Τα έρημα τα ξένα / Το Κάιρο

«Τα έρημα τα ξένα» είναι τραγούδι του Δημήτρη Ατραΐδη από δίσκο το 1946. Σαμπάχ, σε ρυθμό πολύ αργού καλαματιανού, στίχοι με νόημα αλλά χωρίς ιδιαίτερο ειρμό, ούτε συγκεκριμένη στιχουργική δομή. Ένα μεγάλο σπαραχτικό αχ, καημός παραπάνω απ’ όσο φτάνουν τα λόγια, σε αριστουργηματική ερμηνεία:

Οι σύγχρονες ιντερνετικές πηγές το αποδίδουν στον ίδιο τον Ατραΐδη. Την ίδια χρονιά, 1946, το είπε και η Γεωργία Μηττάκη, με ελαφρώς διαφορετικά λόγια. Στο παρακάτω βίντεο βλέπουμε και την ετικέτα του δίσκου, όπου δε βλέπω να αναφέρεται ο Ατραΐδης ως συνθέτης ή στιχουργός. Για την εκτέλεση του ίδιου του Ατραΐδη δεν έχω δει την ετικέτα (αν και έχει ανέβει σε πολλά βίντεο στο ΥΤ), και δεν ξέρω αν όντως το υπογράφει ή απλώς έτσι εικάζεται.

Με τον βαθύ του καημό, την υποβλητική του μουσική και μ’ ένα θέμα που πονούσε παντού σ’ όλη την Ελλάδα, το τραγούδι κυκλοφόρησε πολύ και σε διάφορα μέρη έμεινε κι ενσωματώθηκε στο τοπικό ρεπερτόριο ως παραδοσιακό. Εδώ π.χ. μια εκτέλεση από τη Νικήσιανη Παγγαίου (Καβάλα), όπου οι συντελεστές της ηχογράφησης και της έκδοσης δε φαίνεται να είχαν υπόψη τους το αρχικό τραγούδι του Ατραΐδη, αφού το αναφέρουν ως ντόπιο. Δεν είναι ολόιδιο (έτσι κι αλλιώς δεν είναι τραγούδι που να απομνημονεύεται εύκολα, λόγω της χαλαρής δομής του στίχου), αναγνωρίζεται πάντως χωρίς αμφιβολία:

Μια πιο απομακρυσμένη παραλλαγή τραγουδιέται στη Νάξο, και κυρίως στην Κωμιακή. Εδώ με καινούργιους στίχους, που κατά βάση απηχούν κάποιο περιστατικό του Πολέμου (ή της Κατοχής, όπως λέει η περιγραφή), αλλά ανακατεύονται και με σκόρπια δίστιχα καθώς και με κάποιους στίχους από το αρχικό. Ο τοπικός τίτλος είναι Κάιρο. Υπάρχει σε αρκετά βιντεάκια, πάντα με παραλλαγές και στα λόγια και στη μουσική (μέσα στο ίδιο χωριό δε βρίσκονται δύο να το παίξουν ίδιο!). Βάζω ενδεικτικά μία που κρατάει κάπως αρτιότερα το θέμα. Πιθανώς αρχικά να είχαν βγάλει συγκεκριμένο στιχούργημα με αρχή και τέλος και με σειρά, αλλά λίγο η εγγενής ρευστότητα της προφορικής παράδοσης, λίγο που για κάποιες δεκαετίες είχε μισοξεχαστεί, δεν έμεινε σταθερό.

Κάπου κυκλοφορεί κι ένα βιντεάκι με άλλο πάλι αξώτικο Κάιρο, όπου ο Τίγρης (Φλώριος Κρητικός, Απεράθου) τραγουδάει αντάρτικα δίστιχα στον ίδιο σκοπό και παίζει τσαμπούνα ο Βαγγέλης Κορρές (Κωμιακή), αλλά δεν το ξαναβρίσκω.

Σκέφτομαι όμως:

Το τραγούδι με τις ιστορίες του πολέμου και/ή της Κατοχής θα πρέπει λογικά να βγήκε τότε που συνέβαιναν όντως αυτές οι ιστορίες, άντε κανένα χρόνο μετά. Και φαίνεται να ήταν σίγουρα εξαρχής σ’ αυτό τον σκοπό. Του Ατραΐδη ο δίσκος, και της Μηττάκη, βγήκαν το 1946, τον επόμενο χρόνο μετά το τέλος της Κατοχής. Πότε πρόλαβαν να το μάθουν και να το υιοθετήσουν στη Νάξο, και να το νιώσουν τόσο οικείο τους ώστε να πάρουν τον σκοπό του για να πουν δικούς τους καημούς; Μήπως είναι προϋπάρχων αδέσποτος σκοπός, παραδοσιακός από ποιος ξέρει ποιο μέρος, που ο Ατραΐδης και η Μηττάκη απλώς τον βρήκαν και τον ηχογράφησαν, ενώ οι Αξώτες και ίσως κι οι Καβαλιώτες τοήξεραν ανεξάρτητα; Μήπως αυτό εξηγεί και τη σκόρπια δομή των δισκογραφημένων στίχων (όπως το άκουσε, όσο το θυμόταν κάποιος που του το 'πε, έτσι το είπε κι ο ίδιος) και την απουσία ονόματος δημιουργού στον δίσκο της Μηττάκη; Και επίσης τη διάδοσή του σε τόσο διαφορετικά μέρη;

