«Αθηναίος σεβνταλής»

Σε παλαιότερη συζήτηση είχαμε προσπαθήσει να διευκρινίσουμε τους στίχους αυτού του τραγουδιού.
Τα καταφέραμε απόλυτα με τους 2 πρώτους στίχους :
«Είμαι ντερτλής
είμαι ζεφκλής…»
[ας σημειωθεί ότι σχεδόν παντού οι στίχοι αυτοί αναφέρονται εντελώς λανθασμένα!]

και με τα αναφερόμενα στο τραγούδι τοπωνύμια,

αλλά είχε μείνει μια απορία όσον αφορά στον τελευταίο στίχο:

«…μια μόρτισσα Αθηναίισσα
τσαχπίνα ντερμπεντέρισσα
και άλλη μια Ταταυλιανή
έχει ………… και πληγή ( ; )

Στη συζήτηση εκείνη είχε αναφερθεί και το ενδεχόμενο στο επίμαχο σημείο να λέει ο Κασιμάτης «καρβούνι», «…έχει καρβούνι και πληγή…».
Διαπιστώνω πως και ο Βαγγέλης Παπάζογλου χρησιμοποιεί ανάλογη φράση σε ένα του ανέκδοτο στιχούργημα :

“…καρβούνι έχω στην καρδιά
κι εσύ φυσάς κι ανάβει
κι εγώ σου λέγω καίγομαι
κι εσύ μού λες δεν βλάπτει…”

Υπάρχει δηλ. μια ένδειξη πως η φράση αυτή [«έχω καρβούνι»] υπήρχε σε χρήση, ίσως και να ανασύρθηκε από τη συλλογική μνήμη και από τους δυο, Δραγάτση και Παπάζογλου [: και οι δυο τους με θητεία στα «Πολιτάκια»]. Το «καρβούνι» δηλ. να χρησιμοποιείται στο στίχο με την έννοια της φωτιάς, του έρωτα, κάτι που ταιριάζει και νοηματικά αλλά και ακουστικά.

Το θέτω προς συζήτηση: συμφωνούμε, υπάρχει μήπως κάποια άλλη άποψη;

1 «Μου αρέσει»

Η λέξη που ακούγεται είναι καθαρά “καρβούνι”. Και η εξήγηση που δίνεις είναι σωστή.

2 «Μου αρέσει»

Εγώ ρε παιδιά το θεωρούσα πασίγνωστο! Και τη λέξη, και τη συγκεκριμένη χρήση της.

Συμφωνώ κι εγώ βεβαίως, αλλά όχι, Περικλή, κάθε άλλο παρά πασίγνωστο είναι. Άκουσε εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=w2t9b6wO6qA και δες και τί γράφουν οι στίχοι που παρατίθενται.

<… τις Μορτακιώτισσες που λές
και με τις Τσαρμαδιώτισσες, νταρινταντράν
και με τις Φασουλιώτισσες… >

και ποιες ειναι οι

Μορτακιώτισσες ?
Τσαρμαδιώτισσες ?
Φασουλιώτισσες ?

(παίρνω τη βοήθεια του κοινού…)

2 «Μου αρέσει»

Διευκρινίζονται στο Γλωσσάρι. :slight_smile:

1 «Μου αρέσει»

καρβούνιν το· καρβούνι· καρβώνιν.

  • 1) Κάρβουνο, άνθρακας: * ου θέλω ξύλον καύσιμον, ου θέλω και καρβούνιν (Πρόδρ. II 30).
  • 2) (Mεταφ.) ψυχικός πόνος, θλίψη, βάσανο: * καρβούνιν έχε … να καίει τα σωθικά σου (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1658).

[<ουσ. κάρβουνο(ν) + κατάλ. ιν. Ο τ. ι και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. καρβώνιν <ουσ. καρβώνιον (9. αι., Lampe) < *κάρβωνον·*απ. και σήμ. ποντ. Η λ. πριν από το 12. αι.]

(Μεσαιωνικό Λεξικό Κριαρά)

4 «Μου αρέσει»

Μεσαιωνικό - ξεμεσαιωνικό, αλλά η λέξη άντεξε και μέχρι τον 20όν αιώνα!

Τελικά, καταφέραμε να αποδοθούν σωστά όλοι οι στίχοι !
Χαίρομαι που, επειδή μάς διαβάζουν πολλοί και ανατρέχουν και στις εδώ συζητήσεις μας και στο Γλωσσάρι, θα έχουν πλέον στη διάθεσή τους ολόσωστους όλους τους στίχους του τραγουδιού.

Ελπίζω και στο αδελφό site rebetiko.sealabs να γίνουν οι αλλαγές που χρειάζονται:
https://rebetiko.sealabs.net/mediawiki/index.php/Αθηναίος_σεβνταλής

4 «Μου αρέσει»

Και εδω το λεει ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΑ ο Γκολες και το παιζει πανεμορφα στην κιθαρα.
Με τους λυγμους του, την γκρουβα του, με τα ολα του.

Και καθε βραδυ, μαλαχ’ και χασικλης