Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Καλησπέρα, Παναγιώτη.

“…και βόλτες τʼ απογέματα
μου κάνεις στο Παγκράτι…”

νομίζω ότι λέει…

Γειά σου Ελένη. Ευχαριστώ για την απάντηση.

Ασφαλώς είναι πολύ λογικό αυτό που λές
“…και βόλτες τʼ απογέματα
μου κάνεις στο Παγκράτι…”

Μάλιστα δύο νεώτερες εκτελέσεις που μπόρεσα να βρω πράγματι λένε “στο Παγκράτι”.
Αινίτης: https://www.youtube.com/watch?v=3iapceibBPk
Διονυσίου-Ρεπάνης: https://www.youtube.com/watch?v=NA0HbQPbhk0

Αλλά στην αυθεντική εκτέλεση δεν ακούγεται καθόλου το “ρ” αν υποτεθεί ότι λέει “Παγκράτι” (τουλάχιστον εγώ δεν το ακούω).

Επίσης σε άλλη μια καινούργια εκτέλεση από τους Ρε-Λα-Ρε μάλλον και αυτοί δεν λένε “Παγκράτι”
https://www.youtube.com/watch?v=LhJjxRIjWno

Επίσης (χωρίς να είναι κάτι που μπορούμε να θεωρήσουμε ως “έγκυρο” ) στα site που έχουν στίχους τραγουδιών “ακούνε” μπαγάσι .


Γιαυτό είμαι μπερδεμένος.

Σίγουρα λέει το ίδιο την πρώτη φορά και το ίδιο στην επανάληψη;

Το «και βόλτες» ακούγεται αρκετά καθαρά στην επανάληψη, την πρώτη φορά όμως ακούω κάτι σαν «κομπότες».

Στην επίμαχη λέξη που ίσως είναι Παγκράτι, κι εγώ δεν ακούω καθόλου ρ, αλλά την πρώτη φορά μοιάζει να λέει κάτι σαν «παγκάκι», ενώ τη δεύτερη μάλλον ακούω κι εγώ σ (ή ζ ή τσ).

Τέλος, η συλλαβή πριν το ?Παγκράτι την πρώτη φορά είναι «σο», και θα έλεγα μάλιστα ότι το τονίζει, ενώ στην επανάληψη είναι κανονικά «στο».

Είναι περίεργο ότι σε δύο από τα τρία αυτά σημεία η επανάληψη βγάζει περισσότερο νόημα, παρόλο που τραγουδούν δύο φωνές και θα ήταν πιο αναμενόμενο να ακουστεί κάτι ασαφές, ενώ στην πρώτη φορά είναι μία φωνή και αρκετά καθαρή - ασαφής ωστόσο.

Στο Τιρόλο, έφτιαχναν ωραία παπούτσια;

" και βόλτες τ’ απογεύματα μου κάνεις στο Παγκράτι"

Ακούγεται καθαρότατα ειδικά όταν τραγουδάει μόνος του. Μάλιστα ακούγεται καθαρά “απογεύματα” και όχι “απογέματα” όμως γράφτηκε παραπάνω. Ακούστε εδώ (δίνω την ηχογράφηση γιατί δεν ξέρω από που το ακούει έκαστος εξ ημών).

συμφωνώ με τον προλαλήσαντα μηχανικό!

Ακριβώς το ίδιο που άκουγα ακούω (είναι η ιδια ηχογράφηση, δεν ξέρω αν είναι το ίδιο γιουτουμπάκι).

Τέλος πάντων, ας κρατήσουμε την εκδοχή που βγάζει νόημα.

Ότι ακούγεται καθαρότατα δεν το λές. Με μεγάλη προσπάθεια (ποιοτικά ακουστικά, ηχεία στούντιο μόνιτορ αλλά και high end στερεοφωνικό) όταν τραγουδά μόνος του ο τραγουδιστής δεν ακούγεται “ρ”. Ίσως επειδή τραγουδάει “μάγκικα”. Στην επανάληψη, με καλή θέληση και ψάχνωντας για ίχνη από “Παγκράτι” ας δεχθούμε ότι ακούγεται αμυδρά το “ρ”.

Πάντως συμφωνώ κι εγώ να κρατήσουμε την εκδοχή που βγάζει νόημα.

Ολόσωστος.

[ rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων ].

Στους στίχους, όπως τους καταγράφει το σίλαμπς, έχουμε: “απογέματα”, ο Αλέξανδρος ακούει “απογεύματα”.
Όχι ότι έχει και ιδιαίτερη σημασία, δηλαδή…


Για το “γιαφ- γιουφ”, για το οποίο έχουμε συζητήσει και παλιότερα, σ’ αυτό το νήμα,κάποιες συμπληρώσεις για να ενταχθεί και αυτό στο γλωσσάρι.

