Ακρίδα: Ένα τραγούδι που εξεγέρθηκε στον Όθωνα, αντιστάθηκε στον Ναζί κατακτητή, συνάντησε την Αναρχία και εγκαταστάθηκε στις Κυκλάδες

Γειά σας. Γνωστοποιώ στο φόρουμ ένα κείμενό μου για το τραγούδι Ακρίδα. Αφορά την γέννηση του, την πορεία και την εξέλιξη του μέσα από ιστορικά γεγονότα στον ελλαδικό χώρο. Κάνω και μια υπόθεση για το πήδημα της Ακρίδας από τον ηπειρωτικό χώρο και το Ναύπλιο στις Κυκλάδες.
Έχω βρει και αντίστοιχο post στο forum που αν θεωρεί ο διαχειριστής πως θα πρέπει να προστεθεί εκεί δεν έχω πρόβλημα.


Η γέννηση των «παραδόσεων»[1], δηλαδή των κοινοτικών συνηθειών που εκφράζονται μέσα από μουσικές, τραγούδια αλλά και με διάφορες άλλες πρακτικές, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις «μικρές και μεγάλες» ιστορίες του κοινωνικού χώρου. Ιστορικά γεγονότα, είτε ευρύτερα είτε περιορισμένα χωρικά, μπορεί να μην είχαν την δυνατότητα να καταγραφούν στο χαρτί, αλλά μπορούσαν να αποτυπωθούν στο κοινωνικό σώμα μέσω μια κοινωνικής συνήθειας, μιας μουσικής, κάποιου στίχου και χορού και έτσι με αυτό τον τρόπο, η μνήμη αυτή να περάσει στις αισθήσεις και στο ατομικό σώμα. Στο παρόν κείμενο θα παρουσιαστεί το παραδοσιακό τραγούδι «Ακρίδα» το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τραγούδι κυρίως της Σίφνου και της Σικίνου, αλλά και άλλων νησιών των δυτικών Κυκλάδων. Η «Ακρίδα» συνδέεται με τις αντιοθωνικές εξεγέρσεις του 1862, γράφτηκε από τον Σοφοκλή Καρύδη ο οποίος εξέδιδε την εφημερίδα «Φως» και στην οποία βρίσκουμε το πρώτο δημοσιευμένο κείμενο που προσπαθεί να εξηγήσει τι είναι η αναρχία, με τον τίτλο «Αναρχία». Αρθρογράφος του κειμένου φαίνεται πως είναι ο ελευθεριακός κοινωνικός αγωνιστής Δήμος Παπαθανασίου[2] ο οποίος είχε εξοριστεί από τον Όθωνα στην Κύθνο και ήταν παρόν σε μια επιχείρηση απελευθέρωσης εξόριστων η οποία βάφτηκε στο αίμα από τα στρατεύματα του Όθωνα.

Το γεγονός αυτό συντέλεσε στο να περάσει το αντιοθωνικό τραγούδι «Ακρίδα» στις δυτικές Κυκλάδες, να αποκτήσει με τον καιρό τον δικό του νησιώτικο ρυθμό και μουσικό χρώμα και να θεωρείται παραδοσιακό κυκλαδίτικο τραγούδι ενώ πρόκειται για ενυπόγραφο δημιούργημα του Καρύδη που σε ρυθμό μαρς τραγουδιόταν από τους εξεγερμένους. Το τραγούδι αυτό συναντιέται αργότερα και σαν αντάρτικό ενάντια στην Γερμανική κατοχή. Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ένας ιδεατός κύκλος που εμπεριέχει τις εξεγέρσεις ενάντια στον Όθωνα, ένα τραγούδι, την Αναρχία, την παράδοση των δυτικών Κυκλάδων και την αντίσταση στην γερμανική κατοχή. Όλα συνδέονται και αποτελούν ψηφίδες ενός κοινωνικού ψηφιδωτού, γεμάτο ιστορία η οποία έχει καταγραφεί και μέσω τραγουδιών.

Τον Φεβρουάριο του 1862 ξεσπούν εξεγέρσεις σε διάφορα σημεία του ελλαδικού χώρου ενάντια στο καθεστώς του Όθωνα. Στο Ναύπλιο η εξέγερση διήρκεσε 2 μήνες όπου μετά από σφοδρές μάχες έληξε με συνθηκολόγηση που περιλάμβανε αμνηστία για όλους τους εξεγερμένους, εκτός από 200-300 που θεωρήθηκαν ότι είχαν ηγετικό ρόλο οι οποίοι και διέφυγαν με πλοία για την Σμύρνη. Να σημειωθεί ότι στα αντίστοιχα εξεγερσιακά γεγονότα της Αθήνας συμμετείχαν και και ο Ιταλός αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι ο οποίος με τους συντρόφους του είχε στήσει οδόφραγμα στην περιοχή της Καπνικαρέας.

