Για το ρεμπέτικο - Γιώργος Παπαδάκης

Ένα άρθρο που υπογράφει ο Γιώργος Παπαδάκης και θίγει αρκετά ζητήματα που αφορούν στο ρεμπέτικο.

Ρεμπέτικο και «ρεμπέτικα»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ: ΣΑΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΑΓΕΜΕΝΟ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: LEGEND

Αποτύπωση - σε δυο δίσκους - της συναυλίας που έδωσε ο Γιώργος Νταλάρας στο Μέγαρο Μουσικής, συναυλία που φιλοδοξούσε να παρουσιάσει την ιστορία του ρεμπέτικου (!) από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1950.
Αναφέρομαι τηλεγραφικά, λόγω χώρου, στις σημαντικότερες παρατηρήσεις - επισημάνσεις.

Τα τραγούδια δεν ανήκουν όλα στο είδος «ρεμπέτικο».
Ό,τι κι αν νομίζει ο καθένας πως είναι το ρεμπέτικο, θα συμφωνεί πάντως ότι, στη συνείδηση μιας κοινωνίας πρώτα σχηματίζονται οι έννοιες και ύστερα έρχονται οι λέξεις που -κατά συμφωνίαν- σημαίνουν τις έννοιες αυτές.
Σύμφωνα λοιπόν με ό,τι, κατά τεκμήριον, αντιλαμβάνονταν οι κοινωνικές τάξεις την εποχή της ακμής του λεγόμενου ρεμπέτικου, τα τραγούδια της παρούσης συλλογής είναι «ρεμπέτικα» και άλλα.
Ένα σύνολο κατάλληλο, ίσως, για πρόγραμμα νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεως, αλλά όχι για μέρος πονήματος που παρουσιάζει την… ιστορία του ρεμπέτικου.
Τι είναι (ήταν) άραγε το ρεμπέτικο;
Έκφραση του υποκόσμου του πάλαι ποτέ άστεως ή τα καθωσπρέπει λαϊκά της εμπορικής δισκογραφίας και της κρατικής λογοκρισίας;
Είναι ρεμπέτικο το Σμυρνέικο μινόρε ή το ψευτοχασιλίδικο «Στην υπόγα» του ελαφροτάτου κιθαριστή της χαβάγιας Κώστα Μπέζου;
Ο όρος «ρεμπέτικο» παραμένει ακαθόριστος.
Οι ερευνητές και οι «ερευνητές» δεν έδωσαν ακόμα επιστημονική απάντηση.
Ιδιαιτέρως οι δεύτεροι, ανάλογα με τα συμφέροντά τους (εκδόσεις βιβλίων, δίσκων, συναυλίες, ομιλίες και άλλες εκδηλώσεις που τους επιτρέπουν να καμαρώνουν), τεντώνουν την έννοια αυτή και της δίνουν όποια σημασία τούς βολεύει.

Μια δεύτερη επισήμανση αφορά τον ιδιότυπο συνδυασμό ρεμπέτικο και μέγαρο.
Όποιος το θεωρεί αυτό περίεργο ή αταίριαστο είναι, λέει, «μικρονοϊκός», σύμφωνα με τους ρεμπετολόγους της παράστασης.
Φαίνεται πως οι μεγαλοφυείς καθοδηγητές της μουσικής λαογραφίας μας, ξεχνούν πως ακόμα κι αν (και όσο) ανασκευάσουμε, ξεχειλώσουμε (επί της κλίνης του Προκρούστη) την έννοια του λαϊκού τραγουδιού, προκειμένου να αναιρέσουμε την ταξικότητά του, δεν γίνεται να κάνουμε πως μας φαίνεται απολύτως φυσικό -και όχι παράδοξο, αντιφατικό και υποκριτικό- να ηχούν μέσα στον, τάχα, διαταξικό και θηριώδη αυτόν χώρο, τραγούδια όπως
«Μπουκάραν μάγκες στον τεκέ»,
«Οι νέοι χασικλήδες»,
«Γιατί φουμάρω κοκαΐνη» κ.ά.

Τρίτη επισήμανση, τα μουσικά «φάουλ», οι μαργαρίτες και η αισθητική που θυμίζει χλιδάτη, νεοπλουτίστικη, χορευτική πίστα.
Από το πλούσιο μπουκέτο αναφέρω (λόγω χώρου) μόνο τρία: το αρμονικό «ξενέρωμα» με το άμουσο σερβίρισμα της συγχοδρίας της σχετικής μείζονος στον μινόρε τρόπο του «Τι σου λέει η μάνα σου για μένα», την αφαίρεση ομορφιάς από την «Πεντάμορφη» του Χατζηχρήστου με τις υψίφωνες στριγκώδεις τζαλγκάντζες και τις τριφωνίες α λα… Αντριους Σίστερς στον Καϊξή.

