"Βάρκα μου μπογιατισμένη"

Το τραγούδι αυτο ειναι παραδοσιακό και μετά περασε στο όνομα του Μπάτη;
Μήπως εχει κανείς τους στίχους;

Βάρκα μου μπογιατισμένη παραδοσιακό της Πάτμου
Ερμηνεία: Μάρθα Φριντζήλα

Όταν προβάλλεις στη Φωκιά
και μου κουνάς το χέρι
μου φαίνεσαι σαν άγγελος
με το σπαθί στο χέρι.

Παναγιά μου, Παναγιά μου
παρηγόρα την καρδιά μου.

Βλέπω τον κάμπο πράσινο
και την καρδιά μου μαύρη
κι όποιος μου τηνε εμαύρισεν
απ’ το Θεό να το βρει.

Βάρκα μου μπογιατισμένη
στα καπόνια κρεμασμένη.

Όποιος 'γαπήσει ορφανή
και τηνε απαρατήσει
τα παντελόνια που φορεί
να πάει να τα ξεσκίσει.

Παναγιά μου, παρηγόρα
τα ξενάκια που 'ρθαν τώρα.

ΒΑΡΚΑ ΜΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΣΜΕΝΗ
Μουσική - Στίχοι: Παραδοσιακό Αιγαιοπελαγίτικο

Πάλι περνώ από το στενό που να ποντορημάξει
που δεν επέρασε κανείς να μην αναστενάξει

Βάρκα μου μπογιατισμένη
στο μαρμάρι αραγμένη

Όρτσα να πάω πνίγομαι σταβέντο δε γλυτώνω
μα να το ρίξω στη στεριά και πάλι μετανιώνω

Βάρκα μου μπογιατισμένη
στα καπόνια κρεμασμένη

Πώς να κατέβω στο γυαλό και πως να μπω στη βάρκα
και πως ν’ αφήσω πίσω μου βασιλικό στηγλάστρα

Βάρκα μου μπογιατισμένη
στο μαρμάρι αραγμένη

Για τα σένα παίζουν τούτα
τα βιολιά και τα λαούτα

[i]Βάρκα μου μπογιατισμένη
(Κάλυμνος)

Τί να τα πω τα μάτια μου[/i]
τα κακομαθημένα
βάρκα μου μπογιατισμένη
στα καπώνια κρεμασμένη
όποτε κι α σε θυμηθώ
να μένουν δακρυσμένα
θάλασσα βαρεί στην άμμο
σ’αγαπώ μα τί να κάμω

Έχω την εντύπωση πως τον στίχο αυτό τον συναντάμε σε πολλά νησία (*), όχι μονάχα στην Πάτμο. Είναι λάθος, όμως, να σκεφτόμαστε κατ’αυτόν τον τρόπο. Ότι δηλαδή αυτό το καθιστά το τραγούδι παραδοσιακό (“κλεμμένο”) - το έχουμε ξανακουβεντιάσει εξ’άλλου. Μιλώντας για την συγκεκριμένη περίοδο, που ανθίζει η δισκογραφία, το ρεμπέτικο είναι γεμάτο στίχους/φράσεις/βέρσες, παρμένα από προηγούμενη προφορική παράδοση. Αυτό δεν σημαίνει πως το “βάρκα μου μπογιατισμένη” δεν πρέπει να το αποδώσουμε στον Μπάτη, ή πχ “τα δυό σου χέρια” στον Μάρκο.

Αστικό τραγούδι και “δημοτικό” τραγούδι εξελίσσονται παράλληλα με ένα αέναο και δημιουργικό πάρε δώσε.

Ευτυχώς.

(*) Με πρόλαβε ο Zambelis.

Καλησπέρα στην παρέα!

Νομίζω πως το “Βάρκα μου μπογιατισμένη” του Μπάτη, τραγούδι του ΄34, είναι πιο “εμπνευσμένο”…
και καθόλου …παραδοσιακό.

Οι στίχοι (και ας διορθώσει κάποιος)

"Βάρκα μου μπογιατισμένη

Βρε βάρκα μου μπογιατισμένη
βρε κάργα μάγκες φορτωμένη
μάγκες καλέ και ντερβίσια
κι όμορφα καλέ χασίσια.
Και τον αργιλέ να πάρουν,
για να παν να τη φουμάρουν
για να σπάσουνε κεφάκι,
μπαγλαμά και μπουζουκάκι
βρε κάργα μάγκες με τα μπεγλέρια
και τον αργιλέ στα χέρια.

