Ταμπουράδες και πρώιμα μπουζούκια - Πηγές πληροφοριών

Αριστερά, δηλ. το πρώτο. Τα δύο «μπουλγαριά» είναι αυτά που μοιάζουν περισσότερο μεταξύ τους. Δίνεται η εντύπωση ότι το ταμπούρ πρέπει να είναι πιο αρχοντικό, σαλονίσιο όργανο, ενώ τα μπουλγαριά πιο λαϊκά.

Η παράξενη διάταξη των τάστων στα μπουλγαριά μού θυμίζει εκείνην που είχαμε δει σ’ ένα βίντεο με αλβανικό τσιφτελί (μια περίπου διατονική κλίμακα με τόνους, ημιτόνια και κάποια διαστήματα 3/4 του τόνου, όπου για τις υπόλοιπες νότες εκτός κλίμακας δεν υπήρχε τάστο).

Πράγματι, το ταμπούρ είναι πιό περιποιημένο, αλλά πώς ήταν η πραγματικότητα στη Βουλγαρία, όχι στο μουσείο των Βρυξελλών; Πλάκα έχει το μικρό τελευταίο ταστάκι στη μπουλγαρίνα, χρήσιμο μόνο για το καντίνι, η μπουργάνα δεν φτάνει να πατηθεί με τον αντίχειρα εκεί (και φυσικά, δεν χρειάζεται κιόλας!).

http://www.youtube.com/watch?v=IM8rzXWRWzY να κι ο ταμπουρας!0.23:088:

Πως πάχυνε έτσι ο ταμπουράς!

Όπως έχουμε ξαναπεί, σε πολλά μέρη το λαούτο λέγεται ταμπουράς και, σε άλλα, ο ταμπουράς λαούτο. Εδώ πάντως, δεδομένου ότι οι εποχές δεν δικαιολογούσαν την πολυτέλεια του “φροντιστηρίου”, που θα είχε φροντίσει μέρες ή εβδομάδες πριν, να βρεί ταμπουρά γιατί τον ζήταγε το σενάριο, το πιθανότερο είναι να σκέφτηκε και ο σκηνοθέτης και άλλοι “- Έλα μωρέ, πολλοί θα το δούν, λίγοι θα το καταλάβουν”.

[Συνεχίζοντας εκείνη τη συζήτηση:]*

Νομίζω ότι δε θα ήταν τολμηρό να υποθέσουμε ότι ο Κασομούλης, μπουζουξής ο ίδιος, ήξερε τι έλεγε και δεν μπέρδευε τίποτε. Για τον Ρέρμπυ είναι λογικά πιο πιθανό να έκανε και κανένα λάθος, όχι αβλεψίας αλλά άγνοιας.

Αλλά δεν έχει νόημα να συζητάμε ποιοι τα μπέρδευαν. Και σήμερα και πάντα, όποια ερώτηση κάνεις σ’ ένα μεγαλούτσικο δείγμα μη ειδικών, κάποιοι θα απαντήσουν λάθος. Αυτό που έχει και νόημα και ενδιαφέρον είναι το κατά πόσον εκείνοι που ήξεραν καλά το θέμα είχαν αναπτύξει ή όχι μια ορολογία που: (α) να έχει αντιστοιχία 1:1 μεταξύ ονομάτων και οργάνων και (β) να είναι κοινή για όλους, πανελληνίως.

Εγώ νομίζω πως όχι. Το θεωρώ πολύ πιθανό και λόγω διάφορων ενδείξεων και βάσει πολλών παράλληλων παραδειγμέτων από το χώρο της μουσικής αλλά και από όλο τον κόσμο της γλώσσας. Δεν εννοώ ότι στην εν λόγω φράση ο Κασομούλης πέταξε δυο ονομασίες κουτουρού, αλλά ότι εννοεί δύο όργανα που πιθανώς να ονομάζονταν και αλλιώς, ή ότι γράφει δυο ονόματα που πιθανώς να σήμαιναν διάφορα όργανα το καθένα.


*Δεν τη μεταφέρω όλη, ο αναγνώστης ας ρίξει μια ματιά στην αρχική συζήτηση για να δει τι έχασε, αν δεν του κάνει κόπο.

