Αγωνιστές του '21, Κουτσαβάκηδες και Ζεϋμπέκοι

αν θυμάμαι καλά, πρώτη φορά ανέβηκε στο άρθρο του σταύρου στην κλίκα, τουλάχιστον σε καλή ανάλυση. μπορώ να τον ρωτήσω για σιγουριά.

Πάντως βρήκα την προέλευσή της: πρόκειται για μια πολύ μεγαλυτερη φωτογραφία (ο κουτσαβάκης είναι απλώς μια λεπτομέρεια) που δημοσιεύτηκε σε λεύκωμα των Μάνου Ελευθερίου και Χάρη Γιακουμή. Προφανώς ο Σταύρος τη βρήκε από τον ίδιο τον Χ. Γιακουμή, και παραπέμπει σωστά. Ο Δ. Σταθακόπουλος θα τη βρήκε αδέσποτη στο ίντερνετ, πράγμα όχι αθέμιτο, αλλά θα μπορούσε να κάνει μια προσπάθεια να ανιχνεύσει κι αυτός την προέλευσή της και να δώσει μια παραπομπή.

4 «Μου αρέσει»

Ποιοί είναι αυτοί οι «άλλοι»; Αν ήταν υπαξιωματικός του στρατού το όνομα του θα υπάρχει σε κάποιο αρχείο, τώρα αν είναι προσβάσιμο…

Φοβάμαι πως ο συντάκτης του πονήματος δεν διαθέτει το χάρισμα του ορθού λόγου. Λέει:

Κατ’ άλλους το όνομα προέρχεται από … , ενώ κατ’ άλλους από …. Άλλοι αντ’ άλλων δηλαδή, με άλλα λόγια…

Άσε, μην το ψάχνεις, τον καιρό σου χάνεις…

Άμα είναι να διυλίσουμε τον κούνουπα, ας αναρωτηθούμε και για το άλλο:

Το λόγιο ρήμα «βαίνω» (που έτσι κι αλλιώς δεν είναι ταυτόσημο του «περπατώ»), ποιος ομιλητής, είτε λόγιος είτε λαϊκός, σκέφτηκε ποτέ να το συνδυάσει με το λαϊκό επίρρημα «κουτσά»;

Όχι πως είναι εντελώς απίθανο. Έχουν συμβεί τέτοιες γλωσσικές μίξεις:

Η θρυλική έγγραφη αναφορά του ανθυπαστυνόμου Ιωάννη Πετράκη στις 7 Απριλίου του 1923, ύστερα από καταδίωξη ληστών οι οποίοι διέφυγαν:

Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά λίμνην της Δοϊράνης εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε “σταθήτε ρε πούστηδες, γαμώ το σταυρό σας” και απαντησάντων "Κλάστε μας τα αρχίδια”, απέδρασαν.

…, αλλά μεμονωμένα. Εδώ μιλάμε για φράση η οποία, για να μπορέσει να οδηγήσει στη δημιουργία λέξης («κουτσαβάκης») η οποία καθιερώθηκε, θα πρέπει να λεγόταν ταχτικά. Δηλαδή δεχόμαστε ότι οι άνθρωποι έλεγαν συχνά «τον βλέπεις αυτόν που κουτσά βαίνει;» ή «γιατί κουτσά βαίνεις, χτύπησες;».

Πάντως, χωρίς να προβούμε σε ακρότητες όπως το άνοιγμα βιβλίων, υπάρχουν και τα ονλάιν λεξικά. Το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη λέει:

κουτσαβάκης ο [kutsavákis] : τύπος μάγκα της παλιάς Aθήνας.

[ανθρωπων. Κουτσαβάκης (όν. γνωστού μάγκα του 19ου αι.) < (;)]

Ας πούμε ότι μπορεί να πέφτει έξω στο ότι η λέξη προήλθε από το όνομα συγκεκριμένου ανθρώπου. Και το λεξικό άνθρωποι το έγραψαν, και τα λάθη είναι ανθρώπινα. Αλλά θα πρέπει και το όνομα του ανθρώπου να βγαίνει από κάπου, και εδώ το λεξικό είναι πολύ σαφές:

< (;)]

Για όποιον δεν κατάλαβε, δεν είναι εμότικον. Είναι ετυμολογική πληροφορία. Η γωνιώδης αγκύλη < σημαίνει «βγαίνει από», και το ερωτηματικό εντός παρενθέσεως σημαίνει «δεν ξέρουμε».