Μέσα σε όλο αυτό το εξεγερτικό κλίμα σίγουρα δεν μπορούσαν να έλειπαν διάφοροι στίχοι και τραγούδια που κυκλοφορούσαν μεταξύ των εξεγερμένων. Ένα από αυτά είναι και το «Ως πότε ξένη ακρίδα» ή «Ακρίδα». Την πληροφόρηση ότι η Ακρίδα ήταν κάτι σαν «Μασσαλιώτιδα» του ελλαδικού χώρου στις αντιοθωνικές εξεγέρσεις, την έχουμε από ανθρώπους που έζησαν από κοντά τα γεγονότα, όπως τον νομικό- πεζογράφο της λεγόμενης γενιάς του 1880- αρθρογράφο Εμμανουήλ Λυκούδη. Ο Λυκούδης στο βιβλίο του «Από το ημερολόγιο της ζωής μου», αναφέρει πως η «Ακρίδα» τραγουδιόταν από τους εξεγερμένους του 1862, παραθέτοντας τους παρακάτω στίχους: Έως πότε η ξένη ακρίδα, έως πότε κουφός Βαυαρός/ να γυμνώνει την δόλια πατρίδα, εγερθήτε αδέλφια κι εμπρός/ Αδελφός αδελφόν να σπαράζει, και πατήρ τον υιό να χτυπά/ και ο φίλος τον φίλο να σφάζει, ούδ’ η τίγρης αυτή το βαστά. Το τραγούδι καταγράφηκε σε συλλογή τραγουδιών του Αντώνη Ν. Σιγάλα το 1880 μαζί με παρασημαντική (βυζαντινό σύστημα μουσικής) που μας επιτρέπει να έχουμε γνώση της μελωδίας του. Επίσης «η Ακρίδα» αναφέρεται και από τον Δημήτρη Φωτιάδη του οποίου οι στίχοι παρουσιάζουν διαφορές σε σχέση με την καταγραφή του 1880. Οι στιχουργικές παραλλαγές των τραγουδιών κρατώντας όμως κάποιους στίχους «ταυτότητα», είναι χαρακτηριστικό σε τραγούδια που δημιουργήθηκαν πριν την δισκογραφία και μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα.

Το πήδημα της «Ακρίδας» στις δυτικές Κυκλάδες

Η «Ακρίδα» μεταπηδάει από τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο στις δυτικές Κυκλάδες και από ρυθμό μαρς, μετατρέπεται σε συρτό και πλέον αποτελεί ένα απ’ τα βασικά τραγούδια στις περιοχές αυτές, ειδικότερα στη Σίφνο και στη Σίκινο όπου τραγουδιέται ακόμα και σήμερα στα πανηγύρια. Να σημειωθεί ότι η μελωδία που έχει καταγραφεί στην παρασημαντική το 1880, παρουσιάζει ελάχιστες μικρές διαφοροποιήσεις με αυτή που παίζεται σήμερα στα νησιά, ενώ στιχουργικά το τραγούδι παρατηρούνται διαφοροποιήσεις και παραλλαγές ανάλογα τον τραγουδιστή και την περίσταση και επίσης φαίνεται πως το τετράστιχο «ταυτότητα» του τραγουδιού «Έως πότε η ξένη ακρίδα, έως πότε σκληρός Βαυαρός, θα γυμνώνει τη δόλια πατρίδα εγερθείτε αδέλφια, καιρός» παραμένει ίδιο σε όλες τις τοπικές παραλλαγές. Οι στίχοι του τραγουδιού στη Σίφνο και στην Σίκινο είναι οι εξής: «Τα πουλιά που πετούν στον αέρα, δε φοβούνται κανένα καιρό, μόνο φοβούνται μπαρούτι και σκάγια, κι ένα νέον καλό κυνηγό./ Έως πότε η ξένη ακρίδα, έως πότε σκληρός Βαυαρός, θα γυμνώνει τη δόλια πατρίδα, εγερθείτε αδέλφια, καιρός./ Θα μας διώχνει απʼ αυτά μας τα μέρη, θα μας διώχνει απʼ αυτή μας τη γη, φρίττουν τʼ άστρα η μέρα κι η νύχτα, φρίττει ο ήλιος, σελήνη κι αυγή./ Να σειστούν τα βουνά σου κι κάμποι, να βλαστήσει η δούλη σου γη, κι απʼ τʼ ανέφελα γύρω σου όρη, άλλος ήλιος στην πλάση να βγει».

