Άκης Πάνου
- Όποιος είναι βιαστικός στο φαγητό, στη ζωή, στον έρωτα, στη μουσική που ακούει…
- Όποιος δε διαθέτει αρκετό (αν όχι άφθονο) χρόνο…
- Όποιος δεν έχει ποτέ αμαρτήσει, κλάψει, πονέσει, αδικήσει, προδώσει, συχωρέσει, μετανοιώσει…
- Όποιος νομίζει πως είναι άψογος – και η ζωή του τακτοποιημένη και ασφαλής…
- Οι νεοφιλελεύθεροι, οι ηθικιστές αριστεροί και δεξιοί, οι ευσεβιστές χριστιανοί και μουσουλμάνοι, οι ξινοί και οι δυσκοίλιοι…
Όλοι αυτοί, το κομμάτι για τον Άκη Πάνου καλύτερα ας μη το διαβάσουν!
Οι αμαρτωλοί, μερακλήδες, ζαλισμένοι, πονεμένοι και οι αχάλαστοι ακόμα από τη ζωή – άντρες και γυναίκες- περάστε μέσα!
Πήγα στο γραφείο του Δημοσθένη γεμάτος ανησυχίες, αλλά αυτός κατάφερε να με ηρεμήσει: μου απέδειξε, με άψογα νομικά επιχειρήματα, ότι ο νόμος (πρόσεξα ότι απόφυγε να πει «το δίκιο») ήταν με το μέρος μου – και θα κερδίζαμε την υπόθεση. Ο αριστοτελικός λογισμός μου ψιθύρισε νοερά πως αφού δεν ήμουν νομικός, πως διάολο βρήκα τα επιχειρήματα του Δημοσθένη «άψογα»; Προτίμησα να τον αγνοήσω και να εμπιστευτώ τη νομική κρίση του, όπως αυτός εμπιστεύεται εμένα, όταν έρχεται στο ιατρείο μου.
Δεν τον γνωρίζω πολλά χρόνια, ούτε έχουμε μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας. Μια αμοιβαία συμπάθεια, ναι. Ξαφνιάστηκα λοιπόν όταν, αφού έκλεισε τον κίτρινο φάκελο με τα έγγραφα που του προσκόμισα και έγραψε απέξω με μαύρο μαρκαδόρο το όνομά μου, είπε:
«Έχω μπαφιάσει σήμερα… θα βάλω ένα ουΐσκι, θα μου κάνεις παρέα;»
Κοίταξα το ρολόι μου και είπα ναι, κι εγώ το ήθελα ένα ποτό εκείνη την ώρα, άλλωστε το συνηθίζω, όταν αποχωρεί και ο τελευταίος ασθενής.
«Ακούς Άκη Πάνου;»
«Ακούω…»
«Τότε, άκουσε αυτό…»
Πληκτρολόγησε κάτι στο laptop που είχε μπροστά του, η μουσική ξεχύθηκε και γέμισε το χώρο.
[b]Μαθημέ στις κακουχί - άιντε φτου κι απ΄την αρχή
τις κουβέ και πειθαρχί - αδιόρθω αναρχί
Δεν προσκυ ποτέ κανέ - λένε όχι λέω ναι
στην κρεμά έχω ανέ - με κηδέ και ζωντανέ
Τι με νοιά αν θα με φά - θα πεθά που θα πεθά
δεν τρομά ο μελλοθά - με σταυρό και Γολγοθά[/b]
«Ωραία, ένας μεγαλοδικηγόρος κι ένας ας πούμε ευκατάστατος γιατρός, ακούνε τις αναρχικές μελωδίες ενός λούμπεν…»
Ο Δημοσθένης άφησε ανοιχτή την πόρτα του ψυγείου και γύρισε προς το μέρος μου, καθώς έσβηναν οι τελευταίες νότες του τραγουδιού.
«Πόσες ανακρίβειες μαζεμένες… Εγώ δεν είμαι μεγαλοδικηγόρος, δεν έχω το απαραίτητο επίπεδο παλιανθρωπιάς για κάτι τέτοιο… όσο για τον Άκη Πάνου, όχι μονάχα δεν ήταν λούμπεν, αλλά ήταν ο ορισμός του λαϊκού αριστοκράτη…»
«Μα τι λες; Αυτός δεν έφαγε τα πάντα στα καζίνα και στο τέλος έγινε και δολοφόνος;»
Ο νομικός μου παραστάτης δεν βιάστηκε να απαντήσει. Άλλο τραγούδι ακούστηκε:
[b]Εφτά νωμά- σʼ ένα δωμά- που να ξαπλώ- να κλείσεις μα-
ο ένας πάει σινεμά - ο άλλος πέφτει και κοιμά-
ύπνος με βάρδια δηλαδή - στην πόρτα σύρμα για κλειδί
Εφτά νομά- δυστυχισμέ- σʼ ένα δωμά- φυλακισμέ-
δικαίως αγανακτησμέ- και με τα πάντα αηδιασμέ-
πώς τάχεις έτσι μοιρασμέ- ντουνιά ψευτοπολιτισμέ
Οι δυο δουλέ- απʼ τους εφτά -από τα χρέ – τι να προφτά-
σαν τα τσουβά – σαν τα σκουπί- εφτά νομά- χωρίς ελπί-
σʼ ένα δωμά- μισό γιαπί - ποιος να φωνά- και τι να πει[/b]
«Πρόσεξε την κοινωνική ανάλυση που κάνει ο λούμπεν, όπως λες, και πες μου, που διαφωνείς;»
«Δεν είπες ότι θα πιούμε κάτι;»
«Συγγνώμη… Στο μεταξύ, άκου κι αυτό…»
[b]Πες μου παππού πες μου παππού, αυτός ο κόσμος πάει που
και του δικού σου του σκοπού μάθε μου την αξία
να το συλλάβω δε μπορώ, μυαλό δεν έχω κοφτερό
ήμουνα κι έμεινα μωρό στην κυριολεξία
Πες μου γιαγιά πες μου γιαγιά γιατί αν δεν έχουμε μαγιά
ό,τι κι αν κάνουμε γιαγιά η ζύμη δε φουσκώνει
και πες μου σε παρακαλώ όταν τʼ αλεύρι είναι καλό
πως αυγαταίνει το κιλό και βγαίνουνε δυο τόνοι
Πές μου μπαμπά πές μου μπαμπά τον κόσμο με τον αραμπά
γιατί να τον περάσεις. Τώρα δεν πιάνεται μπαμπά
πετάει τρέχει κολυμπά - μʼ ένα λαχάνιασμα μπαμπά
στη σκέψη και στις πράξεις
Πες μου μαμά πές μου μαμά γιατί όταν πάω σινεμά
ενώ αλλάζω σινεμά το έργο δεν αλλάζει
Έρχεται ο άγριος μαμά για νταηλίκι κι αχταρμά
ψήνει τον ήμερο μαμά τον τρώει και ησυχάζει
Πες τε μου όλοι σας καλέ, πως κάνουνε στο κυριλέ
πως κάνουνε στο κυριλέ τα πάντα οι μεγάλοι
και τα στραβόμοιρα καλέ τα κρύβουν σε Γεντί Κουλέ
έτσι και κάψουν αργιλέ και στρώσουνε κεφάλι
να χαχανίσουν τη ζωή -και τούτη κι όποια άλλη[/b]
Πρώτη φορά πρόσεξα τους στίχους αυτού του τραγουδιού. Άκου, να χαχανίσουν τη ζωή και τούτη κι όποια άλλη…
«Ποιος δίσκος είναι;»
Ο Δημοσθένης έφερε προς το μέρος μου το δίσκο που ετοίμαζε: μαύρο Jhonny, σόδες, ποτήρια, ξηροί καρποί.
