Κάπου το 'χω ξαναγράψει: τζουρά (cura) είναι μια τούρκικη λέξη που προσδιορίζει ένα όργανο -οποιοδήποτε όργανο- πιο μικρό από το κανονικό μέγεθος. Στη Θράκη λένε τζουρά-γκάιντα την υψίφωνη γκάιντα, που είναι λίγο μικρότερη από την “κανονική”. Ως τζουράδες αναφέρονται (σε αφηγήσεις που μεταφέρει η Μαζαράκη, Το Ελληνικό Κλαρίνο) κάποια μικρά και υψίφωνα κλαρίνα που χρησιμοποιήθηκαν περιστασιακά στη δημοτική μουσική πριν οι παίχτες κατασταλάξουν στα συγκεκριμένα μοντέλα κλαρίνου που τελικά καθιερώθηκαν.
Αυτό που καταλαβαίνω από τον Μάρκο είναι ότι στον καιρό του υπήρχαν κάποια έγχορδα που ονομάζονταν μπαγλαμάδες αλλά δεν ήταν αυτό που ξέρουμε σήμερα (μινιατούρες του μπουζουκιού), ήταν ανεξάρτητο και αυθύπαρκτο είδος οργάνου με δικά του κουρδίσματα και γενικώς δική του παράδοση. Και ότι όταν αυτό το όργανο το έφτιαχναν σε πολύ μικρό μέγεθος, το έλεγαν τζουρά βάσει της παραπάνω λογικής.
Αν ισχύει η ανάγνωσή μου, τότε ο μπαγλαμάς της εποχής θα ήταν μεγαλύτερος από τον σημερινό. Το τι ακριβώς ήταν εκείνος ο μπαγλαμάς δεν μπορούμε να το πούμε με ακρίβεια, και πολύ πιθανόν να μην ήταν κάτι απόλυτα συγκεκριμένο - είναι γνωστό ότι εκείνη την περίοδο η μορφή και το μέγεθος του κάθε οργάνου δεν ήταν τόσο τυποποιημένη όσο σήμερα. Αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι η λέξη μπαγλαμάς δεν πρέπει υποχρεωτικά να μας φέρνει στο νου μικρό μέγεθος. Μπάγλαμα ονομάζουν οι Τούρκοι το στάνταρ μέγεθος σαζιού, που είναι μεγαλύτερο από ένα δικό μας μπουζούκι. Και στον Ανωγειανάκη υπάρχουν αναφορές σε παραδοσιακά όργανα που ονομάζονταν μπαγλαμάδες και που πρέπει να ήταν περίπου σαν τα σημερινά μπουλγαριά.
Τώρα, πώς φτάσαμε να λέμε μπαγλαμά ένα όργανο μικρότερο από τον τζουρά ενώ παλιά ίσχυε το αντίθετο;
Μπορεί κανείς απλώς να το αποδώσει στο σπασμένο τηλέφωνο της προφορικής μετάδοσης, ίδια όπως οι δρόμοι Σεγκιάχ και Χουζάμ, περνώντας από τα οθωμανικά στα ρεμπέτικα, αντάλλαξαν μεταξύ τους όνομα. Αλλά επειδή δε μ’ αρέσει η ιδέα ότι η προφορική μετάδοση είναι διάλογος κωφών, προτιμώ μια πιο λογική εξήγηση:
Τζουράς είναι το κάθε όργανο που είναι πιο μικρό από το στάνταρ. Παλιά υπήρχαν οι μεγάλοι μπαγλαμάδες, και η μικρή παραλλαγή τους, οι τζουράδες (δηλαδή τζουρά-μπαγλαμάδες, όπως τζουρά-γκάιντα κλπ., ήτοι “μικροί μπαγλαμάδες”, “σοπράνο μπαγλαμάδες” αν θέλετε ή “μπαγλαμάδες 2/4 ή 3/4”, για να δανειστούμε όρους από τη σημερινή δυτική μουσική πρακτική). Σταδιακά αυτοί οι μπαγλαμάδες, πέρα από το μέγεθος, απέκτησαν χαρακτηριστικά μπουζουκιού. Εντωμεταξύ το ίδιο το μπουζούκι άρχισε να μεγαλώνει (έχουμε ξαναχολιάσει ότι σε πολλές παλιές φτγρ βλέπουμε μπουζούκια που σήμερα θα τα λέγαμε μισομπούζουκα ή τζουράδες), χωρίς όμως να πάψει να λέγεται μπουζούκι. Οπότε κάποια στιγμή έφτασαν να υπάρχουν δύο όργανα με παρόμοια χαρακτηριστικά πλην του μεγέθους: το πιο μεγάλο ήταν το μπουζούκι (ίδιο με το σημερινό), το πιο μικρό έμοιαζε σαν μικρό μπουζούκι και άρα το είπανε τζουρά (υπονοώντας τζουρά-μπουζούκι = μικρό μπουζούκι).
Πώς το ακόμη πιο μικρό μέγεθος, αντί να ονομαστεί κάπως αλλιώς, διατήρησε το αυτόνομο όνομα μπαγλαμάς;
Εδώ πλέον μόνο να φανταστώ μπορώ. Υποθέτω ότι ίσως από παλιά κάποιοι έπαιζαν τον “τζουρά” του Μάρκου (τον μικρό μπαγλαμά της εποχής που ο κανονικός μπαγλαμάς ήταν μεγάλος) χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να του δώσουν την ειδική ονομασία που προσδιόριζε το μέγεθος: γι’ αυτούς ένας μικρός μπαγλαμάς είναι πάντα μπαγλαμάς (ενώ για κάποιους άλλους ένας μικρός μπαγλαμάς είναι τζουρά-μπαγλαμάς και για συντομία τζουράς). Και έμεινε η ονομασία, ακόμη κι όταν ο μπαγλαμάς κάθε μεγέθους άρχισε να αποβάλλει τα ξεχωριστά του χαρακτηριστικά και να εξομοιώνεται προς το μπουζούκι, διατηρώντας μόνο το διαφορετικό μέγεθος.
Μέσα στις γενεές που πέρασαν, χάθηκε και η στενότερη επαφή με την τούρκικη γλώσσα. Οπότε από το “τζουράς σημαίνει μικρότερο μέγεθος” εύκολα περάσαμε στο “τζουράς σημαίνει ό,τι πεις”.
Σε κάθε περίπτωση, αυτά που αναφέρει ο Μάρκος ως μπαγλαμάδες είναι κάποια ή κάποιες από τις απειράριθμες παραλλαγές που βάζουμε σήμερα κάτω από την ομπρέλα “ταμπουράς”, και ειδικά οι μικροί τζουράδες με τα 7 τάστα ξέρουμε ακριβώς πώς είναι, υπάρχουν σε μουσεία και στο βιβλίο του Ανωγειανάκη.