Τέταρτη επισήμανση, η μερίδα του λέοντος: από τα 58 τραγούδια στα 48 (!) τραγουδά ο Γιώργος Νταλάρας (37 μόνος του και 11 ως συνοδεύων).
Οι λοιποί τραγουδιστές μοιράζονται τα λοιπά.
Δύο εξ αυτών, ο Ζαχαρίας Καρούνης και η Ασπασία Στρατηγού είναι οι (ποσοτικώς) αδικημένοι, αφού, κατά την εκτίμησή μου τουλάχιστον, είναι οι καλύτεροι απ’ όλους.
Ο Γιώργος Νταλάρας παραμένει σπουδαίος τραγουδιστής, παρά το γεγονός ότι εδώ εμφανίζεται (εκτός από κουρασμένος) και λίγο υπερβολικός στην προσπάθεια να εντυπωσιάσει διά της περιττής δεξιοτεχνίας.

Φρονώ ότι δύο πράγματα έχουν τις συνέπειές τους:
ένα, η απόσταση που πήρε, εδώ και κάποια χρόνια, από την αναζήτηση, την ανησυχία και το ανατρεπτικό της δημιουργικής ορμής.
Δύο, οι επιφυλάξεις που διατηρεί ένα μέρος του κοινού του, καθώς αισθάνεται ότι αρκείται στις δάφνες της λαμπερής καριέρας του.

1 «Μου αρέσει»

Ευχαριστούμε την Ελένη (ιδιαίτερα όσοι από εμάς δεν διαβάζουν εφημερίδες) για την παράθεση του πολύ ενδιαφέροντος άρθρου. Βέβαια, για να σχολιάσει κανείς τα περισσότερα από τα γραφόμενα του Γ. Παπαδάκη θα έπρεπε να έχει παρακολουθήσει τη συναυλία (όμως σε τέτοιο μαρτύριο δεν θα μπορούσα, εγώ τουλάχιστο, να υποβάλλω τον εαυτό μου) ή να αγοράσει (και κυρίως να ακούσει) τους δίσκους, που και αυτό μου πέφτει πολύ βαρύ.

Ευκολότερο μου έρχεται να φανταστώ το μέγεθος και την ποιότητα των επεμβάσεων στο ύφος των λαϊκών τραγουδιών, προκειμένου να μειωθεί η τοξικότητά τους (ο όρος πετυχημένος), αν και δεν μου είχε φανεί τόσο αντιφατική και υποκριτική η παρουσία στο Μέγαρο π.χ. κάποιας ομάδας χωρικών από τη Θράκη, πριν αρκετά χρόνια.

Δεν μένει, λοιπόν, παρά να συμφωνήσω απόλυτα με τα δύο πράγματα που επισημαίνει ο Παπαδάκης στο τέλος: την απόσβεση μιας δημιουργικής ορμής και το αναπόφευκτο, κάποια στιγμή, κλείσιμο του κύκλου μιας κατά τα άλλα λαμπρής καριέρας.

Το τόπικ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κουβέντα αντίστοιχης τροπής και συμπερασμάτων με αυτή που προέκυψε πριν λίγους μήνες για την εκπομπή του Φέρρη, μιας και πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για μια σύγχρονη προσέγγιση του ρεμπέτικου και τοποθέτησή του σε έναν διαφορετικό “χώρο” (τιβι και Μέγαρο αντίστοιχα).

Έχω ακούσει το cd πολύ προσεκτικά, αλλά δεν θα ήθελα να μπω σε τρομερές λεπτομερείς κριτικές. Κι αυτό γιατί θα αδικήσω a priori τον δίσκο: δεν μου ταιριάζει αυτή η “πλούσια” προσέγγιση του ρεπερτορίου με ποτ πουρί και σάλτσες, μου αρέσουν περισσότερο οι “μουσειακές” να τις πεις, “μίζερες” θα τις λέγαν κάποιοι άλλοι, αυθεντικές τις λέω εγώ, προσεγγίσεις.

Όμως, προσπαθώντας να είμαι αντικειμενικός, θα πρόσθετα κάποια θετικά τα οποία ο Παπαδάκης δεν αναφέρει και που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αφορμή για να ακούσει κανείς (ειδικά από εμάς) αυτό το δίσκο: οι δεξιοτέχνες μουσικοί (ταξιμάρες —δυστυχώς λίγες— από Πάππο, Τρίγκα, Μάτσικα και Γλυκιώτη…):088:, η καλή ορχήστρα και (εκτός των Καρούνη και Στρατηγού τους οποίους δίκαια αναφέρει ο Παπαδάκης) η Σοφία Παπάζογλου:110:.