«Τρώγε άφοβα, είναι ελληνικοί και πρώτης ποιότητος… Είναι από το “ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ”, ζωντανή ηχογράφηση του 1989. Τον έβγαλε ο Χατζιδάκις, στην εταιρεία του, το “ΣΕΙΡΙΟ”»
«Δεν το ήξερα αυτό το τραγούδι… δηλαδή το είχα ακούσει, αλλά δεν το είχα προσέξει»
«Ουδείς άσφαλτος, όπως είπε η σύγχρονη Διοτίμα… Ο Άκης Πάνου γεννήθηκε φτωχός, σε μια πάμφτωχη, κατεστραμμένη Ελλάδα. Αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο νωρίς, είναι του δημοτικού - και να παλέψει σκληρά για την επιβίωση, τα χρόνια της κατοχής και τα κατοπινά. Η φτώχεια του είχε γίνει βραχνάς, το έλεγε με τα τραγούδια του»
[b]Τον έρωτα φαρμάκωσʼ η μιζέρια
κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά
δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια
και έγινʼ η ζωή τόσο βαριά
Θα κλείσω τα μάτια, θʼ απλώσω τα χέρια
μακριά από τη φτώχεια, μακριά απʼ τη μιζέρια
θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει
Που να βρεθεί ντροπή να με κρατήσει
στη λάσπη και στην ξύλινη σκεπή
τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει
τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή[/b]
«Βλέπω ότι είχε μια έντονη τάση να ξεφύγει…»
«Ναι, και μπόρεσε να το κάνει με το τραγούδι. Αλλά πάντα θυμόταν ποιος είναι, από πού ξεκίνησε… έχει κάνει στα 1977 ένα καταπληκτικό δίσκο, το “ΠΑΡΩΝ!” με πολύ ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις, από τον οποίο ακούστηκε μονάχα το μεγάλο σουξέ, “Ο ΤΡΕΛΟΣ”… Αλλά, άκουσε καλύτερα τα τραγούδια, ο Μητσιάς δίνει τα ρέστα του…»
Ο Δημοσθένης αύξησε την ένταση του ήχου:
[b]Δε σʼ έμαθαν να ζεις ούτε και να γελάς
σε μάθανε να κλαις και να παρακαλάς
σε μάθαν να πονάς και να σωπαίνεις
σε μάθαν να γιορτάζεις που πεθαίνεις
δε σου ʽδωσαν ποτέ το χέρι στοργικά
μια γέννα τη στιγμή και δέκα φονικά
δε σ έμαθαν να λες αδέρφια τους λαούς
σου δώσανε σπαθί και δώδεκα θεούς[/b]
«Γιατί δεν ακούστηκαν αυτά τα τραγούδια;»
«Τι να σου πω… η εποχή ήθελε άλλα – ίσως πάλι γιατί ο Πάνου δεν είχε καμιά σχέση με τα παντοδύναμα τότε κόμματα, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ…»
«Ήταν πάντα αναρχικός;»
«Ήταν πάντα λύκος… μοναχικός λύκος! Αλλά τον ένοιαζε και με το παραπάνω τι γίνεται στην κοινωνία»
[b]Καίγεται η πίκρα μες τη φλόγα της ζωής
και μένουν τα χέρια να δουλεύουν το ληστή
χαρά και φως δεν καρτερούν μάτια που ʽχουν τυφλωθεί
και δάφνες απλώνονται στο διάβα του ληστή
Πίνουν το μίσος και το φόβο προσκυνούν
μικραίνουν και χάνονται στη δόξα των θεών
διψούν κι αφήνουν το νερό στο ρυάκι να κυλά
σπονδή απʼ τον άνθρωπο για τους θνητούς θεούς
Φτύνουν τη μοίρα που υφαίνουν μοναχοί
τα κάστρα γκρεμίζουν - θα τους γίνουν φυλακές
οργή μαχαίρι και φωτιά δώρα από μικρούς θεούς
τα κράτησαν οι άνθρωποι - και πνίγετʼ η ζωή[/b]
«Διψούν κι αφήνουν το νερό στο ρυάκι να κυλά;»
«Ξαφνιάστηκες… Ο Πάνου δε μπορούσε να κάνει χωριό με τα κόμματα, την εντεταλμένη πράσινη ή κόκκινη ή γαλάζια αισιοδοξία τους»
«Ανέλυε τα πράγματα με μεγάλη δύναμη σκέψης, ήταν ανατρεπτικός, αλλά ήταν και βαθειά απαισιόδοξος…»
«Ακριβώς. Δε μπορούσε να γράψει τραγουδάκια στο στυλ θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες – τότε τα κόμματα θα τον έκαναν θεό, αλλά δεν θα ήταν πια ο εαυτός του»
«Ένσταση, για το στίχο του Μάνου Ελευθερίου…»
«Δεκτή, κύριε πρόεδρε… ίσως…»
[b]Την κοινωνία που τηνε σπρώχνουν στον κατήφορο τα λάθη
κι αργοπεθαίνει μες την ψευτιά, την αμαρτία και τα πάθη
την κοινωνία που για το αύριο την πνίγει η αγωνία
τι ειρωνεία, εμείς τη φτιάξαμε, αυτή την κοινωνία
Την κοινωνία που και πιστεύει και παλεύει και ελπίζει
μʼ αυτό που χτίζει, από τη μοίρα της σπρωγμένη το γκρεμίζει
την κοινωνία που για το αύριο την πνίγει η αγωνία
τι ειρωνεία, εμείς τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία[/b]
«Τι έχεις να πεις;»
«Απόλυτη διαύγεια για την αιτία του κακού: βρίσκεται μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο!»
«Με άλλα λόγια, αυτά που είπαν οι Beatles: μη θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, άλλαξε πρώτα τον εαυτό σου… γιατί αν αλλάξεις τον εαυτό σου, τότε θα φτιάξεις κι ένα καλύτερο κόσμο»
«Με συγχωρείς, ******α θα φτιάξεις…»
«Σʼ αυτό συμφωνώ, τώρα, στα 2005. Η προσέγγιση του δικού μας δεν είναι καθόλου αισιόδοξη – είναι πολύ πιο κοντά στη φύση των πραγμάτων… Δες όμως πόσο επίκαιρο είναι αυτό το τραγούδι – παίζει και ο Γιώργος Ζαμπέτας στην εισαγωγή, γιατί δε μπορούσε να βγάλει το θέμα ο μπουζουκτσής του δίσκου»
[b]Κι αν θα μου πεις πως εινʼ αλλιώς, το ίδιο κάνει
φτωχοζητιάνοι μένουν κάποιοι σαν κι εμάς
δικαιοσύνης ταπεινοί φτωχοζητιάνοι
κι αν θα μου πεις πως είνʼ αλλιώς το ίδιο κάνει – το ίδιο κάνει…
Κι αν θα μου πεις πως είναι αλλιώς, το ίδιο θα ναι
οι δυνατοί θα μας μετράνε τη ζωή
τα μονοπάτια που μας δείχνουν θα τραβάμε
τι αν θα μου πεις πως είναι αλλιώς το ίδιο θάναι – το ίδιο θάναι…
Κι αν θα μου πεις πως είνʼ αλλιώς, τι θα κερδίσεις
θα γονατίσεις κάποια δύσκολη στιγμή
και από σίδερο αν είσαι θα λυγίσεις
κι αν θα μου πεις πως εινʼ αλλιώς, τι θα κερδίσεις – τι θα κερδίσεις…[/b]
«Όσο υπάρχει εκμετάλλευση…»
«Όσο υπάρχουν άνθρωποι, σύντροφε…»
Δε γελάσαμε. Ο Δημοσθένης έδωσε με το ποντίκι εντολή για το επόμενο τραγούδι.
[b]Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στα χείλη
και απʼ το στόμα βγαίνει ο λόγος ο πικρός
αγανάκτηση, απόγνωση, σκαμπίλι
από κείνον που δικάστηκε μικρός
Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στο στόμα
και δε νοιώθεις πια το φόβο κανενός
δεν πονάει το ταλαίπωρο το σώμα
όταν είσαι πεθαμένος ζωντανός
Το φαρμάκι κάποια μέρα ξεχειλίζει
πλημμυρίζει την ψυχή η απελπισιά
κι όταν πάψει ο πονεμένος να ελπίζει
για το σύμπαν χαλαλίζει μια βρισιά[/b]
«Για το σύμπαν χαλαλίζει μια βρισιά; Τι λέει, ρε;»
«Δεν του φταίει μονάχα ο ανθρώπινος, αλλά και ο συμπαντικός Λόγος…»
«Είναι υπερβολικός! Ο συμπαντικός Λόγος…»
«Μια ******* είναι ο συμπαντικός Λόγος, όταν είσαι στην αποκάτω μια ζωή… δεν είναι όλοι σε θέση να κάνουν σαν κι εμάς, κριτική πολυτελείας… μη σου πω πως δεν είναι οι περισσότεροι σήμερα, στη χώρα μας… κι αν επιμένεις, άντε να μιλήσεις για συμπαντικό Λόγο σ’ αυτούς που καίνε αυτές τις νύχτες το Παρίσι!»
«Αυτό δεν αναιρεί την αξία του Λόγου!»
«Επαναλαμβάνω: οι από κάτω τον έχουν χεσμένο το Λόγο – και καλά κάνουν! Γιατί νοιώθουν, χωρίς να μπορούν να το πουν με λόγια, ότι ο συμπαντικός Λόγος τους κρατάει στο χάλι που βρίσκονται… Και ο αληθινός λαϊκός βάρδος το καταλαβαίνει αυτό, ας είναι πια οικονομικά με τους αποπάνω – και το εκφράζει λιτά αλλά καίρια – για το σύμπαν χαλαλίζει μια βρισιά…»
«Δεν έχω ακούσει πιο σπαραχτική βλαστήμια απʼ αυτή… τουλάχιστο σε τραγούδι…»
«Τα τραγούδια του Άκη Πάνου συνήθως καθρεφτίζουν χωρίς αλλοιώσεις το είναι του δημιουργού τους… Άκουσε τι λέει γι αυτά…»
[b]Είνʼ τα τραγούδια μου τραγούδια λυπημένα
πάνω στο κέφι του δεν τάπιασε κανείς
είναι με δάκρια πικρά πλημμυρισμένα
είνʼ τα τραγούδια της καρδιάς της ορφανής
Περπατώ στις γειτονιές και μαζεύω τους καημούς
και με νότες λυγμούς τι τραγούδι να γράψω
αν γελάσει η ζωή θα γελάσω κι εγώ
όταν κλαίει η ζωή πως μπορώ να μην κλάψω;
Μακάρι νάταν η ζωή μας πανηγύρι
νάταν της πίκρας το ποτήρι αδειανό
και των ονείρων το λευκό το τρεχαντήρι
να ʽβρισκε δρόμο μέσα στον ωκεανό[/b]
«Και των ονείρων το λευκό το τρεχαντήρι…»
«…να ʽβρισκε δρόμο μέσα στον ωκεανό. Εξακολουθείς να ξαφνιάζεσαι, βλέπω…»
«Αρχίζω και ανησυχώ, αν ο δικηγόρος μου ακούει τέτοια τραγούδια, δεν πρόκειται να την κερδίσουμε τη ρημάδα τη δίκη…»
Ο Δημοσθένης γέλασε με την καρδιά του.
