Μήπως τελικά διάβασε κανείς το εν λόγω βιβλίο;
Βρήκα ένα review που ο επίλογος τελειώνει παραπέμποντας στα τελευταία γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο και λέει:
Πηγή: http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=524035
… εκείνη η τελευταία δημόσια πράξη του, που επιβάρυνε χωρίς επιστροφή την ήδη κλονισμένη του καρδιά. Αξίζει να τη θυμίσουμε:
Ήταν ένα Μαρτιάτικο απομεσήμερο του 1970 έξω από τις φυλακές του Ωροπού, όπου κρατιόνταν τότε από την Χούντα ο Μίκης Θεοδωράκης, όταν ο Χιώτης με την κιθάρα του στέκει κατάφατσα απέναντι στο καθεστώς και παίζει και τραγουδά για τον μεγάλο φίλο του: «σε πότισα ροδόσταμο». Γεγονός που του στοίχισε τέτοιο ξύλο από τα όργανα της Χούντας, που τον οδήγησε για μια βδομάδα στον «Ευαγγελισμό», σε πλήρη απομόνωση, την οποία μόνο ο Γιάννης Παπαϊωάννου με τον γνωστό «τσαμπουκά» του κατόρθωσε να σπάσει και να τον δει. Και εκείνο το Μάρτιο έφυγε…
Δηλαδή λίγο-πολύ μας λέει ότι έπαθε ανακοπή καρδιάς από το πολύ ξύλο. Κατά πόσο αληθεύει αυτό πάλι;;;;;
Όσο θαυμαστής, άσχετος, “υπερβολικός”, νοσταλγός και ρομαντικός μπορεί να είναι ο συγγραφέας, είναι λίγο περίεργο να γράφει τελείως φαντασίες. Κάτι θα έχει ακούσει κάπου…
Από την άλλη ο Θεοδωράκης δεν αναφέρει κάτι τέτοιο, εκτός και αν το υπονοεί. Το οποίο μου φαίνεται περίεργο αφού ο Θεοδωράκης σε όσες φορές τον έχω ακούσει να μιλάει, τουλάχιστον για θέματα βασανιστηρίων, ξύλου κλπ., τα λέει καθαρά και δεν τα υπονοεί εκτός και αν δεν έμαθε ποτέ το συγκεκριμένο γεγονός (που μάλλον θα ήταν απίθανο να μην το μάθαινε).
Συγκεκριμένα είπε:
Πηγή: «Διότι δε συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις... » | ΙΣΤΟΡΙΑ | ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Μια μέρα νομίζω ήταν Φλεβάρης, Μάρτης του '70, όλο το στρατόπεδο είμαστε μέσα, κοιμόμαστε όλοι, και κάποιος φρουρός (…) με ξύπνησε. “Κύριε Μίκη”, μου λέει, “κάποιοι τραγουδάνε δικά σας τραγούδια”. Βγήκα λοιπόν κι ήρθα εδώ. Φύσαγε λίγος αέρας και με τον αέρα ερχότανε το Ροδόσταμο. Ηταν μια παρέα τρεις - τέσσερις άντρες, μια γυναίκα και βάδιζαν αργά στο μόλο. Εγώ γνώρισα από το ύφος που τραγουδούσε, μου ‘ρθε ότι είναι ο Χιώτης. Κατάλαβα, αλλά δεν ήμουνα βέβαιος. Αυτοί όμως βάδιζαν μ’ ένα τρόπο επίσημο, θα 'λεγα. Αργά, ιεροτελεστικά. Εβλεπαν προς εμάς και προχωρούσαν.
Σιγά - σιγά άρχισαν να ξυπνούν κι οι άλλοι κρατούμενοι και γέμισε εδώ όλο το συρματόπλεγμα απ’ τους κρατούμενους. Και έφυγε ένας ενωματάρχης από το διοικητήριο και πήγε εκεί. Είδαμε ότι συνομιλούσαν μαζί, δεν τον έπιασαν το Χιώτη. Και τον άφησαν. Εφύγαμε κι εμείς. Την άλλη μέρα μαθαίνουμε από τον Τύπο ότι ο Μανώλης Χιώτης είχε πάει στον Ωρωπό, το απόγευμα, γύρισε στο σπίτι του στον Ωρωπό και έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε».