Χειροκρότημα

γιάννη, αυτήν την απορία την έχω κι εγώ. θεωρώ ότι όσο έφευγε η διασκέδαση από τις παρέες και πήγαινε στο πάλκο, μαζί με τον διαχωρισμο θα έρχοταν και το χειροκρότημα.

Είχα διαβάσει ένα κείμενο του Ντ. Χριστιανόπουλου (αδύνατο να το ψάξω και να το βρω τώρα) σχετικά με την ζεϊμπεκιά. Έχουν περάσει χρόνια.
Σχετικά με το χειροκρότημα είχε πει μια ενδιαφέρουσα άποψη. Έλεγε πως το ζεϊμπέκικο είναι ατομικός χορός, και πολύ εσωτερικός. Χορεύοντας εξωτερικεύεις βέβαια, αλλά κάτι νιώθεις εκείνη την στιγμή που σηκώνεσαι να χορέψεις. Πόνο, θλίψη, μεράκια… Έχει συναίσθημα σα χορός.
Όταν ο άλλος σε χειροκροτεί, είναι σα να σε επαινεί για την θλίψη σου, ή για όποιο συναίσθημά σου, που εσύ πολύ φυσικά ένιωσες.
Άρα δεν υπάρχει λόγος να βαράμε παλαμάκια σε κάποιον που για δικούς του λόγους, επέλεξε αυτόν το τρόπο να βγάλει προς τα έξω τα όποια συναίσθηματά του.
Εκτός φυσικά κι αν είμαστε σε πίστα της παραλιακής και πέφτουν γαρδένιες σορό.

1 «Μου αρέσει»

Δούλευα μόλις είχα απολυθεί απο τον στρατό στήν Ρετσίνα σε ενα μηχανουργείο.Σάββατο μεσημεράκι σκουπίζαμε το μαγαζί,κι ερχόταν ο Βραχνάς πολλές φορές με το μπουζούκι. Παράγγελναν μεζέδες τα αφεντικά απο το μαγερείο της γωνίας και γινόταν λίγο τζερτζελές…Μια δόση στο τσακίρ κέφι ενας γεροντόμαγκας που ειχε χυτήριο λίγο πιο πέρα ,χόρεψε ενα βαρυ ζείμπέκικο θυμάμαι.
Συνήθως μετα απο κάτι τέτοιο,ο ενας η ο αλλος ελεγε κάτι σαν…Γειά σου Θοδωρή μάγκα μου…Γιασάν ρε μάγκα μου με την ζείμπεκιά σου…κ.λ.π
Εκείνο το Σάββατο , ενας απο την παρέα που ηταν καινούργιος στην πιάτσα,αρχισε να χτυπά παλαμάκια και να σφυράει στον Μαστρο Θόδωρα…
Τον χαστούκισε εν ψυχρώ ο μάστορας ,αφου του εσυρε και τα μπινελίκια του …
Τι με πέρασες μωρή Χα@@ύρα εμένα και βαράς παλαμάκια;;Μαίμού στο παζάρι είμαι για να μου βαστάς τα τέμπα… ;;;
Ακόμα θυμάμαι σε οικογενειακά γλέντια,που οταν χόρευαν οι αντρες ζειμπέκικο δεν υπήρχε περίπτωση να βαρέσει κάποιος παλαμάκια…Τα ακουγες μόνο οταν χόρευαν οι γυναίκες με τα παιδιά χασαποσέρπικα ,νησιώτικα και συρτά…Και ακόμα, οταν χόρευε μια γυναίκα τσιφτετέλι, δεν υπήρχε περίπτωση να βαρέσει κάποιος αντρας απο την παρέα παλαμάκια…Αγραφος νόμος…πρόσεχαν τις κινήσεις τους σε κάτι τέτοια…
Είμαι σίγουρος οτι οχι μόνο στις παρέες,αλλά και στις ταβέρνες και στα κουτούκια ,τα παλιά εκείνα χρόνια του ρεμπέτικου δεν υπήρχε χειροκρότημα…

2 «Μου αρέσει»