Πάντως θα ήταν ενδιαφέρον να γράψουν κι άλλοι φίλοι που το άκουσαν τη γνώμη τους

ΥΓ…Η κριτική που διαβάζω παραπάνω με προβληματίζει (επίσης) σε ένα σημείο:
Υπόγα=ψευτοχασικλήδικο
Προσωπικά θεωρώ τον Α. Κωστή, τα τραγούδια και τις εκτελέσεις του από τα πλέον αντιπροσωπευτικά ρεμπέτικα ακούσματα. Καρφί δεν μου καίγεται εάν από πίσω κρύβεται ο Μπέζος, κι αν έπαιζε και χαβάγιες κι ελαφρά. Άλλωστε, τα κομμάτια του δεν είναι επιθεωρησιακά, αλλά μάλλον από τα λίγα που μας μεταφέρουν τόσο πιστά το “μουρμούρικο” και “εσωτερικό” στην ερμηνεία, ύφος.

Κατά τον Γιώργο Παπαδάκη η υπόγα είναι ψευτοχασικλήδικο,επειδή, εφόσον ισχύει η ταύτιση Α. Κωστή και Κ. Μπέζου, ο δημιουργός της δεν έχει την απαραίτητη υποκοσμιακή προέλευση,για να δημιουργήσει αυθεντικά ρεμπέτικα.
Συνεπώς άσματα βαρύτατα,όπως Ήσουνα ξυπόλυτη,Η φυλακή είναι σχολείο,Αδυνάτισα ο καημένος, δεν εντάσσονται στα ρεμπέτικα.Το ίδιο προφανώς θα πρέπει να ισχύει και για το Γιατί φουμάρω κοκαϊνη, του Παναγιώτη Τούντα, το οποίο επισης αναφέρεται στην κριτική του Παπαδάκη,καθώς ο Τούντας,ως γνωστόν δεν ήταν μάγκας,αλλά μάλλον ένας φιλήσυχος αστός,που έγραψε και τραγούδια ελαφρού ύφους.
Εν πάση περιπτώσει ένας τέτοιος αυστηρός έλεγχος της ταξικής προέλευσης των δημιουργών,προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα τραγούδι ρεμπέτικο ή όχι νομίζω ότι είναι υπερβολικός, οδηγεί στον αποχαρακτηρισμό πολλών ρεμπέτικων τραγουδιών και παραβλέπει την πολυπλοκότητα του λαϊκού μας τραγουδιού όσον αφορά τη δημιουργία και την απήχηση.

Για όποιον θέλει να πάρει μια ιδέα τουλάχιστον για την επιλογή των τραγουδιών, ας ρίξει μια ματιά, εδώ.

Αν ο στόχος - όπως τουλάχιστον τόνισαν, μέσα απ’ αυτή την προσπάθεια - ήταν να παρουσιαστεί η ιστορία του ρεμπέτικου από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1950, σίγουρα η επιλογή των τραγουδιών έπρεπε να είναι διαφορετική.

Επίσης, νομίζω πως η ένσταση του αρθρογράφου αφορά μόνο στην “Υπόγα”, κατά πόσο δηλαδή ταίριαζε με το στόχο που τέθηκε.
Όσον αφορά στο “Γιατί φουμάρω κοκαΐνη”, δεν αρνείται ότι ανήκει στα ρεμπέτικα, απλά θεωρεί πως και αυτό - όπως και άλλα πολλά - δεν ταίριαζαν στο περιβάλλον του Μέγαρου.

Όσον αφορά στην κρίση του για τη γνωστή φίρμα, τον βρίσκω αρκετά συγκρατημένο…

Δε συζητάω φυσικά γιά τους ηλίθιους αγράμματους κιτρινιάρηδες που βγάζουν χολή με τον χυδαιότερο τρόπο, χωρίς ίχνος σεβασμού στον κόπο και την προσφορά των άλλων.

Θα μιλήσω όμως γιά την περίπτωση του Γιώργου Παπαδάκη, που είναι τυπικό δείγμα όψιμου “ρεμπετολόγου” και εκφράζεται ως παντογνώστης και με τις απόλυτα σωστές απόψεις!!!

Δεν έχω επίσης κανένα λόγο να υπερασπιστώ τον Γιώργο Νταλάρα, μα δε διανοούμαι να του κάνω παρατηρήσεις γιά το πως… θα έπρεπε να κάνει το δικό του πρόγραμμα.

Όλο το κείμενο εκφράζει μιά φασιστική νοοτροπία, που περιορίζεται στο ν’ “απαγορεύει”, αλλά θέλει και να επιβάλει (ως Προκρούστης φυσικά, αφού η γλώσσα λανθάνουσα…) τη δική του ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ άποψη πάνω στο τι είναι ρεμπέτικο, και πως πρέπει να επανεκτελείται ή όχι…

Φυσικά όλα αυτά θα είχαν σημασία, αν ο Παπαδάκης λεγόταν Σπύρος Παπαϊωάννου, ή Παναγιώτης Κουνάδης, οπότε (όσες επιφυλάξεις κι αν έχομε) έκαναν δουλειά, σπουδαία δουλειά, και από πολύ παλιά.

