Λοιπόν, είπα να μην πάρω θέση, αλλά μάλλον ήρθε ο καιρός να πω κι εγώ τη γνώμη μου. Να διευκρινίσω λοιπόν εξ’ αρχής ότι η γνώμη είναι αυστηρά προσωπική.
Τυγχάνει να έχω τετράχορδο εδώ και κάμποσα χρονάκια, με το οποίο ξεκίνησα γιατί αυτό έπεσε στα χέρια μου. Το πώς και το γιατί είναι μια άλλη ιστορία. Μικρός τότε, τρέλα με τι μουσική, μπουζούκι ζήτησα, μπουζούκι μου έφεραν, πήγα σε δάσκαλο (για την ακρίβεια μου έφεραν, γιατί είχα και το μεράκι) ξεκίνησα. Για 2 χρονάκια όλα κυλούσαν άψογα, με τη διαφορά όμως ότι πια αποκτώντας μία πρώτη επαφή με το όργανο άρχισα να γίνομαι επιλεκτικός και στα ακούσματα μου. Στο τότε ρεπερτόριο που μάθαινα είχα κομμάτια από Μάρκο μέχρι Παπάζογλου (όχι το Βαγγέλη, τον “νέο”) και από Παπαϊωάννου μέχρι Χιώτη (“περασμένες μου αγάπες”, “μυστήριο κατάντησες για μένα” κλπ), χωρίς φυσικά να λείπουν τα “κλασσικά” τσιφτετέλια και οι νέες επιτυχίες της εποχής “Ρόζα”, “Λαδάδικα” κλπ. (ναι ναι μικρός είπαμε και ήθελα να παίζω τα πάντα, ταλέντο τρελλό δεν ήμουν ποτέ αλλά με δουλειά πάνω στο όργανο κάθε μέρα είχα καταφέρει αρκετά). Και κάπου εκεί ανακαλύπτω μια παλιά κασσέτα του πατέρα μου με τον Τσιτσάνη live από κάποιο κέντρο, πολύ παλιάς ηχογράφησης όμως με λίγα όργανα, λιτή, καθαρά παιξίματα και να τραγουδά ο ίδιος. Όταν τον ρώτησα δεν ήξερε ούτε ο ίδιος από πού ήταν η ηχογράφηση. Του την είχε γράψει κάποιος φίλος, είπε. Τα τραγούδια γνωστά μεν στα αυτιά μου, αλλά σε τέτοιες εκτελέσεις για εμένα ήταν πρωτόγνωρα. Και με το κλασσικό θάρρος-θράσος ζήτησα να μάθω κάποια από αυτά. Και όντως ο δάσκαλος τότε δεν το αρνήθηκε και μου έδωσε παρτιτούρες και ξεκίνησα να μαθαίνω. Αλλά (πάντα υπάρχει ένα “αλλά”) ο ήχος δεν ήταν ίδιος. Ξέχασα να πω ότι μέχρι τότε δεν είχα τη σκέψη του “αυθεντικού”, κοίταζα εάν ξέρω το τραγούδι σαν τραγούδι και σαν άκουσμα. Εκεί λοιπόν ξεκινάω να υποψιάζομαι και να ψάχνω παραπάνω για πρώτες εκτελέσεις, παλιές κλπ (τότε δεν υπήρχε το youtube) ώστε να ακούσω ήχους και ατμόσφαιρα από τις εποχές που γράφτηκαν τα τραγούδια. Μαθαίνω συνθέτες που δεν ήξερα μέχρι τότε ότι υπήρχαν (πχ Δελιάς) και αρχίζω λίγο να ερευνώ την ιστορία των τραγουδιών και φυσικά και της εποχής που γράφτηκαν. Μετά όμως με προλαβαίνουν οι εξελίξεις της εκείνης ηλικίας, με αγγλικά-γαλλικά-φροντηστήρια και μετ’ επειτα πανελλήνιες, με το μπουζούκι να μένει στην άκρη.