Ένα από τα πλέον έγκριτα λεξικά σήμερα δηλώνει ότι αδυνατεί να ετυμολογήσει τη λέξη «Κουτσαβάκης» έστω και ως επώνυμο, αλλά εμείς ξέρουμε: από το κουτσά + βαίνω (πού να το σκεφτούν οι λεξικογράφοι! σιγά μην ήξεραν να το γκουγκλάρουν!).

3 «Μου αρέσει»

Αυτό

μάλλον σου ξέφυγε….

Ἀγαπητὲ κύριε Pepe , συμφωνῶ πὼς ἡ λέξις ζεϊμπέκικο οὐδεμία σχέσιν ἔχει με τὸν Δία . Κάποτε πρὶν διαβάσω τὸν διάλογο Πλάτωνος ὀνόματι “Κρατύλος Περὶ Ὀνομάτων Ὀρθότητος” θὰ συμφωνοῦσα ἐντελῶς με ὅλες τὶς ἀπόψεις σας , ὡστόσο μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν αὐτοῦ , ἄρχισα νὰ ὑποψιάζομαι ἐὰν ἡ θεωρία περὶ τῆς πρωτοϊνδοευρωπαϊκῆς γλώσσης εἶναι μόνο μία εἰκασία με λιγότερες βάσεις ἀπὸ τὰ ὅσα εἰκάζει ὁ χαρακτήρας Σωκράτης εἰς τὸν διάλογο ποὺ ἀνάφερα .

Με λίγα λόγια εικάζω περί τής θεωρίας τής πρωτοϊνδοευρωπαϊκής γλώσσης ότι αυτός ο Άγγλος δημοσιογράφος περιηγητής που αντιλήφθηκε τίς ομοιότητες τόν γλωσσών εάν ήταν ασχολούμενος με την ζωγραφική θά είχε φθάσει στο συμπέρασμα ότι όλοι οι μεν λαοί που παριστάνουν την θάλασσα γαλάζια στην ζωγραφική τους τέχνη προέρχονται από έναν πρωταρχικό λαό καί οι δε λαοί που την παριστάνουν πράσινη από άλλον πρωταρχικό λαό , αντί νά φθάσει στο απλό και λογικό συμπέρασμα ότι ο κάθε λαός παριστάνει διά τής μίμησης τό τί υπάρχει στο περιβάλλον του , τό Αιγαίο είναι γαλάζιο η Καραϊβική θάλασσα είναι σμαραγδιού χρώματος , τα παράλια ίδατα της Βραζιλίας είναι γκριζοπράσινα , η γλώσσα είναι επίσης μίμηση τών πραγμάτων διά την άρθρωση ήχων τής φύσεως που καλούμε φθόγγους καί αυτοί οι φθόγγοι όταν αποκτούν νόημα καλούνται φωνήματα , αυτά τα στοιχεία δομούν κάθε γλώσσα , συνεπώς οι γλώσσες που λέγονται ινδοευρωπαϊκές έχουν τόσες ομοιότητες όσες υπάρχουν στο περιβάλλον όπου δημιουργήθηκαν , αποδέχομαι ότι η ευφυία τού Σωκράτους είναι μεγαλύτερη από την οξυδερκή παρατηρητικότητα τού Άγγλου περιηγητού δημοσιογράφου , αλλά ομολογώ ότι διά πολλά χρόνια συμφωνούσα απολύτως με εσάς . Νά είστε καλά .