Ο Γιώργος Παπαδάκης, που εικονίζεται ακρι΄βώς αριστερά μου, το 1975 είχε την τύχη να παρίσταται ως ηχολήπτης στη συνέντευξη του Τσιτσάνη γιά το “Παρασκήνιο”. Αμέσως μετά, βρέθηκε στην Αίγινα, όπου και γνώρισε τον Αθανασίου. Έτσι, την ψώνισε. Και τι έγινε, θα μας πει ποτέ; Ρεμπετολόγος, ή “ρεμπετολόγος”;

Για τον Κώστα Φέρρη:

Δεν μπορώ να εκφράσω άποψη για την επάρκεια ή όχι του Γ. Παπαδάκη στη δουλειά του, αφού σπανιότατα τον διαβάζω. Θεωρώ όμως ότι κάθε δημοσιευόμενο κείμενο απηχεί τις απόψεις του γράφοντος, που μπορεί να είναι ή να μην είναι σωστές, ανάλογα και με το ποιος κάθε φορά τις κρίνει. Δεν είναι δε απαραίτητο να τονίζεται σε κάθε κείμενο ότι τα γραφόμενα δεν είναι απαύγασμα παντογνωσίας ούτε απόλυτα σωστά, αφού το απόλυτα σωστό δεν υπάρχει, εξ ορισμού και μόνον.

Στο προκείμενο: κάθε κριτική εκφράζει την άποψη του γράφοντος, τόσο για την ποιότητα μιας δουλειάς όσο και για το τι δεν έγινε σωστά, φυσικά και πάντα κατά την άποψή του. Και βέβαια, υπόκειται και αυτή σε δευτερογενή κριτική από εκείνους που την διαβάζουν. Όλα τα άλλα, περί φασισμού, περί επιβολής κλπ. είναι βεβαίως άποψη του δευτερογενώς κρίνοντος.

Όσο για το τι ακριβώς έγινε ο Γιώργος Παπαδάκης ή ο όποιος, (ανεξάρτητα βεβαίως από τις γενικές και ειδικές συνθήκες που καθόρισαν τα της επαγγελματικής του ανέλιξης), το σχετικό ερώτημα καλόν θα ήταν να τεθεί απευθείας στον ίδιο, τον και μοναδικό αρμόδιο να απαντήσει.

Μερικά ρητορικά ερωτήματα.

Τελικά, μας απασχολεί το “Ποιος το είπε/έγραψε” ή το “Τι είπε/έγραψε”?
Ποιος ορίζει και ξεχωρίζει τον Ρεμπετολόγο από τον …“ρεμπετολόγο”?

Γιατί, δηλαδή, θα είχαν μεγαλύτερη αξία οι κρίσεις του Χ-κουνάδη και όχι οι δικές μου-κι ας μην με ξέρει ούτε η μάνα μου?!!!

Ο καλλιτέχνης με την δική του οπτική κάνει μια δουλειά και ο κόσμος με την δική του οπτική κάνει σχόλια, είτε θετικά είτε αρνητικά. Έτσι απλά.

Στην περίπτωση που ο Χ-παπαδάκης κάνει αρνητική κριτική για προσωπικούς του λόγους, εμένα τουλάχιστον, με αφήνει αδιάφορο. Διότι μπορεί να διαβάζω τις απόψεις του, αλλά δεν τις ασπάζομαι κιόλας.

Και εν πάσει περιπτώσει, δεν χρειάζεται πτυχίο ειδικότητας για να πεις κάποιους λόγους που δεν σου αρέσει κάτι.