Μαζί με το τραγούδι, οι περιοχές αυτές έχουν εντάξει στους κόλπους της λαϊκής τους παράδοσης την εξεγερτική φλόγα του 1862 και έτσι το τραγούδι δεν είναι απλά μια στείρα καταγραφή σ’ ένα χαρτί αλλά συνεχίζει την εξέλιξή του στα δρώμενα των ανθρώπων. Η εμφάνιση και τελικά η επικράτηση του συγκεκριμένου τραγουδιού στις δυτικές Κυκλάδες έχει να κάνει μ’ ένα τραγικό γεγονός που συνέβη εκείνες τις εξεγερτικές μέρες του 1862 στο νησί της Κύθνου. Στην Κύθνο στάλθηκαν πολλοί που έλαβαν μέρος στις εξεγέρσεις που σημειώθηκαν κατά του Όθωνα σε πολλά σημεία του ελλαδικού χώρου. Στις 28 Φεβρουαρίου ο Μανιάτης διοικητής του πεζικού στη Σύρο Νίκος Λεωτσάκος, μαζί με τον ανθυπολοχαγό Περικλή Μωραϊτίνη στασιάζουν ενάντια στον Όθωνα και βάζουν πλώρη για την Κύθνο, αφού πρώτα έχουν καταστρέψει το τηλεγραφικό καλώδιο του νησιού, με σκοπό την απελευθέρωση των κρατουμένων και από εκεί είχαν σκοπό να μεταβούν στην Χαλκίδα με σκοπό την εξέγερση πολιτών και στρατιωτικών και να κινηθούν προς Αθήνα. Ο Λεωτσάκος και ο Μωραϊτίνης είχαν μαζί τους 30 στρατιώτες. Ο νομάρχης Σύρου όμως επιβιβάζεται σ’ ένα αυστριακό πλοίο και εκεί μέσω τηλέγραφου ειδοποιεί την κυβέρνηση για τις κινήσεις των στασιαστών. Στις 1 Μαρτίου το ειδικό στρατιωτικό απόσπασμα εντοπίζει στην Κύθνο το πλοίο των στασιαστών. Οι στασιαστές αποβιβάζονται από το πλοίο και μετακινούνται στο εσωτερικό του νησιού ενώ περίπου 200 ένοπλοι (στρατιώτες και χωροφύλακες) τους καταδιώκουν. Από τις συμπλοκές πέφτουν νεκροί οι Λεωτσάκος, Μωραϊτίνης και ο φοιτητής Σκαρβέλης ή Σκρβελής ενώ οι υπόλοιποι συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Ο θάνατος των τριών και η σκληρή αντιμετώπιση στους συλληφθέντες στασιαστές εξεγείρουν ακόμα περισσότερο τον κόσμο ενάντια στο καθεστώς του Όθωνα. Τα παραπάνω γεγονότα έχουν καταγραφεί στην λαϊκή παράδοση ως στίχοι όπως : «Του Λεωτσάκου το παιδί και του Μωραϊτίνη/ απάνου σκοτωθήκανε εις την Αγιάν Ειρήνη» και «Ανάθεμα την ώρα και κείνη την στιγμή/ που πήγε η φρεγάδα στης Κύθνου το νησί»[3]. Επίσης στη Μάνη, τόπος καταγωγής του Λεωτσάκου, υπάρχει μοιρολόι με τους εξής στίχους: «Σήμερα μέρα σκοτεινή κι έχει μεγάλη συνοχή ανακυλήθη ο ουρανός κι έπεσε ο Τίμιος Σταυρός/ Νικόλα μου ψηλό δεντρό σε πήρε άνεμος σφοδρός άνοιξε χείλι μου πικρί και γλώσσα μου φαρμακερή/ Άκουσα ότι άναψε φωτιά μες στα Θερμιώτικα νησιά κι έκαψε αετούς με τα φτερά κι έναν αετό ξεχωριστά/ Ήρωα ελέω τσακωμού και τιμημένε σύντροφε πο ‘κρινες Σύρα και Μωριά την Έγριπο και τα Θερμιά/ Κι είχες πλησίο και κοντά όλα τη Μάνης τα παιδιά σήκωσες επανάσταση να φύγουσι οι Μπαυαροί/ Κι ο Όθωνας ο Μπαυαρός έστειλε στο νησί στρατό μάχη εδόθηκε σκληρή αλλά πολλοί οι Μπαυαροί/ Σκοτώθη ο Νίκος την αυγή κι εχάθη η επανάσταση».

Φαίνεται λοιπόν, πως το παραπάνω γεγονός έπαιξε σημαντικό ρόλο ώστε η αντιοθωνική «Ακρίδα» να εδραιωθεί και να εξελιχτεί μουσικά στις δυτικές Κυκλάδες. Επίσης η «Ακρίδα» έγινε αντάρτικό τραγούδι επί Κατοχής με παραλλαγή στους στίχους και αλλαγή του «Βαυαρός» σε «Γερμανός» ή «φασισμός» αλλά κρατώντας το τετράστιχο «ταυτότητα».