Το αρχικό δεν μπορεί βέβαια να είναι το ναξιώτικο. Από αυτό τον καλαματιανό σκοπό της τσαμπούνας δεν μπορεί να βγει το σαμπάχ του Ατραΐδη, ενώ το αντίστροφο γίνεται εύκολα. Το αρχικό είναι σίγουρα σαμπάχ και αργό, και μιλάει για τα ξένα, όμως ξαφνικά έχω μια αμφιβολία αν είναι όντως του Ατραΐδη και του 1946. Ακόμη κι αν ο Ατραΐδης το είχε γράψει παλιότερα, το έλεγε ζωντανά, και άργησε (λόγω του πολέμου) να το δισκογραφήσει, και πάλι δεν ταιριάζουν οι χρονολογίες.

Εγώ, αλλού κόλλησα:

Εκτέλεση Γεωργίας Μηττάκη, εκφορά πρώτου στίχου ( τα έντονα, δικά μου):

Ν’ από μικρός ορφάνεψα

Πόσο βαθειά είχαν, οι ερμηνευτές εκείνης τη εποχής, αφομοιώσει την παράδοση, σύμφωνα με την οποία εκφέρονται τα τραγούδια! Τί εννοώ; Ας θυμίσω το πασίγνωστο δημοτικό «Του κυρ’ Βοριά». Πώς ξεκινάει το τραγούδι;

Ν’ ο κυρ Βοριάς παρήγγειλε

Οπότε και, βεβαίως:
Ν’ από μικρός ορφάνεψα

Η συγκεκριμένη ετικέτα, που παρουσιάζεται στο βίντεο, είναι φθαρμένη στο σημείο όπου αναγράφεται ο συνθέτης.

Στην παρακάτω ετικέτα, το τραγούδι φαίνεται στο όνομα του Δημήτρη Ατραΐδη.

Δεν έχω βρει την ετικέτα με τον ίδιο τον Δ.Ατραΐδη.

2 «Μου αρέσει»

Δεν πειράζει, αρκεί που μάθαμε ότι αυτός το υπογράφει. Μπράβο Φώτη! Ακόμη κι αν στην άλλη ετικέτα δεν αναφέρει δύο φορές το όνομά του (η μία είναι υποχρεωτική: ποιος τραγουδάει), πάντως αποκλείεται να λέει όνομα άλλου δημιουργού.

Άραγε να υπάρχουν μαρτυρίες ότι αυτό το τραγούδι ακούστηκε πολύ, όπως υπάρχουν π.χ. για τον Αθανασόπουλο; Οι δύο ετικέτες της ηχογράφησης της Μηττάκη, μπλε στο βιντεάκι και κόκκινη εδώ, μοιάζουν να δείχνουν ανατυπώσεις (και από την μπλε λείπει η λέξη «Καλαματιανός»).

Εγώ δεν το ακούω το ν. Όχι πως έχει και καμιά σημασία, η Μηττάκη δεν είχε απλά αφομοιώσει την παράδοση, ήταν η παράδοση.

Κάτω Τζουμαγιά (Ηράκλεια) Σερρών:

Δεν έχω στοιχεία αν το τραγούδι ακούστηκε πολύ τον καιρό που κυκλοφόρησε.

Από το αρχείο μου βρήκα άλλες 3 ετικέτες με το ίδιο τραγούδι, που σημαίνει ότι πρέπει να πούλησε αρκετούς δίσκους, χωρίς να έχω κάποιο στοιχείο για τις πωλήσεις.

1 «Μου αρέσει»

Σίγουρα, είχαμε δει παραδείγματα αποσαμπαχοποίησης στην Κύπρο και την Κρήτη, η Νάξος πρέπει να είναι παρόμοιο μουσικό περιβάλλον.

(Στην πραγματικότητα απορώ που το Σαμπάχ επιβιώνει σε οποιοδήποτε μη λόγιο περιβάλλον. Είναι ο πιο δύσκολος δρόμος και μόνο στο να τον ακούσεις!)