Δημήτρη, σαφώς και μας ενδιαφέρει τελικώς το τί γράφεται ή τί ειπώθηκε, αλλά το ειδικό βάρος του γράφοντος όπως και να το κάνουμε προσθέτει την απαιτούμενη βαρύτητα ώστε να επηρεάζεται και πολλές φορές να διαμορφώνεται η κοινή γνώμη.
Για να δώσω ένα παράδειγμα, αν πχ έβγαινα εγώ -που μόνο η μάνα μου με ξέρει- κι έλεγα ότι πχ ο χ-Άρης είναι ο καλύτερος μπουζουξής που ξέρω θα γελάγανε και οι χελώνες στον κήπο μου. Αν όμως την ίδια δήλωση/διατύπωση την έκανε δημόσια ο Χιώτης τότε τα πράγματα θα’ταν τελείως διαφορετικά. Και σαφώς εσύ αλλά και πολλοί άλλοι γνωρίζοντες θα αμφισβητούσαν τα λεγόμενα ενός ειδικού όταν λέει κάτι στο οποίο μπορεί να διαφωνείς κι έχεις κατασταλαγμένη άποψη γι’αυτό, αλλά πολλοί θα έμπαιναν την επόμενη σε διάφορα φόρουμ σαν αυτό, ή θα έλεγαν σε διάφορες συζητήσεις και παρέες “το μάθατε ρε ο χ-Άρης είναι ο καλύτερος μπουξουξής σήμερα και καθήστε καλά γιατί το’πε ο Χιώτης τελειά και παύλα.”
Τώρα στο ερώτημα ποιός ακριβώς χρίζει κάποιον ώς ειδικό ή μή το μόνο που έχω να αναφέρω είναι ότι ίσως μετράει κάπως παραπάνω η άποψη κάποιου(ων) που γνωρίζουν καλά τον εν λόγω “ειδικό”, καθώς επίσης και το έργο που’χει προσφέρει.
Σαφέστατα η άποψη ενός συντάκτη δεν μπορεί και δεν πρέπει να γράφεται ελαφρά τη καρδία. Ειδικά δε όταν αυτό δεν εκφράζεται στα στενά πλαίσια μιά συζήτησης σε μιά παρέα αλλά γράφεται δημόσια σ’ ένα έγκυρο έντυπο. Βέβαια όλοι μας έχουμε τις απόψεις μας και τα προσωπικά μας γούστα μέχρι ένα σημείο ήδη διαμορφωμένα και μπορούμε να συμφωνήσουμε ή όχι με τα γραφόμμενα του εκάστοτε ατόμου.

ΥΓ: Για τον Παπαδάκη, θυμηθείτε την ενδιαφέρουσα -και αντιδιαμετρικά αντίθετη ώς προς την άποψη του περί του ακατανόμαστου- συζήτηση που ΄χε γίνει εδώ

Ένα σχόλιο ακόμα και τέλος από εμένα.
Τον χιώτη, όμως, τον αποδέχονται όλοι(:089:), εχθροί και φίλοι, ως τον καλύτερο μπουζουξή. Άιντε μέχρι δεύτερο. Γι’ αυτό κι έχει την μέγιστη σημασία ο λόγος του.

Στο …“σπορ” της ρεμπετολογίας ποιος είναι ο καλύτερος και γιατί? αυτό κι αν είναι ρητορικό ερώτημα!!!
Κι όπως έχω ξανά γράψει: “Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας”

Ο καλίτερος είναι αυτός που έγραψε το τραγούδι, αυτός που το έπαιξε κι αυτός που το τραγούδισε . Με λιγα λόγια αυτοί που κουβάλισαν το ‘‘κάρο’’ οι υπόλοιποι ρεμπετολόγοι μελετητές ‘’ ειδικοι ‘’ η συντριπτική πλειοψηφία δυστηχώς διακατέχονται απο πολλά συμπλέγματα . Ισως θα θέλαν να γίνουν χαλίφιδες στη θέση του χαλίφη …ο νοών νοείτο

Κι εγώ θα σταματήσω εδώ, γιατί βαρυέμαι τ’ αυτονόητα!

Τόσες εκατοντάδες κείμενα σ’ αυτό το γ—ημένο forum κι ακόμα βριακόμαστε στην αρχή!

Δηλαδή, ο Τέτος Δημητριάδης, αδελφός του Φωκίωνα Δημητριάδη, ο Γιώργος Κατσαρός (φίλος του Αλ Καπόνε), ο Ιωάννης Χαλκιάς (μπράβος και πορτοφολάς) ο Γιαννάκης Ιωαννίδης, ο Μανώλης Καραπιπέρης, ο Καραγκιοζοπαίκτης-μετανάστης Χαρίλαος, ο Κωστής Μπέζος, συνάδελφος του Φωκίωνα Δημητριάδη, -αν είναι αυτός ο Α. Κωστής- και όλη η παρέα ανάμεσα Αμερική και Αθήνα, δεν ανήκουν στον “υπόκοσμο”, και γι αυτό δεν έγραψαν “ρεμπέτικα”; Και το περνάμε έτσι ντούκου;

Όχι, ρε φίλε, δεν έχει το δικαίωμα ο καθένας να ασκεί κριτική από θέση εξουσίας (στήλη σ’ εφημερίδα) σε καλλιτέχνες και δημιουργούς, με βάση ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΛΑΘΕΜΕΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΣΧΕΤΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ. Αν ο Κουνάδης κι ο Παπαϊωάννου είναι σημαντικότεροι από τον Παπαδάκη, είναι γιατί έδωσαν τη ζωή τους γιά την έρευνα και μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού, γιά νάμαστε εμείς εδώ να κουβεντιάζομε πάνω στα κεκτημένα τους κι αν θέλομε (ακόμα) να τ’ αμφισβητήσουμε, αλλά πάντα με σεβασμό.

