Το “Δροσάτη Πελοπόννησος” υπάρχει στο CD “Γιοβάν Τσαούς” που κυκλοφορεί σαν track 13 χωρίς να γράφεται στα περιεχόμενα.
Βασίλη Ευχαριστώ, θα το αναζητήσω.
“…φούμαραν και ήταν τζούρα
φώναξαν τον τεκετζή
δεν κατάλαβαν μαστούρα
ήταν σκέτο τουμπεκί…”
Σύμφωνα με το Μάρκο Βαμβακάρη (Μάρκος Βαμβακάρης , η αυτοβιογραφία. της Αγγελικής Βέλλιου-Κάιλ), τζούρες λεγόντουσαν τα καήματα (απομεινάρια) των γυάλινων ναργιλέδων που υπήρχαν στα καφενεία (δηλαδή, χωρίς χασίσι). Οι χασικλίδες, λέει ο Μάρκος, μαζεύανε αυτά τα καήματα (τις τζούρες δηλαδή) από τα καφενεία, τα στεγνώνανε, τα ξαναπλένανε, τα ξανακόβανε και είχαν το τουμπεκί για τον ναργιλέ τους (προφανώς προσθέτανε και το χασίσι τους)…
Φυσικά τζούρα είναι και η ρουφηξιά. η γουλιά.
Στο συγκεκριμένο τραγούδι, η τζούρα μάλλον έχει την πρώτη έννοια.
Sofopc, βλέπω ότι είσαι στη φάση που σε απασχολεί η λέξη τζούρα-τζουράς σε όλες της τις παραλλαγές και χρήσεις.
-
Η τζούρα δεν έχει σχέση με τον τζουρά. Ανοίγω το ερμηνευτικό λεξικό Μπαμπινιώτη και το ετυμολογικό του ιδίου (που όμως έχουν εκδοθεί με καμιά δεκαριά χρόνια διαφορά - στο μεταξύ η έρευνα προχωράει), και βρίσκω δύο διαφορετικές ετυμολογίες για την τζούρα που η μία δεν έχει καμία σχέση με τα τουρκικά και η άλλη έχει κάποια σχέση αλλά όχι σπουδαία (ελληνική λέξη που πέρασε στα τουρκικά και από κει ξανά στα ελληνικά ως αντιδάνειο). Δεν τις παραθέτω γιατί θα μας πάει πολύ μακριά την κουβέντα, αλλά γενικά τζούρα είναι η γουλιά. Μια τζούρα νερό, μια τζούρα κρασί, μια τζούρα λάδι. Εφόσον ο καπνός και το χασίσι στη λαϊκή γλώσσα “πίνονται”, τζούρα είναι κι εδώ το αντίστοιχο της γουλιάς, η ρουφηξιά. Αυτό δηλαδή που εννοούμε και σήμερα όταν λέμε τζούρα. Από κει, προφανώς, και η ειδική σημασία με την οποία αναφέρει ο Βαμβακάρης ότι χρησιμοποιόταν η λέξη στην αργκό των τεκέδων.
-
Εγώ πάντα άκουγα “φούμαραν και ήταν ζούλα”.
Υ.Γ. Με την περιγραφή του Μάρκου δεν μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω 100% περί τίνος πρόκειται, αλλά ένα είναι βέβαιο: εκείνοι οι άνθρωποι ήξεραν από ανακύκλωση before it was cool.
Χεχε…Όχι, τυχαίο είναι ότι ασχολήθηκα με δύο λέξεις που μοιάζουν (στο άκουσμα μόνο)! Φυσικά και δεν έχουν καμμία σχέση η τζούρα με τον τζουρά! Απλά, ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο, βρήκα πράγματα που με είχαν απασχολήσει στο παρελθόν και έτυχε να μοιάζουν στο άκουσμα!
Όπως τον στίχο από το πέντε μάγκες. Δεν ήμουν κι εγώ σίγουρος για το τι άκουγα για πολλά χρόνια. Με την εξήγηση που δίνει ο Μάρκος, είμαι πλέον σίγουρος ότι λέει φούμαραν και ήταν τζούρα.
