Εφυγες και χάθηκα ή Δεν πάει κάτω το κρασί

Γεια σας φίλοι, είμαι αμερικανός και δεν μιλώ καλά, αλλά αγαπώ τα παλιά τραγούδια. Το τραγούδι αυτό λέει ο Στράτος στην ηχογράφηση που γνορίζω. Καταλαβαίνω σχεδόν όλους τους στίχους εκτός από τον πρωτον και εναν κοντά στο τέλος. Μπορεί κανείς να μου εξηγήσει τι εννοούν οι στοίχοι στο bold;

Δεν τραβιέται πια ο χωρισμός
είν’ ο πιο αγιατρευτός καημός…

(Τι κάνει ο χωρισμός;;:wink:

Βρε δεν πάει κάτω το κρασί
αν δεν είσαι πλάι μου εσύ
γύρνα να τα φτιάξουμε
όλοι τους να σκασουνε
όταν θα μας ξαναδούν μαζί

Ποιός είναι οι “όλοι” εδώ; Και τι “σκάζουν”;

Σας ευχαριστώ για τη βοήθεια!
Δαυίδ

καλώς ήρθες στο φόρουμ!
δεν τραβιέται εννοεί ότι δεν αντέχεται (he can’t stand it no more).
στο τέλος εννοεί να σκάσουν από την ζήλεια τους. όπως λέμε να σκάσω από το κακό μου, να πεθάνω δηλαδή. το “όλοι” μάλλον πάει σε αυτούς που νομίζει ότι τους έκαναν να χωρίσουν.
ό,τι θες ρώτα!
νίκος

Σ’ευχαριστώ πολύ, Νίκο! Τώρα μπήκα στο νόημα με τη βοήθεια σου. Είμαι σίγουρος που θα έχω πολλές ερώτηεις. -Δαυίδ

Φίλε καλωσήρθες στο φόρουμ. Ρώτα ό,τι θες, χαρά μας!

Να προσθέσω σ’ αυτά που είπε ο Liga Rosa ότι το «να σκάσουν όλοι» (και σε διάφορες άλλες μορφές, «να σκάσεις», «έχω σκάσει», «μη σκας» κλπ.) είναι καθιερωμένη έκφραση, ενώ το «δεν τραβιέται πια» όχι. Το καταλαβαίνουμε εύκολα από το συμφραζόμενο (context), αλλά δε νομίζω ότι το λέμε συχνά.

Από αυτή την έννοια του «σκάω» (κυριολεκτικά = explode) βγαίνει και η σκασίλα, στην έκφραση «σκασίλα μου μεγάλη» ή «είχα μια σκασίλα». Σκασίλα είναι η στεναχώρια. Στην έκφραση «σκασίλα μου μεγάλη» λέγεται πάντοτε ειρωνικά, εννοώντας στην πραγματικότητα ακριβώς το αντίθετο, ότι δεν έχω καμία σκασίλα, δε με νοιάζει καθόλου.

Καλώς ήρθες σε ένα φιλικό φόρουμ για το ρεμπέτικο. Εννοείται ρώτα ότι θες κι είμαστε εμείς εδώ (αν μπορούμε βέβαια) να βοηθήσουμε-απαντήσουμε.

Σε κάλυψαν και οι προηγούμενοι, όσον αφορά τον 2ο στίχο σε bold σαν να λέμε make them all green with envy. Αυτό σημαίνει :slight_smile:

Σας όλους είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια σας! Σας ευχαριστώ και για το καλωσόρισμα. Χαίρομαι που σας βρήκα!

Να «επαυξήσω», λέγοντας ότι η συγκεκριμένη έκφραση, απλά είναι κακά Ελληνικά. «Ποιητική αδεία» την χρησιμοποίησε ο Μάνεσης, αλλά δεν λέγεται. Και μάλιστα δεν τον δικαιολογώ, αφού ανετότατα θα μπορούσε να είχε πει «Δεν αντέχεται ο χωρισμός». Ο ελαφρός παρατονισμός του αίο χωρισμός συγχωρείται εύκολα, η χρήση μιας ανύπαρκτης ουσιαστικά εκφρασης όχι τόσο…

Πώς είναι δυνατόν να ψέγουμε τον Μάνεση του 1950 για τα «κακά ελληνικά» του, με το σκεπτικό ότι «δεν λέγεται» η φράση αυτή στα 2020 :upside_down_face:

Και τον ψέγουμε αντί να είμαστε ευγνώμονες για τα καλά ελληνικά του και για το γεγονός ότι αποτελεί στα 1950 μέρος της γλωσσικής σκυταλοδρομίας που θέλει τη φράση αυτή να καταγράφεται ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και το 1997 περίπου! :wink:

Ας δούμε κάποια ενδεικτικά τεκμήρια:

Η καημένη η υπηρέτρια η Φλουρού (στην κωμωδία του Χουρμούζη «Μαλακώφ», 1865) διαμαρτύρεται που σκάσαν τα χέρια της να πλένει με το τσουβάλι τα σεντόνια των επισκεπτών του σπιτιού λέγοντας:
«-Όσο κι αν ήναι το μηνιάτικο Δανίλη, των μουσαφιρέων το κακό δεν τραβιέται!»

Στη Συλλογή του Τεφαρίκη «Λιανοτράγουδα, ήτοι συλλογή διστίχων δημοτικών ασμάτων» (1866) διαβάζουμε:
Της ξενιτιάς σου ο καϋμός, πουλί μου, δεν τραβιέται,
γίνεται της καρδούλας μου κλειδί κι’ ανοιγοκλειέται

Στο Ελληνοαγγλικο και αγγλοελληνικό Λεξικό του Κοντόπουλου (1868), στο λήμα «τραβώ» διαβάζουμε:
«τούτο δεν τραβιέται: this is too hard to bear, it is insupportable»

Στο Λεξικό του Δημητράκου (1936-1950) διαβάζουμε στο λήμμα «τραβώ» (για το παθητικό «τραβιέμαι»: υφίσταμαι, υποφέρω, υπομένω: «αυτός ο καημός δεν τραβιέται»

Στη «Χαμοζωή» (1945) του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου διαβάζουμε: «Δεν τραβιέται αυτή η ζωή, Μερσεδή μου!»

Στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη (μετά πλήρους Λεξικού της ελληνικής γλώσσης, 1979), διαβάζουμε:
τραβιέμαι: υποφέρομαι, είμαι ανεκτός: «η ζωή αυτή δεν τραβιέται»

Στο Λεξικό της Δημοτικής του Παπαϊωάννου (1979), στο λήμμα «τραβιέμαι» διαβάζουμε: είμαι ανεκτός, υποφέρομαι: «δεν τραβιέται το βάσανο αυτό, είναι μεγάλο»

Στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό Φυτράκη (1997) στο “τραβιέμαι” διαβάζουμε: “είμαι ανεκτός, υποφέρομαι”

1 «Μου αρέσει»