"Δικάζω" ή "Καταδικάζω";

Αλήθεια, το ΄χουμε ποτέ συζητήσει αυτό;

… και με δικάζουν ισόβια, για να γενεί η καρδιά σου (Μάρκος)

Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντή Κουλέ (Παπάζογλου)

… και πάμπολλα παρόμοια.

Για τον λαϊκό άνθρωπο του περιθωρίου, σε παλαιότερες ιδιαίτερα εποχές, η λέξη «καταδικάζω» σπάνια χρησιμοποιείται, ενώ η λέξη «δικάζω» σχεδόν πάντα υπονοεί καταδίκη. Η αιτία είναι, φαντάζομαι, προφανέστατη: στο τμήμα αυτό της τότε κοινωνίας η περίπτωση να προσαχθεί κάποιος σε δίκη, να δικαστεί και να αθωωθεί είναι, ουσιαστικά, ανύπαρκτη. Ελάχιστες είναι, φαντάζομαι, τέτοιες περιπτώσεις, και ας υπάρχει σε κάποια τραγούδια και η σχετική προτροπή προς τις δικαστικές αρχές (Να ΄ρθουν μπάτσοι να ορκιστούνε και ψέματα να μη σας πούνε).

Ενδιαφέρον θα είχε, νομίζω, να ακούσουμε περιπτώσεις, αν βέβαια υπάρχουν, όπου σε τραγούδια Μεσοπολέμου κάποιοι φουκαράδες, γι αυτούς βέβαια είναι ο λόγος, καταφέρνουν να δικαστούν και να μην οδηγηθούν, μετά τη δικαστική διαδικασία, στη φυλακή. Ή, ακόμα πιο ενδιαφέρον, να βρεθεί περίπτωση, από χρονικά του τύπου κττ. όπου περιγράφεται δίκη με αθώωση φουκαράδων κατηγουρουμένων (για μη φουκαράδες, είμαι σίγουρος ότι θα βρεθούν αθωωτικές περιπτώσεις αλλά αυτές δεν μας ενδιαφέρουν).

Στο μυαλό μου έρχεται το ‘‘Αντιλαλούν οι φυλακές’’.
‘‘Έλα πριν με δικάσουνε, κλάψε να μ’απαλλάξουνε’’

1 «Μου αρέσει»

Πάρα πολύ σωστά! Δικάζω με την έννοια της δίκης, όχι της καταδίκης.

Σκεφτόμουν κι εγώ αν υπάρχει παράδειγμα όπου δικάζω να σημαίνει «δικάζω», και να που υπάρχει! Ωστόσο, σίγουρα υπάρχει και το δικάζω = «καταδικάζω», και είμαι βέβαιος ότι η ερμηνεία είναι αυτή που προτείνει ο Νίκος.

Σε παλιότερα ελληνικά υπάρχει και το κρίνω = «βασανίζω», όπου η συνεκδοχή πάει ακόμα παραπέρα: κρίνω = (α) δικάζω, πρβλ. κριτής, (β) καταδικάζω, γιατί σιγά μην τον αθωώσω, (γ) καταδικάζω σε βασανιστήρια.

Δεν ημπορώ, δε δύνομαι
για λόγου σου να κρίνομαι (=να βασανίζομαι, και όχι να με κρίνει ο κόσμος, να με κουτσομπολεύουν)