο. Εδώ στην Πόλη συμμετέχω σε μία χορωδία όπου μου ζήτησαν να μεταφράσω στα τούρκικα τους ελληνικούς στίχους κάποιων κοινών ελληνοτουρκικών τραγουδιών. Οταν λοιπόν με τη γυναίκα μου αρχίσαμε να το κάνουμε, διαπιστώσαμε ότι σε πολλά τραγούδια οι τούρκικοι στίχοι ήταν πιο πλήρεις ενώ οι ελληνικοί ήτανε λίγο “περίεργοι”, με την έννοια ότι ήτανε “ραμμένοι” στον τίτλο. Παράδειγμα το “Σάλα σάλα”.

Στα τούρκικα “Sala sana mendilini” σημαίνει “κούνα το μαντήλι σου” το οποίο στα ελληνικά έγινε “Σαλα σάλα μες τη σάλα…”

Υπάρχει όμως και το αντίθετο φαινόμενο, όπου κάποια τούρκικα τραγούδια έχουνε “παράταιρους στίχους” και που τα αντίστοιχα ελληνικά είναι πιο συγκροτημένα.

Εχουμε δηλαδή κάποιες ενδείξεις για το τι έγινε σε κάποια εποχή, ποιος πήρε από ποιον. Παρολ’ αυτά δεν το θεωρώ καθοριστικό για την προέλευση τους, γιατί δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν υπήρχαν και παλαιότερες εκδόσεις αυτών των μελωδιών με διαφορετικούς στίχους.

Υπάρχει όμως, στους ελληνικούς στίχους, και ο στίχος “κούνα μου το, κούνα μου το, το μαντήλι σου, να φιλήσω την εληά σου και τα χείλη σου. Το “μεσ’ στη σάλα τα μιλήσαμε κλπ.” μάλλον το εκλαμβάνω σαν “σεβασμό” στην αναγνωρισιμότητα του “σάλα σάνα” που δεν θα μπορούσε να λείψει, αφού δεν μπορώ να δεχτώ ότι οι Μικρασιάτες Έλληνες που μάλλον έφτιαξαν τους ελληνικούς στίχους δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει η έκφραση στα τουρκικά.

Υπάρχει και μία καθαρά ελληνική (=πλήρως εξελληνισμένη) εκδοχή του Δόκτωρος: η κρητική. Μέσω σπασμένου τηλεφώνου ο σκοπός και κάποιοι στίχοι έφτασαν στην Κρήτη (μάλλον μέσω Ελλήνων και όχι Τουρκκρητικών, απ’ ότι μοιάζει). Το «αμάν ντόκτορ» έγινε απλώς «αμάν αμάν», το σαμπάχ αναίρεσε την ύφεση κι έγινε διατονικό, οι στίχοι άπλωσαν κάποιες συλλαβές και μάζεψαν άλλες και τελικά έφτασαν να γίνουν τροχαϊκοί 15σύλλαβοι, και στο τέλος έμεινε ένας σκοπός για οποιοδήποτε τροχαϊκό 15σύλλαβο δίστιχο, που τραγουδήθηκε στο πλαίσιο των λεγόμενων Ταμπαχανιώτικων.
Εδώ σε καθαρή (νομίζω) κρητική εκδοχή, με τον Νίκο Ξυλούρη. Αν δε γινόταν λόγος για γιατρούς, δεν πιστεύω να αναγνωριζόταν ότι πρόκειται για τον ίδιο σκοπό.
Εδώ πάντρεμα της κρητικής με τη μικρασιάτικη εκδοχή, ταιριασμένο μάλλον επίτηδες για να δείξει την εξέλιξη, με το Λάμπη Ξ. και τον Ψαραντώνη.