Επειδή έτυχε να πάρω μαζί μου στις διακοπές την βιογραφία του Μάρκου για να την ξαναδιαβάσω είδα το εξής.
Στην έκδοση του Παπαζήση μιλάει στην σελίδα 162 για τις περιοδείες του και αναφέρει ως χρονιές το '36, '37, '38. Μόλις τελειώνει αυτό το κεφάλαιο αναφέρεται στον Βοτανικό και στο μαγαζί του Αντώνη του Βλάχου στην σελίδα 174. Περιγράφοντας τις βραδιές σε αυτό το μαγαζί που λέει ότι πήρε μαζί του για πρώτη φορά τον Παπαιωάννου, τον Καρίπη, και τον Κερομύτη, στην σελίδα 175 αναφέρει και αντιγράφω αυτολεξεί:
“Δεν μπορώ να σας παραστήσω τι έγινε εκεί. Κάθε βράδυ εμαζευόντανε άπειρος κόσμος και καθόντανε και γλένταγε από το βράδυ μέχρι τις πέντε έξι η ώρα! Και κάθε βράδυ μας άκουαν όλους και χειροκροτούσαν.”
Αν θυμάμαι καλά στο μαγαζί του Βλάχου έπαιξε προπολεμικά. Επίσης αργότερα στο ίδιο κεφάλαιο περιγράφει το μαγαζί του Βλάχου σαν μια άγρια κατάσταση με καυγάδες μαχαιρώματα και τα λοιπά. Όπως και στο πρώτο μαγαζί στην Ανάσταση. Για μένα λογικά το χειροκρότημα υπήρχε από την πρωτη στιγμή που ανέβηκαν στο πάλκο. Πρώτα στην Ανάσταση, μετά στο δικό του μαγαζί στα Ασπρα Χώματα και στην συνέχεια στου Βλάχου που έχουμε και την αναφορά από τον ίδιο. Δεν πιστεύω ότι μέσα σε 5 χρόνια άλλαξαν τόσο πολύ οι συνήθειες του κοινού που πήγαινε να τον ακούσει, έτσι ώστε να θεωρήσουμε ότι το χειροκρότημα δεν υπήρχε από την αρχή.
Ο χώρος του τεκέ είναι μια άλλη, ειδική περίπτωση, όπου συμφωνούμε ότι το χειροκρότημα δεν θα είχε θέση.
Συμπλήρωση: Στην σελίδα 188 στο τέλος του κεφαλαίου για τον Βοτανικό και το μαγαζί του Αντώνη του Βλάχου αναφέρει το εξής:
“Στο Βοτανικό έμεινα από το 1936 που πήγα μέχρι το 1939 που κυρήχτηκε ο πόλεμος.”
Άρα είναι λογικό να θεωρήσουμε οτι το χειροκρότημα ήταν αποδεκτός τρόπος έκφρασης από την αρχή του ρεμπέτικου στο πάλκο.

3 «Μου αρέσει»

Πολύ ενδιαφέρον η ιστορία του Κώστα με τον Βραχνά, πραγματικά λεπτομέρειες από άλλη εποχή. Το χειροκρότημα λογικά θα ήταν αποδεχτό μόνο σε κοινούς γνωστούς και παρέες, δες εδώ το Γενίτσαρη από αριστερά

delias_parea

3 «Μου αρέσει»

Σταύρο, ξέρουμε κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με τις συνθήκες αυτής της φωτογραφίας; Εντάξει, χειροκροτάει ο Γενίτσαρης (χωρίς μουστάκι!) και μάλιστα κάπως επιδεικτικά / τελετουργικά και μόνο αυτός, αλλά γιατί;

Μήπως παράγγελνε καφέ στον Παπαϊωάννου;;:grin:

Πάντως για να εχει νταλγκαδιαστεί, και να χτυπά παλαμάκια στον ρυθμό της μουσικής,το βλέπωλίγο απίθανο…

Ποιό ρυθμό! Οι φωτογραφίες της εποχής ήταν “Ελάτε να στηθούμε όλοι να βγούμε φωτογραφία!”.