Άλλη μια μαρτυρία:
Ο περιηγητής Daniel Sanders στο βιβλίο του “Das Volksleben der Neugriechen” (1844) (**) αναφέρει:

“…τα συνηθισμένα όργανα του ελληνικού λαού είναι το βιολί, το λαούτο, το μπουζούκι (όμοιο με το λαούτο, έχει λεπτότατα σύρματα) και ο ταμπουράς (ακόμα μικρότερο). (*)
Δεν παίζονται με τα δάκτυλα (όπως η κιθάρα), αλλά οι χορδές τους που έχουν όλες την ίδια παχύτητα βάλλονται όλες συγχρόνως εις κίνησιν δια πτερού…”.

  • Όπως έχει αναφέρει και ο Σταύρος σ’ αυτό το θέμα, λίγα μηνύματα πριν, έχουμε άλλη μία ένδειξη ότι η ονομασία μπουζούκι - ταμπουράς συσχετίζεται με το μέγεθός τους.

    • Για όποιον δεν δυσκολεύεται με τα γερμανικά, ολόκληρο το βιβλίο (όλες οι σελίδες) του Daniel Sanders [b][u]εδώ.[/b][/u]

«[…]Προτού ακόμη σχηματισθούν ωδεία, μουσικαί εταιρείαι και σύλλογοι, τα δωμάτια των αρχικανταδόρων ήσαν τα μόνα σχολεία μουσικής. […] Προ αυτών το μπουζούκι, ο ταμπουράς και το λαούτο ευρίσκοντο εις όλην των την δόξαν, ο δε διάσημος ταμπουρατζής Κουκουδάκης ήτο ο απαραίτητος σύντροφος κάθε γλεντιού. Αυτός κινών την κεφαλήν του και σείων την φούντα του φεσιού του ετραγουδούσε το περίφημον διά την λακωνικότητά του δίστιχον:
Είπα της δος μʼ ένα φιλί/κʼ είπε μου νάρθʼ η Πέφτη
Κʼ ήρθεν η Πέφτη κʼ είπα της/κʼ είπε μου φύγε ψεύτη»

(Θεόδωρος Βελλιανίτης, «Το λαϊκό τραγούδι», Νεολόγος Πατρών 22/8/1930)


«[…] Ένα από τα ειρηνικά αυτά χωριά των τεχνιτών είνε και το Καταφύγι επί των Πιερίων ορέων. Το Καταφύγι απέχει από την Αικατερίνη περί τας έξη ώρας. […] Όλοι οι Καταφυγιώται […] είνε ποιηταί και μουσικοί. Οι άνδρες κατά μεγίστην πλειοψηφίαν είνε υλοτόμοι. […] Καθώς ταξειδεύουν μπουλούκια-μπουλούκια με το πριόνι και το τσεκούρι στο χέρι και με τον ντορβά στον ώμο, βλέπετε και έναν στρογγυλόν όγκο πίσω στην πλάτη των. Είναι ο “Ταμπουράς” ο οποίος δεν λείπει από κανένα Καταφυγιώτη υλοτόμο. Το όργανο αυτό είνε το εθνικό όργανο των Καταφυγιωτών, δεν υπάρχει κανείς Καταφυγιώτης να μη παίζη Ταμπουρά, που είνε ένα είδος μικροτέρου μπουζουκιού και δεν εννοείται εις το Καταφύγι το επάγγελμα του υλοτόμου […] χωρίς την γνώσιν του ταμπουρά».

(Κώστας Φαλτάιτς, «Πώς οι λησταί της Θεσσαλίας εκδικούνται τους καταδότας –Μεταξύ μουσικής και αίματος», Η Βραδυνή 20/6/1928)

Ωραία λοιπόν η συσχέτιση ταμπουρά μπουζουκιού σύμφωνα με το μέγεθος, και ωραία που συγκεκριμενοποιείται αυτή η σχέση και στα μάτια μας σιγά σιγά. Επίσης είναι λογικό ένας υλοτόμος να παίρνει ενα σχετικά μικρό και βολικό στις μετακινήσεις όργανο

Αυτό που ίσως μένει είναι σιγά σιγά να αρχίσουμε να λέμε και “το μπουζούκι του Μακρυγιάννη”, (αυστηρή προσωπική άποψη) μιας και ο κατασκευαστής του, όπως όλα δείχνουν είναι ο Γάϊλας και προσδιορίζεται ως κατασκευαστής μπουζουκιών. Οι παραδόσεις είναι για να σπάνε μερικές φορές.