Η κρητική εκδοχή του Ντόκτορ είναι κατά τη γνώμη μου αυθεντικά ελληνική. Ξεφλουδίζοντάς την βρίσκουμε όλη την ιστορία των πόλεων της Κρήτης: επίδραση του μικρασιάτικου ελληνικού τραγουδιού (ο ίδιος ο σκοπός), της αστικής ελαφράς ποίησης της Κωνσταντινούπολης (15σύλλαβο τροχαϊκό), της αγροτοποιμενικής κρητικής ενδοχώρας (της οποίας το βασικό όργανο, η ασκομαντούρα, σφραγίζει τη μουσική του νησιού με την αισθητική των διατονικών κλιμάκων), άμα θέλετε πάμε και πιο πίσω, στο ενετικό δάνειο της ομοιοκαταληξίας. Και όλα αυτά με όχημα έναν μικρασιάτικο τούρκικο σκοπό.
Δε συμφωνώ ότι δεν έχει σημασία η προέλευση. Έχει κατά τη γνώμη μου την εξής σημασία: ότι άλλο να λέμε γενικά «έχουμε πολλά κοινά με τους τούρκους», που κάποιοι το φτάνουνε μέχρι του ακραίου σημείου «οι Έλληνες και οι Τούρκοι τραγουδούσαν αγκαλιασμένοι τα κοινά τους μεράκια γιατί έτσι έχω διαβάσει στη Λωξάντρα», κι άλλο να έχουμε συγκεκριμένα παραδείγματα δανείων που η πορεία τους μάς είναι γνωστή βήμα-βήμα. Βέβαια κι αυτούς που λένε τα περί αγκαλιάς και τραγουδιών τούς καταλαβαίνω: το κάνουν κλοπροαίρετα, από κόντρα στον εθνικισμό. Αλλά ο εθνικισμός δε νικιέται με το ρομαντισμό, νικιέται με τη γνώση.

Είναι όντως ακραίο Περικλή, “ζούσαμε μαζί” το ακούω πάρα πολύ συχνά. “Γλεντούσαμε μαζί” σχεδόν ποτέ, ούτε από Ελληνες ούτε από Τούρκους.

Για την ιστορία να πω ότι η Λωξάντρα ζούσε απόμονωμένη από όλες τις κοινότητες της Πόλης. Τους Κούρδους τους φοβότανε, τους Τούρκους δεν τους χώνευε, με εξαίρεση αυτούς που γνώριζε αναγκαστικά όπως ο γαλατάς και κάτι άλλοι ψιλοέμποροι. Και η ιστορία της Λωξάνδρας είναι χαρακτηριστική για τους περισσότερους Ρωμιούς της Πόλης που ζούσανε μαζί με όλους, αλλά επι της ουσίας ξεχωριστά, ακόμα και από χριστιανούς άλλων μειονοτήτων, όταν αυτό ήταν δυνατό.

Εδώ συμφωνούμε απόλυτα. Θα ήθελα εδώ να προσθέσω κάτι: ο εθνικισμός, σαν γενεσιουργός αιτία προβλημάτων είναι άγνωστος στους καθημερινούς Τούρκους κι Ελληνες και όχι μόνο. Οποτε έχω πετύχει συζητήσεις (κι έχω πετύχει αρκετές) κι από τις δυό μεριές για τα προβλήματα των δύο λαών, πάντα, ο μοναδικος υπαίτιος είναι οι πολιτικοί ή η πολιτική. Και είναι κάτι που μου κάνει πολύ εντύπωση. Λες και ο “εθνικισμός” ανήκει σε ένα λεξιλόγιο που απευθύνεται σε κάποια άλλη κάστα ανθρώπων και δεν έχει μπορέσει ακόμα να κατεβεί στα καφενεία, στην αγορά.

Κάποιες υποθέσεις…

Για να γυρίσω στα τραγούδια, εαν δεχτούμε ότι γενικά σαν λαοί δεν γλεντούσαμε μαζί, πιστεύω ότι η ανταλλαγή τραγουδιών πρέπει να επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια στο αστικό περιβάλλον, όπου οι μουσικοί αλλά και οι ακροατές διαφορετικών εθνοτήτων είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν πιο εύκολα μεταξύ τους μέσα από τις ταβέρνες ή στα meyhane που γλεντούσε ο κόσμος το βράδυ, και που εκεί όντως μπλεκότανε διαφορετικές εθνότητες.

Ειδικά η ανάπτυξη της Σμύρνης σαν εμπορικό κέντρο πρέπει να έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη ανταλλαγή αυτών των τραγουδιών, γιατί σε σχέση με την Πόλη είχε πιο άμεση γεωγραφική σχέση με γεωργικές και κτηνοτροφικές επαρχίες όπου υπήρχαν Ρωμιοί, ΖεΪμπέκες, Γιουρούκοι και άλλες εθνότητες. Ολοι αυτοί, στη Σμύρνη πήγαιναν να πουλήσουν την πραμάτεια τους ή να κάνουν δουλειές, και έφερναν μαζί και τη μουσική τους, όπου τη διέδιδαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στα κέντρα που πήγαιναν να γλεντήσουν μιας και είχαν φρέσκα λεφτά να ξοδέψουν. Και κάποια από τα τραγούδια που άκουγαν είναι σίγουρο ότι τα έφερναν και στο χωριό τους, είτε ήδη τροποποιημένα για τις ανάγκες της κοινότητας είτε για να τροποποιηθούν αργά ή γρήγορα, πάλι για τις ανάγκες της τοπικής κοινότητας, όταν η μελωδία κέρδιζε τις καρδιές των ανθρώπων.