Και όμως, το χειροκρότημα είχε εισαχθεί στα ελληνικά πράγματα πολύ πρίν απ’ τη δεκαετία ‘30: Για πολλοστή φορά, φέτος το καλοκαίρι στο Χαλκούτσι, με το αρχαίο μου λάπτοπ, ξεκίνησα και πάλι απ’ την αρχή να διαβάζω το βιβλίο ενός Άγγλου περιηγητή που επισκέπτεται τις Κυκλάδες προς το τέλος του 19ου αιώνα. Είμαι τώρα στην Ανάφη, όπου ο James Theodore Bent και η γυναίκα του διασκεδάζουν ένα βράδυ στο σπίτι του δήμαρχου κ. Χάλαρη και ένας βοσκός (ο Ανδρόνικος), με τη φήμη του καλύτερου τραγουδιστή στο νησί, μπαίνει στο σαλόνι. Δεν νοιώθει άνετα και η όμορφη Ευθυμία, κόρη του Χάλαρη, εξηγεί ότι “ο Ανδρόνικος για να τραγουδήσει, πρέπει πρώτα να μεθύσει!”. Φροντίζουν οι υπηρέτες να επισυμβεί το τοιούτον, το τοιούτον τελικά επισυμβαίνει και … “Andronico 's song was covered with applause”.

Αpplause!. Ο J. Th. Bent εισέπραξε την πράξη του χειροκροτήματος ως αληθηνή, όχι βέβαια ως μεταφορική.

2 αναρτήσεις συγχωνεύθηκαν σε ένα υπάρχον νήμα: Τεστ 123 και ξανά τεστ

Όταν τελειώνει το τραγούδι, γίνεται χαλασμός. Τα όργανα συνεχίζουν τις βαριατσιόνες τους, για να μαλακώσουν την εντύπωσι από τη βραχνή υλικότητα της φωνής.

Έπειτα έρχεται το χειροκρότημα. Όχι η ξηρά εκείνη και απομονωμένη εκδήλωσις του χειροκροτήματος των συναυλιών. Συνοδεύεται με επευφημίες, με φωνές, με σφυρίγματα, με αλλοφροσύνη . Και τότε αρχίζει βροχή από πεντοχίλιαρα και δεκαχίλιαρα, που την δέχονται ο Τσιτσάνης και η παρέα του σύμφωνα με την μπουζικάντικη παράδοσι, ενώ την περιφρονούν οι μουσικοί των Ωδείων.

Από το κείμενο του Πέτρου Φωτεινού “Ο Τσιτσάνης” στο “Φως της Θεσσαλονίκης” στις 17/9/1948.

%CE%A6%CE%A9%CE%A3%20%CE%98%CE%95%CE%A3%CE%A3%CE%91%CE%9B%CE%9F%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%97%CE%A3%2017-9-1948

1 «Μου αρέσει»

Ωραίο Φώτη, ευχαριστούμε για το (άλλο ένα στα πάμπολλα!) ντοκουμέντο. Βέβαια είναι του 1948.

Ένα σημείο που μου κάνει περίεργη εντύπωση:

Δηλαδή έριχνε χαρτούρα όποιος ενθουσιαζόταν με το τραγούδι; Συμβαίνει και τώρα καμιά φορά, αλλά θα περίμενε κανείς το πολύ πιο συνηθισμένο, να ρίχνει ο ένας που το παρήγγειλε (ή, άντε, σε περίπτωση ζεϊμπέκικου, ο ένας που το χόρεψε έστω κι αν η ορχήστρα το έπαιξε χωρίς παραγγελιά).

Αν αυτή η ασυνήθιστη περιγραφή τεκμηριώνεται, πάω πάσο. Αν όχι, μήπως να είμαστε επιφυλακτικοί και για τις υπόλοιπες πληροφορίες;

Χαριτωμένο τυπογραφικό λάθος! (μουζικάντικη)

Η έκφραση “Χαρτούρα” εμπεριέχει ένα στοιχείο μεγαλοποίησης: “Για χαρτονομίσματα μιλάμε, όχι για κέρματα!”. Όμως, λόγω ηλικίας, είμαι σε θέση να θυμάμαι τη στιγμή όπου ο πατέρας μου, γυρίζοντας το μεσημέρι απ’ το γραφείο για φαΐ (στις 5 θα ξανάφευγε) μας πέταξε πάνω στο τραπέζι δυό – τρεις δεκάρες, κέρματα ελαφρού κράματος, με τρύπα στη μέση και τα χαρακτηριστικά δύο τσαμπιά σταφυλιού, που μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Ήταν 1948 και η γενιά μου, γεννημένοι το 42, δεν είχαμε ως την ημέρα εκείνη δει ποτέ κέρμα να κυκλοφορεί. Άρα, ουσιαστικά, κέρματα ρίχνονταν στου Τσιτσάνη ενώ βεβαίως, ο παραγγέλλων χορό δικό του δεν θα ανταμείψει την ορχήστρα με κέρματα, παρά με χαρτούρα.