Ακρίδα- ΦΩΣ- Αναρχία

Οι στίχοι της «Ακρίδας» εκτός του ότι υποδηλώνουν ξεκάθαρα πως ο χρόνος δημιουργίας του τραγουδιού είναι τα χρόνια της μοναρχίας του Όθωνα και μάλιστα το χρονικό πλαίσιο όπου οι αντιδράσεις εναντίον του αρχίζουν να φουντώνουν, μας δείχνουν επίσης ότι είναι «λόγιο» ενυπόγραφο δημιούργημα και όχι ανώνυμο παραδοσιακό. Ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης θεωρεί πως η «Ακρίδα» γράφτηκε από τον Σοφοκλή Καρύδη, ενός ένθερμου αντιοθωνιστή. Ο Καρύδης ήταν ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και θεωρείται πρόδρομος του πολιτικού- κοινωνικού θεάτρου, επίσης για πολλά χρόνια έκδιδε την σατυρική- πολιτική εφημερίδα «ΦΩΣ» τα άρθρα της οποίας του «χάρισαν» πολλές καταδικαστικές αποφάσεις και φυλακίσεις στην φυλακή Γκαρμπολά στην περιοχή του Ψυρή . Πατέρας του ήταν ο μυημένος στην Φιλική εταιρεία Κωνσταντίνος Καρύδης, ράφτης στο επάγγελμα και αγωνιστής στην επανάσταση του 1821. Το κανονικό του όνομα ήταν Σάντος- Σαράντος το οποίο το άλλαξε ή ήταν το δεύτερο βαφτιστικό του όνομα, όταν άρχιζε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Στην εφημερίδα «ΦΩΣ» δημοσιεύεται στις 9 Σεπτεμβρίου το 1861 το πρώτο δημοσιευμένο άρθρο στο ελλαδικό χώρο που αφορά την Αναρχία. Ο συγγραφέας του άρθρου δεν είναι ο Καρύδης αφού εκείνη την εποχή έλειπε από την Αθήνα και γιατί το ύφος και η πολιτική του θέση, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αναρχική, αλλά ενός εκ των συνεργατών του στην εφημερίδα, του Δήμου Παπαθανασίου ο οποίος το 1862 εκδίδει την εφημερίδα «Νέα Γενιά» όπου εκεί αναπτύσσει τις αντικρατικές του θέσεις. Ήταν ανταποκριτής των γεγονότων της Παρισινής Κομμούνας και ένθερμος υποστηρικτής της. Ο Παπαθανασίου είχε εξοριστεί στην Κύθνο από τον Όθωνα ως υποκινητής της εξέγερσης εναντίον του και είχε ζήσει την επιχείρηση απελευθέρωσης και την θανάτωση των τριών στασιαστών τα οποία τα περιέγραψε στην εφημερίδα του «Νέα Γενιά». Το άρθρο «Αναρχία» αρχικά ήταν σχεδιασμένο να εκδοθεί σε πολλά μέρη, αλλά η κατάσχεση του συγκεκριμένου φύλλου από το κράτος και η προσωρινή φυλάκιση του Παπαθανασίου, όχι μόνο δεν το έκανε αυτό δυνατόν, αλλά το «ΦΩΣ» αναγκάστηκε από το κράτος, προφανώς μετά από απειλές και για άλλες φυλακίσεις στο επόμενο φύλλο να δημοσιεύσει άρθρο με τίτλο «H Παρεξήγησης», που ούτε λίγο ή πολύ θεωρεί την Αναρχία ανεδαφική και εκτός πραγματικότητας. Στο δημοσιευμένο άρθρο «Η ΑΝΑΡΧΙΑ», ο συντάκτης απευθύνεται στον κοινωνικό χώρο επιχειρώντας να παρουσιάσει το τι είναι η Αναρχία. Η σκέψη του αρθρογράφου ξεκινάει με την ετυμολογία της λέξης Αναρχία και ύστερα αναφέρεται σε χρηματικά ποσά που δαπανώνται για την ύπαρξη του καταπιεστικού κρατικού μηχανισμού. Στην συνέχεια της σκέψης του, ο αρθρογράφος αναφέρεται ακόμα και σε κράτη και κυβερνήσεις που τα θεωρεί «οργανωμένα» αλλά δεν παύει να είναι μηχανισμοί καταπίεσης και κάνει μια παρομοίωση με κάποιον γάιδαρο που όσο καλό αφέντη και σαμάρι έχει δεν παύει αυτά τα δύο να αποτελούν βάρος γι’ αυτόν. Αναφέρει τις κυβερνήσεις ότι τρέφονται από τον μόχθο του κοινωνικού συνόλου και ότι η μέρα που θα ξημερώσει χωρίς ο άνθρωπος να έχει την ανάγκη κυβερνήσεων και κρατών, θα είναι μια ευτυχισμένη μέρα έχοντας πλέον την ευκαιρία το κοινωνικό σύνολο να ζήσει με ομόνοια, αδελφοσύνη, κοινωνική ισότητα και να τρέφεται από τα δικά του χέρια χωρίς τον μόχθο του να τον αρπάζουν τα κράτη. Κλείνοντας ο αρθρογράφος αντιλαμβάνεται πως ο φόβος του κοινωνικού συνόλου προς την Αναρχία, έχει να κάνει με την λανθασμένη έννοια περί καταστροφών και αιματηρών συγκρούσεων που μπορεί να συμβούν με την αυτόματη απουσίας του κράτους και οι οποίες δεν έχουν να κάνουν με την Αναρχία. Η συνέχεια του άρθρου που δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, θα αφορούσε την απαλλαγή του κοινωνικού συνόλου από τις κυβερνήσεις. Στο άρθρο παρατηρείται πως γίνεται αναφορά στην ιδέα του Θεού ως άναρχου και υπάρχουν αναφορές για έθνη, εννοώντας τα κοινωνικά σύνολα που βρίσκονται εντός εθνοτικών κρατών. Μάλιστα ο αρθρογράφος σ’ αυτό το πλαίσιο, αναφέρει πως ο Θεός προόρισε τα έθνη να φτάσουν στην αναρχία. Οι αναφορές σε θεολογικές θεωρήσεις, χωρίς δόγματα και περιορισμούς, αλλά σαν την ύψιστη ιδέα δικαιοσύνης, ισότητας και ελευθερίας, είναι επίσης συχνές σε αναρχικές ομάδες μεταγενέστερων χρόνων (Πύργος- Πάτρα) γεγονός που χαρακτηρίζει μια έντονη θρησκευτικότητα στο κοινωνικό σύνολο που απευθύνονταν οι αναρχικοί μέσα απ’ τα γραπτά τους. Στην συνέχεια παρατίθεται ολόκληρο το άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 09/09/1861 στην εφημερίδα «ΦΩΣ»:

« H ANAPXIΑ

(Άρθρον Α’)

Διατί μερικοί τόσον πολύ φοβούνται την αναρχίαν; Διατί και η Γεν. Εφημερίς και όλα τα υπουργικά όργανα τόσους εξορκισμούς κάμνουσι κατ’ αυτής και οι πολίται τους ακούουν και δεν γελώσι; Είναι τάχα τόσον μέγα κακόν η αναρχία, ώστε να την τρέμωμεν όλοι και να την εξορκίζωμεν;

E ν πρώτοις, η κυρία σημασία της λέξεως είναι: όταν ένα έθνος μείνη χωρίς αρχάς, χωρίς υπουργεία, δηλονότι χωρίς αστυνομίαν, χωρίς κλητήρας και χωροφύλακας, χωρίς νομάρχας και επάρχους, χωρίς δημάρχους, εισπράκτορας, στρατιώτας, χωρίς αρχάς εν ενί λόγω; A ι! και είναι κακή η κατάστασις αύτη; Είναι κακόν να ευρεθούν τα έθνη μίαν ημέραν απηλλαγμένα από όλας τας αρπυίας αύτας; Συλλογισθήτε πόσα πληρώνουν οι ταλαίπωροι λαοί δια να διατηρούν τα στοιχεία αυτά τα οποία καλούνται αρχαί. Εις την Ελλάδα π.χ. πληρώνομεν 30 εκατομμύρια, χωρίς τα δημοτικά, αν προσθέσωμεν και τα δημοτικά θα γίνουν 40. Θα ήτον κακόν λοιπόν, αν ήτο ποτέ δυνατόν να ευρεθεί τρόπος να μην πληρώνομεν τα εκατομμύρια ταύτα; K αι προσέτι οι λεγόμενοι νομάρχαι και έπαρχοι και αστυνόμοι και κλητήρες και υπουργοί, να είναι απλοί πολίται ως ημείς, να ζώσιν από την εργασίαν των και να μην είμεθα αναγκασμένοι να κλίνωμεν ενώπιόν των, να τους χαιρετώμεν μέχρι εδάφους και να στεκώμεθα δύο ώρας έμπροσθέν των με το καπέλλον εις τας χείρας, και από κάπου κάπου να τρώγομεν και από καμμίαν εις την πλάτην;