«Μην ανησυχείς, είμαι απόλυτα αλλοτριωμένος… μην κοιτάς απόψε… Δε μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση, βρε αδερφέ;»
«Αν μπορούμε, λέει… Βάλε!»
Το εκλεκτό ποτό κελάρυσε στα βαριά κρυστάλλινα ποτήρια.
«Αν μας έβλεπε ο Άκης να ακούμε τα τραγούδια του από laptop…»
«Απλώς τεχνικό θέμα… Γλιτώνω τη φασαρία των δίσκων και έχω απόλυτη ευελιξία στην επιλογή των τραγουδιών…»
[b]Ιώδιο, καίσιο, στρόντιο -το νέφος ευρύ κι υπερπόντιο
Δεν είναι τουφέκι, ακόντιο – ιώδιο καίσιο, στρόντιο
Ιώδιο, στρόντιο, καίσιο – το μέλλον του κόσμου απαίσιο
καλοί και κακοί μες το πλαίσιο – ιώδιο, στρόντιο, καίσιο
Το άμεσο τέλος ελπίδα μας – και συ αφροσύνη πυξίδα μας
εσύ επιστήμη ελπίδα μας – εμπόδια είμαστε, ΠΗΔΑ ΜΑΣ![/b]
«Βλέπεις ότι είχε ξεκάθαρη άποψη και για το ρόλο της επιστήμης στο σύγχρονο κόσμο – ένας επιστημολόγος, αναλυτής, φιλόσοφος - θα χρειαζόταν εξήντα σελίδες για να πει αυτό που λέει ο Πάνου με δυο λέξεις…»
«Εντάξει, αλλά φτάνει με τα κοινωνικά και τα πολιτικά! Το κάναμε εδωπέρα φεστιβάλ του απογοητευμένου αναρχικού…»
«Δεν έχεις άδικο. Θα σε πάω σε μια άλλη κατηγορία, τα λέω τα τραγούδια της αυτογνωσίας…»
«Τα ποια;»
«Είναι πολλά, ας ξεκινήσουμε με ένα κεφάτο, ειρωνικό…»
[b]Άνοιξε Πέτρο άνοιξε, να μπω να ξαποστάσω
από τη Γη στον ουρανό σκοτώθηκα να φτάσω
τι παριστάνεις τα ες - ες και μου γυρεύεις πάσσο;
Θα μʼ αναγκάσεις τελικά το στόμα να χαλάσω.
Τι εισιτήριο ζητάς και πώς να στο πληρώσω;
εδώ δεν αξιώθηκα τα χρέη μου να δώσω.
Ήρθα για να ξεκουραστώ δεν ήρθα να μαλώσω
τι εισιτήριο ζητάς και πώς να στο πληρώσω;
Άνοιξε στον Πανάγαθο να μπω να μαρτυρήσω
κι αν θα μου βρει παράπτωμα με ξαναστέλνεις πίσω
ξέρω καλά τι θα του πω και πως θα καθαρίσω
και …λέγε ποιος με κάρφωσε στα μούτρα να τον φτύσω.
Ώσπου να βρεις το φάκελο εγώ θα ξεπαγιάσω
βάλε με στου παράδεισου τον κήπο να πλαγιάσω
φέρε και καναδυό ουρί να το διασκεδάσω
ή …πες μου που είνʼ η κόλαση να πάω εκεί νʼ αγιάσω
Μόνο ο Παντοκράτορας θα πει αν είμαι εντάξει
οργίασα με το μυαλό μα ελάχιστα στην πράξη
κι αν θα με κρίνει ένοχο αυτός θα με πατάξει
εσύ ΄σαι σκέτος θυρωρός και να κρατάς την τάξη.
Στον κόσμο όσο περπάτησα, λαδιές δεν έχω κάνει
εξόν από κανα πιοτό κι από κανα φουστάνι
και μια φορά αγανάκτησα με κάποιον παπά –Γιάννη.
Αν λέν πως βαριαμάρτησα υπάρχουν και ρουφιάνοι[/b]
«Εξόν από κανα πιοτό κι από κανα φουστάνι…»
«Ο Πάνου δε δίσταζε να βάζει στα τραγούδια του δύσκολες έννοιες, όπως του χρόνου και να τις ζυμώνει με το υπαρξιακό του δράμα, πάντα με την απλούστερη έκφραση, που σημαίνει ότι είχε χωνέψει απόλυτα αυτά που ήθελε να πει»
[b]Άντε να περάσει η μέρα
και να ʽρθεί το δειλινό
άντε να περάσει η νύχτα
και να ʽρθεί το πρωινό
Δεν τηνε θέλω τούτη την παλιοζωή
πότε θʼ αφήσει το ταλαίπωρο κορμί μου
δε μελετάω τη δική σας τη ζωή
μοιριολογάω την αχάριστη ζωή μου
-την παλιοζωή μου!
Άντε να περάσει η ώρα
και να έρθει το πρωί
κράτα να περάσουν μέρες
κράτα να περάσουν νύχτες
κράτα να περάσουν χρόνια
«Μοναχικός λύκος…»
«Με πλήρη αίσθηση αυτού που συνιστά την τραγικότητα της ύπαρξης: να μετέχεις στις έννοιες και ταυτόχρονα να τις βιώνεις… ελάχιστοι είναι σε θέση να μετουσιώσουν αυτή την ύψιστη ανθρώπινη τραγωδία σε καλλιτεχνικό έργο…»
«Εκτός αν είναι μοναχικοί αλλά ταλαντούχοι, πανέξυπνοι και ευαίσθητοι λύκοι, σαν τον Πάνου…»
«Ακριβώς! Δες τι χνάρια άφηνε…»
[b]Δεν είναι ο κόσμος φίλος μου - ούτε κι εγώ του κόσμου
άλλος του κόσμου ο Θεός -και άλλος ο δικός μου
Δεν περιμένω τίποτα - από το να πεθάνω
νʼ αδειάσει η κούπα του καημού - και η γωνιά που πιάνω[/b]
«Πάντα απαισιόδοξος…»
«Λάθος, φίλε μου. Πάντα μηδενιστής, όταν ασχολείται με τον εαυτό του… Αν για την κοινωνία αφήνει ένα περιθώριο, με τον εαυτό του είναι σκληρός, απόλυτος…»
[b]Η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη
όλα μου τα παίρνει, τίποτα δε δίνει
η ζωή μου όλη είνʼ ένα καμίνι
που έχω πέσει μέσα και με σιγοψήνει
Η ζωή μου όλη μια ανοησία
κι η μοναδική μου η περιουσία
η ζωή μου όλη είναι μια θυσία
που σκοπό δεν έχει, ούτε σημασία
Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο
που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω
κι όταν γίνει γόπα, κέρασμα στο Χάρο
όταν έρθει η ώρα να τονε τρακάρω.[/b]
Η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη μας τάραξε την ψυχή, όπως ξεχυνόταν αυτοκρατορική από τα πανάκριβα ηχεία του δικηγορικού γραφείου. Ωστόσο, θυμήθηκα κάτι σημαντικό.
«Με συγχωρείς, πρέπει να τηλεφωνήσω…»
Πήρα το σπίτι μου, άκουσα τα μικρά να μαλώνουν ποιο θα πρωτοαρπάξει το ακουστικό, τελικά ήρθε η μαμά τους.
«Είμαι στου Δημοσθένη, θα αργήσω λίγο…»
«Εντάξει μωρό μου…»
Πρόσεξα το χαμόγελο στα χείλη του Δημοσθένη.