Διονύση μη μπούμε τώρα σε (σίγουρα ατέρμονα) συζήτηση για τις ονομασίες και τα μεγέθη των μακρυμάνικων λαουτοειδών, όπου το παραδοσιακό (από εποχής Αναξύλα) χάος καλά επικρατεί μέχρι σήμερα ακόμα, εγώ πάντως θα έβλεπα πάρα πολύ δύσκολη την “τακτοποίηση” ονομασιών και “υποονομασιών” (π.χ. μισομπούζουκο) σε συσχετισμό με μεγέθη. Άλλο το μεγάλο, άλλο το μεγαλούτσικο, άλλο το μικρό, άλλο το μικρότερο και δε σταματάει πουθενά. Εγώ το έχω πάρει απόφαση ότι τάξη δεν μπαίνει.

Διονύση, θα διαφωνήσω και θα σταθώ στον ίδιο τον απόγονο του Μακρυγιάννη, το γιο του, που παρέδωσε το οργανάκι του πατέρα του, γύρω στο 1920 (δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή, ακριβώς τη χρονολογία)
ως ταμπουρά, όχι ως μπουζούκι.
Προφανώς, και ο στρατηγός πατέρας του έτσι ακριβώς το ονόμαζε, “ταμπουρά”.

Τώρα, πραγματικά, μπερδεύει ο Ρέερμπυ με εκείνη την επιγραφή “κατασκευαστής μπουζουκιών” για το Γάιλα.

Εδώ, υποθέσεις μόνο μπορούμε να κάνουμε, π.χ., ίσως είχε παραγγελίες για τέτοια όργανα ο κατασκευαστής και ότι ήθελε να τα προβάλλει.
Και αυτό, αν τον είχε ρωτήσει ο ζωγράφος και δεν έγραψε κάτι αυθαίρετο ως ξένος και άσχετος με τη μουσική μιας ξένης χώρας.

Όπως είχα γράψει σε σχετικό άρθρο μου στην ΚΛΙΚΑ από μια μικρή έρευνα που είχα κάνει τότε, ο Μαρτίνος Ρεερμπυ στο ημερολόγιό του είχε γράψει τα εξής:

" …
Στις 14/11/1835: αναφέρει ότι επισκέφθηκε το εργαστήριο ενός κατασκευαστή μαντολίνου.
Στις 17/11/1835: αναφέρει ότι φυσούσε φοβερά αλλά αυτός καθόταν όμορφα με ένα γέρο κατασκευαστή κιθάρας τον οποίο σχεδίασε μαζί με το εργαστήρι του, όλο το πρωϊ.
Δεδομένου ότι δεν έχει ζωγραφίσει κανένα άλλο εργαστήριο, ο γέρος κατασκευαστής κιθάρας είναι προφανώς, ο Λεωνίδας Γάϊλας του οποίου το όνομα είχε ήδη αναγράψει εκείνο το χειμωνιάτικο πρωϊ της 17/11/1835, πάνω στο σχέδιο που ζωγράφησε κατά την πολύωρη παραμονή του στο εργαστήρι του οργανοποιού. Δυστυχώς για την εγγραφή της 14/11/1835 δεν αναφέρει άλλα στοιχεία που να διευκρινίζουν για ποιόν κατασκευαστή πρόκειται.
…"

Θεωρώ ότι μάλλον πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή για τον Λ. Γάϊλα που τον είδε να εργάζεται πάνω σε δυό διαφορετικά όργανα. Ακόμα και σήμερα αρκετές φορές υπάρχει σύγχυση σε μερικούς ξένους μη ειδικούς (τουρίστες κτλ) που μπερδεύουν το μαντολίνο με το μπουζούκι. Το έχουμε δει και σε περίπτωση μπουζουκιού του Σταθόπουλου πριν από 2-3 χρόνια στο eBay που ο πωλητής το περιέγραφε ως ένα μαντολίνο με μακρύ χέρι.