Να μην έρθει η αστυνομία
και να μείνουνε στα κρύα.
Κι ένας μάγκας βρε παραπέρα
μας κρατάει μπουζουριέρα
Μπάτης Μάρκος συντροφία(:wink:
και οι δυο σε “εν αμαρτία”(:wink:
βρε μπαγλαμάς και το μπουζούκι
μα δε λείπει βρε το τσιμπούκι".

Υπάρχει και σε εκτέλεση με τον Μουφλουζέλη, με διαφορετικούς στίχους:

“Βάρκα μου μπογιατισμένη
κάργα μάγκες φορτωμένη
μάγκες σαν τα κυπαρίσσια
μα έχει κι όμορφα γλυκά κορίτσια
Το μπουζούκι πάνε να πάρουν
γιαλό γιαλό για να γουστάρουν
κι όπως σεγόντο χτυπάνε τα καντίνια
τα βασανάκια γλεντούνε τα σαΐνια.
Πενιές και μάσες όλες αβέρτα
και ζεϊμπεκάκι πάν΄στην κουβέρτα
βάρκα μου καμαρωμένη
κάργα μάγκες φορτωμένη
βάρκα μου μπογιατισμένη…”

Τα καπόνια τι ειναι ;;

Ο στιχος ειναι :
Θαλασσα βαρει στην αμμο
ή
Θαλασσα βαρεις την αμμο ;;

Τα καπόνια, διαδομένα στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό, οφείλουν το όνομα τους στο χοντρό κεφάλι με τετράγωνο σχήμα που είναι σκεπασμένο από διάφορες κοκάλινες πλάκες. Το καπόνι Trigloporus lastoriza, όπως και τ’ άλλα καπόνια έχει αδύνατο σώμα μεγάλο άσχημο κεφάλι μεγάλα μάτια τοποθετημένα ψηλά στο μέτωπο. Ξεχωρίζει από τα άλλα καπόνια για τις πυκνές κάθετες γραμμές που έχει στο σώμα και για την αγκαθωτή πλευρική γραμμή. Το χρώμα της ράχης του είναι κόκκινο, πιο ανοιχτό στα πλευρά καμία φορά με σκούρα σημάδια. Τα στηθαία πτερύγια έχουν χρώμα μοβ - γαλάζιο και η κοιλιά ασπριδερό. Μπορεί να φτάσει το μήκος των 40 εκατοστών. Δεν είναι πολύ διαδομένο, εκτός από την Αδριατική που συναντιέται συχνά. Ζει κύρια σε αμμώδεις βυθούς, όπου πιάνεται με συρτά δίχτυα, δίχτυα σταθερά, και συχνότερα με παραγάδια βυθού.

Τα καπόνια είναι ένα ζευγάρι μεταλλικών αορτήρων με μακαράδες (τροχαλίες) και με χαρακτηριστικό κεκαμμένο σχήμα, τοποθετημένων στην άκρη ενός μόλου κατά τέτοιο τρόπο ώστε αν δέσεις ένα μικρό σκάφος, συνήθως βάρκα, από πλώρα και πρύμα και τραβήξεις τις τροχαλίες να βρεθεί η βάρκα στον αέρα. Μετά την τραβάνε πιο μέσα και, λασκάροντας πάλι τα σκοινιά την ακουμπούν στο συνήθως επίπεδα διαμορφωμένο «δάπεδο».

Συνήθως στα καπόνια κρεμιέται βάρκα πολυτελής, της οποίας ο ιδιοκτήτης έχει την οικονομική άνεση να διαμορφώσει τον (ιδιωτικό συνήθως) χώρο δίπλα στη θάλασσα και να έχει τη βάρκα του πάντα περιποιημένη και βαμμένη, έτοιμη για την επόμενη σαιζόν.

Όπως λένε Πάνος και Ελένη, το τραγούδι πρέπει να αποδοθεί πλήρως στο Μπάτη.

1 «Μου αρέσει»

«Βάρκα μου μπογιατισμένη» λέγεται ένας παραδοσιακός σκοπός των 12νήσων. Δεν έχει δικά του λόγια, είναι για ελεύθερη συρραφή μαντινάδων. Εκτός από την κυρίως μαντινάδα, δηλ. ένα ομοιοκατάληκτο 15σύλλαβο ιαμβικό δίστιχο, περιλαμβάνει και τσάκισμα, ένα πιο σύντομο (8σύλλαβο) τροχαϊκό δίστιχο, που μπαίνει είτε στο τέλος της μαντινάδας είτε μετά από κάθε στίχο (δηλαδή μετά τον πρώτο, διασπώντας την ενότητα πρώτου - δεύτερου στίχου της μαντινάδας, και ξανά μετά τον δεύτερο). Παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης:

Παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης:

Χαρακτηριστικό του σκοπού είναι τα εναλλασσόμενα μέτρα. Ανάλογα με το κάθε νησί, άλλοτε η μουσική φράση για τον 15σύλλαβο στίχο είναι σε 7/8 και για το τσάκισμα σε 2/4, άλλοτε για τον 15σύλλαβο σε πιο περίπλοκο ασταθές μέτρο και για το τσάκισμα πάλι σε 2/4, αλλά υπάρχουν και εκδοχές με σταθερά 7/8 σε όλες τις φράσεις, οπότε μπορεί να γίνει και χορευτικό (καλαματιανό).