«Εσύ δηλαδή δεν παίρνεις να ειδοποιήσεις τη γυναίκα σου ότι θʼ αργήσεις;»
«Με τη γυναίκα μου είμαστε στη φάση που ο ένας αγνοεί εντελώς τον άλλον… Τι λέγαμε;»
«Ότι ο Πάνου ήταν σκληρός με τον εαυτό του…»
[b]Δεν θέλω τη συμπόνοια κανενός
τον έζησα τον κόσμο και τον είδα
είνʼ η καρδιά μου μαύρος ουρανός
που κρύβει κεραυνούς και καταιγίδα
Την ώρα που ξεχείλισε ο πόνος
την ώρα που με πνίγει ο καημός
αυτή την ώρα θέλω νάμαι μόνος
δε θέλω τη συμπόνοια κανενός
Με της αχαριστίας το νερό
πόσες φορές δε μου ΄βρεξαν τα χείλη
ακόμα κι η γυναίκα πʼ αγαπώ
ακόμα κι οι καλύτεροί μου φίλοι[/b]
«Καλά, δεν είχε φίλους, κύκλο, δικούς του ανθρώπους;»
«Ας σου απαντήσει το τραγούδι του καλύτερα»
[b]Απ΄ τους πολλούς μου φίλους κι απʼ όλους τους δικούς μου
όπως ο εαυτός μου δε μʼ αγαπάει κανείς
είμαστε ένα πράγμα, μια σκέψη και μια ζήση
και δε θα μʼ αγαπήσει όπως αυτός κανείς
Ο πιο καλός μου φίλος, ο πιο πολύ δικός μου
ο πιο πολύ δικός μου, είναι ο εαυτός μου
ο πιο καλός μου φίλος είναι ο εαυτός μου
Απʼ τους πολλούς εχθρούς μου που με μισούνε τόσο
μόνο τον εαυτό μου φοβάμαι αληθινά
αυτός μονάχα θέλει να με καταδικάσει
και για την ίδια πράξη να δικαστώ ξανά
Ο πιο καλός μου φίλος κι ο πιο κακός εχθρός μου
είναι ο εαυτός μου, είναι ο εαυτός μου
ο πιο καλός μου φίλος κι ο πιο κακός εχθρός μου[/b]
«Εδιζισάμην εμεωυτόν… ξέρεις ποιος το είπε;»
«Ξέρω, που να μην ήξερα…»
«Βρε Δημοσθένη, δεν είχε κανένα ικανό να τον καταλάβει και να σταθεί πλάι του ως φίλος και συνομιλητής; Τόσο μεγάλη ιδέα είχε για τον εαυτό του;»
«Ξέρεις τον κόσμο και τον ζεις, όπως τον ξέρω και τον ζω κι εγώ… Με πόσους από τους φίλους σου μπορείς να συζητάς το υπαρξιακό σου δράμα;»
«Τώρα πια… με κανέναν…»
«Άρα, κάποτε μπορούσες… κάτι είναι κι αυτό… Ο Πάνου ήταν πάντα ολομόναχος σʼ αυτό το πεδίο… Είχε επίγνωση της ανωτερότητας και της αξία του ως καλλιτέχνης, αλλά και της κατάρας που των κυνηγούσε και τον έλειωνε…»
«Τι εννοείς;»
«Άκου αυτό…»
[b]Δεν είναι εύκολο νʼ αλλάξεις - όταν χαλάσεις εντελώς
δεν έχεις μάτια να κοιτάξεις - ποιος είνʼ ο δρόμος ο καλός.
Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος - στον εαυτό σου έτσι λες
τι πα να πει βρωμιά και πόνος - κατήφορος και προσβολές.
Για σένα ο δρόμος είναι δρόμος - τι πα να πει είναι στραβός
ποιο θάναι το φινάλε όμως - δεν το μαντεύεις ακριβώς
Δεν είναι εύκολο νʼ αλλάξεις - έχει κι η λάσπη ηδονή
και με τη λάσπη θες να φτιάξεις - αγάπη σαν αληθινή[/b]
«Αγάπη σαν αληθινή… Αλλά κι ο άνθρωπος αλλάζει, δε μένει ο ίδιος!»
«Έλα που δεν αλλάζει… από την εφηβία και μετά μένει για πάντα ο ίδιος *******… Με ποιόν να τα κουβεντιάσει όλα αυτά; Μονάχα με τον εαυτό του μπορούσε, αλλά το δράμα του ήταν ότι ένοιωθε πάντα δέσμιος της κοινής λογικής και της κοινής γνώμης»
[b]Να ʽχα τη δύναμη να κάνω κάποιο λάθος
και στο φινάλε να μη ντρέπομαι γιʼ αυτό
να ʽχα τη δύναμη να κάνω κάποιο λάθος
και να μη θέλω απʼ τον κόσμο να κρυφτώ
Να ʽχα τη δύναμη να κάνω το δικό μου
στον εαυτό μου να μη λέω μη και μη
να χαστουκίσω μια φορά το λογικό μου
και ας πληρώσω σʼ οποιαδήποτε τιμή
Να ʽχα τη δύναμη να πω «έτσι μʼ αρέσει»
χωρίς να σκέφτομαι την κρίση του αλλουνού
παλιοζωή με πόσα «πρέπει» μʼ έχεις δέσει
με πόσα «πρέπει» μου παράλυσες το νου[/b]
«Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα έκανε μια νορμάλ ζωή…»
«Όπως κάνεις εσύ κι εγώ… έκανε νορμάλ ζωή κι αυτό του έτρωγε τα σωθικά, όπως τρώει τα δικά σου και τα δικά μου…»
Έπεσε σιωπή για λίγο. Μπαίναμε σε γλιστερά μονοπάτια.
«Δεν είμαι ακόμα έτοιμος γιʼ αυτή τη συζήτηση… Βάλε νερό της φωτιάς, βάλε και τραγούδι!»
«Έγινε!»
[b]Στο θολωμένο μου μυαλό - ο κόσμος είναι μια σταλιά
κάτι σκιές απʼ τα παλιά -και κάποιο πάθος μου τρελό
στο θολωμένο μου μυαλό
Το θολωμένο μου μυαλό - μʼ έχει προδώσει προ πολλού
του λέω αλλού και τρέχει αλλού -με κάνει να παραμιλώ
το θολωμένο μου μυαλό
Του θολωμένου μου μυαλού - τους εφιάλτες τραγουδώ
κι αν σας επίκρανα ως εδώ - φταίει το πάθος του τρελού
του θολωμένου μου μυαλού[/b]
«Μοιραία, η αντίθεση με την κοινωνική σύμβαση οδηγεί στην τρέλα…»
«Πιο σωστά, στην επίκληση της τρέλας και της αναχώρησης, ως το ουτοπικό βασίλειο της πολυπόθητης ελευθερίας από τα δεσμά και τους καταναγκασμούς που συνεπάγεται η ζωή - με τους άχρηστους και κακούς ανθρώπους…»
[b]Μη ζητάς να βρεις καλό - μπέσα μη ζητάς
στων ανθρώπων τις καρδιές - μέσα μη κοιτάς
Οι μισοί καλοί - σε μοναστηριού κελί
κι οι άλλοι σε τρελάδικο - από κακό κι απʼ άδικο
Μη ζητάς να βρεις καλό - μη βαρυγκομάς
και τα πάθη η ζωή - τα ʽφτιαξε για μας[/b]
«Χωρίς επιστροφή;»
«Χωρίς! Η τέχνη σου δίνει αυτή τη δυνατότητα, να είσαι απόλυτος – αυτό δηλαδή που σου αρνιέται η ζωή… Αν ο Άκης Πάνου δεν είχε τη δυνατότητα να ξορκίζει την τρέλα με το τραγούδι, ποιος ξέρει τι εξέλιξη θα είχε… Μπορεί και να γινόταν ένας καθωσπρέπει εργολάβος, μπορεί και να αυτοκτονούσε… Θα περίμενα από σένα να εντοπίσεις και να σχολιάσεις την καθαρόαιμη ηρακλείτεια αντίληψη του Πάνου για τη σχέση καλού –κακού στον κόσμο, αλλά άστο, άλλη φορά…»
[b]Ασʼ τον τρελό στην τρέλα του και μη τον συνεφέρεις
τι κρύβει μέσα το μυαλό ενός τρελού δεν ξέρεις
Μπορεί να βρει στην τρέλα του αυτά πούχει ποθήσει
και που δεν αξιώθηκε να δει και νʼ αποκτήσει
Ας τον τρελό στην τρέλα του, άστονε στʼ όνειρό του
τον κόσμο αυτό σιχάθηκε κι έφτιαξε ένα δικό του[/b]
«Μισάνθρωπος;»
«Ούτε γιʼ αστείο! Προστατευτικός, τρυφερός… δεν ήθελε να πικραίνει τους άλλους με τη δική του απελπισία…»
[b]Μείνε πίκρα στην καρδιά μου και μη βγαίνεις
μη πικραίνεις και των άλλων τις καρδιές
τις χαρούμενες στιγμές τους μη μικραίνεις
μείνε πίκρα στην καρδιά μου και μη βγαίνεις
Μείνε πίκρα στην καρδιά κι ας με πληγώνεις
ας σκοτώνεις το κορμί μου και το νου
σκότωσέ με, αλλά μη με ταπεινώνεις
μη με ρίχνεις μπρος στα μάτια του αλλουνού
Μείνε πίκρα στην καρδιά και οι μονομάχοι
δε ζητάνε παρηγόρια και φιλί
μες το αίμα τους ο θάνατος υπάρχει
κι απʼ το τέλος τίποτʼ άλλο πιο πολύ[/b]
«Δημοσθένη, με έχεις ισοπεδώσει…»
«Εγώ;»
«Εσύ, αυτός, το Jhonny…»
«Εντάξει, θα σε πάω τότε σε μια άλλη περιοχή, διαφορετική: τον έρωτα»
«Επιτέλους!»
