Ας υπάρχει σ’ αυτό το νήμα απόσπασμα κειμένου από τα “Αστυνομικά Χρονικά” που έχει απ’ όλα: στιχουργήματα, το κυνήγι των αρχών στους τεκέδες, λεξιλόγιο, αναφορά στους συνθέτες του λαϊκού μας τραγουδιού:
«…Οι κατάδικοι τραγουδούσαν εκείνη την εποχή:
«"έξι μου δίνει ο πρόεδρος,
έξι κι ο σαγγελέας
και δώδεκα οι ένορκοι
στα Βούρλα, στον Περαία.
Με δέσαν χειροπόδαρα
σαν τον εγκληματία
στην καταδίκη μου αυτή,
λεφτά είν’ η αιτία…»
Στον Πειραιά τίποτε, εκείνη την εποχή των νταήδων, των προστατών, των χασικλήδων και των μαχαιράδων, δεν αντιστεκόταν στις συμμορίες, που είχαν «καταλάβει» την πόλη και ουσιαστικά διοικούσαν, από τα σκοτεινά άντρα τους, τη ζωή του Πειραιώς. Τα «τραγουδάκια», βγαλμένα μέσα από τα χασικλήδικα, έδιναν κι έπαιρναν, από τα «μαστουράκια», που τάλεγαν ανάμεσα από μυρωδάτους καπνούς της «μαύρης».
«…θα πάω να μαστουρωθώ
και τη χαρά μου νάβρω
μές τον τεκέ του Σάλωνα
πο’ χει το φίνο μαύρο…»
ΟΚΑΔΕΣ ΧΑΣΙΣ Σε οκάδες, τότε, εζυγίζετο το χασίς. Και μετεφέρετο από πόλη σε πόλη, με αρκετή «άνεση», από τα σκληρά αντράκια, που είχαν διαλέξει την παράνομη ζωή.
Ο υπόκοσμος στον Πειραιά, εκείνη την εποχή, ευρίσκετο στην «άνθησή» του. Ολόκληρο λεξιλόγιο με δικές τους λέξεις, είχαν κωδικοποιήσει, για να συνεννοούνται μέσα στη φυλακή, μέσα στον τεκέ, έξω στο δρόμο και στα στέκια τους, Για έναν άνθρωπον πέραν του υποκόσμου, αυτό το λεξιλόγιο θα ήταν εντελώς άγνωστο. Ό χ ι όμως και για την Αστυνομία του Πειραιώς. Στην Τρούμπα, στα Βούρλα και στο Χατζηκυριάκειο η κοινωνία των παρανόμων ζούσε στο δικό της κόσμο, μέσα στη λάσπη και κάτω από το θαμπό φως των υπογείων, των καπηλιών και των τεκέδων.
ΒΛΑΜΗΔΕΣ κ.ά. Περίεργοι τύποι που άκουγαν στις επωνυμίες κουτσαβάκης, βλάμης, μπάτιμας, ζεϊμπέκης, αμνός, αντάμης, ασίκης, βαποράκης, γκιουλέκας, γκιρίζης, καπάνταης, καρίπης, κατές, καψούρης, κιμπάρης, κοντραμπατζής, κοριός, κορνάζος, μαγκαντάσης και άλλα, άλλα πολλά κοσμητικά έπίθετα των ανθρώπων του υποκόσμου, εχρησιμοποιούντο τότε. Για το κάθε τι υπάρχει και μια λέξη.