Περνά ο καιρός, περνάω στη σχολή και έρχεται ο καιρός για φοιτητική ζωή. Το ξαναπιάνω λοιπόν, αλλά δεν ήταν πια το ίδιο για εμένα. Τα ακούσματα μου είχαν αλλάξει, είχα ανακαλύψει πιο παλιούς και “αυθεντικούς” ήχους και το παίξιμο μου πια σε εμένα τον ίδιο θύμιζε πώς να το πω … νυχτομάγαζο. Εκεί αντιλαμβάνομαι πια ότι τελικά κάτι άλλο είναι αυτό που μου αρέσει και άρχισα να ψάχνω το διαφορετικό. Το διαφορετικό ήταν αυτό που ονομάζω “τρίχορδο παίξιμο” και έψαχνα τρόπους να το περάσω στο τετράχορδο μου (με όχι μεγάλη επιτυχία). Το παίξιμο μου, λόγω ότι έτσι έμαθα από την αρχή να παίζω, ήταν κατακόρυφο με πολλές διπλοπενιές και στολίδια, χωρίς πολλές συνηχήσεις και γενικότερα όχι τόσο απλοϊκό. Αλλά δεν ήξερα και άλλο τρόπο. Αυτό έμαθα, αυτό έκανα.
Περνώντας ο καιρός, με τη δουλειά και τις υποχρεώσεις και κάποιο χρονικό διάστημα που έλειπα στο εξωτερικό το μπουζούκι είχε μπει και πάλι στο πλάι και το γρατζουνούσα ανά “άκυρα” διαστήματα, με αποτέλεσμα φυσικά να χάσω και την όποια τεχνική είχα και γενικότερα την επαφή με το όργανο. Μέχρι που ψάχνοντας μια μέρα κάποιους στίχους στο internet, πέφτω πάνω σε μια συζήτηση ανθρώπων με αναλύσεις επί αναλύσεων και σε βάθος και σε πλάτος, παραθέτοντας πειστήρια και αποδείξεις για τα όσα έλεγαν (ναι για το εδώ forum μιλάω). Ξεκίνησα λοιπόν να δω τι λένε αυτοί οι άνθρωποι που φάνηκε να γνωρίζουν πολλά, μα πολλά παραπάνω απ’ όσα ήξερα εγώ και κάποιοι κιόλας καταξιωμένοι. Εκεί μου γεννήθηκε εκ νέου η επιθυμία να κάνω και πάλι ένα βήμα (μια προσπάθεια) να βρω αυτό το “κάτι διαφορετικό” που είπα παραπάνω ότι μου άρεσε. Αφού παρακολουθούσα και το forum, γράφτηκα κιόλας κάποια στιγμή και είπα να γίνω και λίγο πιο ενεργός και το ένα έφερε το άλλο και έπειτα από κάποιες χρονοτριβές και καθυστερήσεις καταφέρνω να παρεβρεθώ σε μια “συνάντηση”, παρόμοια και αντίστοιχη με την αυριανή. Εκεί γνωρίζω επιτέλους τους ανθρώπους που μέχρι τότε μόνο διάβαζα (δηλαδή κάποιους από αυτούς) και φυσικά μεταξύ τσιμπολογίματος και κρασιού, καταφθάνει η ώρα να “βγουν” και τα όργανα. Εκεί γίνομαι θεατής μιας κατάστασης να παίζουν καμμιά δεκαριά (ίσως και παραπάνω) μπουζούκια ταυτόχρονα, με συνοδεία κιθάρας, μπαγλαμάδων, με ποτηράκια να σέρνονται πάνω σε κομπολόι για να κρατάνε τον ρυθμό κλπ. Από τόσο κοντά, για εμένα ήταν προφανώς κάτι πρωτόγνωρο και αφετέρου, εκεί ακούω και πάλι αυτό το “κάτι διαφορετικό” που έψαχνα αλλά αυτή τη φορά ζωντανό. Η ώρα κύλεισαι, περασμένα μεσάνυχτα κατά πολύ και αφού οι περισσότεροι είχαν φύγει, είχε ξεμείνει ένα μικρό παρεάκι 3-4 ατόμων όπου έπαιζαν τραγούδια που μέχρι τότε είχα ακούσει ΜΟΝΟ σε ηχογραφήσεις που είχαν σχεδον 75 με 85 χρονια πριν. Εκεί λοιπόν σε μια κουβέντα πάνω, είπα τα προηγούμενα (εν περιλήψη) και μου λέει κάποιος από “εδώ”, “Ε