[Aκούγεται σε αρκετά τραγούδια:
α. Γιαφ – γιουφ,Τ. Δημητριάδης, 1919
β. Γιαφ- γιουφ, Τ. Δημητριάδης, Ν. Υόρκη, 1925,
γ. «Γιαφ-γιουφ, 1926, Γ. Βιδάλης
δ. «Μη μου χαλάς τα γούστα μου», 1926, Νταλγκάς,
ε. «Μη μου χαλάς τα γούστα μου», 1928, Κ. Καρίπης κ.λπ.]

  1. Κατά πρώτον και γενικά, αποτελεί έκφραση πόνου και απελπισίας που τη συναντάμε σε αδέσποτα τραγούδια, κάτι δηλαδή σαν το «ουφ» ή το «ωφ».

  2. το “γιουφ” έχει καταγραφεί σε λεξικό της οθωμανικής αργκό, με πρώτη έκδοση το έτος 1915, ως ένα από αρκετά λαϊκά ιδιώματα, με τα οποία αποδίδεται το χασίσι.

  3. Με βάση τα παρακάτω στοιχεία:
    α) τον Η. Πετρόπουλο που καταγράφει ένα
    «παλιό μουρμούρικο της φυλακής»:

«…θα κάνω γιουφ από λαγοκαλάμι
και το γραμμάριο από τη μύτη θα το πιω
θα κάνω γιουφ από λαγού ποδάρι
κι όλη την πρέζα με τη μύτη μου θα πιω…»

β) το «λεξικό των κακοποιών», 1936, του Παναγιωτάκου (υπαστυνόμου που υπηρετούσε στην Ασφάλεια Πειραιώς), όπου βλέπουμε:

«….στο πάνω μέρος του αργιλέ υπάρχει το γιουφ ή αλλιώς η ντουμανόπορτα , είναι μια μικρή τρύπα που στο φουμάρισμα την κλείνουν με το δάχτυλο για να εξισορροπούν οι πιέσεις.

γ) το «Λεξικό της πιάτσας»:
«γιουφ = ντουμανότρυπα, σωληνάκι για το τράβηγμα της ηρωίνης»

δ) το «Λεξικό της Ντάγκλας», 1995, Λεωνίδας Χρηστάκης, Μάρκος Επάρατος, εκδόσεις Opera.

«Γιουφ: Το Καλαμάκι για το ρούφηγμα της σκόνης από τη μύτη, επίσης και Γιούφι και Γιουφάκι, ένα στριμμένο χαρτονόμισμα γίνεται αυτοσχέδιο γιούφι, για έκτακτες και βιαστικές περιπτώσεις, υπάρχουν όμως και τα κυριλέ, χρυσά και ασημένια, για πλατινένια ρουθούνια».

ε) τον περιβόητο Σπύρο Παξινό (ανώτατο αξιωματικό της Αστυνομίας Πόλεων και διευθυντή της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών την περίοδο 1936-1941), ο οποίος γράφει στο βιβλίο του: «Έγκλημα, Κοινωνία, Αστυνομία», σελ.80:

«…εις τα πλάγια του δοχείου (αργιλέ) τοποθετείται έτερος κάλαμος διʼ οπής, καλουμένης «γιουφ», μη εισερχομένης εντός του ύδατος, όστις χρησιμοποιείται δια το κάπνισμα και καλείται «τραβηχτό», εις έτερον δε σημείον και άνωθεν της επιφανείας του ύδατος ανοίγεται μικρά οπή, καλουμένη «ντουμανότρυπα».

«γιουφ» είναι η κίνηση εισπνοής της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης κ.λπ.) και, κατʼ επέκταση, το καλαμάκι ή οτιδήποτε σχετικό (χαρτί, χρτονόμισμα κ.λπ.) βοηθά στην εισπνοή αυτή.

Κι εγώ απογεύματα ακούω.