Η αβανιά για τη συκοφαντία, ο αχταρμάς για την αρπαγή αντικειμένου, το ακούμπα για το ενεχυροδανειστήριο, η κατώγα για το κρατητήριο, η κατεβατή για τα χτυπήματα, ο καπατμάς για την παράνομη συμβίωση, το γκιστάνι για τη φυλακή, το παράρι για τη ζημιά, ο Θανάσης για τον αργιλέ, ο δικηγόρος για την κοκαΐνη, ο δάσκαλος για τον αστυνομικό, γρέκι για το πατρικό σπίτι, το καφάσι για το κεφάλι, ο κορνάζος για τον έξυπνο, το καζάρω για το βλέπω, η λιάρα για το παλτό, η κουτσουμπήνα για την υπηρετριούλα, η μπακοτίλια για τις οικονομίες, η μαρμάγκα για την παγίδα, ο πίτσης για τον πιτσιρίκο, η πρεσβεία για την ομάδα τοξικομανών και πολλές - πολλές άλλες λέξεις.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Μια μεγάλη σειρά από τραγούδια του υποκόσμου εμελοποιήθησαν από λαϊκούς συνθέτες κι έγιναν σουξέ, που σώζονται ακόμα και σήμερα. Τα τραγούδια αυτά είναι βγαλμένα μέσα από τον αμείλικτο πόλεμο Αστυνομικών και κακοποιών, μέσα στις φυλακές, στα χασισοποτεία, στους σκοτεινούς δρόμους του λιμανιού.
«…εγώ ’μαι αλάνης μάγκα γιος,
μάγκας σωστός στην τρίχα,
και στον καθένα ζόρικο
κόβω με μιας το βήχα…».
Άλλο ένα έμμετρο, εμπνευσμένο από τή ζωή στά Λεμονάδικα:
«…Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
Στα χέρια πιάστηκ’ ο θωμάς μαζί με τον Ηλία.
Βρε συ θωμά μην κάνεις φασαρίες
γιατί θα μπλέξεις άσχημα
και θάχεις ιστορίες.
Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
δυό λαχανάδες πιάσανε και κάναν την κυρία…».
Οι λαθρέμποροι είχαν κι εκείνοι τα δικά τους τραγούδια:
«…Ναύτες πιάστε τα κουπιά σας, μάϊνα τα πανιά
να περάσουμε τον κάβο, βοήθα Παναγιά
το καΐκι φορτωμένο μέχρι κουπαστή
π’ έχουμε λαθραία να μη γίνουμε πιαστοί…».
Ένα ζεϊμπέκικο του 1935 παρουσιάζει τις φυλακές:
«…ετράβηξαν τις αμπάρες,
έτριξε η κλειδαριά
ο κατάδικος στενάζει,
είν’ ή φυλακή βαριά…»
ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ
Όλη αυτή η ζωή της παρανομίας, του κυνηγητού, του επικίνδυνου παιγνιδιού, περιγράφεται σε πλήθος τραγουδιών, που έχουν μελοποιήσει συνθέτες, οι οποίοι εργάζονται ακόμη και σήμερα.
Ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Στράτος, ο Μητσάκης, ο Πλέσσας, ο Ρούκουνας, ο Τααουσάκης, ένας Τούντας, ένας Μουφλουζέλης, αλλά πιο πολύ από όλους ο Βασίλης Ταιτσάνης έχουν δημιουργήσει το δικό τους είδος λαϊκής μουσικής. Η αστυνομία ήταν πάντα το φόβητρο, ο μπαμπούλας.
Ήταν το μπλόκο στους άθλιους τεκέδες. Από το 1923, μέχρι τις ημέρες μας, πέρασαν πενήντα χρόνια. Και τι δεν άλλαξε σ’ αυτό το διάστημα! Οι άνθρωποι και η ζωή μας. Οι απασχολήσεις μας, τα ενδιαφέροντα. Άλλαξαν ακόμη και οι άνθρωποι της νύχτας. Όχι πως το έγκλημα σταμάτησε. Πως οι παράνομοι δεν υπάρχουν. Αλλά η αθλιότητα των τεκέδων, η απειλή της διπλομούτσουνης, το νταηλίκι και το χασίς στα υπόγεια καπηλειά εσταμάτησαν πια….
[ΠΗΓΗ: https://www.policemagazine.gr/sites/default/files/pdf/ΑΠ_1972-04-0431.pdf
σελ.225 -227]