Ουσιατικά τζούρα ήταν τα υπολείμματα του τουμπεκιού(καπνός) από τους ναργιλέδες των καφενείων.Οι τζούρες προερχότανε από καφενεία γιατί σε αυτά δεν υπήρχε χασίσι (τα υπολείμματα του τουμπεκιού των ναργιλέδων από τεκέδες περιείχαν φαντάζομαι χασίσι, οπότε σιγά μην τα δίνανε). Πηγαίνανε σε πχ 5 καφενεία, παίρνανε τα υπολείμματα κ φτιάχναν καινούριο τουμπεκί για ναργιλε. Ανακύκλωση και οικονομία!
Στο τραγούδι, καταλαβαίνω ότι ο φωνάζουν τον τεκετζή για να παραπονεθούν, αφού ο ναργιλές είναι τζούρα, δηλαδή έχει μόνο τουμπεκί (που προήρθε από υπολείμματα άλλων ναργιλέδων) και όχι χασίσι.
τζούρα και τζουράς…
τυχαίνει ομως και τα δυο να σημαινουν μικρο…
τυχαίνει όντως, αλλά -γλωσσολογική συμβουλή- ξέχνα το αμέσως. Αν δεν το ξεχάσεις, πιθανόν να σε οδηγήσει σε αξεδιάλυτα μπερδέματα. Στην τελική, σκέψου κάτι θεργιακλήδικες τζούρες που νομίζεις ότι ο άλλος θα εκραγεί και θα μείνουν ντουμάνια να αιωρούνται, και θα δεις ότι δεν είναι πάντα μικρή…
Εχω την εντύπωση οτι λέει την λέξη “Χορτακηδες” και οχι κορτακηδες .
Που κολλάει το κορτακης;
Κορτάκιας είναι αυτός που ασχολείται πολύ με το κόρτε (παλιά λέξη για το φλερτ). Όμως οι αληθινοί άντρες δεν κυνηγάνε γυναίκες: οι γυναίκες τούς παρακαλάνε.
Άρα, κάπου υπονοείται ότι ο κορτάκιας δεν είναι μάγκας, δεν είναι της πιάτσας, και, τελικά, είναι εύκολο θύμα. Στην τελική εννοεί «νόμιζες πως είχες τίποτα άσχετους».
Το «χόρτο» δεν έχω ακούσει να λέγεται σε ρεμπέτικα, ούτε σε παρόμοια κείμενα της εποχής. Βασικά δεν ξέρω καν αν το ίδιο το χόρτο (ακατέργαστη μαριχουάνα) χρησιμοποιόταν τότε. Αλλά ακόμη κι αν χρησιμοποιόταν, δε θα έβγαινε νόημα: «εσύ νόμιζες πως είχες τίποτα χασικλήδες»; Μα, ακριβώς, χασικλήδες είχες, και μάλιστα έμπειρους, γι’ αυτό και δεν έπιασε η απάτη σου.
Το Χορτο ειναι το μουφα χασίς, η μπουρουχα, το ψόφιο ,το νοθευμένο, ο ναργιλές δεν είχε μεσα χασίς αλλά χόρτο και δεν την ακουσαν.
Το κορτακιας ειναι ασχετο εντελώς!
Όπως το πάρεις. Εμένα δε μου φαίνεται άσχετο:
Στο μυαλό μου, ο κορτάκιας της εποχής ήταν κομψευόμενος, ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας, καλός στους ευρωπαϊκούς χορούς, με εκλεπτυσμένους τρόπους και εξεζητημένη συμπεριφορά. Ένα τρυφερό πόδι. Για φαντάσου λίγο τι εντύπωση θα έδινε ένας τέτοιος τύπος αν έσκαγε μύτη στον τεκέ!
Οπότε, ο τύπος από το τραγούδι λέει στον τεκετζή: για τέτοιους μάς πέρασες; Ή μήπως για πιτσιρίκια; Ή πάλι για πρεζάκηδες;
Και οι τρεις, για διαφορετικούς λόγους, θα πίναν τη μούφα και δε θα το καταλάβαιναν.
Το τραγούδι ειναι χασικλιδικο, οι μάγκες την λένε στον τεκετζη γιατί τους κοροϊδεύει ειναι απατεώνας. Τους έδωσε ναργιλέ με χόρτο .
Δεν εχεις να κανεις με πιτσιρίκια η πρεζακιδες, ουτε με χορτακηδες… Οι γκομενες οι γυναίκες και ο έρωτας δεν έχουν θέση σε ενα διάλογο με μάγκες Πειραιωτες και εναν τεκετζη…ειναι μεγάλη προσβολή να δινεις σκάρτο πράγμα σε χασικλιδες…
Το κορτακιδες σκοτώνει τον στίχο και το νόημα και είναι κρίμα να το τραγουδάνε ολοι έτσι.
