Αστικολαϊκά παραλειπόμενα

Ταπεινή μου γνώμη: θα μου φαινόταν σκοπιμότερο (καθώς με αυτή τη λογική ξεκίνησε) το εδώ νήμα να περιέχει μόνο αθησαύριστα (ή θεωρούμενα αθησαύριστα) κείμενα και να μη γεμίσει με παραθέσεις από το διαδίκτυο.

Χορταστική διήγηση του Γιάννη Κυριαζή (περ. ΗΧΟΣ Αύγουστος 1981)

2 «Μου αρέσει»

Για τη Σοφία Καρίβαλη (ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ 7/10/1972)

2 «Μου αρέσει»

Εδώ η Στέλλα Μορένα μας τραγουδάει και ρεμπέτικα και μάγκικα και μόρτικα και σερέτικα! (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ 13/4/1961)

1 «Μου αρέσει»

Εδώ αρθράκι για τον Μπάτη με την υπό διερεύνηση πληροφορία ότι ο Λαπαθιώτης σύχναζε στο μαγαζί του και είχε δώσει και στίχους του προς ρεμπετομελοποίηση (ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ 2/9/1972):

2 «Μου αρέσει»

Μονοφαγάδες μουσικώς οι Έλληνες; Μόνο ρεμπέτικο; (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ 21/2/1963)

1 «Μου αρέσει»

Κείμενο του ποιητή και ερευνητή του ρεμπέτικου Θωμά Γκόρπα για την Τριάδα την ξακουστή του Πειραιώς (ο Γκόρπας είχε κακή γνώμη για τον Μάρκο…) (ΜΟΥΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ιανουάριος 1983)

1 «Μου αρέσει»

Μαρτυρία του Φαλίδα στον Γκόρπα το 1974 για τους “καταραμένους” Καραπατάκη και Μπέμπη (ΜΟΥΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Δεκέμβριος 1982)

1 «Μου αρέσει»

Δεν ξέρω να είχε ο Μάρκος χασάπικο για ένα φεγγάρι, ωστόσο έτσι καταγράφει ο τότε γείτονάς του Βοσνάκης στον Γκόρπα το 1967 (ΜΟΥΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Απρίλιος 1983)

2 «Μου αρέσει»

Εδώ(Καρύβαλη) είδα ένα όνομα
“βιολί Γιώργος Μπεκρής”.
Γνωρίζουμε περισσότερα για αυτόν?

Το «αμπούζουκος» του τίτλου δεν το καταλαβαίνω… Ο πληροφορητής δε λέει πουθενά ότι δεν έπαιζε καλά ο Μάρκος, απλώς ότι τον πρόλαβε όταν ξεκίναγε να μαθαίνει. Βέβαια η εκδοχή για το πώς άρχισε διαφέρει από την επίσημη, αλλά όπως και να 'χει όλοι κάποτε ξεκίνησαν.

Ο Βασίλης Λεμπέσης ήταν ξακουστός τότε σ’ όλο τον Πειραιά για την κιθάρα και το τραγούδι του, για τις καντάδες που έκανε κάτω από παραθύρια ομορφονιών, για χάρη των ερωτευμένων φίλων του…

Αυτό το βρίσκω ενδιαφέρον. Είναι πολύ φλου η εικόνα που έχω για την παρουσία και τον ρόλο της κιθάρας στην αστική λαϊκή μουσική εκείνης της εποχής, και η μαρτυρία για έναν κανταδόρο κιθαρίστα (όποια κι αν είναι η αξιοπιστία της) προσθέτει οπωσδήποτε μια ψηφίδα.

Αλλά ούτε και το «νταής» του τίτλου δικαιολογείται από τη μαρτυρία:

Ο πληροφορητής λέει μεν «ένας της παρέας των νταήδων χασισοπότηδων», αλλά αμέσως προηγουμένως έχει τονίσει «καλός άνθρωπος, αγαθιάρης και πράος, γλυκομίλητος»: ή έκανε παρέα με νταήδες χωρίς να τους μοιάζει ο ίδιος, το πιθανότερο, ή (λιγότερο πιθανό) ίσως η λέξη νταής να είχε και κάποια διαφορετική σημασία από τη σημερινή. Σε κάθε περίπτωση παραπλανητικός τίτλος, ίσως επειδή…

Υπάρχει ένα τραγούδι με Τον Πολυμέρη εδώ. Ίσως είναι αυτός.

Γλέντα τη ζωή

Στίχοι: Βασίλης Λεμπέσης

Μουσική: Βασίλης Λεμπέσης

1η ερμηνεία: Φώτης Πολυμέρης

Δύσκολη ζωή βράδυ και πρωί
με φαρμάκια ποτισμένη,
πίκρες και καημοί ούτε μια στιγμή
ξένοιαστη ποτέ δεν μένει.

Στης ζωής την καταιγίδα
κάθε όνειρο κι ελπίδα
γίνεται και μια ρυτίδα.

Γλέντα τη ζωή γιατί είναι λίγη
μην αφήνεις έτσι να χαθεί.
Η χαρά μας φεύγει κι όταν φύγει
είναι δύσκολο να ξαναρθεί.

Γλέντα τη ζωή όπως και να `ναι
μη πικραίνεσαι κι είναι κουτό.
Γλέντησε γιατί όσοι πονάνε
πάντα μετανιώνουνε γι αυτό

Και αλλο

Και αλλο

Αυτός είναι.

Φώτης Πολυμέρης και Βασίλης Λεμπέσης στην Αμερική το 1959. Από τον “Εθνικό Κήρυκα” στις 29 και 30 Σεπτεμβρίου 1959.

ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ 29-9-1959

ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ 30-9-1959

1 «Μου αρέσει»

(#169)
Φυσικά και δεν άνοιξε κανένα μαγαζί ο Μάρκος, εκτός απ’ το «ρωμαντικόν μπάρ Ο Μάρκος». Επειδή ως πασίγνωστον ήταν εκδορεύς, το πιθανότερο είναι (λέω εγώ τώρα…) το χασάπικο να το άνοιξε κάποιος μεγαλοχασάπης, και να είχε τον Μάρκο έμπιστο δουλευτή του και «στο πόδι του» στο μαγαζί, όταν είχε άλλες, σημαντικότερες δουλειές. Τώρα, κατά πόσον πράγματι ο Μάρκος γνώρισε τους υπόλοιπους της τετράδος απ’ αυτόν τον Λεμπέση, δεν το ξέρω αλλά και να έγινε έτσι, που δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε, όταν έγραφε την αυτοβιογραφία του ή αφηγείτο στους «φοιτητές του», τον είχε ξεχάσει, κι αυτόν και τα ακόρντα του αλλά και το μαγαζί του αφεντικού του. Όσο για το επεισόδιο με την Ζιγκοάλα, περίεργο μου φαίνεται: αυτό, αποκλείεται να το είχε ξεχάσει έστω και στα γεράματά του. Όμως τίποτα σχετικό δεν υπάρχει στο βιβλίο, βεβαίως.

(το κείμενο αυτό το είχα ήδη στο γουόρντ για δημοσίευση, όταν διάβασα το #171 του Περικλή. Απ’ το να το διορθώνω και να το προσαρμόζω, καλύτερα το ανέβασα απείραχτο)

Ενδιαφέρουσα φωτογραφία του !

“Με σπανιόλικες χαβάγιες
με σαράντα ατσιγγγάνες
τι ζωή μποέμικη περνώ”.

001

2 «Μου αρέσει»

Νομίζω ότι από αυτά που βάζει ο @Ανθιμος, το κείμενο που παράθεσε η @elenh και ένα άλλο που έβαλα εγώ και μεταφέρθηκε στο νήμα για τον Τούντα, είμαστε σε μεταβατική εποχή. Το 18??-1920 βασιλεύει η αθηναϊκή καντάδα, με μαντολίνα, κιθάρες και αντρικές φωνές, είτε σαν τραγούδια της παρέας σε ταβέρνες, είτε όντως κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών. Στη νέα δεκαετία του 20 έρχονται οι κοσμοπολίτες Σμυρνιοί μουσικοί, όλων των ειδών, οι καινούριες μόδες της χαβάγιας, του φοξ, ταγκό και τζαζ, και ενισχύεται το ρεύμα του ανατολίτικου τραγουδιού. Η κιθάρα έχει το ρόλο της σε όλα τα στυλ που αναφέρονται πιο πάνω.

3 «Μου αρέσει»

Γ. Δροσίνης, «Εστία», 2/4/1883

«…ουδενός μουσικού συνθέτου την αρμονικήν γλώσσαν εννοώ και αισθάνομαι τόσον, όσον τας ηδυπαθείς, τας μαλθακάς εκείνας ανατολικάς μελωδίας, αίτινες μονοτόνως κελαρύζουσαι επί των γλυκυτάτων φωνών της έκτης και εβδόμης θέσεως του βιολίου και μάλιστα όταν ο εμπειρικός καλλιτέχνης, ο βιολιτζής αυτός, σύρων το τόξον επί των χορδών εν αμιμήτω τέχνη, οιονεί αδιασπάστως κεκολλημένων επ’ αυτών και ανακινών εν τρομώδει κινήσει τους δακτύλους αναδίδει ήχους υποτρέμοντας ως φθόγγους υπερτάτου πάθους, αισθάνομαι αυτούς δίκην οξυτάτων αιχμών εισχωρούντας εν τη καρδία και μεταδίδοντας εκεί ισχυρόν το ρίγημα της συγκινήσεως και της μέθης…».

Στα πολύ ψηλά δηλαδή.

Δεν παίζω βιολί, αλλά υποθέτω ότι όγδοη θέσις δεν υπάρχει.

Από την Αυτοβιογραφία του Λεμπέση προκύπτει ότι γνωριζόταν με τον Μάρκο και ο Μάρκος σύχναζε σε ένα καφενεδάκι στα Ταμπούρια όπου έπαιζε η παρέα του Λεμπέση:

«Εκεί σύχναζε και ο Μάρκος ο Βαμβακάρης. Γύρω στα τριάντα του τότε. Δούλευε στα Σφαγεία στη Δραπετσώνα. Ντροπαλός, βαρύς και λιγομίλητος. Του άρεσε πολύ να μας ακούει να παίζουμε και να τραγουδάμε τα δικά μας τραγούδια. Ξέραμε ότι παίζει μπουζούκι και πολλές φορές του ζητάγαμε να πάει να το φέρει να μας παίξει. Για να πάει όμως στο σπίτι του να το φέρει, έπρεπε να σκοτεινιάσει. Ντρεπότανε να τον βλέπουνε να το κρατάει. Το μπουζούκι, τότε, κυκλοφορούσε μόνο στις φυλακές και σε κάτι κρυφούς ντεκέδες. Του άρεσε πολύ η κιθάρα και μου ζητούσε να του παίξω “εκείνα του κινηματογράφου”, μου έλεγε, εννοώντας κάτι κλασικές μελωδίες που είχα διασκευάσει για σόλο κιθάρα. Ήταν γι’ αυτόν το άλλο είδος μουσικής».

4 «Μου αρέσει»