Ήθελα να σ'αντάμωνα

Άλλο ένα παραδοσιακό τραγούδι από το οποίο μάλλον δανείστηκε κάποια στιχάκια ο Μάρκος.

Ωστόσο αυτό το τραγούδι δεν το έχω ακούσει ποτέ.

Γεια σου Αποστολη.
Αν δεν ξερουμε ποσα χρονια υπαρχει και ακουγεται αυτο το παραδοσιακο τραγουδι ( που και εγω δεν το εχω ακουσει ποτε ),δεν μπορουμε και πουμε ,ουτε και να υποσιαζομαστε τιποτα τετοιο για τον Μαρκο!!

Εκτός του οτι δεν ξέρουμε απο πότε είναι αυτό το τραγούδι είναι και λίγο αβάσιμο γιατί πάλι δεν ξέρουμε πώς λειτούργησε η σύνθεση του Βαμβακάρη. Δεν ξέρουμε αν είναι δάνειο, και αν είναι απο αυτό το τραγούδι τελικά, ή απο κάποιον άλλο π.χ μουσικό.
Με αυτή την λογική έχει γράψει βιβλίο ο Νέαρχος Γεωργιάδης, βασιζόμενος σε παραδοσιακά τραγούδια, “βρήκε” την πηγή έμπνευσης του Βαμβακάρη. Δεν γίνεται αυτό. Άλλο να λες ίσως και άλλο να ξέρεις πώς ο συνθέτης έγραψε, και τι.
Για μένα πολύ πιθανόν είναι, καθώς τα δάνεια στίχου εκείνη την εποχή είχαν άλλη σημασία και αντιμετώπιση από τι μέρες μας.Και σαν ταχτική πολύ συνηθισμένη. Αλλά ως εκεί. Εικασίες μόνο μπορούμε να κάνουμε.

Δεν διαφωνώ καθόλου μαζί σας κύριοι.Εικασίες κάνουμε γιατί δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για να διασταυρώσουμε έτσι ώστε να μάθουμε την αλήθεια.

Κατά τη γνώμη μου δεν είναι σωστό να αντιμετωπίζουμε τον Βαμβακάρη σαν τυπικό δείγμα συνθέτη-στιχουργού, όπως τους ξέρουμε σήμερα. Αυτό θα οδηγούσε στο να μειώνεται η αξία του κάθε φορά που εντοπίζουμε στοιχεία σε τραγούδια του που υπάρχουν και σε παλιότερα τραγούδια. Θα έβγαινε δηλαδή ότι ο Μάρκος έκλεβε ή αντέγραφε.

Ο Μάρκος πατάει ακριβώς πάνω στο μεταίχμιο μεταξύ παραδοσιακής και επώνυμης δημιουργίας.

Ο παραδοσιακός δημιουργός αυτό που κυρίως κάνει είναι να ανακυκλώνει προϋπάρχον υλικό από στίχους και μελωδίες, σε συνδυασμούς κατά το δυνατόν πρωτότυπους (δηλαδή όχι επανεκτελώντας τους ίδιους στίχους στην ίδια σειρά με την ίδια μελωδία αλλά διαρκώς ξαναανακατεύοντας σαν τα πούλια του Σκραμπλ), όπου όμως μπορεί να ρίξει κάθε τόσο κι ένα καθαρά δικό του δίστιχο ή μια δική του μελωδία. Ο Μάρκος το έχει κάνει αυτό κατά κόρον. Πριν τον Μάρκο το έχουν κάνει άπειροι Έλληνες, που όμως δεν τους ξέρουμε γιατί δεν ηχογράφησαν. Το ότι ο Μάρκος ηχογράφησε κι έτσι ξέρουμε το όνομά του δεν καθιστά τη δημιουργία του λιγότερο ανώνυμη από των υπολοίπων.

Από την άλλη μεριά υπάρχει και η προσωπική δημιουργία. Στο λαϊκό τραγούδι ο Μάρκος ήταν από τους πρώτους που εξερεύνησαν αυτό τον δρόμο, κι έτσι βλέπουμε αυτά του τα τραγούδια να μην είναι ακόμη τόσο απαγκιστρωμένα από τις πρακτικές της παραδοσιακής δημιουργίας όσο λ.χ. του Τσιτσάνη, ο οποίος έγραφε όπως μόνο αυτός μπορούσε (= καθαρά προσωπικά).