«Μη βιάζεσαι να πανηγυρίσεις. Ο έρωτας του Άκη Πάνου δεν είναι ο γλυκός, παιδιάστικος και απλοϊκός έρωτας των άλλων στιχουργών…»
«Ποιών;»
«Μπορεί να συγκριθεί μονάχα με τους μεγάλους: Γκάτσο, Παπαδόπουλο, Παπαγιαννοπούλου…»
«Και;»
«Στο λαϊκό ερωτικό τραγούδι ο στίχος του δεν έχει το ταίρι του σε επίπεδο μαστοριάς. Κάθε φορά νομίζεις ότι παίζεται μπροστά σου ένα μικρό θεατρικό έργο – και είναι τόσο δυνατές οι εικόνες που πανεύκολα ο ακροατής ταυτίζεται και πρωταγωνιστεί ο ίδιος! Με άλλα λόγια, το τραγούδι λειτουργεί απόλυτα… Αλλά είναι πάντα ο ίδιος δημιουργός – αληθινός, αρνιέται να βάλει λουλουδάκια και συννεφάκια, είναι πικρός, δεν ωραιοποιεί, δε φαντασιώνεται, δε χάνει από τα μάτια του ολόκληρο το ματωμένο πεδίο της ζωής, ξέρει πολύ καλά τι θα γίνει την άλλη μέρα… Είναι ο μεγάλος ποιητής του χωρισμού στο λαϊκό τραγούδι…»
[b]Ως την ώρα που θα φύγω θέλω να ΄μαστε αγκαλιά
θα πονέσουμε πιο λίγο μεθυσμένοι απʼ τα φιλιά
Δώσμου να πιω κι άλλο λίγο κι άλλο λίγο
Δώσμου να πιω ξημερώνει και θα φύγω
Της αγάπης το μεθύσι θα τελειώσει το πρωί
η αυγή θα μας χωρίσει και θʼ αλλάξουμε ζωή
Στο ρολόι τρέχει η ώρα να μας φέρει χωρισμό
και με τα φιλιά σου τώρα ξεγελάω τον καημό[/b]
«Τι είναι πιο σπουδαίο; Ο έρωτας – ή να αγαπάς τον άλλον;»
«Το ένα είναι η λαχτάρα της ψευδαίσθησης του μη πεπτοκότως, του απολύτου – το άλλο η συνάφεια με το πρόσωπο… και τα δυο είναι σπουδαία και απαραίτητα!»
«Τι είναι αυτό που σου αναδεικνύει καλύτερα την τραγικότητα – ο έρωτας ή η αγάπη;»
Ο Δημοσθένης με κοίταξε συλλογισμένος.
«Η πτώση από τον απόλυτο έρωτα στην αγάπη, το σημείο της απώλειας είναι ακριβώς το σημείο της απόλυτης απόγνωσης… Καπνίζεις;»
«Όχι, εδώ και δυο χρόνια. Αλλά δεν το κατάλαβα αυτό που είπες…»
«Εγώ τρία… αλλά συντηρώ αυτά τα partagas, για κάτι τέτοιες βραδιές»
Ανάψαμε τα πούρα. Δε μπόρεσα να αποφύγω τη σκέψη πως αν με έβλεπε η γυναίκα μου θα με απόπαιρνε, αλλά αυτό δε με αποθάρρυνε.
«Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω μʼ ένα παράδειγμα… Όσο θα καπνίζουμε και θα ακούμε, θα σου αφηγηθώ μια μικρή ιστορία…»
Κάθισα πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα.
[b]Δεν κλαίω που φεύγεις – δεν κλαίω για τώρα
δεν κλαίω την ώρα - του αποχωρισμού
Κλαίω την ώρα του γυρισμού
κλαίω την ώρα του σπαραγμού
κλαίω για την ώρα που δε θα ΄χω πια
ψυχή να σου πω σʼ αγαπώ.
Κλαίω την ώρα του γυρισμού
με τα σημάδια του χαλασμού
κλαίω για την ώρα που δε θα ΄χω πια
ψυχή να σου πω σʼ αγαπώ.
Δεν είνʼ από ζήλια - που σφίγγω τα χείλια
και κλαίω μπροστά σου - χωρίς να ντραπώ[/b]
«Ήτανε, καληώρα, Νοέμβρης, αρχές της δεκαετίας του ʼ90. Το πρωί στο Πανεπιστήμιο η Πηγιώ θυμήθηκε τα γενέθλιά μου. Ξεκίνησε από τη σχολή της και ήρθε ως τη Νομική. Μου είχε πάρει και δώρο: μια καλόγουστη τσιμπίδα για γραβάτα, απʼ αυτές που πιάνεις μαζί τη γραβάτα και το πουκάμισο – και μένει η γραβάτα στη θέση της. - Να τη φοράς και να με σκέφτεσαι… μου είπε. Άπλωσε τα χέρια της και έπιασε τα δικά μου. Ένοιωσα τη θέρμη της να μεταφέρεται στο σώμα μου, αλλά προσπάθησα να μείνω ψυχρός… Με αγκάλιασε, με φίλησε – ένα φιλί που αναγκάστηκα να διακόψω βιαστικά, καθώς κάποιος χτυπούσε την πόρτα του γραφείου. Ήταν δυο φοιτητές, που ήθελαν κάτι να ρωτήσουν. Η Πηγιώ έφυγε, στεναχωρημένη. Όταν έμεινα μόνος συνειδητοποίησα ότι περίμενε να της προτείνω να βρεθούμε - για να γιορτάσουμε μαζί. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα το είχα κάνει. Αλλά τώρα πια κυριαρχούσε στο μυαλό και την ψυχή μου η εικόνα της Ελισάβετ. Της είχα τηλεφωνήσει και για να την πείσω να βγούμε και επειδή την έβλεπα να δυσκολεύεται, της είπα πως έχω γενέθλια. Ήρθε στο γραφείο, εδώ που είμαστε τώρα, λίγο μετά που τελείωσα τη δουλειά. Αεράτη, πανέμορφη, χαμογελαστή. - Χρόνια σου πολλά! ευχήθηκε και με φίλησε στο μάγουλο. Μείναμε αγκαλιασμένοι (τρόπος του λέγειν) το ένα όγδοο του χρόνου που είχε κρατήσει το αγκάλιασμα της Πηγιώς. Μου έδωσε το δώρο μου – μια πανάκριβη, πανέμορφη γραβάτα. Στο σημείο αυτό έγινε η πρώτη μοιραία κίνηση: Φόρεσα τη γραβάτα Έλλης και την στερέωσα με το δώρο της Πηγιώς. Στο κάτω κάτω και οι δυο ήταν φοιτήτριες στο τρίτο έτος του Ιστορικού της Φιλοσοφικής. Αλλά, τόσο διαφορετικές γυναίκες…»
[b]Ήταν ψεύτικα τα γλυκόλογά της όλα -ήταν ψεύτικα
Βρήκα την καταστροφή μου κι ερωτεύτηκα -όλα ψεύτικα
Ήταν κάλπικα τα φιλιά που μου πουλούσε -ήταν κάλπικα
Κι όταν είδα την αλήθεια πόσο ντράπηκα -όλα κάλπικα
Ήταν θάνατος το πιοτό που με κερνούσε -ήταν θάνατος
Και δεν είμαι από πέτρα ούτε αθάνατος- ήταν θάνατος[/b]
«Έμπειρες γυναίκες;»
«Τι σημασία έχει; Ο έρωτας στη ζωή, ο εκάστοτε τελευταίος, αλλάζει δραστικά όλα τα προηγούμενα…»
«Άρα…»
«Άρα το θέμα δεν είναι ποτέ η παρθενία – είναι πάντοτε ο τελευταίος έρωτας! Η παρθενία είναι σημαντικό θέμα για τους αστοιχείωτους, για τους αμόρφωτους, για τους χαζούς… Στον έρωτα εφαρμόζεται πλήρως το “οι έσχατοι έσονται πρώτοι…” κι ο θάνατος οριστικοποιεί τον τελευταίο έρωτα ως τον μοναδικό έρωτα ολόκληρης της ζωής…»
«Μμ, δεν το είχα σκεφτεί έτσι… Αλλά τι σχέση έχει ο Άκης Πάνου με τους νεανικούς σου έρωτες;»
«Θα δεις… όσο για το νεανικούς, έκλεινα τότε τα τριάντα πέντε… Πήγαμε με την Έλλη για φαγητό και μετά γραμμή στο “ΔΙΟΓΕΝΗ” – ήταν η πρώτη βραδιά που έπαιζε εκεί ο Άκης Πάνου»
«Μιλάς για το σκυλάδικο, απέναντι από το σταθμό;»
«Ακριβώς. Μπήκαμε γύρω στις δώδεκα, δεν είχε ακόμα πολύ κόσμο. Τα γκαρσόνια τσακίστηκαν να μας περιποιηθούν, μας έβαλαν μπροστά. Εκείνη την ώρα οι μουσικοί έπαιρναν τις θέσεις τους …αλλά να δεις πως!»