Συμφωνώ μεν ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία από την άποψη του να βρούμε το σωστό. Από μιαν άλλη άποψη όμως έχει ενδιαφέρον:

Απόγευμα και απόγεμα είναι η λόγϊα και η λαϊκή μορφή της ίδιας λέξης. Σήμερα τα όρια λόγιας και λαϊκής κληρονομιάς στη γλώσσα είναι πολύ πιο θολά. Τότε όμως, που ήταν πιο συγκεκριμένα, θα περίμενε κανείς το τραγούδι να λέει απογέματα. Η παρουσία του λόγιου τύπου δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει:

-Είτε ότι η λαϊκή γλώσσα (τουλάχιστον η γλώσσα του στιχουργού-τραγουδιστή Παπαϊωάννου) δεν είχε κανένα πρόβλημα να δανειστεί όχι απλώς λόγιες λέξεις αλλά ακόμη και λόγιες μορφές των ίδιων των δικών της λέξεων

-Είτε ότι ενδεχομένως τραγουδούσε στο στούντιο διαβάζοντας από χαρτί. Ακόμη κι αν ήταν το ίδιο το δικό του χειρόγραφο, πολύ περισσότερο αν ήταν από τον σχετικό επαγγελματία της εταιρείας, είναι πιθανόν το «απόγεμα», όσο φυσικό κι αν τους ήταν στην προφορική γλώσσα, ωστόσο να μην το έγραφαν - η επίδραση της καθαρεύουσας στον γραπτό λόγο ήταν πολύ ισχυρή, ακόμη και στους ολιγογράμματους.


Για τα τιρολέζικα παπούτσια, κανείς;

Εγώ απλά υποθέτω ότι κάποιος τύπος παπουτσιού που ήταν τότε της μόδας θα είχε αυτή την ονομασία. Αορίστως πως νομίζω ότι στην τιρολέζικη φορεσιά έχω δει κάτι παπούτσια με χαρακτηριστική μεγάλη αγκράφα στη μέση (αλλά δεν αποκλείεται καθόλου να κάνω λάθος).

Απογεύματα κι εγώ. Για το γιατί, η δική μου άποψη είναι ότι συχνότατα οι λαϊκοί (και αμόρφωτοι) άνθρωποι ευχαρίστως «υιοθετούν» εκφράσεις και τύπους των γραμματιζούμενων, κυρίως για να μικρύνουν λιγάκι το αίσθημα συμπλέγματος κατωτερότητας, εντονότατο σε παλαιότερες εποχές. Σʼ αυτό οφείλονται κάποια χαρακτηριστικότατα όπως νάπτης (αφού οι μορφωμένοι λένε ράπτης και όχι ράφτης, πι θέλει η λέξη!), πολλά τέτοια παραδείγματα υπάρχουν.
Κι εγώ κάποια μόδα της εποχής υποπτεύομαι, για τα τιρολέζικα παπούτσια. Μπορεί η αγκράφα, ναι, χαρακτηριστική, αλλά δεν έχω παρατηρήσει τέτοιες αγκράφες σε φωτογραφίες.

Για τα “τιρολέζικα παπούτσια” να παραθέσω προσωπική εμπειρία. Ο μακαρίτης αδελφός της πεθεράς μου θυμόταν στίχους που τραγουδιόταν στην περιοχή του Πειραιά μετά την κατοχή, 13 -14 χρονών τότε. Θυμόταν, ας πούμε, το Σαλταδόρο. Ένα άλλο έλεγε:
Θα σ’ έχω στα μεταξωτά γιατί πολύ μ’ αρέσεις
παπούτσι τιρολέζικο στο πόδι θα φορέσεις.

Δεν το ήξερα το τραγούδι και βρήκα ότι ήταν “τα τάλιρα” του Χρυσίνη. Μόνο που εκεί δεν λέει “παπούτσι τιρολέζικο” αλλά “γοβάκι μερακλήδικο”. Ο θείος όμως, έλεγε ξεκάθαρα “τιρολέζικο” γιατί έτσι το θυμόταν από τότε. Ο θείος δεν ήταν κάνας ρεμπέτης της εποχής, απλά μετέφερε αυτό που άκουγε γύρω του στον Πειραιά. Και να που τα τιρολέζικα παπούτσια βρίσκονται και σε προπολεμικό τραγούδι του Παπαϊωάννου (ούτε αυτό το ήξερα). Ίσως ο θείος είχε μπερδέψει τα στιχάκια. Όπως και να έχει, φαίνεται ότι πράγματι κάποιος ντόρος θα υπήρχε τα χρόνια εκείνα γύρω από (τα) τιρολέζικα παπούτσια.