Πάντως, κι εμένα μου φαίνεται πάρα πολύ παράξενη αυτή η συμπεριφορά του ακροατηρίου, τη στιγμή που απλά τελειώνει ένα από τα πολλά τραγούδια του προγράμματος. Μία ακόμα περίπτωση που μας υπενθυμίζει το του Περικλή παραπάνω, ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να αντιμετωπίζονται με άκραν επιφυλακτικότητα…

Εδώ μπερδεύτηκα. Αν την ίδια χρονιά με το δημοσίευμα βγήκαν τα πρώτα κέρματα, για τις μικροϋποδιαιρέσεις της δραχμής, πώς προκύπτει ότι τα πεντοχίλιαρα και τα δεκαχίλιαρα του δημοσιεύματος ήταν στην πραγματικότητα τρύπιες δεκάρες; (Δεκάρα = 10/100 της δραχμής, δεκαχίλιαρο = εκατό χιλιάδες φορές μια δεκάρα = πολύ μεγάλη διαφορά!)

Σε άλλες εποχές, που υπήρχαν κέρματα πιο υποστατής αξίας, υπήρχε και «χαρτούρα» με κέρματα στα όργανα, που βέβαια δε θα την έλεγαν χαρτούρα (ούτε και σήμερα τη λένε παντού και πάντα μ’ αυτήν αποκλειστικά τη λέξη).

Τώρα βέβαια έχουμε απομακρυνθεί από το χειροκρότημα, αλλά ίσως το ξεκαθάρισμα αυτής της ιστορίας, με τα λεφτά που έριχναν, να συμβάλει στο να αξιολογήσουμε την αξιοπιστία του άρθρου.

Και στην αρχή του ρεπορτάζ μιλάει για δεκαχίλιαρα που ρίχνονταν στον Τσιτσάνη, τα οποία πρέπει να ήταν χαρτιά και όχι κέρματα. Όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ, αυτοί που τα έριχναν ήταν …εκείνοι που επέτυχαν στη ζωή και διαθέτουν κούρσες πολυτελέστατες…Δύσκολα λοιπόν αυτοί να είχαν στις τσέπες τους κέρματα. Θεωρώ λοιπόν ότι ο Τσιτσάνης και οι υπόλοιποι της κομπανίας, εισέπρατταν χάρτινα πεντοχίλιαρα και δεκαχίλιαρα.

Το μουζικάντικη Περικλή το έκανα μπουζικάντικη :joy:

Της επανακυκλοφορίας των κερμάτων είχε προηγηθεί η αφαίρεση τριών μηδενικών, δηλαδή τα πεντοχίλιαρα και τα δεκαχίλιαρα είχαν ονομαστεί τάληρα και δεκάρικα, όμως τα (παλαιά πλέον) πεντο- και δεκαχίλιαρα κυκλοφορούσαν για κάποιο διάστημα παράλληλα με τα καινούργια χαρτονομίσματα, των πέντε και των δέκα δραχμών. Η κοπή κερμάτων πέντε και δέκα δραχμών άργησε αρκετά, ιδίως του δεκάρικου πρέπει να πραγματοποιήθηκε αρκετά χρόνια μετά. Θυμάμαι πάντως και άλλο περιστατικό της εποχής, πριν το 48: σε κάποια βαφτίσια η οικογένεια δεν μπόρεσε να βρει κατάλληλα “μαρτυριάρικα” στην ανοργάνωτη ακόμα αγορά, και στους καλεσμένους μοιράστηκαν χιλιάρικα, δηλαδή μία δραχμή στον καθένα, εις υποκατάστασιν του μαρτυριάρικου, που κάποια λεφτά θα χρέωνε ο χρυσοχόος για την παραγγελία, αν αυτή γινόταν.