Αν σ’ ένα τέτοιο τραγούδι του Τσιτσάνη βρεθεί στίχος ή μελωδικό τμήμα που υπάρχει και σε παλιότερο τραγούδι, εκεί μπορούμε να αναρωτηθούμε μήπως έχει γίνει λογοκλοπή. Στον Βαμβακάρη δεν ισχύει το ίδιο. Κατά μεγάλο μέρος ο Βαμβακάρης δεν επιδίωκε καν να γράψει κάτι πρωτότυπο. (Το πρωτότυπο δεν είναι υποχρεωτικά καλό, κυρίως δε το μη πρωτότυπο δεν είναι υποχρεωτικά κακό.) Άλλωστε ούτε ο ίδιος είχε αυταπάτες επ’ αυτού: στην Αυτοβιογραφία του λέει ευθέως ότι το «Να πεθάνεις», όπως και ο σκοπός από το «Στο Φάληρο που πλένεσαι», είναι παλιά συριανά. Δεν είναι λογοκλοπή, ακριβώς όπως δεν είναι λογοκλοπή το να βρούμε το ίδιο δημοτικό τραγούδι σε δύο διαφορετικές περιοχές με διαφορετική μουσική και κοινούς στίχους ή το αντίστροφο. Όπως ο «ανώνυμος λαός» της Α ή Β περιοχής ήταν διαχειριστής του παραδοσιακού υλικού το οποίο επανεπεξεργαζόταν, εμπλούτιζε (με πρωτότυπη δημιουργία ή δανεισμό), ανακύκλωνε και βελτίωνε, έτσι έκαναν και ορισμένα μέλη του «ανώνυμου λαού» που συμβαίνει να είναι επώνυμα.

Σ’ αυτή τη βάση μπορεί να υποστηριχτεί ότι πολύ μεγάλο μέρος των τραγουδιών του Μάρκου δεν είναι δικά του αλλά παραδοσιακά. Δεν τα έχω μετρήσει. Σκοπεύω να το κάνω κάποια στιγμή μεθοδικά. Υποψιάζομαι ωστόσο ότι τα καθαρά δικά του μπορεί τελικά να βγουν ακόμη και λιγότερα από 50%, και μάλιστα σ’ αυτά να ανήκουν και τα λιγότερο καλά. Και σας διαβεβαιώνω ότι αν αποδειχτεί κάτι τέτοιο δε θα μειώσει καθόλου την εκτίμησή μου στην αξία του Μάρκου, αντίθετα απ’ ότι θα συνέβαινε αν ανακαλύπταμε ότι ένας καθαυτού προσωπικός δημιουργός έχει λανσάρει τραγούδια αλλωνών για δικά του.

Γι’ αυτό θέλω να σας προτρέψω: μην είστε τόσο διστακτικοί στο να αναγνωρίσετε δάνεια στο έργο του. Βλέπω (τουλάχιστον έτσι νομίζω) και τον Ζίλ και τον Νίκο φορλ και τον Νεαπολιώτη να κρατάν μια επιφύλαξη, μήπως αμαυρώσουν άδικα το όνομα του Μάρκου. Αν τα πράγματα ειδωθούν από τη σωστή σκοπιά, τότε η σωστή ταύτιση των δανείων και επιρροών καθόλου δε θα τον μειώσουν.

Συμπληρώνοντας στα όσα ειπώθηκαν, να τονίσω πως στόχος του Νέαρχου Γεωργιάδη δεν ήταν να δείξει την πηγή έμπνευσης ούτε του Μάρκου ούτε κανενός άλλου από τους λαϊκούς μας δημιουργούς.

Ο Ν. Γ. μελετώντας συστηματικά πηγές - που είτε αγνοούσαν είτε δεν μπήκαν καν στον κόπο να ψάξουν άλλοι μελετητές – έδειξε πως το λαϊκό δίστιχο υπήρξε η ραχοκοκαλιά του λαϊκού μας τραγουδιού και την εποχή της ανώνυμης δημιουργίας και της επώνυμης.