Δεν είχε «χόρτο*» ο ναργιλές, τίποτα δεν είχε. Σαφέστερος δεν θα μπορούσε να είναι ο στίχος: «Δεν κατάλαβαν μαστούρα, ήταν σκέτο τουμπεκί». Όσο για τις γκόμενες, τις γυναίκες και τον έρωτα, για τους μάγκες Πειραιώτες της εποχής εκείνης (όπως και της σημερινής αλλά και κάποιων χιλιάδων χρόνων πριν), ολόκληρη η ζωή τους περιστρεφόταν γύρω από αυτό το σύμπλεγμα, είτε στον τεκέ βρίσκονταν είτε οπουδήποτε αλλού. Δεν βλέπω εγώ σκότωμα ούτε του στίχου, ούτε και του νοήματος, ο Περικλής πολύ σωστά το έθεσε: Εμείς είμαστε κανονικοί μάγκες και όχι κορτάκηδες του κερατά, που θα μπορούσες να τους κοροϊδέψεις γιατί δεν ξέρουν από τεκέδες.
*Μπάμπη1974, μπορείς να παραθέσεις μίαν, έστω, περίπτωση όπου την εποχή εκείνη η λέξη «χόρτο» χρησιμοποιείται για να περιγράψει το νοθευμένο χασίς;
Αναφορα χορτου σε χασικλιδικα ετσι οπως μου ερχεται με την μια στο μυαλο εχει στο “βαρεθηκα τον αργιλε - ξεμαγκας” (φυγε απο με κουτοχορτο χασου και συ τσιμπουκι). Δεν αναφερεται ομως σε κακη ποιοτητα χασις. Απο την αλλη ομως την εποχη εκεινη οι αργιλεδες καιγανε μαυρο (επεξεργασμενη ινδ. κανναβη ) και οχι ακατεργαστη (χορτο). Ισως ομως εκει μπορει να κολλαει μιας και το μαυρο ειναι πιο ισχυρο.
To χασίς έχει και μυρωδιά εκτος απο μαστούρα, εαν δεν γεμίσεις το κεφάλι τότε το χασίς είναι νοθευμένο και σκάρτο.
Ο τεκετζης προσπάθησε να τους ξεγελάσει μόνο με την μυρωδιά του νοθευμενου ,για αυτό και οι μάγκες του λένε οτι" δεν είμαστε χορτακηδες"
Δεν καπνιζουμε μπουρουχες!
Δεν μπορω να το αποδείξω, δεν εχω βρει τουλάχιστον μέχρι τώρα την λέξη χορτακιας σε κάποια άλλη ηχογράφηση η κείμενο της εποχής, οτι λεω είναι απο προσωπική εμπειρία με τα ναρκωτικά στις γειτονιές του Πειραιά και αυτο για μενα είναι αρκετό.
Το “κορτακιδες” δεν ταιριάζει σε διάλογο για μαστούρα και χασίς είναι άσχετο.
Φυσικά η γνώμη μου ειναι αυτή και επιμένω οτι αλλάζει το νοημα του τραγουδιού το “κορτακηδες”
Ένα λεπτό όμως.
Το δίστιχο επαναλαμβάνεται δύο φορές στο τραγούδι. Και στις δύο, στο πρώτο τυχαίο γιουτουμπάκι που βρήκα το τραγούδι, το «κ» ακούγεται σκαστό-σκαστό. Άρα, αυτό που ακούν εδώ και δεκαετίες όσοι έχουν καταπιαστεί μ’ αυτό το τραγούδι, επιβεβαιώνεται.
Θα μου πεις, το ίδιο λέγαμε και για άλλα που τελικά αποδείχτηκαν παρακούσματα. Όντως, αλλά ας έχουμε υπόψη μας ότι όταν δημιουργείται παράκουσμα, η τάση είναι να νομίζουμε ότι ακούσαμε μια πιο συνηθισμένη ή αναμενόμενη λέξη. Δεδομένου του πόσοι συνδέουν τη σημερινή κουλτούρα του χασισιού με τα ρεμπέτικα, το «χορτάκιας» θα ήταν σαφώς πιο αναμενόμενο από το σπάνιο «κορτάκιας». Τρελοί ήταν όλοι που άκουσαν την περίεργη λέξη αντί της συνηθισμένης; (Και πάλι θα μου πεις «γιατί, απίθανο είναι να είναι τρελοί;» Όχι, δεν είναι.)