Αναρχία θα είπη να μην έχωμεν διόλου αρχάς. Αλλ’ αν ήτο δυνατόν η κατάστασις αύτη θα ήτο το πλέον ουράνιον πράγμα! Εκτός ότι τρέφονται αι αρχαί αύται από τους ιδρώτας των πολιτών, και τρέφονται παχύτατα καθώς βλέπετε, συλλογισθήτε και πόσα κακά κάμνουσιν εις την κοινωνίαν. Δεν λέγομεν δια τας ιδικάς μας αρχάς, άπαγε της βλασφημίας! O ι ιδικοί μας άρχοντες από αυτού του πρωθυπουργού μέχρι του τελευταίου κλητήρος, από του δημάρχου μέχρι του εισπράκτορος, είναι άγιοι και εξαίρετοι άνθρωποι· άμποτε να είχον όλα τα έθνη τοιούτους υπουργούς και επάρχους και δημάρχους και αστυνόμους! Αλλ’ εννοούμεν εκείνους των άλλων εθνών, της Νεαπόλεως π.χ. πρότινος καιρού, της Ρώμης σήμερον, της Αυστρίας, της Τουρκίας και όπου αλλού υπάρχουν κυβερνήσεις διεστραμμέναι. Δεν θα ήτον καλλίτερον εις τα έθνη αυτά να μην είχον διόλου άρχοντας και να μη επλήροναν μεν, όσα πληρόνουν διά να τους τρέφουν, να μην υπέφερον δε όσα υπέφερον και υποφέρουσι εξ αυτών;

A λλά και εις αυτά τα κράτη τα οποία έχουσι τας καλλιτέρας κυβερνήσεις, εις την A γγλία π.χ. και εις την Ελβετίαν και εις το Βέλγιον και εις τας Ηνωμένας Πολιτείας και εις την Ελλάδα αυτήν, διότι και η Ελλάς πρέπει να συγκαταριθμηθή μεταξύ αυτών, αν ήτο δυνατόν να έλειπον διόλου αι κυβερνήσεις και όλοι οι υπάλληλοί των, και να μη υπήρχον από της μιας άκρας μέχρι της άλλης ειμή μόνον πολίται, ίσοι και όμοιοι και ζώντες όλοι από την εργασίαν των, δεν θα ήτον απειράκις καλλιτέρα η κατάστασις αύτη παρά την σήμερον; Ουδεμία αμφιβολία. Ουδείς θέλει πείσει τον γάϊδαρον, όσον καλός και αν ήναι η αυθέντης του και όσον ελαφρότερον σαμάρι και αν τον βάλλη, ότι είναι καλλιτέρα η κατάστασίς του αύτη, παρά εάν δεν έφερε διόλου σαμάρι, εάν δεν εφορτόνετε διόλου, αλλά περιφέρετο ελεύθερος και έβοσκεν εις τα δάση και τα όρη.

K αι αι κυβερνήσεις λοιπόν, όσον καλαί και εγκρατείς και δίκαιαι και αν ήναι, πάντοτε είναι ένα σαμάρι· πάντοτε τρέφονται εκ της εργασίας των άλλων, καθώς ο κύριος εκ της εργασίας του γαϊδάρου· και ευτυχής και αγία θα ήτον η ημέρα, καθ’ ήν θα κατωρθόναμε να μη έχωμεν διόλου ανάγκην κυβερνήσεων και αρχών, αλλά να ζώμεν πάντες εν ομονοία και αδελφότητι, ίσοι όλοι και τρεφόμενοι εκ των χειρών μας.

H αναρχία λοιπόν, ήτοι η παντελής έλλειψις αρχών, δεν είναι διόλου κακόν, απ’ εναντίας είναι μέγιστον αγαθόν, είναι η κατάστασις εκείνη εις την οποίαν προώρισεν ο Θεός τα έθνη να φθάσουν μιαν ημέραν· και ευτυχείς οι λαοί, όσοι φθάσουν προτήτερα! Πώς είναι δυνατόν τούτο; Πώς δύνανται να φθάσουν αι κοινωνίαι εις το σημείον εκείνο, ώστε να μην έχουν αρχάς ή να έχουν όσον το δυνατόν ολιγοτέρας και ασθενεστέρας; τούτο θέλομεν αποδείξει εις ξεχωριστόν άρθρον, εάν θα έχωμεν την τιμήν ν’ αναπληρώνομεν επί τινας ακόμη ημέρας τον κύριον του “Φωτός” συντάκτην.

