[i]Μα να,μια μαύρη ξέξασπρη ροδομαλλούσα κόρη
το πράσινο που έσταζε της μοίρας της νερό
μα είχε μουστάκια καθαρά,ήταν σαν τον Μποχώρη
γι’αυτό και εδιώχθηκε κίβδηλα απο δω
Σαν να’ταν κολεόπτερο στη θλίψη της ρουτίνας
ερχόταν αντιμέτωπη με μύγες θαλλασί
πίσω απ’το ανάλιαγο τυρί στο βάθος της κουζίνας
μαζί το γαρύφαλλο και φούστα κλαρωτή
Ηταν ενα μαρτύριο που πέρναγε μονάχη
σαν ζήταγε της λησμονιάς το άσπρο λακριντί
πάρκαρε το ανεμόπτερο στου πέλαγου τους βράχοι
και έπαιζε μια ταξιμιά μεσα σε Σολ Γκιουρντι
Κανεις ποτες δεν ένιωσε την σφίξη της καρδιάς της
σαν έψαχνε το μαγικό σπερδούκλιον της γης
μόνο ένας νεος τιρκουάζ στο σπίτι της γιαγιάς της
ξαπόσταινε ανάλαφρος, σαν Αγγλος γυμναστης[/i]