«Είμαι έτοιμος νʼ ακούσω…»
«Στην πρώτη σειρά πέντε μπουζούκια – το μεσαίο ο ίδιος ο Άκης. Δεύτερη σειρά, αποπίσω, πέντε τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Και τρίτη σειρά, λιγάκι ανάκατη αυτή, έξι όργανα. Σύνολο, δεκαέξι άτομα»
«Καλό ακούγεται…»
«Ήταν ο καλύτερος ήχος που άκουσα ποτέ σε μαγαζί - ακόμα καλύτερος κι απʼ αυτόν που βγαίνει στους δίσκους του. Ο Πάνου είχε προσέξει και την παραμικρή λεπτομέρεια στην ακουστική – δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι την είχε επιμεληθεί ο Νίκος ο Παπάζογλου… Ήχος λαϊκός, γεμάτος, σίγουρος, μαγικός, εκπληκτικές, μοναδικές ερμηνείες…»
«Στο σκυλάδικο; Μήπως υπερβάλλεις;»
«Όχι, το αυτί είναι το μοναδικό γυμνασμένο σημείο του σώματός μου, όπως είπε ο Σαββόπουλος… Ξαναπήγα δυο χρόνια αργότερα σε άλλο μαγαζί, ένα φοιτητομάγαζο στις Σαράντα Εκκλησιές, το “ΜΥΣΤΙΚΟ” – και τον ξανάκουσα. Καμία σχέση, μας είχαν και τον ένα πάνω στον άλλο… Εκείνη τη φορά στο “ΔΙΟΓΕΝΗ” πιστεύω πως ήταν η κορυφαία στιγμή του, δεδομένου ότι έχουμε και τη ζωντανή ηχογράφηση στο “ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ” Άλλωστε, δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε - και τον βρήκαν η αρρώστια και ο φόνος…»
[b]Όταν σε κοιτώ στα μάτια δεν μπορείς να μου κρυφτείς
κάτι σʼ έκανε να κλάψεις και να πικραθείς
Για κοίτα με στα μάτια λοιπόν και ʽξηγήσου
που είναι το ζεστό το γλυκό το φιλί σου
δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου
για κοίτα με στα μάτια λοιπόν
Όταν σε κοιτώ στα μάτια μη τα ρίχνεις χαμηλά
βάζω μέσα στο μυαλό μου πράγματα τρελά[/b]
«Όταν είσαι ερωτευμένος ανεβαίνεις αναβαθμούς, ψάχνεις κάτι πιο κοντά στο είναι, κολυμπάς προς την ανεύρεση του απόλυτου Άλλου – και απαξιώνεις το παρελθόν σου γιατί κρίνεις τον προηγούμενο χρόνο μονάχα με το κριτήριο του παρόντος…»
«Κατάλαβα, ήσουν ερωτευμένος με την Έλλη - και σου ξύνιζε η Πηγιώ…»
«Η σωστή οπτική του παρελθόντος είναι μονάχα η οπτική του ερωτευμένου… δίνεις τη συμβατή διάσταση που αρμόζει στο παρελθόν σου…»
«Δεν είμαι σίγουρος ότι σε παρακολουθώ… Η Έλλη τι έκανε τότε, στο “ΔΙΟΓΕΝΗ”;»
«Δε μπορώ να πω ότι την εύρισκε, αλλά δε δυσανασχετούσε κιόλας… Ξαφνικά βλέπω να περνά από μπροστά μου μια γνώριμη μορφή – η Πηγιώ είχε έρθει στο μαγαζί με δυο νεαρούς και κάθισαν στο διπλανό τραπέζι!»
«Ωχ…»
«Ήξερε η μία για την άλλη, γνώριζαν και οι δύο ότι η μία ερχόταν και η άλλη έφευγε – αλλά ο κόμπος της βραδιάς ήταν ότι η μία δεν ήθελε καθόλου να φύγει και η άλλη παρίστανε ότι δεν είχε αποφασίσει αν θα έρθει…»
«Και συ στη μέση…»
«Δίπλα στην ʽΕλλη και ακριβώς απέναντι από την Πηγιώ…»
[b]Η πρώτη δύσκολη στιγμή ήταν για σένα αφορμή
να μην μπορείς να με κοιτάξεις μες στα μάτια
η πρώτη δύσκολη στιγμή ήταν για μένα αφορμή
να μάθω πόσα μας χωρίζουν σκαλοπάτια
Είναι τόσο μικρό το κουράγιο
όταν δεν αγαπά η καρδιά
το δικό σου κουράγιο σʼ αφήνει
με την πρώτη την ανηφοριά
Η πρώτη δύσκολη στιγμή ήταν για σένα αφορμή
καινούριο δρόμο να χαράξεις και πορεία
η πρώτη δύσκολη στιγμή ήταν για μένα αφορμή
να γράψω τέλος στη μικρή μας ιστορία[/b]
«Έτυχε τώρα η Πηγιώ να λατρεύει τα τραγούδια του Άκη Πάνου – και μου το τραγουδούσε αυτό από απέναντι… και το επόμενο…»
[b]Μπορείς να κάνεις ό,τι θές
μπορείς και να μη μʼ αγαπάς
και να χαρίσεις όπου θέλεις τα φιλιά σου…
Πήρα απʼ το χέρι σου νερό
να το ξεχάσω δε μπορώ
ακόμα κι αν θα στερηθώ την αγκαλιά σου
Πήρα απʼ το χέρι σου νερό
τώρα θα πάρω τον καημό
και θα γυρίσω στα παλιά μου τα λημέρια
Εκεί που σβήνει η ζωή
εκεί που σβήνει η χαρά
εκεί που χάνονται ο ήλιος και τʼ αστέρια [/b]
«Έβλεπα τα κόκκινα χείλη της να ανοιγοκλείνουν, τα μαύρα της μάτια νοτισμένα… Κάτι πόνεσε μέσα μου…»
«Μη τα θες όλα δικά σου – το “φεύγα” έχει κάποιο κόστος και γιʼ αυτόν που το δίνει…»
«Μεγάλο κόστος… όταν κοιτάζεις έναν τελειωμένο έρωτα δε μπορείς να μην ανασύρεις ζωντανές μνήμες – κάτι υπάρχει, κάτι σαλεύει… Δε μπορείς να μιλήσεις εν ψυχρώ… Έφερνα στο μυαλό μου αυτά που μου είχε πει το πρωί, στο πανεπιστήμιο…»
«Τι είχε πει;»
«Όταν είμαι με τους άλλους νιώθω πως κάθεσαι δίπλα μου και άθελά μου αναπαράγω δικές σου λέξεις, μιλάω όπως μιλάς εσύ – χωρίς να το καταλαβαίνω… Σου χρωστάω κάτι βαθύτερο από τον έρωτα… κι εσύ πάντα με έχεις δεύτερη… ο έρωτάς μου άνθισε γιατί δεν ολοκληρώνεται όπως θέλω – κι όσο βρίσκει εμπόδια τόσο φουντώνει…»
«Ωχ… τέτοια έλεγε;»
«Τέτοια… Διάβαζε τα βιβλία μου, άκουγε τα τραγούδια και τις μουσικές που άκουγα εγώ, ήθελε να γνωρίσει τους φίλους μου, κάθε τι που είχε σχέση με μένα… Η μεγάλη της δύναμη ήταν η απόλυτη παράδοση της…»
«Πως μπορείς και μιλάς γι αυτά τόσο ψύχραιμα;»
«Ο έρωτας αυτός δεν υφίσταται πλέον, μπορώ λοιπόν και τον αναλύω… Εξάλλου, όταν είσαι ερωτευμένος μπορείς και στέκεσαι στο παρελθόν σου κριτικά, αποτιμάς, εκτιμάς… ναι, είμαι ερωτευμένος, αλλά ας μείνουμε στο θέμα μας… Η Έλλη δεν άργησε να καταλάβει ότι η Πηγιώ έκανε παιγνίδι και αποφάσισε να εκδηλωθεί δυναμικά. Παίζει η ορχήστρα τον “ΠΥΡΕΤΟ” – κι αυτή κολλάει πάνω μου και είναι όλο γλύκες…»
[b]Στη ζωή μου κάθε μία, καθεμία γνωριμία
μια καινούρια τρικυμία, ένας άλλος πυρετός
κάθε νέα γνωριμία, όνειρα με συντομία
μια ελπίδα καθεμία κι ένας πόνος δυνατός
Κι αν εσύ δεν είσαι απʼ αυτές
κι αν εσύ δε φταις - τι πρέπει να γίνει
όταν πάρουν όλα φωτιά, τα κάψει η ψευτιά
τι θέλεις να μείνει, τι θέλεις να μείνει
Στη ζωή μου καθεμία, καθεμία γνωριμία
μια γλυκιά λιποθυμία, μια παγίδα του καημού
μάθε νέα γνωριμία, όνειρα με συντομία
κι ένα βήμα κάθε μία προς τα χείλη του γκρεμού[/b]
«Και η άλλη;»
«Εξακολουθεί να με κοιτάζει και να τραγουδάει… δεν ξέρει ότι κάθε έρωτας είναι θνησιγενής, γιατί ο άνθρωπος είναι προϊόν της πτώσης…»
«Ή ακολουθεί την αναπόφευτη εξέλιξη από το είναι στο μηδέν…»
«Έστω… και στις δυο περιπτώσεις ο έρωτας είναι καταδικασμένος, γιατί ο ερωτευμένος διαισθάνεται πως ο άλλος αδυνατεί να είναι ο Άλλος με Α κεφαλαίο… όταν τον ερωτεύεσαι είναι θεός, μετά ανακαλύπτεις ότι είναι κι αυτός πεσμένος ή βαδίζει προς το μηδέν…»
«Σα να ακούω το Χρήστο Γιανναρά… σχεδόν…»
«Ναι; Θα είναι σύμπτωση… Η Πηγιώ δεν τα ξέρει αυτά, δε μπορεί να κάνει καμιά ανάλυση γιατί είναι φουλ ερωτευμένη, βρίσκεται δηλαδή εκτός κάθε δυνατότητας για κατανόηση αυτού που της συμβαίνει, δεν έχει περάσει ακόμα από το βίωμα στην έννοια, δεν έχει καμιά διαίσθηση αμφιβολίας, ασκεί με όποιον τρόπο μπορεί αυτά που διαφοροποιούν τον έρωτα από την αγάπη…»
«Και ποια είνʼ αυτά;»
«Η ζήλεια και η διεκδίκηση, φυσικά… Η Πηγιώ τραγουδάει και διεκδικεί αυτό που θεωρεί ότι είναι ο απόλυτος έρωτας…»
[b]Του κόσμου το περίγελο χαράματα περνάει
μπροστά στο παραθύρι της και σιγοτραγουδάει
Του κόσμου το περίγελο κατάντησε να γίνει
και όλʼ αυτά για χάρη της – και όλʼ αυτά για κείνη
Του κόσμου το περίγελο περνά κι αναστενάζει
έχει στα στήθια του φωτιά μα ποιος τη λογαριάζει.[/b]
«Σκούρα τα πράγματα…»
«Εντελώς σκούρα… Ο έρωτας σέρνει μέσα του την παιδικότητα, όπως η τέχνη σέρνει μέσα της την τραγικότητα - γι αυτό κάνουμε συνέχεια βλακείες οι ερωτευμένοι… Κάνουμε βλακείες γιατί εισπράττουμε τον έρωτα ως βίωμα και όχι ως έννοια… και το βίωμα είναι κάτι ιδιαίτερα εύθραυστο, επισφαλές, ανασφαλές, είναι και μοναδικό με την έννοια ότι δεν δεν αναπαράγεται ποτέ επακριβώς, δεν περιγράφεται κιόλας εύκολα – εκτός αν είσαι μεγάλος μαΐστορας… Το χειρότερο όμως είναι όταν οι βιωματικές σχέσεις αφορούν περισσότερους από δύο… Είμαι με μια γυναίκα που τη θέλω σαν τρελός, αλλά δεν έχει ιδέα από τα τραγούδια που γουστάρω… και την άλλη απέναντι να δίνει τα ρέστα της με αυτά – και να μου ξαναφουντώνει τη λαχτάρα…»
«Ε, όχι!»