A λλά διατί τόσον πολύ φοβούνται τινές την αναρχίαν, αφού αύτη δεν είναι διόλου κακόν; Άλλο τι φοβούνται βεβαίως υπό την λέξιν αύτην οι πολίται. Φοβούνται την λεηλασίαν, την αρπαγήν, τας αιματηράς συγκρούσεις, την κοινωνικήν αταξίαν εν ενί λόγω και όχι την αναρχίαν. Δεν είναι αυτό, φίλοι συμπολίται; Είμεθα μέσα εις την καρδίαν σας. Εάν ήτο δυνατόν, λέγει έκαστος με τον εαυτόν του, να μην γίνουν διαρπαγαί και συγκρούσεις και φόνοι και αταξίαι, αν ήτο δυνατόν εγώ να έχω εξησφαλισμένην την ζωήν, την τιμήν και την περιουσίαν μου, εις κόρακας ας επήγαιναν όλα τα υπουργεία, δεν θα εδυσαρεστούμην. T ην διαρπαγήν λοιπόν, τας βιαιοπραγίας και τας αιματηράς συγκρούσεις φοβούνται και αποστρέφονται οι πολίται.

A λλ’ είναι δυνατόν να συμβώσι ταύτα εις την E λλάδα, έστω και εν καιρώ αναρχίας, και αν επί ημέρας πολλάς παραταθή αύτη; T ούτο θέλομεν εξετάσει εις το προσεχές φύλλον. Πρέπει να το εξετάσωμεν· διότι υπάρχουσιν επί του αντικειμένου τούτου φόβοι πολλοί, φόβοι μάταιοι και παράλογοι, οι οποίοι πρέπει να λείψουν, πρέπει να φυγαδευθούν, εάν θέλομεν διόρθωσιν της παρούσης καταστάσεώς μας, την οποίαν όλοι συναισθανόμεθα, όλοι ομολογούμεν ότι δεν είναι καλή, ούτε αξία λαού ελευθέρου».

Όλα κατά κάποιο τρόπο συνδέονται. Με αφορμή λοιπόν ένα τραγούδι, παρουσιάστηκαν ιστορικά γεγονότα, εξεγέρσεις, κατασταλτικές επιχειρήσεις του κράτους και μέσα σ’ όλα αυτά πάντα παρών η έντονη παρουσία αναρχικών, που εκείνη την εποχή εκτός από παρουσία στις εξεγέρσεις, στις διαμαρτυρίες και στα οδοφράγματα, επιχειρούσαν να έχουν και γραπτό λόγο μέσα από εφημερίδες και έντυπα· κάτι που θα γίνει πιο συγκροτημένα λίγα χρόνια αργότερα, με την δημιουργία αναρχικών ομάδων και εντύπων κυρίως στην Πάτρα και τον Πύργο. Κάνοντας έτσι σαφές πως η υπόθεση της αναρχίας στον ελλαδικό χώρο ως κοινωνική θεώρηση και πράξη συναντιέται από τις πρώτες δεκαετίες της συγκρότησης του ελλαδικού κράτους, σαν απελευθερωτική πνοή απέναντι στον καταπιεστικό μηχανισμό του κράτους.

Ελευθερόκοκκος


[1] Αυτό που έφτασε σήμερα να ονομάζεται «παράδοση» κάποτε δεν ήταν σηματοδοτημένο και ξεχωριστό. Υπήρχε όπου ζούσαν οι άνθρωποι, εξελισσόταν ή χανόταν μαζί τους. Αυτή ή άυλη συνθήκη, αλλά και η υλική πραγματικότητα, έφτασε στο σημείο να σηματοδοτηθεί και να ξεχωρίσει την στιγμή της δημιουργίας της πόλης, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, και πιο συγκεκριμένα με την διαδικασία της λεγόμενης αστικοποίησης. Η μετακίνηση μεγάλου ανθρωπίνου πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη, συντέλεσε στην οριοθέτηση των άυλων πρακτικών καθώς και διαφόρων αντικειμένων της υπαίθρου, που μέχρι τότε δεν ήταν και δεν χρειάζονταν να ήταν παραδοσιακά. Ουσιαστικά πρόκειται για την ανάγκη της σύνδεσης του ξενιτεμένου της πόλης, με τις πρότερες συνθήκες βίου της υπαίθρου και κατά επέκταση την αναπόληση της κοινοτικής ζωής μέσα στην μη κοινοτική συνθήκη της πόλης. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ο όρος «παράδοση» και «παραδοσιακό». Το αποτύπωμα της κυριαρχίας στην κουλτούρα, ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 156, Ιανουάριος 2016.

[2] Το συμπέρασμα ότι το άρθρο είναι του Παπαθανασίου, βγαίνει από ένα μεταγενέστερο δημοσιευμένο κείμενο στην εφημερίδα «ΡΗΓΑΣ» στις 28/05/1877, του συνεργάτη του Παναγιώτη Πάνα, ο οποίος τον αναφέρει ως αρθρογράφο του άρθρου «Αναρχία». Το άρθρο γράφτηκε γιατί ο Παπαθανασίου, μέσα από την εφημερίδα του «Μέλλον», στηλίτευε τις θέσεις του «Δημοκρατικού Συλλόγου Πατρών» και τα μέλη του, που είχαν εκείνο τον καιρό συλληφθεί, τα χαρακτήριζε ως ληστές, λωποδύτες, πλαστογράφους και δολοφόνους. Έτσι ο πρώην συνεργάτης του Παναγιώτης Πάνας θέλησε να του θυμίσει τι είχε πάθει ο ίδιος όταν είχε γράψει το άρθρο «Αναρχία»: «Απορούμεν με την γλώσσαν του Συντάκτου του Μέλλοντος, γράφοντος κατά του εν Πάτραις κοινωνιστικού συλλόγου, καθόσον, εάν αυτός ελησμόνησεν, ημείς όμως δεν λησμονούμεν ότι ούτος ο συντάκτης του Μέλλοντος κατά το 1861 εφυλακίσθη, διοτι έγραψε και εδημοσίευσεν εις το «Φως» άρθρον υπό τον τίτλον «Αναρχία» εν ω υπεστήριζεν ενθέρμως τας επί του προκειμένου ιδέας του κοινωνιστού Προυδώνος. Επίσης δεν λησμονούμεν ότι αυτός ούτος ο συντάκτης του Μέλλοντος, εν αυτώ τούτω τω «Μέλλοντι» εδημοσίευσε φλογερά άρθρα υπέρ της παρισινής κοινότητος και των υπ’ αυτής εκπροσωπουμένων αρχών, δημοσιεύσας μάλιστα και τους βιους των ηγετών αυτής.[…] Πιστεύομεν ότι δευτέρα σκέψις θέλει πεισει τον κ. Παπαθανασίου ν’ ανακαλέση όσα, αν ούχι άλλο, τουλάχιστον με επιπολαιότητα έγραψεν».