Αν καταφέραμε να κρατήσομε ίσαμε πέρσυ ένα σοβαρό επίπεδο στο Φόρουμ, είναι γιατί κρατήσαμε αυτό το σεβασμό στις απόψεις του άλλου. Επανειλημμένα ο Άρης και άλλοι είχαν αντίθετη άποψη από τη δική μου, γιά την πραγματική προσφορά του Πετρόπουλου. Ποτέ όμως δεν έλλειψε ο σεβασμός στην άποψη του άλλου.

Όσο γιά τον Παπαδάκη, ήταν πάντα ένας προχειρολόγος αρριβίστας, που κάθησε επανειλημμένα σε καρέκλες εξουσίας (Μουσικός Διευθυντής της ΕΡΤ…) γιά να κόβει και να ράβει κατά τα γούστα του.

Και να σκεφτείς πως δεν είχα καμμία όρεξη να υπερασπιστώ τον Νταλάρα…

Νασαι καλα ρε φιλε για τα λογια σου!!!Εχω βαρεθει να βλεπω και να ακουω αυτους που κριτικαρουν το ενα και το αλλο,γραφουν ατελειωτα βιβλια για το τι παει να πει ρεμπετικο,τι ειναι το ρεμπετικο ,αν ενα τραγουδι ειναι ρεμπετικο η οχι…κ.τ.λ.
Ατελειωτες κουβεντες να μαλωνουν ο ενας με τον αλλον.Και με ολη αυτη την βαβουρα,μενουν στο παρασκηνιο αυτοι οι ΜΕΓΑΛΟΙ καλλιτεχνες.Που οχι μονο εγραψαν τους στιχους,εγραψαν την μουσικη ,αλλα και που τραγουδησαν μονοι τους αυτα τα τραγουδια.Μαγκες με καρδια και μπεσα…!!!
Μακαρι να μπει σε καποιον η ιδεα ,να μαζεψουν ολοι μαζι λεφτα και να φτιαξουν ενα μουσειο για τα ρεμπετικο.Αυτο θα ειναι το καλυτερο που μπορει να γινει .Για μενα η καλυτερη αναγνωριση για τους ρεμπετες και το ρεμπετικο!!!
Ενας φιλος του ρεμπετικου!!!:089:

Στον περί ρεμπέτικου λόγο, που έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν διατυπωθεί απόψεις καίριες και εύστοχες και άλλες ανούσιες και άνευ αξίας.Αυτό,όμως, συμβαίνει σε κάθε τομέα του επιστητού.
Και αν αυτή τη στιγμή έχει συλλεγεί ένα τεράστιο υλικό,έχουν φωτιστεί πολλές όψεις του ρεμπέτικου και έχουμε μια ικανοποιητική γνώση αυτού του πολυσχιδούς φαινομένου σε συνάρτηση πάντα με την κοινωνική ιστορία της χώρας μας, αυτό το οφείλουμε σε όλους όσοι θεώρησαν το ρεμπέτικο άξιο ενδιαφέροντος και μελέτης.Χάρη σε αυτούς έχουμε σήμερα εμείς τη δυνατότητα να γουστάρουμε και να μερακλώνουμε με τα παλιά τραγούδια,που διαφορετικά μάλλον θα είχαν χαθεί,αλλά και την ευκαιρία να προβληματιζόμαστε και να θεωρητικολογούμε πάνω στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Πριν από κάποιες δεκαετίες αυτό δεν ήταν αυτονόητο.Όπως αναφέρει ο Στάθης Δαμιανάκος μετά την έκδοση της Κοινωνιολογίας του Ρεμπέτικου επιφανείς διανοούμενοι έκαναν λόγο για θρίαμβο της πνευματικής υπανάπτυξης, καθώς θεωρούσαν αδιανόητο ότι το ταπεινό ρεμπέτικο θα μπορούσε να αναχθεί στην περιωπή αντικειμένου με επιστημονικό ενδιαφέρον.
Σήμερα τα πράγματα μάλλον έχουν αλλάξει και αυτό κατά κύριον λόγο οφείλεται σε εκείνους,οι οποίοι ξεκινώντας από αγάπη για το ρεμπέτικο, ασχολήθηκαν θεωρητικά με το είδος.Όσες διαφωνίες και να έχουμε με καθένα εξ αυτών, σίγουρα εμείς οι ρεμπετόφιλοι οφείλουμε πολλά στον Πετρόπουλο,τον Κουνάδη,τον Σπύρο Παπαιωάννου,τον Γεωργιάδη,τον Δαμιανάκο,τον Φέρρη,τον Gauntlett,τον νεώτερο Βλησίδη κ.α
Χωρίς αυτούς λίγα πράγματα θα είχαν μείνει,καθώς το ρεμπέτικο είναι πλέον πολύ απομακρυσμένο χρονικά από την εποχή μας και οι κοινωνικές συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά.
Αλλά και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ήταν τέτοια η εξέλιξη της μεταπολεμικής κοινωνίας,ώστε πολύ νωρίς,ήδη από τα χρόνια του '50, θα σπάσει ο δεσμός ανάμεσα σε ευρέα λαϊκά στρώματα και το ρεμπέτικο.
Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '50 θα συμβεί το συγκλονιστικό γεγονός να πετάξουν τον Μάρκο έξω από μια ταβέρνα στη λαϊκή Κοκκινιά,όπου μπήκε για να παίξει.Οι θαμώνες της λαϊκής ταβέρνας δεν μπορούσαν καν να ανεχθούν τον πατριάρχη του ρεμπέτικου.Ίσως σε αυτό το γεγονός μπορούμε συμβολικά να δούμε το τέλος του ρεμπέτικου και της λαϊκής του απήχησης.
Μια μεγάλη παράδοση είχε φτάσει πλέον στο τέρμα της,οπότε το ζητούμενο ήταν η καταγραφή,μελέτη και θεωρητική ενασχόληση με το είδος,προκειμένου τα ρεμπέτικα να διασωθούν και να συνεχίσουν να ευφραίνουν και τις μεταγενέστερες γενιές.