«Ε, ναι… ο αναμάρτητος ας βάλλει πρώτος τον λίθον…»
«Και τι κάνεις;»
«Πίνω – ακούω – τραγουδάω… και η Πηγιώ το ίδιο… Αντί να βαδίσω σταθερά και αταλάντευτα από το βίωμα στην έννοια, ξαναγυρίζω στο βίωμα και ερωτεύομαι ξανά την ίδια γυναίκα, αλλά δεν παύω καθόλου να είμαι εξίσου ερωτευμένος με την Έλλη…»
«Πως γίνεται αυτό;»
«Φαίνεται ότι στα χρωμοσώματά μου δεν διαθέτω ίχνος από το γονίδιο της αποκλειστικότητας…»
[b]Όταν είδα πως θα φύγεις - κόντεψα να τρελαθώ
μα δε μπόρεσα να κλάψω - και να παραπονεθώ
Ούτε αχ δε θα πω - αφού έδωσα μπέσα
σε μια μαύρη καρδιά - που δε μʼ έβαλε μέσα
Ρίξε με κι εσύ πιο κάτω -να με πάρει ο ποταμός
Να με φάει το σκοτάδι -να με λιώσει ο καημός[/b]
«Και οι δυο νεαροί που ήταν με την Πηγιώ;»
«Αυτοί ήταν ζευγάρι μεταξύ τους… Δεν ενόχλησαν κανέναν. Αλλά θυμάμαι ακόμα πως έγειρε η Πηγιώ το κεφάλι της στον ώμο ενός απʼ αυτούς και τραγουδούσε αυτό το τραγούδι…»
[b]Ξέρω, πως θα φύγεις μακριά μου - μέσα από την αγκαλιά μου
θα πετάξεις σαν πουλί
Ξέρω, πως θα κλάψουμε κι οι δύο - στο πικρότερο αντίο
στο πικρότερο φιλί
Κι όταν σημάνει η ώρα - τότε καρδιά μου χρυσή
τη μεγαλύτερη μπόρα - θα την περάσεις εσύ
Στάλα, δεν με ρώτησες μια στάλα - αν χωράν μαζί με ταʼ άλλα
τα φαρμάκια τούτα δω
πίσω, πότε θα γυρίσεις πίσω - πόσες νύχτες θα μετρήσω
ώσπου να σε ξαναδώ…[/b]
«Το εννοούσε;»
«Απολύτως… αφού είμαστε ακόμα και τώρα μαζί…»
«…»
«…και η Έλλη είναι η γυναίκα μου, η μητέρα της κόρης μου»
«…»
«Πάρε χρόνο να τα εμπεδώσεις… και άκουσε αυτό…»
[b]Με το μυαλό μου σε μισώ, με τις αισθήσεις σʼ αγαπώ
είνʼ ένα αίσθημα μισό, το ξέρεις πριν να σου το πω
με το μυαλό μου σε μισώ, μα είναι το πάθος μου τρελό
και σταματάει το μυαλό και με φιλάς και σε φιλώ
Και τότε τραγουδάει η καρδιά
και ο νους σταματάει, σωπαίνει
και τότε, τότε μόνο η αγάπη υπάρχει -
το μίσος πεθαίνει!
Με το μυαλό παρακαλώ, να ήσουν όνειρο κακό
με τις αισθήσεις σε ζητώ, σαν δηλητήριο γλυκό…[/b]
«Το βάζει συχνά πυκνά η Πηγιώ, όταν πηγαίνω στο σπίτι της… εγώ κάνω πως δεν καταλαβαίνω, αλλά μέσα μου με τρώει…»
«Γιατί δεν την παντρεύεσαι τότε;»
«Μα είναι ήδη παντρεμένη…»
«Τότε, φύγε!»
«Τι εύκολες που τις έχεις τις συνταγές… Η λεπτομέρεια είναι ότι έχει δυο γιούς – δικούς μου…»
«…»
«Ξέρω, μύλος… τρέμω συνέχεια μη τυχόν και διαταραχτεί η ισορροπία… όσο υπάρχει ηρεμία με την Πηγιώ, μπορώ να χειρίζομαι εύκολα και την άλλη, αλλά κάθε τρεις και λίγο με φέρνει στο σημείο να θέλω να τινάξω τα πάντα στον αέρα! Όταν χάνεις με 4-0, τι σε πειράζει το 5-0; Έτσι κι αλλιώς – τάχεις δει όλα!»
«Και η Έλλη;»
«Με την Έλλη έζησα καλά στην αρχή… ερωτευμένος, έστω με το αγκάθι της Πηγιώς… Αλλά, μοιραία, κάποτε το πρόσωπο του πόθου απαξιώνεται, το βλέπεις χωρίς παραμορφώσεις και μπορείς να συνειδητοποιήσεις ότι πρόκειται για μια ασήμαντη, αδιάφορη ύπαρξη… Έχω ξεκινήσει τρεις φορές τη διαδικασία να χωρίσω, αλλά δε μπορώ… για πολλούς λόγους. Φυτοζωούμε μαζί, ο ένας προσπαθεί να μην πληγώνει τον άλλον, αλλά… Με τα χρόνια έχει μάθει κι αυτή να ακούει Άκη Πάνου και μου κάνει και πλάκες. Προχτές, τι έβαλε στο στέρεο, έτσι αναπάντεχα - και βούηξε το σπίτι;»
[b]Μέσα στα δικά σου χέρια έπεσα και χάθηκα
μέσα στα δικά σου χέρια, σαν ανθός μαράθηκα
Ήταν τα δικά σου χέρια φίδια που με πνίγανε
κι όσο πιο πολύ πονούσα, τόσο με τυλίγανε
Μέσα στα δικά σου χέρια μόνο τυραννήθηκα
τώρα είμαι σ΄ άλλα χέρια και ξαναγεννήθηκα[/b]
«Είναι πράγματι σε άλλα χέρια;»
«Μακάρι να ήταν… αλλά όχι, προτιμά να ψήνεται κι αυτή στη δική μου θράκα – και να ψήνει κι εμένα… Ο έρωτας, όπως κι ο θάνατος, έχει τρομερή οριστικότητα, έτσι τον νοιώθεις δηλαδή – έτσι τον νοιώθει ώρες ώρες και η Έλλη –είναι πολύ βίαιο, πολύ δύσκολο πράγμα να μην είναι σαρκωμένος ο λόγος του, να απευθύνεσαι σε έναν παρόντα – απόντα… Βάζει που λες το τραγούδι, ακούγεται σε όλη τη συνοικία, λέω θα ηρεμήσει. Αμ δε… καπάκι το επόμενο…»
[b]Και τι δεν κάνω - την πικραμένη σου ζωή για να γλυκάνω
και συ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω – για πληρωμή
Αμαρτία μεγάλη - μια καρδιά που για σένα
λαχταράει και πεθαίνει - να τη βλέπεις σαν ξένη
Και τι δεν κάνω - για να βρεθώ στην αγκαλιά σου, τι δεν κάνω
και μʼ αποφεύγεις σαν αλήτη σα ζητιάνο - κάθε στιγμή[/b]
«Μέχρι ένα σημείο προσπαθούσα να μαντέψω το ζωτικό μύθο που είχε φτιάξει στο κεφάλι της για να χειρίζεται τις οδυνηρές απουσίες μου, κάποτε τα παράτησα… Είναι προχθές, Κυριακή απογευματάκι, ξέρει ότι σε λίγο θα φύγω και υποθέτω ότι καταλαβαίνει πως θα πάω στην άλλη, γιʼ αυτό μου τα κάνει αυτά… και ρίχνει και το τρίτο, για να μʼ αποτελειώσει…»
[b]Δε μου κάνει αίσθηση καμία, αν θα φύγεις τούτη στη στιγμή
φύγε να κοπάσει η τρικυμία, φύγε, να μερώσουν οι καημοί
Άνοιξε τα χέρια σου να φύγω, μη με τυραννάς μη με κρατάς
βρήκα το κουράγιο μου για λίγο, σα δικό σου πια μη με κοιτάς
Μα τα είνʼ αυτά που λέω, θεέ μου θεέ μου
χωρίς αυτήν ποτέ μου ποτέ μου ποτέ μου -
δεν θα μπορούσα να ζήσω και να ξαναγαπήσω[/b]
«Τι τραβάς βρε Δημοσθένη… και που θα βγάλει αυτή η κατάσταση;»
«Ποιο θάναι το φινάλε όμως, δεν το γνωρίζω ακριβώς…»
«Νοιώθεις τύψεις;»