Εφόσον ο σκοπός δεν έχει σταθερά λόγια, δεν είναι εύκολο να ονοματιστεί. Ωστόσο χρειάζεται ένα όνομα για να μπορούν οι άνθρωποι (κυρίως οι μουσικοί) να αναφέρονται σ’ αυτόν, κι έτσι έχει επικρατήσει να τον λένε συνήθως «Βάρκα μου μπογιατισμένη» (στην Κάλυμνο σκέτο «Βάρκα»), επειδή το τσάκισμα «βάρκα μου μπογιατισμένη / στα καπόνια κρεμασμένη» είναι από τα πιο συνηθισμένα. Και αφού τον λένε έτσι, επόμενο είναι ότι το συγκεκριμένο τσάκισμα τούς έρχεται πιο συχνά στο μυαλό, κι έτσι γίνεται ακόμη πιο συνηθισμένο. Εξίσου και άλλα με τον ίδιο πρώτο στίχο και διαφορετικό δεύτερο, π.χ. «βάρκα μου μπογιατισμένη / μες στη Λέρο αραγμένη» κλπ.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τέτοια δίστιχα τσακίσματα λέγονται αποκλειστικά σ’ αυτό τον σκοπό, ούτε ότι πρέπει υποχρεωτικά να λέγονται όποτε τραγουδιέται αυτός ο σκοπός. Τόσο τα δίστιχα πάνε και σε οποιονδήποτε άλλο σκοπό, όσο και ο σκοπός μπορεί να πάρει οποιαδήποτε άλλα δίστιχα. Υπάρχει ωστόσο μια προτίμηση.

Τα τραγούδια των διάφορων νησιών κυκλοφορουσαν ευρέως και στον Πειραιά, μαζί με τους ίδιους τους νησιώτες. Θυμίζω ότι πρόσφατα είδαμε μαρτυρία του Δ. Σαββόπουλου ότι, όταν είχε τη δίκη για το Ντιρλαντά, είχε έρθει στο δικαστήριο ο Παπαϊωάννου και δήλωσε ότι το τραγούδι (που είναι καλύμνικο) το άκουγε από τη δεκαετία του '30 στον Πειραιά όπου ήταν ψαράς.

Έτσι κι ο Μπάτης θα άκουσε την «Βάρκα μου μπογιατισμένη». Πήρε μόνο έναν στίχο, τον συμπλήρωσε με δεύτερο δικό του (όπως γινόταν ήδη στην προφορική παράδοση, γι’ αυτό προέκυψαν πολλές παραλλαγές με ίδιο πρώτο στίχο και διάφορους δεύτερους), το προσάρμοσε σε τελείως άλλον σκοπό -πιθανώς δικό του ή, αλλιώς, αδέσποτο, πάντως όχι νησιώτικο-, συμπλήρωσε ολόκληρο τραγούδι με πλήθος δικά του δίστιχα, όλα στο ίδιο μέτρο (αναιρώντας έτσι την ιδιότητα του τσακίσματος και ανάγοντάς το σε κύριο στίχο), κι έβγαλε ένα εντελώς καινούργιο τραγούδι.

Είναι καθαρή υπερβολή να πούμε ότι δεν είναι δικό του. Ένας μόνο στίχος προϋπήρχε. Τρεις λέξεις, οχτώ συλλαβές.

Τώρα βέβαια, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο η εκδοχή του Μπάτη να μην είναι κι αυτή όντως δική του αλλά να κυκλοφορούσε αδέσποτα στους τεκέδες. Εδώ πάω πάσο (και δε θα βρούμε εύκολα την αλήθεια). Είναι κάτι όμως ανεξάρτητο από τον παραδοσιακό νησιώτικο σκοπό και στίχο με τη βάρκα την μπογιατισμένη: είτε του Μπάτη είτε ανώνυμη, η ρεμπέτικη Βάρκα μου μπογιατισμένη έχει σαφώς κόψει οποιονδήποτε ομφάλιο λώρο τη συνέδεε με τη νησιώτικη.