Καλά, το «έτσι λέει η Λωξάντρα» ήταν μια δική μου υπερβολή, δεν το έχω ακούσει. Το ανέφερα ως ακραίο δείγμα απλούστευσης. Αλλά τέτοια χαζά σχόλια βλέπω συχνά στους ίδιους ακριβώς χώρους όπου βλέπω και τα πιο βίαια, έμπλεα εθνικιστικού μίσους και οργής: φόρουμ, σχόλια στο γιουτιούμπ, και παντού όπου ο καθένας πετάει ανώνυμα και ανώδυνα την ατάκα του.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες υποθέσεις. Πολύ ωραία! Νομίζω ότι αυτό το «θέμα» έχει αρχίσει να βγάζει ψωμί!

Διορθώστε με. Στη δισκογραφία το «Σάλα Σάλα» πρωτοεμφανίζεται το 1927 με το Νταλγκά. Εκεί δεν υπάρχει το «Σάλα σάλα μες στη σάλα». Αυτό υπάρχει στο δίσκο του Πάριου το 1982. Μήπως είναι λοιπόν ένα πρόσφατο artifact;

Προ Πάριου υπήρχαν και άλλες εκδοχές με το «κούνα» (εκτός το «κούνα το μαντήλι σου»):

Κούνα μου τα, κούνα μου τα, τα μπρατσάκια σου
να βροντούνε να χτυπούνε τα βραχιολάκια σου.

Κούνα μου τα, κούνα μου τα, δεν σου τα κουνώ
έτσι μου γουστάρει εμένα να σε τυραννώ.

Κούνα μάνα, κούνα μάνα, κούνα το παιδί
γιατί ήσκασε να κλαίει από το πρωί.

Υπάρχει και με το Βιδάλη, 1925, και Σαλονικιό στο βιολί. Ξεκινάει με το γνωστό “από τα δικά σου μάτια τρέχει αθάνατο νερό. Ο Βιδάλης λέει την πρώτη φορά “σάλα σάλα το μαντήλι σου, να φιλήσω κλπ.” και τη δεύτερη “σάλα σάλα μεσ’ στη σάλα κλπ.”.

Τι ωραία στιχάκια! Πρώτη φορά τα ακούω!

Ο σκοπός «σάλα σάλα» υπάρχει στη ζωντανή παράδοση αρκετών νησιών του Αιγαίου, προφανώς ως μικρασιάτικη επίδραση. Υποθέτω ότι η εκτέλεση του Πάριου αποτυπώνει στιχάκια που ήδη λέγονταν.
Μου φαίνεται αρκετά λογικό οι στίχοι με τη λέξη σάλα να βγήκαν από ηχητική απομίμηση του sala sana και οι στίχοι με το κούνα από κανονική μετάφραση. Και τα δύο προϋποθέτουν επαφή με τους Τούρκους, άρα πράπει να υπήρχαν πριν το ‘22. Μπορούμε να θεωρήσουμε απολύτως βέβαιο ότι ο Νταλγκάς απλώς διάλεξε για την ηχογράφηση μερικά από τα στιχάκια που λέγονταν, κι όχι ότι ήξερε κάποια συγκεκριμένα σε παγιωμένη σειρά.
Ο Νταλγκάς κάνει και κάτι άλλο, που σήμερα δεν πολυσυνηθίζεται: πάνω στην ίδια μελωδία λέει και μεγάλα δίστιχα (Από τα γλυκά σου μάτια, αν θυμάμαι σωστά) και μικρά (του τύπου σάλα σάλα μες στη σάλα). Σε τέτοιες περιπτώσεις τα μικρά δίστιχα θεωρούνται τσακίσματα, όπως στον Χαλεπιανό το «γυαλένιος είσαι μαστραπάς». Αντίθετα σήμερα συνήθως λέγονται μόνο τα μικρά, οπότε δεν είναι πλέον τσακίσματα.
Επ’ αυτού να προσθέσω και μια τοπική παραλλαγή από τις Κυκλάδες: στη Μύκονο το σκοπό αυτό τον παίζουν οι τσαμπούνες, και λένε μεγάλα δίστιχα ως κυρίως λόγια και μικρά ως τσακίσματα. Εδώ όμως τα μεγάλα δεν είναι σαν του Νταλγκά, είναι σε άλλο μέτρο: λένε π.χ. «Όμορφα που ταιριάξαμε αράδα την ατράδα / να μας φυλάει η Παναγιά και η Αγιά Τριάδα». Στα μεγάλα δίστιχα λένε κυρίως κάτι σχετικό με «τι ωραία που είναι η παρέα, το γλέντι, τα μερακλήκια κλπ.», ενώ στα τσακίσματα, ως είθισται, δεν υπάρχει θέμα, λένε ό,τι θυμηθούν. Η τσαμπούνα δεν το βγάζει το σαμπάχ, επομένως ο σκοπός γίνεται διατονικός. Τους Μυκονιάτες δεν τους έχω ακούσει ούτε να λένε σάλα σάλα ούτε να ονομάζουν το σκοπό έτσι.
Άρα, με βάση τα προηγούμενα που είπαμε, μπορούμε να ανασυνθέσουμε (υποθετικά βέβαια) την εξής πορεία:

α) Sala sana mendilini: σκοπός των Τούρκων στη μικρασιάτικη ύπαιθρο.
β) Περνάει στο ρεπερτόριο των επαγγελματιών μουσικών της ίδιας της Σμύρνης, και γενικότερα των πόλεων.
γ) Από κει, στο ελληνόφωνο ρεπερτόριο των ίδιων.
δ) i. Ξανά πίσω στα χωριά, στους Έλληνες όμως τώρα.
ii. Από τους επαγγελματίες Έλληνες μουσικούς της Μ. Ασίας στα νησιά του Αιγαίου, όπου και πάλι διαχέεται στο λαό (στους μη επαγγελματίες).
iii. Από τις παλιές ελληνικές ηχογραφήσεις + την προφορική παράδοση, στους ερασιτέχνες ή επαγγελματίες του ρεμπέτικου μετά το revival της δεκαετίας 1970.

Κατά διαστήματα αρκετών δεκαετιών κάθε τόσο γίνεται και μια ηχογράφηση. Έτσι π.χ. δίσκος του Νταλγκά αποτυπώνει την επαγγελματική απόδοση στα ελληνικά (γ), που πιθανώς ήταν ήδη επηρεασμένη από τη λαϊκή (δ i). Ο Πάριος αποτυπώνει αυτό που έλεγαν το 1980 στις Κυκλάδες, παίρνοντας ίσως υπόψη του και τις παλιές ηχογραφήσεις, και ίσως επίσης βάζοντας μέσα και την προσωπική του άποψη. Το 2000 ο Ζουγανέλης κάνει ένα δίσκο με Μυκονιάτες τσαμπουνιέρηδες, οι οποίοι κουβαλάνε αφενός τη ζωντανή παράδοση του ανεπίσημου αυτοσχεδιαστικού γλεντιού και αφετέρου όλα τους τα ακούσματα από δίσκους, τηλεόραση, επαγγελματίες των πανηγυριών και των γάμων κλπ., άρα σίγουρα και τον Πάριο.

Υπαρχει και μια καταπληκτικη εκτελεση της δεκ.του '60 με τσαμπουνα-λαουτο και τιτλο ΣΑΛΑΜ-ΤΖΙΤΖΙ…παιζει τσαμπουνα ο Ικαριωτης ΑΝΤ.ΣΠΑΝΟΣ…