1 «Μου αρέσει»

Μορφωμένοι μουσικοί υπήρξαν ελάχιστοι και από αυτούς, ακόμα πιο ελάχιστοι ήξεραν (και, κυρίως, τους ενδιέφερε) ότι το σαμπά είναι το σαμπά. Ταλαντούχοι ερμηνευτές όμως υπήρξαν πάρα πολλοί, και ένα κομμάτι τονισμένο σε σαμπά, το απέδιδαν ως σαμπά (άρα και του επέτρεπαν να επιβιώσει ως τοιούτον), κι ας μην ήξεραν τί σημαίνει η λέξη.

Μια που ανέφερες τις ιντερνετικές πηγές, βρήκα μία αναφορά σε άρθρο του Δραγούμη για τον Ατραϊδη:

Μήπως υπάρχουν πληροφορίες για το τραγούδι εκεί; Βρίσκεται στο περιοδικό Η καθ’ ημάς Ανατολή.

http://christosclairis.fr/wp-content/uploads/2014/11/nicolas-corfou-grec.pdf

Και πού βρίσκεται το ίδιο το περιοδικό, οέο;

Δεν έχω μάθει τέτοιου είδους αναζητήσεις (θα έπρεπε βέβαια), κι ένα απλό γκουγκλάρισμα δε με οδηγεί πουθενά.

Εδώ είναι ένας κατάλογος με βιβλιοθήκες που έχουν το περιοδικό:

Και εδώ:

Αλλά το βιβλίο που προτείνω ο Σπύρος είναι μάλλον η ευκολότερη λύση!

επίσης το άρθρο του Μάρκου Δραγούμη “Δημήτρης Ατραϊδης (1900-1970). Η συμβολή ενός άδικα παραγνωρισμένου μικρασιάτη λαϊκού μουσικού”
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Η Καθ΄ ημάς Ανατολή» 1993.

περιλαμβάνεται στο βιβλίο.

1 «Μου αρέσει»

@Eva_Broman Μέχρι εκεί έφτασα κι εγώ, αλλά μετά κάνω κύκλους!

Μου βρήκαν μερικά αποσπάσματα εδώ, …

…αλλά δεν έχουν σχέση με τη συζήτησή μας.

Ο Πανδέκτης του Ελληνικού Χορού του Άλκη Ράφτη είναι;

Τελικά πληροφορούμαι ότι το άρθρο δεν κάνει λόγο για το τραγούδι που μας απασχολεί. (Βλ. πρώτο λινκ #15).

@nikos_politis Ναι.

Προσθέτω μερικές ακόμα εκδοχές/παραλλαγές του τραγουδιού, που σε μερικές περιπτώσεις αναφέρεται ως “παραδοσιακό”.

Όπως φαίνεται από το αρχικό βίντεο που παρέθεσες το τραγούδι είναι γνωστό και με τον πρώτο στίχο. Όπως γράφεις η δομή είναι κάπως χαλαρή, και οι στιχουργία φαίνεται τουλάχιστο εν μέρει να βασίζεται σε φράσεις που συναντιούνται και σε άλλα τραγούδια, π.χ. το “απο μικρός ορφάνεψα” και “τα έρημα τα ξένα” (τα ξένα είναι συνήθως “έρημα” στα τραγούδια, έτσι δεν είναι;;).

1 «Μου αρέσει»

Το τρίτο από τα τέσσερα βίντεο είναι δείγμα μιας σημαντικής και μάλλον άγνωστης παράδοσης της Σερίφου, του αμανέ. Τους αμανέδες στη Σέριφο τους έχουν για τον αυτοσχεδιασμό διστίχων. Τη σειρά, της οποίας αυτό το βίντεο είναι το νούμερο 23, την έχω διατρέξει παλιότερα διαγώνια. Είναι ένα πολύωρο καθιστικό γαμήλιο γλέντι με δεκάδες αυτοσχέδιους μανέδες τον ένα πίσω απ’ τον άλλο, όπου ο κάθε καλεσμένος λέει τις ευχές του για το ζευγάρι.

Ο αριστερός βιολιτζής, αυτός που λέει τον μανέ, είναι ο Νίκος Λιβάνιος, από τα καλύτερα βιολιά (και λαούτα επίσης) της Σερίφου, και πολύ καλός γνώστης της τοπικής μουσικής. Χωρίς να ξέρω ακριβώς το τελετουργικό του σερφιώτικου μανέ, υποθέτω ότι κάθε φορά καταλήγει σ’ ένα έρρυθμο γύρισμα, και εδώ, επειδή ο Νίκος τραγούδησε μανέ σε σαμπάχ, ήθελε γύρισμα σαμπάχ και διάλεξαν τα Ξένα. Παρατηρούμε ότι το γύρισμα δεν το έβαλε ο ίδιος, οι άλλοι μουσκοί το επέλεξαν.

1 «Μου αρέσει»

Πολύ ενδιαφέρον! Ευχαριστώ για τις πληροφορίες!