Πάμε παραπέρα.
Υποστηρίζεις το «χορτάκιας» με τα εξής σημεία:
-
[Χωρίς να είμαι βέβαιος, γιατί δεν το είπες ευθέως - διόρθωσέ με] Επειδή έτσι ακούς.
-
Με το σκεπτικό ότι «χόρτο = μπουρούχα». Δέχομαι ότι, αν και ευφάνταστο, δεν είναι παράλογο. (Χόρτο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε κι ένα φαγητό που είναι άνοστο, ένα τσιγάρο με χάλια καπνό κλπ.)
-
Επειδή οι κορτάκηδες είναι άσχετοι με το θέμα. Ναι, αλλά αυτό το επαναλαμβάνεις επί τέσσερα μηνύματα χωρίς να εξηγείς γιατί το βρίσκεις έτσι, ενώ άκουσες αναλυτικά γιατί σε άλλους φαίνεται σχετικό. (Εφόσον βέβαια έχει γίνει σαφές ότι κανείς δεν άλλαξε την κουβέντα να τη γυρίσει σε έρωτες και σε γυναίκες: αναφέρθηκε ένας ανθρώπινος τύπος, ο κορτάκιας.) Αυτό λοιπόν είναι το σημείο που θα πρέπει κάπως να υποστηρίξεις για να μπορέσει να γίνει συζήτηση. Αλλιώς, μένουμε στο «εμένα μ’ αρέσει να το λέω κάθε φορά όπως μου φάνηκε ότι το άκουσα την πρώτη φορά».
Σ’ το ‘πα, Τέλη: στο Νιχώρι είν’ ασκήμια αληθινή.
Είναι ένα λάθος που παπαγαλίζετε, εάν η πρώτη εκτέλεση μετά την αυθεντική είχε με την λέξη «χορτάκιας» τότε όλοι σήμερα έτσι θα τοτραγουδούσαμε.
Ο Καλυβόπουλος προφέρει καθαρά το Κ λέει πεντακάθαρα (Τεκετζή-Τουμπεκί-γκλάβα-κουβαλάω-κουρελούυ) αυτό δεν σου κάνει εντύπωση ;
Είναι ένα λάθος διαχρονικό που σκοτώνει το τραγούδι , αυτοί που ασχολούνται με την ιστορία του ρεμπέτικου ας το διορθώσουν.
Ούτε εγώ έχω ακούσει ποτέ το χόρτο να αναφέρεται σε νοθευμένο ή κακής ποιότητας χασίσι.Ούτε τότε ούτε τώρα. Για κακής ποιότητας καπνό ναι.
Τι εννοείς ότι προσπάθησε να τους ξεγελάσει με τη μυρωδιά? Υπάρχει περίπτωση να μύριζε σαν χασίσι, αλλά να μην ήταν χασίσι? Τι είδους νοθεία ήταν αυτή?
Σωστή η παρατήρηση για τον ξέμαγκα. Εκεί επίσης λέει ότι σιχάθηκε τη μαύρη, να εννοεί το μαύρο? Το κουτόχορτο νομίζω πως το λέει επειδή το χασίσι προέρχεται από φυτο…(χόρτο)
Βέβαια και το κορτάκηδες τώρα που το συζητάμε ακούγεται λίγο κάπως, αλλά μου φαίνεται πιο λογική η προσέγγιση του Πέπε.
[/i]Γίνετε εάν το χασίς είναι νοθευμένο μόνο μυρίζει
Κάνω μια υπόθεση και επαναλαμβάνω το πιθανότερο να ήταν κακής ποιότητας η νοθευμένο το χασίς η στην τελική να μην τους έβαλε καθόλου .
Πόντος το κορτάκηδες δεν παίζει αδελφέ , σιγά μην λέει και Κουρτάκηδες από την ομώνυμη ρετσίνα!!
Πάντως , περιγράφει ακριβώς γιατί ξενερώσανε: Φούμαραν και ήταν τζούρα, δηλαδή σκέτο τουμπεκί.