[3] Το δεύτερο τετράστιχο το αναφέρει ο Εμμανουήλ Λυκούδης ως ακόμα ένα τραγούδι που λεγόταν ενάντια στον Όθωνα.

Πηγή: Ακρίδα: Ένα τραγούδι που εξεγέρθηκε στον Όθωνα, αντιστάθηκε στον Ναζί κατακτητή, συνάντησε την Αναρχία και εγκαταστάθηκε στις Κυκλάδες | Anarchy press gr

3 «Μου αρέσει»

Εδώ μια ενδιαφέρουσα συζήτηση:

Ενδιαφέρον, πολύ καλή δουλειά! Μπράβο, Βλαδίμηρε!

Εφόσον δεν σου είχε διαφύγει η παλιότερη συζήτηση στο φόρουμ, υποθέτω πως θα έχεις λάβει υπόψη σου όσα τυχόν στοιχεία έχουν προκύψει από εκεί; (Το λέω χωρίς να ξαναδιαβάσω το παλιό νήμα.)

Κάποιες λεπτομέρειες:

Έτσι, αξιωματικά;

Για τη σύνδεση του υπόλοιπου πλέγματος με την Αναρχία δεν πείστηκα. Το τραγούδι το έγραψε ο ίδιος άνθρωπος που εξέδιδε μια εφημερίδα όπου εμφανίστηκε άρθρο άλλου περί Αναρχίας, χωρίς καν, αν κατάλαβα καλά τα παρακάτω, ο εκδότης (και στιχουργός) να είναι αναρχικός - απλώς ανοικτός σε απόψεις.

Ωραίο λογοπαίγνιο! :slight_smile:

Πολύ ενδιαφέρον ότι το γνωστό δίστιχο του Γελαστού παιδιού στηρίζεται σε τόσο παλιό πρότυπο!

2 «Μου αρέσει»

Πραγματικά η σύνδεση της “Ακρίδας” με την αναρχία από που προκύπτει;
Είναι σαν να μένω σε μια πολυκατοικία και στον από πάνω όροφο μένει ένας αναρχικός. Και γι αυτό τον λόγο διεκδικώ εύσημα αναρχικού.

Ίσως ας μας πληροφορήσει ο Βλαδίμηρος, πού στέκεται πολιτικά, αν βέβαια θέλει.

Έτσι, αξιωματικά; [/quote]

Στη συνέχεια του αποσπάσματος που παρέθεσες υπάρχει εξήγηση. Εκεί αναφέρεται: "Ιστορικά γεγονότα, είτε ευρύτερα είτε περιορισμένα χωρικά, μπορεί να μην είχαν την δυνατότητα να καταγραφούν στο χαρτί, αλλά μπορούσαν να αποτυπωθούν στο κοινωνικό σώμα μέσω μια κοινωνικής συνήθειας, μιας μουσικής, κάποιου στίχου και χορού και έτσι με αυτό τον τρόπο, η μνήμη αυτή να περάσει στις αισθήσεις και στο ατομικό σώμα. "

[/quote]Για τη σύνδεση του υπόλοιπου πλέγματος με την Αναρχία δεν πείστηκα. Το τραγούδι το έγραψε ο ίδιος άνθρωπος που εξέδιδε μια εφημερίδα όπου εμφανίστηκε άρθρο άλλου περί Αναρχίας, χωρίς καν, αν κατάλαβα καλά τα παρακάτω, ο εκδότης (και στιχουργός) να είναι αναρχικός - απλώς ανοικτός σε απόψεις.[/quote]

Καταρχήν δεν υπάρχει ευθεία σύνδεση του τραγουδιού με την αναρχία (παρά μόνο παράπλευρη με βάση την εφημερίδα του εκδότη της Ακρίδας) και το κείμενο δεν αναφέρει κάτι τέτοιο. Ο “ιδεατός κύκλος” έχει να κάνει με διάφορα ιστορικά γεγονότα που συνδέονται με το τραγούδι (ακόμα και με την εγκατάστασή του στις δυτικές κυκλάδες) και συνεχίζει με την εφημερίδα του εκδότη που του αποδίδεται η Ακρίδα και που στην συγκεκριμένη εφημερίδα εμφανίζεται και το πρώτο ιστορικά κείμενο στον ελλαδικό χώρο που αφορά την αναρχία, πράγμα που είναι λογικό να συμβεί σ’ αυτή την εφημερίδα αφού ιστορικά είχε έναν επαναστατικό χαρακτήρα με πολλές φυλακίσεις του εκδότη αλλά και των συνεργατών του. Έχουμε λοιπόν ένα επαναστατικό τραγούδι, που δημιουργήθηκε από κάποιους που εκδίδαν μια επαναστατική εφημερίδα που ιστορικά φιλοξενεί το πρώτο κείμενο για την αναρχία στον ελλαδικό χώρο, “χαρίζοντας” διώξεις στον εκδότη!
Μέσα λοιπόν από την ανάπτυξη του κειμένου επιλέχθηκε αυτό το σχήμα, που ως βάση έχει την επαναστατικότητα του τραγουδιού και κατ’ επέκταση τις ιστορικές του αναφορές με γεγονότα, ανθρώπους και μέσα επικοινωνίας (εφημερίδα Φως). Οπότε η σύνδεση δεν είναι άμεση αλλά έμμεση λόγω επαναστατικότητας και κοινού τόπου μέσου (εφημερίδα Φως).