«Ούτε ίχνος! Κρατάω όλες τις δυνάμεις μου για να αντιμετωπίσω αξιοπρεπώς τη συντριβή που βλέπω νάρχεται με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος μου… φεύγω από το σπίτι αναστατωμένος, πηγαίνω στην Πηγιώ, μου ρίχνει κι αυτή το βέλος της…»
[b]Σʼ έχουν γεννήσει δυο καημοί
και της καρδιάς οι στεναγμοί -σʼ έχουν γλυκάνει
Όμως σε δίκασε η ζωή
πρωτού χαράξει το πρωί - να ʽχεις πεθάνει
Παράνομη αγάπη κουρασμένη
ταλαίπωρη αγάπη και πικρή
πλασμένη να πεθάνεις κολασμένη
και να ʽναι η πορεία σου μικρή
Παράνομη αγάπη γεννημένη
εκεί που δε χαράζει ο ουρανός
απʼ όλους τους ανθρώπους δικασμένη
και δίχως τη συμπόνια κανενός
Ζητάει μια πόρτα να κρυφτεί
η γη ανοίγει να θαφτεί - και να γλιτώσει
Μακριά απʼ του κόσμου την οργή
που θέλει να ʽβρει αφορμή - να την πληγώσει[/b]
Πριν τελειώσει το τραγούδι, χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου. Ο Δημοσθένης χαμήλωσε την ένταση και σήκωσε το ακουστικό
«Ναι, καλησπέρα… Εδώ είναι, να σας τον δώσω… Η γυναίκα σου…»
Και κοροϊδευτικά, χωρίς να ακούγεται:
«Έ –φο – δος!»
Η καλή μου ήθελε –δήθεν – να φέρω φρέσκο γάλα στο σπίτι
«Που να βρω γάλα, τέτοια ώρα;»
«Α, βλέπω παρακολουθείς και την ώρα…»
Έκλεισε ήσυχα το τηλέφωνο. Κοίταξα το ρολόι μου: μία και είκοσι!
[b]Ένα ρολόι μούχες χαρίσει
Που το κοιτούσα όταν αργούσες
Και το ρωτούσα αν μʼ αγαπούσες
Θα το δώσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι
Να μετράω τους καημούς και τους αναστεναγμούς[/b]
Τραγουδούσαμε μαζί με το Δημοσθένη, που είχε ανοίξει το δεύτερο μπουκάλι – και πρόσφερε κι άλλα partagas.
«Στο μαγαζί στις Σαράντα Εκκλησιές, νάσου ξαφνικά ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης, ανεβαίνει στην ορχήστρα, βγάζει ένα μικρό θαυμαστικό λόγο - και λέει αυτό το τραγούδι…»
[b]Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
η ώρα που γεννιέται η ζωή
η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου
μαζί με τη δική μου αναπνοή
Κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα
η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
η ώρα που μου σβήνεις τον καημό
η ώρα που κι η σκέψη μου πεθαίνει
και που δεν θέλω νάχει τελειωμό
Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
η ώρα που μʼ αρέσει να πονώ
η ώρα που σου δίνω την ψυχή μου
χωρίς να νοιώθω τίποτα φτηνό[/b]
«Να κι ένα ερωτικό κομμάτι, που δεν έχει τύψεις, δάκρια, χωρισμούς… αν αφήσουμε κατά μέρος το φόβο της κατηφόρας… Υπάρχει και δεύτερο;»
«Βεβαίως! Κι αυτό δηλαδή με υπονοούμενες ενοχές και απωθημένο φόβο για το μέλλον…»
[b]Σε πότισα το πιο γλυκό μου δάκρυ
με πότισες τον πιο γλυκό καημό
σε άγγιξα στʼ ονείρου μου την άκρη
και στράγγιξα τον πρώτο στεναγμό
Θα κλείσω τα μάτια, θʼ απλώσεις τα χέρια
θαρθούν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια
αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει
Λαχτάρησα ζωή απ΄ τη ζωή σου
λαχτάρησες το φως τʼ αυγερινού
στα σύννεφα περπάτησα μαζί σου
κι ανοίξανε οι πόρτες τʼ ουρανού[/b]
«Εκείνο το βράδι στο ΔΙΟΓΕΝΗ, λες και χαράχτηκε η ζωή μου, λες και μοιράστηκε στα δυο για πάντα. Που να το φανταστώ όμως - τότε; Θυμάμαι προς το τέλος, όταν με είχε νοτίσει το ποτό για τα καλά, θέλησα να ρίξω και τις στροφές μου… έβγαλα τη γραβάτα - θεωρώ ξεφτίλα να χορεύεις ζεϊμπέκικο γραβατωμένος- και βρέθηκα στην πίστα. Εγώ χόρευα – οι δυο κοπελιές χτυπούσαν παλαμάκια μπροστά μου…»
[b]Βρήκα την πόρτα σου κλειστή και το κλειδί παρμένο
κοντεύουνε χαράματα κι απʼ έξω περιμένω
Γιατί καλέ γειτόνισσα, αφού σου τηλεφώνησα
και είπες πως θʼ αφήσει το κλειδί
γιατί σκληρή γειτόνισσα παιδεύεις την καρδούλα μου
γιατί με βασανίζεις δηλαδή
Πότε μου λες πως δε με θες και πότε με γυρεύεις
ας ήξερα πως σκέφτεσαι και τι θεό λατρεύεις[/b]
«Ποιητική εικόνα…»
«Ναι, βέβαια… Από τότε χορεύω συνέχεια και με τις δυο, αλλά σαν αναστενάρης… Ξέχασα και τη γραβάτα και την τσιμπίδα της στο μαγαζί…»
Δεν ήθελα να το διαλύσουμε ακόμα, αλλά λόγοι ανωτέρας βίας… Ο Δημοσθένης με πήγε ως την πόρτα.
«Βλέπεις όμως, ασκούμαι στην εγκράτεια… Απόψε δεν έστειλα SMS!”
«Που να στείλεις SMS;»
«Μα, στη γυναίκα που αγαπώ…»
«…»
«Δεν την ξέρεις… Ήταν ασκούμενη στο γραφείο ως πριν λίγες βδομάδες, τώρα είναι με μια φίλη της στην Κρήτη, το πουλάκι μου… Αλλά συγκρατιέμαι - δε στέλνω μήνυμα… Προχθές, σε μια κρίση επάνω, αυτή δεν απαντούσε - κάλεσα 96 φορές… είχε 96 αναπάντητες στο κινητό της – σε μισή ώρα μέσα, μου το είπε το βράδυ που με πήρε εκείνη…»
Τον κοίταξα καλά καλά, μου φάνηκε πως το μάτι του ήταν θολό, αλλά με τη σούρα που είχα δεν ήμουν πια σε θέση να κάνω ακριβείς παρατηρήσεις –ούτε κανενός είδους κρίσεις. Κούνησα το κεφάλι μου και άνοιξα την πόρτα του ανσανσέρ. Από μέσα ακουγόταν ακόμα το τελευταίο τραγούδι της βραδιάς:
[b]Ποντάρει σʼ άλογο κουτσό - και παίρνει πεντακόσα
Κι εγώ ποντάρω σʼ αετό - και χάνω κάπου τόσα
- Μολάγα τα μολόγα τα
- Τα φράγκα μοιρολόγα τα
- Τι γίνανε μολόγα τα
- Χορτάρι για τ΄αλόγατα
Σηκώνει τον ιππόδρομο - μʼ ένα παλιοκοσάρι
και γω αδειάζω καφετιά - και γίνονται κριθάρι
Αν θέλει η τύχη η στραβή - στα φαίρνει και στα δίνει
αλλιώτικα σε κυνηγά - στα παίρνει και σε γδύνει
- Μολάγα τα μολόγα τα
- Τα φράγκα μοιρολόγα τα
- Που τάφαγες μολόγα τα
-Τα φάγανε τʼ αλόγατα…[/b]
(Αφιερωμένο στον Θ. - καλλιτέχνη της Νομικής επιστήμης)