Στην ταβέρνα του ΣΙΔΕΡΗ,-κατα ΘΗΒΩΝ μεριά- στην ΠΑΛΙΑ ΚΟΚΚΙΝΙΑ,τον πέταξαν έξω - κάποιοι “εξωτερικοί” όχι γειτόνοι, - για να ακούσουν τζουκ μποξ, με την ανοχή του ταβερνιάρη,(μην ξεχνάμε ότι από το τζουκ μποξ,κονόμαγε και κάτι ο ταβερνιάρης ενώ απο την σφουγγάρα τίποτα).Φεύγοντας ο ΜΑΡΚΟΣ πικραμένος έγραψε πανω στο κουτί με τα τσιγάρα, “τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου όλοι να θενε την ζωή και γω τον θάνατό μου”. Εξαιρετικό τραγούδι !!! Μετά βεβαίως έκανε την δεύτερή του καριέρα.

Γεια σου Παναγιωτη!!!
Χωρις αμφισβητηση αυτες οι μελετες ,οι καταγραφες,τα εργα και τα ντοκυμαντερ που γυριστηκαν,ειναι ενα εργο το οποιο τιμα αυτους που το εκαναν και δεν μπορει να το σβησει κανενας.Αλλα θα μου επιτρεψεις να διαφωνησω σε αυτο που λες ,οτι χωρις αυτους λιγα πραγματα θα ειχαν μεινει.Μεσω αυτων των μελετων το θεμα ρεμπετικο αναζωπηρωθηκε, και ηρθε παλι στην επιφανεια.Δεν ειχε πεθανει ομως!!!Υπηρξαν εποχες που το ρεμπετικο ειχε εξαφανιστει,και αλλες εποχες που ακουγοταν απο το πρωι μεχρι το βραδυ.Για μενα αυτο ωφειλετε σε πολλους λογους.Στην αλλαγη των εποχων,αλλαζουν τα γουστα,τα ακουσματα,οι συνηθειες,οι κυβερνησεις…κ.τ.λ.Και νομιζω οτι θα συμβει και στο μελλον.
Στο προηγουμενο μου μηνυμα,μιλαω αν προσεξες,για τις ατελειωτες σηζητησεις και συνγκρουσεις,που μετα απο δεκαετιες μελετων και καταγραφων δεν εχουν τελειωμο,και κατα την γνωμη μου δεν νομιζω να ωφελουν πολυ!!!Νομιζω οτι,οτι γραφτηκε ειναι αρκετο.Και αν υπαρχουν διαφωνιες, ο καθενας μας με το μυαλο του μπορει να κατασταλαξει σε μια γνωμη!!!
Μπορεις να πας απο Πειραια στην Αθηνα σε δεκα λεφτα ,μπορεις ομως και να κανεις και τον γυρο της Πελλοπονησου και να φτασεις σε μια βδομαδα,αν με εννοεις!!!
Για μενα, το λεω και παλι,το καλυτερο θα ηταν να γινει ενα μουσειο.Με ολα τα αρχεια και με ολα τα ονοματα.Ετσι ποτε δεν θα υπαρξει κινδυνος να ξεχαστει το ρεμπετικο ποτε.Και ας αλλαξουν παλι οι εποχες!!!

Ενας φιλος του ρεμπετικου!!!