Επίσης για να προλάβω τυχόν επισημάνσεις για το τίτλο, όπου αναφέρεται πως η Ακρίδα συνάντησε την αναρχία, να αναφέρω πως συν τοις άλλοις στις αντιοθωνικές εξεγέρσεις, όπου λεγόταν το τραγούδι, είχαν λάβει μέρος και αναρχικοί.

Αυτά για τις όποιες συνδέσεις…

1 «Μου αρέσει»

Την είδα τη συνέχεια, και δεν τη σχολίασα γιατί το μόνο που θα είχα να πω είναι «πράγματι, έτσι». Όμως άλλο λέει η αρχή και άλλο η συνέχεια. Η συνέχεια λέει ότι τα ιστορικά βιώματα έχουν αποτυπωθεί σε τραγούδια. Καμία αντίρρηση. Η αρχή μοιάζει σαν να λέει (δεν το λέει ευθέως, αλλά ούτε και το αποκλείει) ότι όλη η μουσική παράδοση αυτό είναι, η φωνή της ιστορικής μνήμης. Θα μπορούσε κανείς να φέρει τόσες αντιρρήσεις σ’ αυτό, ώστε για να συζητηθούν και να βγει μια άκρη θα ξεφεύγαμε τελείως από το θέμα σου.

Τα τραγούδια λένε πολλά και διάφορα, και μεταξύ άλλων υπάρχουν και τραγούδια ιστορικής μνήμης. Αυτό είναι όλο. Άλλη ένσταση δεν έχω, κι ούτε στο θέμα της Αναρχίας βλέπω τελικά να διαφωνούμε και τόσο: συναντήθηκε με την Ακρίδα σ’ έναν κοινό ευρύτερο χώρο (χωρίς να συνομιλήσουν στενά).

2 «Μου αρέσει»

Προφανώς και το δεύτερο, δηλαδή ότι τα ιστορικά βιώματα μπορεί να έχουν περάσει στην λαϊκή παράδοση, είναι πιο προφανές από το πρώτο , δηλαδή ότι η λαϊκή παράδοση (συνολικά ή σε μεγάλο μέρος ) εμπεριέχει ιστορικά βιώματα. Βέβαια στο κείμενο μιλάω για “μικρές και μεγάλες” ιστορίες του κοινωνικού χώρου, θέλοντας να εννοήσω (ίσως χωρίς επιτυχία) όχι μόνο μεγάλα ιστορικά γεγονότα, αλλά και “μικρές” ιστορίες που μπορεί να συνδέονται ακόμα και με το τρόπο που οι άνθρωποι ερωτεύονταν, γλεντούσαν, τι πίστευαν, τι θεωρούσαν σωστό ή λάθος κλπ, αυτά είναι τα “μικρά” που αποτελούν ιστορία για τον κοινωνικό χώρο.
Αυτά τα λίγα και ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις.

(Μερικές γενικότερες σκέψεις εξ αφορμής της συζήτησής μας και του ίδιου του κειμένου:)

Έτσι κι αλλιώς, η κλασική περίπτωση ιστορικών βιωμάτων αποτυπωμένων σε παραδοσιακά τραγούδια είναι οι ξεκάθαρες αφηγήσεις τύπου «μαζεύτηκαν οι εχθροί, πολιόρκησαν το κάστρο…» κλπ., είτε με μια μίνιμουμ προσπάθεια ιστορικής ακρίβειας είτε με εντελώς παραμυθοποιημένο τρόπο. Εδώ έχουμε πιο πολύ ένα τραγούδι-σύμβολο. Δε λέει γεγονότα, απλώς συνδέεται συνειρμικά μαζί τους, και ο συμβολισμός αναπροσαρμόζεται κατά τα εκάστοτε νεότερα γεγονότα. Κάπως παρόμοια όπως έχει γίνει με την Ξαστεριά.

Πιθανολογώ (εκ του προχείρου, χωρίς να το έχω ξανασκεφτεί) ότι αυτή η διαφοροποίηση σχετίζεται με το ότι δεν έχουμε κανονικό δημοτικό τραγούδι, αλλά ένα τραγούδι πολύ συγκεκριμένου δημιουργού, τεχνοτροπίας άσχετης από τα δημοτικά, που δευτερογενώς πέρασε στην προφορική παράδοση. Στην Ξαστεριά έχουμε περίπου το αντίστροφο, αρχικά κανονικότατο δημοτικό τραγούδι που όμως η διάδοσή του πέρα από στενούς τοπικούς κύκλους, αυτή ακριβώς η διάδοση που του απέδωσε και τον συμβολικό του χαρακτήρα, έγινε με άλλους τρόπους κι όχι όπως γινόταν με τα δημοτικά (αναφέρομαι στην περίοδο Χούντας-Πολυτεχνείου, με Ξυλούρη κλπ. - δεν ξέρω αν και παλιότερα είχε ήδη αποκτήσει συμβολικό χαρακτήρα).

Γενικά τα τραγούδια που γίνονται σύμβολα αγώνων αποτελούν λίγο διαφορετική περίπτωση από τα καθαυτού δημοτικά ιστορικής μνήμης. Πάλι προφορική η διάδοση, πάλι αυθόρμητη και «από τα κάτω», αλλά χωρίς πλήρη ταύτιση της όλης διαδικασίας.