Αυτά τα λαϊκά δίστιχα που επιβίωσαν επί 5 αιώνες και τα γνώριζαν ο Μάρκος, ο Μπάτης κ.λπ. είτε από λαϊκές φυλλάδες είτε από ημερολόγια της εποχής είτε από το δημοτικό κύκλο και την προφορική παράδοση …ήταν φυσικό να αξιοποιηθούν, ήταν φυσικό π.χ. ο Μάρκος να συνδυάσει ποιητικά και μουσικά στοιχεία παρμένα από διάφορα τραγούδια.
Αυτό καθόλου δεν μειώνει την αξία του ως τραγουδοποιού, μια και η ενσωμάτωση, η συρραφή και η αξιοποίηση αυτών των δίστιχων στο ΄ʼεργο του είναι τόσο αριστουργηματκή, που να μη διακρίνονται οι «ραφές»…

Να θυμίσω επίσης πως οι λαϊκοί μας δημιουργοί, αυτή τη συρραφή και αξιοποίηση δίστιχων από την παράδοση τη θεωρούσαν απόλυτα φυσική.

Παραπέμπω και στα λόγια του [b]Μουφλουζέλη:[/b]

«…Πολλές φορές παίρνω μουσικές από βαθιές, παλιές ρίζες και τις μετατρέπω ανάλογα με τα λόγια.
Το κάνω και με τα λόγια αυτό. …
Αυτό που κάνω εγώ γίνεται παλαιόθεν. Το έκανε ο λαός.
Αυτά τα έβγαλε ο λαός και ό,τι έβγαλε ο λαός στέκονται.
Γιατί ένας χαβάς , ένα τραγούδι, θέλει καιρό για να στρώσει. Πρέπει να περάσει από πολλά στόματα, από πολλά πανηγύρια, από πολλά μεράκια…
Κι έρχεται και στρογγυλεύει σαν το βότσαλο στην ακρογιαλιά… Ένα ωραίο πράγμα, ένα τεφαρίκι…
Μπορώ να σου πω ότι και μια γριούλα, που τηγανίζει ψάρια στην αυλή της, και της ήρθε να τραγουδήσει ένα τραγουδάκι, μπορεί κι αυτή νʼ αλλάξει δυο λέξεις και να ακούγεται καλύτερα…
Αυτά που έφτιαξε παλαιόθεν ο λαός και τα βρήκαμε τελειωμένα και αδέσποτα – ελεύθερα, ωραία πράματα για όλους - πέσαμε απάνω κι όποιος προλάβει και τα δηλώσει στʼ όνομά του.
Σαν τσι οικοπεδοφάγοι.
Το ρεμπέτικο το περιφράξανε με τις υπογραφές.
Κι αν μαράζωσε το γνήσιο ρεμπέτικο, μαράζωσε κι απʼ αυτές τις υπογραφές. Γιατί η υπογραφή σήμερα εξαργυρώνεται στις εταιρείες. Είναι επιταγή. Πού να ζυγώσεις εσύ να πιάσεις το παλιό, να τʼ αλλάξεις, να το φέρεις στον καιρό σου; Βάζει ο άλλος τις φωνές:
Βγάλε, κύριε, το χέρι σου απʼ την τσέπη μου… Μερικοί από δαύτους, αδελφέ μου, δεν είναι συνθέτες, είναι μόλυνση του περιβάλλοντος…"

Από το κείμενο στο λινκ της Ελένης αντιγράφω μια φράση:

ενότητα και ανάπτυξη των θεμάτων με την παρατακτική τεχνική των «δίστιχων του μπαγλαμά»

Μερικοί μπορούν να πουν σε μια αράδα αυτό που εμένα μου παίρνει σελίδες…

Πριν 5 χρόνια ένας από τους πολλούς τοπικούς συλλόγους της Θεσσαλίας, θέλοντας να εκδώσει κάποιο cd με τοπικά τραγούδια της περιοχής, βρέθηκε την τελευταία στιγμή να έχει πρόβλημα με την ΑΕΠΙ, γιατί δυο από τα τραγούδια, δεν τα δεχόταν ως παραδοσιακά, τα είχε κατοχυρώσει για δικά του ο Δημήτρης Σέμσης.Καταφέρανε να περάσουν μόνο το ένα από τα δύο, μετά από παρουσίαση αποδείξεων. Αλλά και πολλοί άλλοι αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα με την ΑΕΠΙ σε κάποια παραδοσιακά τραγούδια. Παλιά όποιος προλάβαινε, δήλωνε, κατοχύρωνε, διασκεύαζε, έκοβε, έραβε, έφτιαχνε.

Ναι, φυσικά, συμβαίνει κι αυτό. Άλλωστε το έχουμε συζητήσει και σε άλλα θέματα.

Όμως συμβαίνει και κάτι που δεν είναι ακριβώς αυτή η περίπτωση: παίρνω δομικά στοιχεία (στίχους, μελωδίες) που δεν ανήκουν σε συγκεκριμένο τραγούδι αλλά διατίθενται σκόρπια για συνδυασμούς, κάνω τον προσωπικό μου συνδυασμό, και τον ηχογραφώ. Λογικό είναι να βάλω και την υπογραφή μου: Μάρκος Βαμβακάρης. Στο πεδίο «στιχουργός» δε ρωτάνε περίπλοκα πράγματα του στυλ «είναι 100% δική σου δημιουργία ή απλώς η προσωπική σου παρέμβαση» κλπ., ρωτάνε απλώς ποιος το 'γραψε. Ε, ο Μάρκος το 'γραψε. Πριν το Μάρκο κανείς δεν το 'λεγε ακριβώς έτσι. Απλώς ο Μάρκος δεν έπεσε από τον ουρανό.

Και μην ξεχνάμε ότι καμιά φορά συμβαίνει και το αντίστροφο: γράφει κάποιος ένα πραγματικά δικό του τραγούδι, και από το πολύ να ακούγεται και να τραγουδιέται εντάσσεται σε κάποια τοπική παράδοση και ο κόσμος το κάνει δικό του, ξεχνώντας τον αρχικό δημιουργό. Η ΑΕΠΙ όμως δεν τον ξεχνάει. Όποιον και να ρωτήσετε στη Μύκονο, θα σας πει ότι το «Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική» του Σέμση είναι παραδοσιακό μυκονιάτικο. Δε λένε ψέματα: το έμαθαν από τον πατέρα τους και τον παππού τους στα γλέντια. Ο παππούς όμως το έμαθε από την ηχογράφηση του Σέμση. (Η παλιά ηχογράφηση εδώ - η μυκονιάτικη εκτέλεση εδώ). Και το πανελληνίως γνωστό τσάμικο «Πουλάκι ξένο» είναι ποίημα του Ιω. Βηλαρά, αλλά άντε πες τους το!

Το δίστιχο “Ήθελα να σ’ αντάμωνα…” υπάρχει στη συλλογή του Passow (περίπου 1860)
Το δίστιχο αυτό είναι γνωστό στη Σίφνο (σε ένα άλλο σκοπό) τουλάχιστον από πριν τη δεκαετία του 1950.
Συμφωνώ με τον Περικλή στο #5.

Με την ευκαιρια,θυμαμαι κατι που μου ειχε πει ο Νικος Βραχνας,οταν ειχε βγει το τραγουδι Οι μαγκες δεν υπαρχουν πια,
Προσπαθησε να διαμαρτηρηθει,χωρις αποτελεσμα,γιατι αυτη η εκφραση ηταν η αγαπημενη του.Την χρησιμοποιουσε πολλα χρονια πριν βγει το τραγουδι αυτο.
Οι μαγκες δεν υπαρχουν πια,τους πατησε το τρενο

Παίρνοντας αφορμή από την θέση του Pepe περί καθαρά προσωπικής δημιουργίας
του Τσιτσάνη θα ήθελα να βάλω για συζήτηση το εξής ερώτημα:
Είναι στο ρεμπέτικο σαφής η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην παραδοσιακή
και προσωπική δημιουργία,πώς αυτή οριοθετείται και ποιά στοιχεία την
συναποτελούν;

[Με τέτοιες ερωτήσεις, αναλαμβάνεις την ευθύνη να διαβάζεις σεντόνια τώρα!]

Κρίνοντας από την περίπτωση Βαμβακάρη, μπορούμε να απαντήσουμε ότι όχι, είναι ρευστά τα όρια.

Νομίζω ωστόσο ότι:

  • συνήθως ένα τραγούδι δείχνει από μόνο του αν ακολουθεί παραδοσιακή τεχνοτροπία ή όχι
  • κατ’ επέκταση, το σύνολο ή η πλειοψηφία των τραγουδιών ενός συνθέτη τον κατατάσσουν πιο κοντά στη μία ή την άλλη κατεύθυνση
  • ο Μάρκος και άλλοι σύγχρονοί του, της Πειραιώτικης σχολής, είναι το όριο πέρα από το οποίο η επώνυμη δημιουργία κυριαρχεί -στο σμυρναίικο κυριαρχούσε από παλιότερα, ίσως από την αρχή της δισκογραφικά τεκμηριωμένης εποχής.

Όλα αυτά δε θα τα υποστήριζα και ενόρκως. Αυτή την αίσθηση έχω, αλλά ούτε συστηματική έρευνα έχω κάνει ούτε άλλων έρευνες έχω διαβάσει.

Θα έθετα ως κεντρικό διαφοροποιητικό στοιχείο την πρωτοτυπία: είναι γενικός κανόνας στις παραδοσιακές τέχνες η αποφυγή της πρωτοτυπίας και στις επώνυμες η επιδίωξή της. Πάρε τα παραμύθια: σε όλα επαναλαμβάνονται κάποιες στερεοτυπίες -μια φορά κι έναν καιρό, τρία αδέρφια, ένας γέρος και μια γριά ή ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κλπ. Πάρε τα λαϊκά κεντήματα, τη λαϊκή ζωγραφική ή ακόμη και την ορθόδοξη αγιογραφία που είναι παραδοσιακή αλλά όχι (μόνο) λαϊκή τέχνη, και δες πόσο μικρότερες είναι οι διαφορές από εποχή σε εποχή, από τόπο σε τόπο, από σχολή σε σχολή και από τον ένα στον άλλο δημιουργό, σε σχέση με τις επώνυμες εικαστικές τέχνες. Στην ιστορία των «ανώτερων» (συμβατικά) τεχνών συχνά έχει εμφανιστεί η ανάγκη ρήξης με την παράδοση, ενώ εντός της παράδοσης μια τέτοια ρήξη δε νοείται. Στην παράδοση η εξέλιξη γίνεται αργά, με μικρά δυσδιάκριτα βήματα.

Επί του πρακτέου: τα τραγούδια του Μάρκου, πέρα από το να έχουν δανειστεί παλιότερο αδέσποτο υλικό, είναι στην πλειοψηφία τους γραμμένα σε παραδοσιακά ποιητικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά είναι 5-6 όλα κι όλα, οι στίχοι του καθενός ταιριάζουν σε πολλές διαφορετικές μελωδίες, και σε κάθε στροφή όλοι οι στίχοι έχουν ίδιες συλλαβές και ίδιους τόνους. Στον Τσιτσάνη βρίσκουμε τραγούδια σε πιο ασυνήθιστα μέτρα, φτιαγμένα για μια συγκεκριμένη μουσική, με στροφές που έχουν ίδιες συλλαβές και τόνους φυσικά μεταξύ τους αλλά όχι και ίδιους από στίχο σε στίχο.

Στα τραγούδια του Βαμβακάρη οι μελωδίες είναι απλές, συχνά προβλέψιμες. Δεν υπάρχουν περίεργα, κολπατζίδικα μοιράσματα του χρόνου μέσα στο μέτρο. Ο δρόμος είναι ένας σε κάθε τραγούδι, και αν καμιά φορά υπάρχει αλλαγή δρόμου αυτή είναι μέσα στις προβλεπόμενες από την παράδοση δυνατότητες αλλαγής. Ο Τσιτσάνης έχει πολλές μελωδίες που σε εκπλήσσουν και λες «Μα πού πήγε και το σκέφτηκε;».

Άλλο διαφοροποιητικό στοιχείο είναι η αυτονομία του δίστιχου. Για την τεχνική παράταξης ανεξάρτητων διστίχων (μαντινάδες, τσιαττιστά, «ποιητικά», κοτσάκια, μουρμούρικα) έχουμε μιλήσει κι άλλες φορές. Αφού αυτά τα δίστιχα κυκλοφορούν ελεύθερα από τραγούδι σε τραγούδι, ο Μάρκος έχει βάλει και στα δικά του τραγούδια πολλά. Όμως έχει και τραγούδια που ενώ δείχνουν να είναι κατά τεκμήριο δικά του, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να είναι τα δίστιχα σ’ αυτήν και όχι σε άλλη σειρά: αν πας να τα τραγουδήσεις και μπερδέψεις τη σειρά, δε χαλάει το νόημα. Στην επώνυμη δημιουργία η αυτοτελής μονάδα δεν είναι το δίστιχο -άλλωστε και οι στροφές δεν είναι υποχρεωτικά δίστιχες- αλλά ολόκληρο το τραγούδι. Στα τραγούδια του Τσιτσάνη, αλλά και σε μερικά του ίδιου του Μάρκου, ένα κεντρικό νόημα ξετυλίγεται μέσα από όλη τη σειρά στροφών και αν παραλείψεις ή μεταθέσεις μία το νόημα χαλάει.

Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι οι παλαιότεροι, όπως ο Μάρκος, σε μιαν εποχή όπου ζούσε ακόμα η προφορική παράδοση, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ανατρέξουν στην τεράστια δεξαμενή στίχων, διστίχων, ολοκληρωμένων ποιητικών κειμένων αλλά και μουσικής, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα “καινούργιο” τραγούδι. Θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας δεν τους απασχολούσαν. Έτσι δημιουργήθηκαν όλα ανεξαιρέτως τα δημοτικά τραγούδια, τους τελευταίους 5 – 6 αιώνες. Πολύ σωστά λοιπόν ο Ν. Γεωργιάδης, πέφτοντας σε στίχους του χειρόγραφου της Βιέννης (16ος αι.) όπως “ζαχαροζυμωμένη μου και λαμπαδοχυτή μου, αγγελοκαμωμένη μου και συντροφιά δική μου” ή “μα τούτο εδώ είναι φωτιά, είναι φωτιά και λαύρα, και μου ΄κανε ματάκια μου τα σωθικά μου μαύρα” (ανακαλώντας από μνήμης μπορεί και εγώ να επενέβην “δημιουργικά” στους στίχους του χειρογράφου) κάνει τη σύγκριση με στιχουργήματα του 20ού αιώνα, κατοχυρωμένα στο όνομα του Μάρκου ή του Μπάτη, χωρίς να τους “κακολογεί”. Φυσιολογικότατα είναι αυτά τα πράγματα και, από μόνα τους, συνιστούν αλήθεια, όχι λογοκλοπή.

Με τον Τσιτσάνη όμως, όπως σωστά επισημαίνει ο Περικλής, αλλάζουν κάπως τα πράγματα: αυτός, σε αντίθεση με το Μάρκο ή τον Μπάτη, ήθελε σαφέστατα να “υπογράφει” τις δημιουργίες του και ελάχιστα δείγματα στο έργο του, είτε στιχουργικό είτε μελωδικό, παραπέμπουν σε μη προσωπικές, παραδοσιακές φόρμες. Φιλοδοξούσε, όπως και οι επώνυμοι ποιητές ή συνθέτες, να “καταθέσει” έργο σαφώς δικό του και το κατάφερε βέβαια. Όμως, για να απαντήσω και στον Bilad, σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ παραδοσιακής και προσωπικής δημιουργίας δεν μπορεί να τεθεί.

Περικλή, το “πουλάκι ξένο” είναι κατοχυρωμένο στο όνομα του Παπασιδέρη, άρα αυτός θα έπρεπε να “μεμφθεί”. Μην ξεχάσεις να του το υπενθυμίσεις, αργότερα, στο υπερπέραν…

Εντάξει, αλλά ξέρω τι θα μου πει: «Αμάν πια, ο Βηλαράς μ’ έχει πρήξει έναν αιώνα τώρα, εσύ μου 'λειπες!».
Πάντως έχω ακούσει (δεν το 'χω δει με τα μάτια μου) ότι και ο …Ερωτόκριτος είναι κατοχυρωμένος στο όνομα προσώπου που δε θα ήθελα να αποκαλύψω γιατί είναι εν ζωή και γνωριζόμαστε κιόλας.

Σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή εκφράστηκε η άποψη ότι η έκφραση αυτή (δίστιχο) βγήκε τότε που οι γραμμές του τραίνου ή του τραμ περνώντας από κάποιες συνοικίες, εκτόπισαν κι εξαφάνισαν με αυτό τον τρόπο κάποια μάγκικα στέκια.

Επίσης, εν μέρει στο παραδοσιακό που άνοιξε το θέμα ο Ζιλ, βασίστηκε και πρόσφατο θεατρικό έργο. Πληροφορίες εδώ:

http://www.theatroneoukosmou.gr/past_plays/ithela-na-s-antamona

Τέλος, να πω κι ότι μια λέξη που από παλιά χαρακτηρίζει την λαϊκή παράδοση, είναι η λέξη βρυσομάνα. Την λέξη την ήξερα αλλά τη σημασία της την κατάλαβα αρκετά αργότερα, με περιστατικά -ανάμεσα σ’ άλλα- σαν κι αυτό που συζητιέται εδώ.
Νομίζω επίσης ότι από την παράδοση άντλησε και η λόγια δημιουργία και όχι υπό τύπο “κλοπής”, αλλά με σκοπό την ανανέωση ας πούμε της ποίησης, για τη συνένωση της λόγιας με τη λαϊκή γλώσσα κλπ. Π.χ. το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού, που ακούγεται και σαν επτανησιακή καντάδα “ποια είναι εκείνη που κατεβαίνει” μού ήταν γνωστό και ένιωσα ευχάριστη και αποκαλυπτική έκπληξη, όταν άκουσα το πρώτο του δίστιχο σαν πρώτο δίστιχο ηπειρώτικου πολυφωνικού (αν και βέβαια ενδεχομένως τίθεται θέμα απόδειξης για το προγενέστερο και μεταγενέστερο).

Λιγα συμπληρωματικά σχετικα με την παραδοσιακή και προσωπική δημιουργία.
Κατά την γνώμη μου η μετάβαση απο τον παραδοσιακό στον προσωπικό τρόπο
δημιουργίας ήταν αναπόφευκτη λόγω της αστικοποίησης των πληθυσμών.Ωστόσο
θεωρώ ότι επιταχύνθηκε από την ανάπτυξη της δισκογραφίας και την καταχύρωση
της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ο Βαμβακάρης μυήθηκε από μικρός στην παράδοση,συνοδεύοντας τον πατέρα του
που έπαιζε τσαμπούνα.Πρόσφατα βρήκα στο you tube μιά έκτέλεση της’ πλημμύρας’
με τσαμπούνα(γνωστοί οι μουσικοι;) όπου γίνεται εμφανής η σχέση του δημιουργού
Μάρκου με τα μουσικά βιωματα της παιδικής του ηλικίας.Εξ άλλου το ρεμπέτικο συγγε-
νεύει και στηρίζεται σε ρυθμούς της παράδοσης και της προυπάρχουσας μουσικής
δημιουργίας του Αιγαίου,κυρίως του ανατολικού.Οταν λοιπόν ο Μάρκος μπήκε στην
δισκογραφία είχε από καιρό διαμορφώσει μια καλλιτεχνική προσωπικότητα βασισμένη
σ’αυτά τα βιώματα κυρίως.
Ο Τσιτσάνης αντίθετα προέρχεται από μιά περιοχή όπου το μουσικό ιδίωμα και οι ρυθμοί
ελάχιστη σχέση έχουν με ζειμπέκικα,χασάπικα κ.λ.π.Ισως αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο στην
διαμόρφωση καθαρά προσωπικού στυλ όπως επίσης και το γεγονός ότι μπαίνει στην
δισκογραφία πολύ νέος.
Από κει και πέρα η σχέση με τη δισκογραφία και τα συνακόλουθα πνευματικά δικαιώματα,
σχέση καθαρά οικονομική,σίγουρα επιδρά στο μουσικό ύφος του δημιουργού.
Ειναι χαρακτηριστικό πως μουσικοί της λεγόμενης"σφουγγάρας" ,Μουφλουζελης,Κάρλας
κ.λ.π. οι οποίοι στην ακμή τους είχαν μικρή ή ανύπαρκτη σχέση με την δισκογραφία,
διατήρησαν τον παραδοσιακό τρόπο δημιουργίας.Και μιλάμε για μουσικούς συνομήλικους
ή νεώτερους του Τσιτσάνη.
Αντίθετα οι περιφραγμένοι,κατά τον ευφυή μπάρμπα-Γιώργη, λειτουργούσαν κάτω
από καθεστώς περιορισμένης εκφραστικής ελευθερίας.Βρισκόσαντε κάτω απ΄τον συνεχή
κίνδυνο να χαρακτηριστούν κλέφτες όταν το μουσικό ή στιχουργικό"δάνειο" περνούσε
στο έργο τους μέσω του φυσιολογικού δρόμου του υποσυνείδητου.Γι αυτό,σε αντίθεση
με τους όντως υπαρκτούς κλέφτες επωνύμων τραγουδιών,έπρεπε να γίνουν…Χατζηπαναγήδες.
Επρεπε να ντριπλάρουν τον αμυντικό,τις υφιστάμενες δηλαδή επιρροές απο΄στίχους
και μουσικές τρίτων στα τραγούδια τους,έτσι ώστε να τις εξαφανίσουν από το τελικό
αποτέλεσμα.Αυτή η διαδικασία απαιτεί ταλέντο (και τετοιο είχε πολύ μεταξύ άλλων και
ο Τσιτσάνης),οδηγεί δε στην καταγραφή ενος προσωπικού τρόπου δημιουργίας και
συνεπάγεται την αναγνωρισιμότητα του καλλιτέχνη.Κι΄αυτό ειναι το ζητούμενο
κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες.

Μια σκέψη:

Νομίζω ότι το να δανειστείς από την παράδοση είναι πάντοτε θεμιτό. Είτε την ανώνυμη λαϊκή παράδοση, είτε την όποια άλλη παράδοση στην οποία ανήκεις. Άλλωστε δε θα μπορούσε να είναι αθέμιτο αφού είναι αναπόφευκτο. Πέρα από τη γενική αυτονόητη διαπίστωση ότι κανένας δημιουργός δεν μπορεί να μη στηρίζεται σε τίποτε προϋπάρχον, υπάρχουν ένα σωρό επώνυμοι και σημαντικοί που έχουν κάνει συνειδητούς και συχνά δηλωμένους δανεισμούς από τη λαϊκή παράδοση: από τον Σολωμό μέχρι τον Θεοδωράκη. Γιατί όχι κι ο Τσιτσάνης;

Αντίθετα, υπάρχουν ηθικά και νομικά όρια στους δανεισμούς από συγκεκριμένον άλλο επώνυμο δημιουργό. Εκεί αναφύεται η έννοια της λογοκλοπής.

Ο Βαμβακάρης όμως δε δανείζεται από την παράδοση: ο Βαμβακάρης είναι ο ίδιος η παράδοση. Αυτή είναι η διαφορά. Όταν ο Σολωμός ή ο Θεοδωράκης δανείζονται από την παράδοση, λένε «θα το κάνω όπως το κάνουν εκείνοι». Ο Μάρκος λέει «θα το κάνω όπως το κάναμε πάντα εμείς».

Εμένα μου είναι πασίγνωστοι! Η διασκευή δεν ήταν δική μου ιδέα, επομένως δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους του Αλέξανδρου που τη σκέφτηκε, αλλά μόνο για λογαριασμό μου. Για μένα λοιπόν είναι καθαρά διασκευή. Δεν υπαινίσσεται ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια παλιότερη προδρομική μορφή της Πλημμύρας. Είναι απλώς μια πρόταση «να τι άλλο μπορεί να κάνει η τσαμπούνα εκτός να παίζει παραδοσιακά τσαμπουνοτράγουδα» -έχουμε κι άλλες τέτοιες διασκευές, από βυζαντινούς ύμνους, λαϊκά αμερικάνικα, παιδικά κατασκηνωτικά, ιταλούς προκλασικούς συνθέτες κλπ.-, και ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής επειδή ήμασταν φιλοξενούμενοι στη Σύρα.

Μέσα έπεσα!Γι΄αυτό έθεσα το ερώτημα απ΄εξω απ΄έξω.
Φίλε Pepe,μουσικολόγος δεν είμαι,αλλά ακούγοντας αυτή την
“πλημμύρα”,έχω την αίσθηση πως ο Μάρκος έγραψε αυτό το
τραγούδι έχοντας μέσα του τη μνήμη από τον ήχο της τσαμπούνας.
Πάντοτε πίστευα πως η θητεία του Μάρκου στο τουμπί επέδρασε
αποφασιστικά στο μετέπειτα κοφτό,στακάτο παίξιμό του.
Ευκαιρίας δοθείσης, κάθισα κι ακουσα κολλητά κομμάτια με
τσαμπούνα και τουμπί και το"καντονε Σταύρο,κάντονε"με το Μάρκο.
Το ίδιο νευρώδες παίξιμο.Κι έκανα μια σκέψη γιά μια ερμηνεία του
“Σταύρου” με τη συνοδεία αυτού του κρουστού.

Ο φίλος εθνομουσικολόγος Χάρης Σαρρής είχε παρουσιάσει πριν λίγα χρόνια μίαν εργασία για τη σχέση του Μάρκου με τα τραγούδια της τσαμπούνας. Είναι πάρα πολλά . Φυσικά, η εργασία του κ. Σαρρή ανιχνεύει τις σχέσεις του μεν με τα δε, από τις ιδιαιτερότητες της τσαμπούνας όσον αφορά τις διαθέσιμες ακολουθίες φθόγγων, έκταση της μελωδίας διαστηματικά και άλλα σχετικά, όχι όμως, βέβαια, με το στακάτο ή μη παίξιμο.