Διάβασα στην Κλίκα το άρθρο του Δ. Γουλάρα «Η Κασταμονή και το ρεμπέτικο». Με άρτια και τεκμηριωμένη συλλογιστική ο συγγραφέας δείχνει πώς άλλα τέσσερα τραγούδια, του «επώνυμου παλιού ρεμπέτικου» (ευκαιριακός δικός μου όρος) τώρα και όχι παραδοσιακά, έχουν μελωδίες που είτε αντλούν υλικό από τούρκικες μελωδίες είτε είναι αυτούσιες τούρκικες. (Για όσους υποστηρίζουν ότι η μεταφορά σημερινών εθνικών ονομασιών όπως “τούρκικο / ελληνικό” στην οθωμανική εποχή αποτελεί αναχρονισμό, ας διευκρινίσω ότι εννοώ “μελωδίες τουρκόφωνων τραγουδιών”.)
Το θέμα αρχίζει να πλαταίνει και να αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και ίσως θα έπρεπε να το ανοίξουμε σε καινούργια σελίδα. Πάντως από όσα αναφέραμε εδώ, από το άρθρο του Δ. Γουλάρα και από μερικά ακόμη τραγούδια που με έχουν απασχολήσει, φαίνεται να βγαίνει το πρώτο συμπέρασμα ότι από τις κοινές ελληνοτουρκικές μελωδίες περισσότερες είναι τούρκικης προέλευσης που ενσωματώθηκαν στην ελληνική μουσική παρά όσες ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία. Αν και σίγουρα το στατιστικό δείγμα που έχουμε εξετάσει είναι πολύ μικρό, και αν αυξηθεί δεν αποκλείεται το συμπέρασμα να ανατραπεί.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:45 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:37 —

Παρεμπιπτόντως: στην «Κλίκα» πώς αναρτά κανείς σχόλιο;

Δεν το αναρτάς εσύ αλλά τους το στέλνεις και το αναρτούν αυτοί.

H εξαιρετική μελέτη Η Κασταμονή και το ρεμπέτικο απέδειξε ότι κάποια σημαντικά τραγούδια της ρεμπέτικης παράδοσης, όπως Ο κατάδικος και Γιοβάν Τσαούς, δεν είναι πρωτότυπες δημιουργίες,αλλά προέρχονται από τουρκικές μελωδίες. Μπορεί στα χρόνια του '30 να περνάμε πλέον στην επώνυμη δημιουργία, αλλά οι συνθέτες λειτουργούν σε σημαντικό βαθμό ακόμη με όρους παραδοσιακούς. Η δημιουργία συνίσταται δηλαδή στην επιτυχή μίμηση και παραλλαγή προτύπων μέσω της οποίας εξασφαλίζεται η ποικιλία και η ανανέωση, όχι όμως και η παραγωγή πρωτότυπου έργου.
Για τον Γιοβάν Τσαούς και τους άλλους Μικρασιάτες συνθέτες η παράδοση δεν είναι απλώς μια παρακαταθήκη μελωδιών,αλλά μια ζώσα πραγματικότητα,στην οποία ανήκουν,οπότε και όποια μελωδία εκτελούν τη θεωρούν αυτοδικαίως δική τους.
Δεν μπορούμε,λοιπόν,να μιλήσουμε για κλοπή σε αυτή τη μακρινή και μεταβατική εποχή,παρότι,όπως έχει αποδειχθεί,σημαντικό μέρος του έργου του Τούντα,του Περιστέρη και άλλων δεν είναι πρωτότυπο,αλλά ανάπλαση παραδοσιακών μελωδιών.

Αν δεν κάνω λάθος, για σχόλια απευθυνόμαστε στο [b] βιβλίο επισκεπτών,[/b] στην “ΚΛΙΚΑ”, όπου υπάρχει η ένδειξη, στην αρχή, “επιλέξτε εδώ, για να υποβάλλετε το σχόλιό σας”.

Ουπς!!! Συγνώμη Pepe είπες σχόλιο κι εγώ κατάλαβα …κείμενο. Σωστή η Ελένη μία ακόμη φορά.

Συμφωνώ αρκετά. Αν μιλάμε για τα συγκεκριμένα παραδείγματα, συμφωνώ απόλυτα. Πολλοί σήμερα κάνουν κατάχρηση του όρου κλοπή.

Ωστόσο υπάρχει και η περίπτωση της πραγματικής κλοπής, όπου κάποιος υπογράφει για δικό του ένα αυτούσιο δημοτικό τραγούδι, εν πλήρει συνειδήσει.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 03:19 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 03:16 —

Εννοώ σχόλιο σε κείμενο. Εκεί σχολιάζουμε το περιοδικό γενικά. Κάτω από τα άρθρα υπάρχουν συνήθως σχόλια αναγνωστών, αλλά δε βρίσκω πού λέει «σχολιάστε αυτό το άρθρο».

Συγγνώμη, λάθος link έδωσα… Στην [b]επικοινωνία[/b] συμπληρώνουμε το θέμα του μηνύματος και πληκτρολογούμε το μήνυμα / σχόλιό μας.

Υπάρχει κάποιο πρόβλημα προς το παρόν. Θα το διορθώσουμε.