παίξε λίγο ότι ξέρεις” και όντως δοκίμασα πρώτη φορά να παίξω σε τρίχορδο. Στην αρχή δύσκολο το πιάσιμο του μπράτσου, γιατί ήταν πολύ λεπτότερο από ό,τι είχα μάθει τόσα χρόνια. Δοκίμασα να παίξω κάποια τραγουδάκια από τα παλιά που ήξερα (στο κλίμα της “συνάντησης” πάντα) και κάποιος με κιθάρα με συνόδεψε (κάτι που δεν είχε συμβεί για πολλά χρόνια … από την εποχή που έπαιζα με το δάσκαλο μου). Αυτός ο ήχος όμως από το δικό μου παίξιμο (το λάθος παίξιμο για αυτό το όργανο) έμοιαζε πολύ περισσότερο σε αυτό που αναζητούσα. Κάποιος μάλιστα με παρότρυνε ότι αφού μου αρέσει να μην το παρατήσω. Και εν προκειμένω αυτό περίπου έγινε με καθηστέρηση. Συντήρησα εκ νέου το τετράχορδο μου, με σκοπό όμως αυτή τη φορά να μην μείνω εκεί, να αποκτήσω και τρίχορδο. Ξεκίνησα πάλι τη μελέτη λοιπόν και μάλιστα από το μηδέν. Πήγα ξανά σε δάσκαλο, κούρδισα το τετράχορδο μου “τριχορδέ” μέχρις ώτου μετά από κάποιο χρόνο (2-3 μήνες συνολικά) κατάφερα να αποκτήσω τρίχορδο.
Με την μικρή λοιπόν αυτή πείρα που έχω μπορώ να εκφέρω μια άποψη. Σύμφωνα, με το δικό μου σκεπτικό μπορεί να ονομάζεται μπουζούκι αλλά το τρίχορδο και το τετράχορδο είναι δύο όργανα. Ίδιες ρίζες -καταβολές- αλλά διαφορετικό άκουσμα, διαφορετικό παίξιμο, διαφορετική τεχνική. Μπορεί ο καθένας να μεταφέρει στοιχεία στο παίξιμο του από το ένα όργανο στο άλλο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τα όργανα είναι ίδια. Δε θα μιλήσω για το ρεπερτόριο, γιατί ξέρουμε όλοι μας ότι για κάθε όργανο υπάρχει ένα ρεπερτόριο που του ταιριάζει, παρόλο που μπορεί να παίξει και μουσικές από άλλα είδη και άλλα ρεπορτόρια. Επίσης δε θα μπω στη λογική σύγκρισης (ή μετάβασης) γιατί είναι 2 δρόμοι παράλληλοι. Ο τρόπος παιξίματος του κάθε οργάνου εξυπηρετεί κάποιο σκοπό, τόσο από τη πλευρά κατασκευής του όσο και από την πλευρά του ήχου που παράγει το όργανο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στις μέρες μας αρκετοί μουσικοί έχουν και από τα δύο αυτά είδη μπουζουκιού στην συλλογή τους και ανάλογα την ερμηνεία που θέλουν να κάνουν ή το ύφος του τραγουδιού επιλέγουν το ανάλογο όργανο και το ανάλογο παίξιμο του. Άρα είναι θέμα επιλογής με προσωπικά (ή και πιο αντικειμενικα κάποιες φορές) κριτήρια. Φαντάζομαι πως και ο Χιώτης όταν πρόσθεσε την τέταρτη χορδή και κούρδισε το μπουζούκι του αλλιώς (δηλαδή επέλεξε ένα διαφορετικό είδος μπουζουκιού από τα καθιερωμένα) το έκανε με σκοπό την αναπαραγωγή ενός αλλιώτικου τρόπου παιξίματος (κάθετο παίξιμο) και με σκοπό να προσεγγίσει νέα είδη μουσικής (πιο ευρωπαϊκά ας τα πούμε).
Δεν υπήρξα ως τώρα αιρετικός προς κανένα από τα δύο όργανα και πιστεύω πως καθένα έχει να δώσει κάτι, όπως καθένα έχει γράψει τη δική του ιστορία και μάλιστα κάποιες στιγμές του παρελθόντος παράλληλα με το άλλο όργανο.