Αγαπητοί φίλοι , θά προσπαθήσω νά αναλύσω τήν λέξη κουτσαβάκης βασιζόμενος στους κανόνες που μας προσφέρει τό έργο τού Πλάτωνος που ανάφερα στό προηγούμενο μήνυμά μου . Πρώτα απ’όλα ετυμολογία σημαίνει η μελέτη τού ετύμου , δηλαδή , η μελέτη τής αληθινής έννοιας τών λέξεων , πρέπει νά θυμόμαστε ότι αρχή σοφίας η τών ονομάτων επίσκεψις , αλλά για να φθάσουμε στην σοφία πρέπει νά πάμε καί στα ίδια τά πράγματα , διότι τά ονόματα είναι μόνον ομοιώματα , είδωλα τών πραγμάτων που τά παριστάνουν . Πολύ χρήσιμες οι περιγραφές καί οι εικόνες διαθέσιμες στις αναρτήσεις τών υπολοίπων τής παρέας μας . Όταν ο Σωκράτης καί ο Ερμογένης ερευνούν τό τί πρέπει ο κάθε ονοματουργός νά αποτυπώσει στην λέξη για νά είναι τό κατάλληλο εργαλείο τού λόγου φθάνουν στο συμπέρασμα ότι η λέξη πρέπει νά εκφράζει όχι την εμφάνιση , διότι η άλλες τέχνες τό κάνουν καλύτερα όπως η ζωγραφική καί η γλυπτική , αλλά τήν ουσία τού πράγματος καί τί είναι ένας κουτσαβάκης , η ένα κουτσαβάκι , όπως οι μάγκες τής Νίκαιας (Κοκκινιάς) αναφέρονταν για αυτούς υποτιμητικά ; Ποια είναι η συμπεριφορά τους ; Γι’αυτό δώκει μοι πως η λέξη είναι σύνθετη από κουτσά δηλαδή τρόπος μη ευθέως ή ύπουλα , καί τό ρήμα βάλλω δηλαδή χτυπώ , συνεπώς κουτσαβάκι είναι ένα υποκείμενο που κουτσά βάλλει , καί τόσο η εμφάνισή τους όσο καί τό βάδισμά τους τό δηλώνουν απειλητικά . Νά είστε καλά .

Δοκεῖ μοι ότι καί η κατάληξη κης ή κι στην λέξη κουτσαβάκης ή κουτσαβάκι δηλώνει ότι είναι μικρός ή μικρό καί μου φαίνεται υποτιμητική , καί περισσότερο στην μορφή ουδέτερη .

55 posts were split to a new topic: Γλωσσολογικές θεωρίες και συζήτηση για τις πηγές αυτών

Βρέθηκε κι άλλο “ινδοευρωπαϊκό”, και χωρίς να ψάξω, μπροστά μου το βρήκα: το αρχαίο Νυν! (Νυν απολύοις τον δούλον σου κλπ.). Γερμανικά: Nun, αγγλικά: Νow

5 «Μου αρέσει»

Να προσθέσουμε και τρία αριθμητικά, που τα βρήκα ξεφυλλίζοντας ένα παλιό βιβλίο θεωρητικών της ανατολικής μουσικής. Ως γνωστόν, οι ονομασίες των «περντέδων» προέρχονται από τα Περσικά, που βεβαίως είναι της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας. Έχουμε λοιπόν:
Γιεν = Ένα (ή, πρώτο, από τον περντέ Γιενγκιάχ), Εin, One, Un, Uno…

Ντου = Δύο, (από τον περντέ Ντουγκιάχ), Deux, Two, Due…

Τσαρ = Τέσσερα

Στο βιβλίο σημειώνεται ότι η λέξη Γκιάχ στα Περσικά σημαίνει Τόπος, θέση.

Ναι αλλά δεν είναι Γιενγκιάχ, με ν, είναι Γεγκιάχ. Άλλωστε, αν ως «ένα» πιάσουμε το Γιεγκιάχ, πώς μπορεί το «δύο» να είναι το Δουγκιάχ, μια 5η παραπάνω; Αν Δουγκιάχ είναι το «δύο» τότε το «ένα» τοποθετείται στο Ραστ. Και το τέσσερα, ορθώς, στο Τσαργκιάχ.

Ωραιότατα θα μπορούσε να είναι και Γιενγκιάχ. Δεν έχουν τυποποιηθεί στην ελληνική τους γραφή αυτά τα ονόματα.