Απ’ ό,τι φαίνεται, τα τιρολέζικα παπούτσια ήταν ονομαστά.
Άλλη μια αναφορά, στην εφημερίδα "Εμπρός, 18/2/1927 :

“…εφορούσε την γούνα της, παπούτσια τιρολέζικα…”

Αυτό με την αγκράφα που έγραψε ο Νίκος για τα Τυρολέζικα παπούτσια δεν μου έκατσε και πολύ. Έτσι από περιέργεια έκανα κι εγώ το σχετικό γκουγκλάρισμα. Τα αποτελέσματα αφορούν περισσότερο σε χοντρά μποτάκια δερμάτινα με χρωματιστά κορδόνια.

https://www.google.gr/search?q=tyrolo+shoes&client=firefox-b&sa=N&tbm=isch&tbo=u&source=univ&ved=0ahUKEwiCwMflh6_UAhXDJ8AKHZOSBms4ChCwBAgf&biw=1680&bih=906#imgrc=zzi2rI-onrpphM:

Υπάρχει όμως κι ένα site που δίνει φωτογραφία από γυναικεία παπούτσια του (Νότιου) Τυρόλο.

traditional shoes-of-a-woman-in-a-shop-merano-south-tyrol-CFF88D.jpg

Λέτε να φορούσε τέτοια η λεγάμενη του τραγουδιού;

Το λινκ μπήκε για το τραγούδι.
Όχι για τους στίχους που συχνά υπάρχουν μικρά λάθη.
Σε αυτήν την δεύτερη κόπια ακούγονται καθαρά οι λέξεις.

για το “γιούφ”, να προσθέσω ότι έτσι λέγεται (*) και μια μικρή τρύπα στο πλάϊ ακάφους (σκαφτού) μπαγλαμά ή/και τζουρά. Πιστεύω ότι αρχικός σκοπός της ήταν να “διορθώσει” τη σχέση όγκου ηχείου / εμβαδού ηχητικής οπής.
Εδώ σε έναν μπαγλαμά του Ν. Φρονιμόπουλου:

(*) δεν ξέρω από πότε, ούτε έχω άλλα στοιχεία εκτός από την εφαρμογή και σε σύγχρονες κατασκευές. Υποθέτω ότι υπάρχει σχέση μ΄αυτό που περιγράφεται παραπάνω στο 3.ε του #2228 «…εις τα πλάγια του δοχείου (αργιλέ) τοποθετείται έτερος κάλαμος διʼ οπής, καλουμένης «γιουφ»

Λέγανε πως με “γιουφ” στη μύτη του (στον ύπνο) έκανε ηρωϊνομανή η Σκουλαρικού τον Ανέστο.

Η Δήμητρα Σ., η επονομαζόμενη “Σκουλαρικού”, ήταν μόλις 15 χρονών, τέλη του 1934 και αρχές του 1935, όταν γνωρίστηκαν.
Ο Αρτέμης ήταν 23 χρονών τότε και ήδη εθισμένος.
Οπότε, δύσκολο να το πιστέψει κανείς.

Το περιοδικό “Λαϊκό Τραγούδι” είχε εκτενέστατο αφιέρωμα στο θέμα αυτό.

Το #2228 θέλει λίγο συγύρισμα, γιατί τα νοήματα μπερδεύονται μεταξύ τους και δε βγαίνει άκρη.

Πρώτον:

Εδώ τελειώνουν όσα αφορούν το γιαφ-γιουφ. Ακολουθεί μια άλλη λέξη (το γιουφ), με τελείως άλλες σημασίες. Καλύτερα να μην τα μπερδεύουμε.

Δεύτερον:

Στα ελληνικά υπάρχει τέτοια σημασία; Αν ναι, πρέπει να τεκμηριωθεί, γιατί τα παραδείγματα που ακολουθούν δεν τη δείχνουν. Αν όχι, τότε το τι σημαίνει στην οθωμανική αργκό είναι πληροφορία ετυμολογικού ενδιαφέροντος, και πρέπει να ξεχωριστεί από τα ερμηνεύματα.

Τρίτον:

Εδώ τα πράγματα παρουσιάζονται μπερδεμένα. Με βάση τις πηγές που παρατίθενται υπάρχουν μεν αυτές οι δύο σημασίες, δηλαδή αφενός το σνιφάρισμα και αφετέρου το οποιουδήποτε είδους σωληνάκι για το σνιφάρισμα, αλλά και άλλες δύο πολύ διαφορετικές.

Πάμε να τα δούμε ένα ένα:

Σημασία πρώτη: σνιφάρισμα.

Σημασία τρίτη: η ντουμανόπορτα (ντουμανότρυπα) του ναργιλέ

Εδώ αναφέρονται δύο διαφορετικές σημασίες. Σημασία δεύτερη: σωληνάκι σνιφαρίσματος. Σημασία τρίτη: η ντουμανότρυπα (όπως και στο β)

Ξανά σημασία δεύτερη: σωληνάκι σνιφαρίσματος.