Η «Βάρκα» στην καλύμνικη εκδοχή (εναλλασσόμενα μέτρα):

Στην πατινιώτικη (καλαματιανό):

Και εκτός 12νήσων, στη Σέριφο (7/8 και 2/4, χωρίς στίχο με βάρκα):

1 «Μου αρέσει»

Ο στίχος προϋπήρχε, ο Μπάτης πήρε μόνο το πρώτο ημιστίχιο. Δεν μπορεί να θεωρηθεί «κλεψιά» αυτό, τότε και ο Μάρκος δεν έγραψε «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» αλλά το έκλεψε, αφού η φράση αυτή υπάρχει και σε δημοτικά τραγούδια (με διαφορετικό στίχο και άλλες μελωδικές φράσεις).

Στα “Τραγούδια του Μπαγλαμά” του Φαλτάϊτς, 7/2/1929, βρίσκουμε το δίστιχο

Βάρκα μου μπογιατισμένη
με χασίσι φορτωμένη

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΓΛΑΜΑ.pdf (427,7 KB)

2 «Μου αρέσει»

Δεν την ήξερα. Ενδιαφέρον έχει.

Όπως συμβαίνει συνήθως με τις ηχογραφήσεις του μεγάλου Μουφλουζέλη, η βάρκα είναι καλή αλλά πολύ μπογιατισμένη. (Αυτή την εισαγωγή, πού τη βρήκαν;)

Εντωμεταξύ μοιάζει σαφέστατα (ακόμη κι αν δεν ξέραμε του Μπάτη) σαν χασικλήδικο τραγούδι λογοκριμένο. Το συνήθιζε αυτό ο Μουφλουζέλης; Έχει δισκογραφήσει κανονικά χασικλήδικα καθόλου; (Ρωτώ γιατί, αν προκύψει ότι γενικά δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς, τότε ίσως και η αθώα βερσιόν της Βάρκας να είναι εξίσου αυθεντική.)

Τέλος πάντων, όπως και να 'χει, η ηχογράφηση έχει μιαν αξία, κρυμμένη κάτω από όλα τα παραπλανητικά φτιασίδια.

Από το 1915 έχει παρουσιάσει ο Φαλτάιτς το δίστιχο:

https://srv-web1.parliament.gr/main.asp?current=8767147

1 «Μου αρέσει»

Μα, πώς το βρήκες;

(Εεεε, τους είκοσι χαρακτήρες!!!)

Χαχαχαχαχα εξαιρετικό!
Πέρα από την πλάκα, πιστεύω ότι ο Μουφλού δεν ήταν από τους καλλιτέχνες που θα του “δείχνανε” εισαγωγή.
Πιο πολύ πιστεύω πως τότε στο στούντιο τους έπαιζε το κομμάτι -όπως ακούγεται στην επανάληψη με τον τζουρά του- και μετά το ενορχήστρωναν…

Αυτά τα λέω διότι θεωρώ ότι αυτός την είχε σκαρφιστεί!

Ναι, αλλά και ακριβώς πέρα από την πλάκα, δίνω πιθανότητες μία στα κάποια …άκις εκατομμύρια να σκαρφίστηκε ο οποιοσδήποτε (χωρίς να την έχει ακούσει ούτε υποσυνείδητα) μελωδία διάρκειας δεκάδων φθόγγων με τόση ομοιότητα με το κομμάτι που παρέθεσε ο Περικλής.

2 «Μου αρέσει»

Εγώ πάλι νομίζω ότι ο Μουφλουζέλης είχε στο μυαλό του μια μίνιμαλ μελωδία, μόνο με οργανικές επαναλήψεις και χωρίς εισαγωγές (γενικά δεν υπάρχει εισαγωγή σ’ αυτό το είδος τραγουδιών), ότι αυτό ακριβώς έπαιξε, και μάλιστα σε αφαιρετική μορφή, και οι άλλοι που για δικούς τους λόγους θέλαν οπωσδήποτε εισαγωγή έψαξαν να βρούνε κάτι που στοιχειωδώς να εναρμονίζεται, και το παίξαν από πάνω.

Μη σας πω κιόλας ότι μου φάνηκε πως το μπουζούκι την πάει λίγο ψαχουλευτά την εισαγωγή, σαν να τη βγάζει εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω, μπορεί και να μου φάνηκε αυτό…

Tο summer holiday ήταν στη μουσική επένδυση της εγγλέζικης ταινίας του 1963 με τον ίδιο τίτλο. Η ταινία έχει και από Ελλάδα. Δεν την έχω δει αλλά εδώ είναι το τέλος.

1 «Μου αρέσει»