Την αναφορά περί κατασκευαστή μπουζουκιών, την έχουμε μόνο στην λεζάντα του γνωστού σκίτσου του Γάϊλα από τον ζωγράφο Μ.Ρέερμπυ. Μάλιστα είναι στα Ιταλικά (ενώ ήταν Δανός!!!). Πιθανολογώ ότι η λεζάντα μπήκε αρκετό καιρό αργότερα και ίσως αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι μετά την Ελλάδα ο Ρέερμπυ επισκέφτηκε την Ιταλία.

Δεν ξέρω αν βοηθα τη συζήτηση…http://trixorda.blogspot.gr/2013/07/19-19th-century-bouzouki.html

Μιά και πιάσατε τον Γάιλα θα ήθελα την γνώμη σας για το εξής:Τί είναι αυτό που υπάρχει
πάνω στον πάγκο του οργανοποιού;Είναι “μπουζουκοειδές” υπό κατασκευή,είναι ένα σκέτο μάνικο ή
απλά αποτέλεσμα σχεδιαστικής αμηχανίας του Ρέερμπυ;Με πρώτη ματιά δείχνει να είναι συγκερασμένο
και πάντως δεν είναι μαντολίνο.

Εναποθέτω εδώ ένα παράθεμα από κείμενο του 1882 που, παρά τον εν γένει χιουμοριστικό χαρακτήρα του όλου κειμένου, διασώζει πληροφορίες που θεωρώ ότι ενδιαφέρουν (και ήδη διακρίνουμε διαχωριζόμενο το μπουζούκι από τον ταμπουρά και το ταμπούρ):

ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ(υπό την διεύθυνσιν του μουσικοδιδάκτορος Νικολάου Καλαμά)

 Από της πρώτης Οκτωβρίου καταρτισθήσεται πλήρες και τέλειον [b]Σχολείον Μουσικής[/b] εν ώ θέλουν διδάσκεσθαι τα εξής όργανα.  Βουζούκι, Ταμπουράς, Μαντολίνο, Λαγούτο, Γκάιτα, Λατέρνα ομοίως της εν Φαλήρω του Κατσίμπαλη, Δέλφη με ζήλιον, Ζουρνάδες τριών ειδών, Φλογέραις, Νέι Δερβισάτικον, Τζαμάρα σαρακατσάνικη και Γύφτικο νταούλη. 

Κομάτια διδαχθησόμενα εισί τα εξής: Μανόλαρος, σινανάι συνανά, Κωνσταντάρα Κωνσταντάρα, βγήκαν κλεύταις στο μανδρί, νταβανάι νταβαντά, έρι ερινάκη μου, σα δεν ήξευρες να βράσης μακαρόνια. Όπλα για λέλα και παπαρούνα τʼ όνομά σου. […] Επίσης δοθήσονται και τα μαθήματα ταμπούρ […]

([i]Ξιφίας[/i], 29/8/1882)

Πολύ ενδιαφέρον. Τα ερωτήματα και οι παρατηρήσεις μου:

Ναι, πραγματικά εμφανίζεται διαχωρισμός μεταξύ βουζουκίου, ταμπουρά και ταμπούρ. Μήπως ξέρουμε κάτι για τον τόπο καταγωγής και για τον τόπο όπου διδάχτηκε μουσική ο Νικόλαος Καλαμάς; ίσως αυτό μας διαφώτιζε κάπως, σχετικά με τοπικές ιδιομορφίες κλπ. Σημειώνω πάντως α) ότι το Βουζούκι εμφανίζεται πρώτο πρώτο στη λίστα, β) ότι για να ονοματίζεται το Νέι ”Δερβισάτικον”, μάλλον Σμύρνη ή Κων/λη παίζουν για καταγωγή και / ή μουσική μόρφωση του διδάκτορος και γ) ότι ενδιαφέρον θα ήταν να ξέραμε, τί ακολουθεί μετά το “Επίσης δοθήσονται και τα μαθήματα ταμπούρ”;

Κάποια ιδέα για την εν Φαλήρω λατέρνα Κατσίμπαλη;

Για το λόγο που το ντέφι παραλλάσσεται σε δέλφη;

Δες λοιπόν που όλοι νομίζαμε ότι το “Σινανάϊ” το “πρωτομετέφερε” στα Ελληνικά ο Καζαντζίδης. Αμ’ δε! Ήδη το 1882 είναι γνωστό σε ελληνόφωνη κοινότητα. Μήπως αυτό επιτείνει την υπόνοια για Σμύρνη / Κων/λη; (μάλιστα, το ερώτημα “τριτώνει” και με το κομμάτι Έρι, Ερινάκι μου’, και αυτό Ανατολικού Αιγαίου / Μικράς Ασίας).