Σημασία τέταρτη: μια άλλη τρύπα στον ναργιλέ, όχι η ντουμανότρυπα (ντουμανόπορτα) αλλά η τρύπα απ’ όπου εφαρμόζει το τραβηχτό. Το τραβηχτό είναι στα μικρά ιδιοκατασκευασμένα ναργιλεδάκια της χασισοποσίας το αντίστοιχο του μαρκουτσιού που έχουν οι τεράστιοι πολυτελείς ανατολίτικοι ναργιλέδες: μικρός καλαμένιος (ή άλλως σκληρός) σωλήνας το τραβηχτό, μακρύς εύκαμπτος σωλήνας το μαρκούτσι, αλλά κάνουν την ίδια δουλειά, είναι αυτό που βάζεις στο στόμα σου και ρουφάς.

Άρα, στο ιδίωμα των κοκαϊνο/ηρωινομανών, γιουφ είναι το σνιφάρισμα σκόνης, και επίσης το εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σνιφάρισμα. Στο ιδίωμα των χασισοποτών/τεκετζήδων κλπ., γιουφ είναι κάποια τρύπα στον ναργιλέ, χωρίς όμως να συμφωνούν όλες οι πηγές στο ποια ακριβώς τρύπα (η ίδια που ονομάζεται και ντουμανότρυπα, ή η άλλη για το τραβηχτό;).

Τι ακριβώς γίνεται με την ντουμανότρυπα;

Καταρχήν, η λέξη «ντουμανόπορτα» του Παναγιωτάκου (πηγή β) μου μυρίζει λάθος. Δεν είναι πόρτα, είναι μια μικρή τρύπα. Ντουμανότρυπα πρέπει να είχε γράψει ο άνθρωπος, και να το μπέρδεψε ο τυπογράφος. Αλλά ακόμη κι αν ίσχυαν και οι δύο ονομασίες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μιλάμε για το ίδιο πράγμα.

Η ντουμανότρυπα λοιπόν είναι μια τρύπα στο δοχείο του ναργιλέ (γυάλα στους μεγάλους ανατολίτικους ναργιλέδες, καρύδα ή κάτι παρόμοιο στους τεκετζήδικους), πιο ψηλά από τη στάθμη του νερού. Αν την ανοίξουμε, είναι ένα παραθυράκι απ’ όπου το εσωτερικό του δοχείου συγκοινωνεί με τον …έξω κόσμο. Και η τρύπα του τραβηχτού, κι αυτή πάλι είναι στο τοίχωμα του δοχείου και πιο ψηλά από τη στάθμη του νερού. Επομένως, με ανοιχτή ντουμανότρυπα, αν τραβήξεις μια ρουφηξιά, ουσιαστικά εισπνέεις κοινό καθαρό αέρα. Γι’ αυτό την κλείνουν (στους γυάλινους έχει τάπα, στους τεκετζήδικους που είναι φορητοί απλώς την ταπώνουν με το δάχτυλο). Με κλειστή ντουμανότρυπα, άμα ρουφήξεις, η μόνη δίοδος που έχει ο αέρας για να μπει είναι να περάσει από τον λουλά, όπου καίει ο καπνός (τουμπεκί) και το χασίσι, να κατέβει από το άλλο σωληνάκι που είναι στο κάτω μέρος του λουλά και καταλήγει μέσα στο νερό, και να βγει από το νερό σε μορφή μπουρμπουληθρών, φορτωμένος με καπνούς από το τουμπεκί και το χασίσι και φιλτραρισμένος από το νερό.

Το νόημα της ντουμανότρυπας είναι ότι όταν το έχεις καπνίσει όλο, μπορείς να την ανοίξεις και να τραβήξεις άλλη μια γερή τζούρα, οπότε παίρνεις και τους τελευταίους καπνούς που είχαν μείνει να αιωρούνται μέσα στη γυάλα, για να μην πάνε χαμένοι! Μπορείς ακόμη να την ανοίξεις και να φυσήξεις από το τραβηχτό, οπότε τα τελευταία υπολείμματα καπνού φεύγουν έξω. Αυτό το κάνεις είτε επειδή έχει μαζευτεί μπαγιάτικος καπνός και θες να καθαρίσεις λίγο το τοπίο, είτε για να είναι πιο εύκολο μετά το καθάρισμα, είτε για να διώξεις κανένα σκουπιδάκι που έχει μπει στο τραβηχτό.

Αυτή λοιπόν την τρύπα, την ντουμανότρυπα ή (ίσως και) ντουμανόπορτα, ορισμένες πηγές (β, γ) την ονομάζουν επίσης γιουφ. Μια άλλη πηγή (ε) τη διαχωρίζει ρητά από το γιουφ, και ονομάζει γιουφ την τρύπα του τραβηχτού.