Η ακολουθία των κυρίων φθόγγων του δις διαπασών, όπως την δίνει ο Κηλταντζίδης, είναι:
Γιεγκιάχ, Ασηράν, Αράκ, Ράστ, Δουγκιάχ, Σεγκιάχ, Τσαργιάχ, Νεβά, Χουσεϊνί, Εβίτζ, Γκερντανιέ, Μουχαγιέρ, Τίζ Σεγκιάχ κλπ. Έψαξα να βρώ το δικό μου δις διαπασών, όπως μας το είχε γράψει στον πίνακα ο Χρήστος Τσιαμούλης, αλλά δεν το βρήκα και δεν το θυμάμαι απ’ έξω.

Πρώτη νότα του δις διαπασών θεωρείται βεβαίως το ραστ, οπότε σωστά έρχονται τα επόμενα. Το Γιενγκιάχ ίσως έχει την έννοια του πρώτου, εκ βαρέων, φθόγγου, λέω εγώ τώρα….

Αφού στα τούρκικα γράφεται με g, όχι με ng. Το ότι στα ελληνικά δεν πολυδιακρίνουμε το g από το ng (και το b από το mb, και το d από το nd) είναι αποκλειστικότητα της δικιάς μας γλώσσας. Αν κανείς πει ή γράψει Γενγκιάχ, από τούρκικο Yegah, δεν μπορεί παρά να είναι μια εκ των υστέρων αλλοίωση, πιθανή αποκλειστικά και μόνο στα ελληνικά.

Ά, τώρα το είδα, αλλά δεν ξέρω πώς να αντιγράψω το σχήμα. Δίπλα από την περσική ονομασία, ο Κ. σημειώνει και τον φθόγγο της βυζαντινής σημειογραφίας. Οπότε βεβαίως έχουμε Νη για το ράστ, οπότε το γιεγκιάχ είναι το κάτω Δη. Το γιατί, δεν το ξέρω…
Αν πας στον σύνδεσμο της ανέμης και κατεβάσεις το βιβλίο, το σχήμα της «σκάλας» είναι στη σελίδα 18.

Δεν είμαι Τουρκολόγος άρα, δεν μπορώ να ξέρω με πόση ακρίβεια έγιναν οι αντιστοιχίσεις μεταξύ λατινικού αλφαβήτου και αραβικής γραφής. Όμως, όταν στα Περσικά συνενώνεις το γιεν και το γκιάχ, δεν ξέρω πώς αυτό θα περάσει, ίσως μετά από αιώνες, στα Τουρκικά του όψιμου 19ου…

Τώρα μου ήρθε στο νού και κάτι άλλο, σχετικά με b / nb, g / ng κλπ. Κάποιος πλανόδιος γαλατάς που προμήθευε και τη μάνα μου, δεκαετία ΄40, εγκαταστάθηκε σε μαγαζί και έπρεπε να αναρτήσει επιγραφή. Ως σχεδόν αγράμματος, συμβουλεύτηκε τη μάνα μου που του έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί:
ΓΑΛΑΚΤΟΠΩΛΕΙΟΝ Κ. ΤΖΑΘΑΣ
Ο γαλατάς είδε το χαρτάκι και είπε: Λάθος, κυρία Ισμήνη, δεν λέγομαι Τζάθας, Ντζάθας λέγομαι!

Αυτό, έχω την εντύπωση ότι είναι σχετικά καινούρια εξέλιξη στην Ελλάδα. Δηλαδή μια περιθωριακή προφορά (πάντα άρρινη) παραμέρισε την μέχρι τότε κοινώς αποδεκτή προφορά (κάποτε άρρινη, κάποτε ένρινη) και πήρε τη θέση της. Η σχολική μου Νεοελληνική γραμματική (του ΟΕΔΒ), αναπροσαρμογή της μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη, αναφέρεται σε άρρινη προφορά ( π.χ. στην αρχή της λέξης) και ένρινη προφορά π.χ. πέν-ντε.

Για λέξεις μουσικής ορολογίας, ίσως να πρέπει να σκεφτούμε πως είναι/ήταν η τούρκικη προφορά, πως θα ήταν η σμυρνέικη ή η πολίτικη εξελληνισμένη προφορά και πως θα ήταν η «σωστή» αθηναϊκή μεσοπολεμική προφορά.

Να σκεφτούμε δεν μπορούμε, χρειάζονται Τουρκολόγοι και σπανίζουν…