Μανόλαρος, να είναι ο Σκυριανός (πήρ’ ο βοριάς και μόλαρε);

Κάποια πληροφορία για ΄τα “Κωσταντάρα Κωσταντάρα”, “νταβανάι νταβαντά” (τούρκικο κι αυτό;), μακαρόνια και “Παπαρούνα τ’ όνομά σου” (όπου, βέβαια, αντί “για λέλα” μάλλον το σωστό θα ήταν “γιαλέλι”);

Και ειδικά για τον Παρασάνταλο: Γιατί μόνο αυτά τα παραθέματα; το υπόλοιπο κείμενο δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον;

Θεώρησα ότι μάλλον δεν ενδιαφέρει από οργανολογικο-ασματική άποψη το λοιπό κείμενο.

Το όλο κείμενο το βρίσκει κανείς στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής:

http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=34349&seg=
(μόλις ανοίξει η κεντρική αρχική σελίδα, πάμε πάνω δεξιά: μετάβαση σε σελ. 66)

«Σαν δεν ήξερες να βράσεις μακαρόνια» είναι περιπαικτικό τραγουδάκι της Κύθνου, στο σκοπό του Κάτω στο γιαλό - κάτω στο περιγιάλι.

«Παπαρούνα τ’ όνομά σου» είναι καλαματιανό, δεν ξέρω από πού (το έχω ακούσει στην Κάλυμνο αλλά νομίζω ότι είναι ευρύτερα γνωστό και πάντως όχι από κει: Όλες οι παπαρούνες -παπαρούνα μου- ανθίζουν το πρωί…).

Έρι Ερηνάκι πρέπει να είναι τσάκισμα σε αρκετούς διαφορετικούς σκοπούς. Ξέρω έναν από τη Ρόδο, γαμήλιο, κι έναν εντελώς διαφορετικό από την Κάρπαθο. Ωστόσο λογικά αυτός πρέπει να αναφέρεται σε κάτι πιο διαδεδομένο.

Το ντέλφι το 'χω ξανασυναντήσει, ίσως στον Ανωγειανάκη. (Φυσικά λέει ντέλφι και μπουζούκι, απλώς με άλλη ορθογραφία που δε χρησιμοποιείται σήμερα - δε θα επεκταθώ, απλώς βεβαιώνω ότι το βρίσκω κατανοητό).

Τα περισσότερα από αυτά τα όργανα δεν έχω ξανακούσει να διδάσκονται, πόσο μάλλον τότε.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 19:29 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 19:21 —

Για την ακρίβεια, το Σαν δεν ήξευρες να βράσεις μακαρόνια το έχω ακούσει στην Κύθνο, και ξέρω ότι δεν το λένε σε κανένα άλλο νησί όπου να παίζονται τσαμπούνες. Αυτό δεν σημαίνει ότι προέρχεται από την Κύθνο, μπορεί να προέρχεται και από καμιά επιθεώρηση λ.χ. και να ρίζωσε μόνο εκεί.

Το Ερηνάκι υπάρχει σε εκδόσεις μεταγενέστερες, των αρχών του 20ου αιώνα. π.χ. Στα “εκλεκτά τεμάχια δια κιθάραν 22” (το οποίο δυστυχώς δεν έχω), ενώ ο κατάλογος του Γαϊτάνουδείχνει επίσης “το Ρηνάκι[καλαματιανός]” στα “λαϊκά τραγούδια”. Εικάζω ότι πρόκειται για το ίδιο, ίσως παραδοσιακό τραγούδι αλλά αποδεκτό και από τους κύκλους των εκδοτών και μουσικοδασκάλων.

Λοιπόν, όπως φαίνεται από ολόκληρο το κείμενο που παρέθεσε ο Παρασάνταλος, αυτός ο Νικόλαος Καλαμάς ήταν και κουρέας, με διεύθυνση Σόλωνος 17 (μάλλον στην Αθήνα).

    • Το “Μανώλαρος” το ξέρω ως συρτό Σκύρου, στίχοι:

“Κρύος αγέρας με βαρεί, στεριές τσαι του πελάου
μάθανε την αγάπη μας κι όσο μπορείς, φυλάου
Μανώλαρε, Μανώλαρε, πήρ’ ο βοριάς τσαι μόλαρε.
Κρύος αγέρας με βαρεί, στεριάς τσαι της θαλάσσης
τα λόγια που μιλήσαμε ποτέ σου μην ξεχάσεις.
Μανώλαρε, βρε Μανωλιό, πρίμα τον έχεις τον καιρό.
Όρτσα να πάω, πνίγομαι, γεμάτα δεν γλιτώνω
τσαι να το ρίξω στη στεριά, πάλι το μετανιώνω.
Ορτσάριζε, ορτσάριζε, στον Μπασαλέ φουντάριζε.
Γίνου, πουλί μου, θάλασσα τσαι εγώ το ακρογιάλι
τα κύματά σου να χτυπούν στη εδική μου αγκάλη.
Μανώλαρε, Μανώλαρε, πήρ’ ο βοριάς τσαι μόλαρε”.

    • Ο “Κωνσταντάρας” είναι κλέφτικο τραγούδι, διηγείται τη ζωή του Κωνσταντάρα (ή Ζαχαριά) στην Παρνασσίδα, γύρω στο 1700.

Από μια παραλλαγή που έχω:

"Ο Κωνσταντάρας κλείσθηκε μέσα στο Μοναστήρι ,
μέρα και νύχτα πολεμάει , μέρα και νύχτα ρίχνουν ,
χωρίς ψωμί , χωρίς νερό , χωρίς κάνα μιντάτι .
Κ ’ ο Ταχίρ-Κώτσας φώναξε , κ’ ο Ταχίρ-Κώτσας λέγει :
"Προσκύνα , Κωσταντάρα μου , σα νύφη στολισμένη ,
προσκύνα Κώστα το σπαθί , προσκύνα την ποδιά μου.
Θα σε κεράσω τουφεκαίς , θα σε κεράσω βόλια .
Κ’ ο Κωσταντάρας φώναξε με το σπαθί στα δόντια .
“Ποτέ παιδιά δε φίλησα , ποδιά κατουρημένη ,
Τσακιώντ’ οι Τούρκοι σαν τραγιά , κ’ ο Κώτσας σαν κεσέμι”.

    • Όσο για το “Παπαρούνα”, πάλι μια παραλλαγή που ξέρω:

Από τη γειτονιά σου, παπαρούνα, γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Κι άκουσα που σε μάλωνε, ρούνα η παπαρούνα μου
η σκύλα η πεθερά σου, παπαρούνα, γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Κι αν σε μαλώνει για τʼ εμέ, ρούνα η παπαρούνα μου
πες μου να μην περάσω, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Πέρνα, ασίκη, πέρναγε, ρούνα η παπαρούνα μου
όπως πέρναγες και πρώτα, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Ρίξε νερό στην πόρτα σου, ρούνα η παπαρούνα μου
να πέσω να γλιστρήσω, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Για να ʼρθω στα χεράκια σου, ρούνα η παπαρούνα μου
και στη θερμή αγκαλιά σου, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.

    • Το “ταβατάιμ, ταβαντά” ακούγεται σε ποντιακό τραγούδι, όπου …θέλουμε λεξικό…

[i]“Τιζ Ομάλ”
Σ’ όρατα είνʼ τεζία
σ’ εμάς είναι παιδία
αεί τρέχνε πεάδε
σ’ εμάς είναι νύφαδε

Ας το συρς το χαρουμίν
μη χαλάντς τα πεάδε
κι αν είσαι-ν καλόν παιδίν
μη τσουμπείς τα νυφάδε

Σο σπαλερόπο σ’ αφκά
παρδίκας κακκανίζνεν
ν’ απλώνω το χερόπο 'μ
φοούμαιν λαταρίζνεν

Κουζ νερτεσίν νερτεσίν
ταβανταϊμ ταβαντά
ταβαντά πουλσάμ σενί
ταμάμ λαρίμ πεν σενί[/i]


Δηλαδή, πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία αλιεύει κανείς από συλλογές παλιών εφημερίδων - περιοδικών.
Χρόνο και μεράκι να έχει κανείς!
Γεια σου, βρε Παρασάνταλε!