Σ’ ευχαριστώ, Παναγιώτη, που ανέφερες και τον Κώστα Βλησίδη.
Να ένας νεώτερος “ρεμπετολόγος” (αν του αρέσει ο τίτλος) που έδωσε γρήγορα συλλεκτικό έργο, και μάλιστα σημαντικό, και πρέπει να του αναγνωρισθεί η προσφορά του. Και δουλεύει ακόμα επίμονα, γιά να μας δώσει κι άλλα έργα. Και μιλάω γιά έναν άνθρωπο με τον οποίο τσακώθηκα σ’ αυτό το φόρουμ “άμα τη εμφανίσει” του, και στη συνέχεια τσακώθηκε μαζί του όλο το φόρουμ.

Είναι τόσο συγκρατημένη η γραφή του (και “σεβαστική” όπως θάλεγε ο Πετρόπουλος) που είμαι βέβαιος έχει ξεπεράσει το άγαρμπο ξεκίνημά του. Οι παλιοί θα θυμούνται πως το πρώτο μήνυμα που έστειλε, ήταν γιά να επιτεθεί στο μυθ-ιστόρημα “Ρεμπέτικο”, με όρους σχολαστικίστικης ιστορικότητας, γιά ένα έργο φαντασίας… Ήταν πάντα αυτό ένα σαράκι των παλιών ρεμπετολόγων, και των αρχάριων ιντερνετικών. Να βρίζουν γιά να βρίζουν, να επιτίθενται γιά να τους προσέξομε…

Από τότε ως σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει, και οι “καυγάδες” μας είναι γιά πλάκα, και πρόσωπο με πρόσωπο. Πλατειάζω ίσως, αλλά πρέπει να καταλάβουν οι νεώτεροι το επίπεδο των “καυγάδων” μας.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ ΑΠΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

ΜΑΝΙΑΤΗΣ: Καταπληκτική δουλειά. Μόνο έχεις μιάν ανακρίβεια… Το “Καινούργιο Χόλλυγουντ” το έγραψε ο…
ΦΕΡΡΗΣ: Ροβερτάκης.
ΜΑΝΙΑΤΗΣ: Α, το ξέρεις; Τότε γιατί έγραψες “Μουσική Βαμβακάρης”;
ΦΕΡΡΗΣ: Αλήθεια; Θάναι τυπογραφικό λάθος.

ΚΟΥΝΑΔΗΣ: Έσκισες, μεγάλε! Μόνο που έχεις κάποιες ανακρίβειες. Το “Καινούργιο Χόλλυγουν” δεν είναι του Μάρκου.
ΦΕΡΡΗΣ: Άε γ–ήσου; μ–νόψειρα! Σου χαρίζω Πυραμίδες και μου μιλάς γιά τη σκόνη στο βράχο…

ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Επιτέλους, μας έδωσες να καταλάβουμε γιά πρώτη φορά τι ακριβώς είναι το μινόρε, και ποιά η αξία του.
ΦΕΡΡΗΣ: Μα εσύ το ζήτησες, θυμάσαι, τότε στις εκπομπές σου, που είπες “ως εδώ εμείς, τώρα ας ασχοληθούν οι μουσικολόγοι”.
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Εσύ είσαι ο μουσικολόγος;
ΦΕΡΡΗΣ: Όχι φυσικά, νάναι καλά η Θέσια.

ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΑΚΗΣ: Συγκλονίστηκα! Έλα να πάρεις τη συλλογή μου όλη, δώρο! Μόνο που ξέχασες να πεις πως τον “Θερμαστή”, εγώ τον ανακάλυψα, κι επειδή ο Γιώργος (στο Μοναστηράκι) το ψυλλιάστηκε, μου ζήτησε τα μαλλοκέφαλά μου. Αναγκάστηκα να πουλήσω τα Άπαντα του Καζαντζάκη γιά να τον αγοράσω. Κι εκείνο το βράδυ είμουν κι εγώ φυσικά στης Νανάς.
ΦΕΡΡΗΣ: Έχεις δίκιο, Τώρα τα θυμάμαι όλα. Είδες; Μάτια που δε βλέπονται, λησμονούν τις πράξεις τους.

ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ: Πότε θα τα πούμε από κοντά;
ΦΕΡΡΗΣ Όταν ξεπήξω!

ΠΑΝΟΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτά τα τραγούδια δεν είναι ρεμπέτικα.
ΕΝΑΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ: πΟΙΌς ΣΟΥ ΕΊΠΕ ΠΩς ΕΊΝΑΙ ΌΛΑ ΡΕΜΠΈΤΙΚΑ; κΑΙ ΕΣΎ ΠΩς ΤΑ ΞΕΧΩΡΊΖΕΙς;
ΠΑΝΟΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: …

ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ

ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: Μα είναι πράγμα αυτό;, Να μου βάλεις στην ταινία όλους τους ρεμπέτες, κοστουμαρισμένους στο πάλκο;
ΦΕΡΡΗΣ: Μα καλά, ούτε τις φωτογραφίες του βιβλίου σου έχεις δει;