Πάντως, 5 και 10 δραχμές δεν ήταν πενταροδεκάρες: η εφημερίδα κόστιζε ένα πενηνταράκι (μισή δραχμή).

Μια ανάρτηση διαχωρίστηκε σε ένα νέο νήμα: Φωτογραφίες που δεν πέρασαν στο Νέο Φόρουμ

Στη Σίφνο η ρίψη κερμάτων σε φάση γλεντιού ονομάζεται λουμπάρισμα. Από άρθρο του Ιακ. Χ. Δραγάτση στην Εστία (τ. 6) του 1890, σχετικό απόσπασμα:

“Εις τους χορούς αυτούς λαμβάνουσι μέρος πάντες οι νέοι και οι νέαι της κώμης, ή και εξ’ άλλων κωμών ερχόμεναι. Αλλά το πρώτον ήδη εισάγονται αι μικρότεραι κόραι, αίτινες δεν είχον εισέλθη άλλοτε εις τοιαύτας διασκεδάσεις ένεκα της ηλικίας “σηκώνονται νιές*” ως λέγεται εκεί, ήτοι οιονεί επισήμως αναγνωρίζονται μεταβαίνουσαι εις την εφηβικήν ηλικία. Παρατηρείται δε τις θα είνε ο σηκώσας τινά νιαν**, όστις και επί το επιδεικτικώτερον αντί να προσκολλήση επί του μετώπου του βιολιστού αργυρούν κέρμα (ότε υπήρχον τα αργυρά) λουμπαίρνει πολλά τοιαύτα εις δήλωσιν του ενθουσιασμού αυτού υπέρ εκείνης, ην το πρώτον οδηγεί εις τον χορόν, ό έστί ρίπτει αυτά προς τα άνω , άτινα διασκορπιζόμενα γίνονται πρόξενα σκανδάλου εις τον βιολιστήν και τους παρεισέρποντας προς συλλογήν παίδας. Το λουμπάρισμα όμως τούτο, γίνεται και οσάκις άλλος τις θέλει να τιμήση περισσότερον την μετ’ αυτού χορεύουσαν. Είνε όμως τούτο και είδος επιδείξεως χρηματικής δια τον πράττοντα, πλην του τιμητικού, όπερ ενέχει δια την μεθ’ ης χορεύει”

Προσωπικά, θυμάμαι δυο τέτοια λουμπαρίσματα. Η μια στο τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα και η άλλη στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα.

*νηαίς στο πρωτότυπο, **νηά στο πρωτότυπο

2 «Μου αρέσει»

Εδώ είναι ένα απόσπασμα από το Αλάτι της Γης με τον Γκουβέντα. Ο Λιάβας συζητάει με δάσκαλο παραδοσιακών χορών για το ζεϊμπέκικο σχετικά με το τι γινόταν στην Μικρά Ασία. Αυτά που λέει ο δάσκαλος έρχονται σε χαρακτηριστική αντίθεση με αυτά που περιγράφει ο neapoliotis (και ο nikos forlan πιο πάνω) σχετικά με τη συμμετοχή των υπόλοιπων (παλαμοκροτούντων ή μη) όταν χορεύει κάποιος ζεϊμπέκικο. Όμως, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά. Ο neapoliotis αναφέρεται στο ζεϊμπέκικο όπως διαμορφώθηκε στον Πειραιά το 30 ενώ ο δάσκαλος αναφέρεται στο ζεϊμπέκικο στην Μικρά Ασία σε άλλο κλίμα.

Εδώ σχετικά με το ζεΐμπέκικο θα ήθελα να αναφέρω δύο άρθρα που διάβασα και μου έκανε εντύπωση η ομοιότητα καταστάσεων που χορευόταν ο συγκεκριμένος χωρός. Το ένα άρθρο είναι μάλλον του δικού μας Νίκου Πολίτη, (εκτός και αν είναι συνωνυμία), και γράφει το εξής:
“Πώς λοιπόν φτάνουν οι Συριανοί να χορεύουν στους δρόμους Ζεϊμπέκικο; Και να σημειώσουμε ότι το χόρευαν οργανωμένα και μόνο στις απόκρηες, όχι δηλαδή στα άλλα γλέντια των κύκλων του χρόνου και της ζωής (θρησκευτικά πανηγύρια, γάμους κλπ.). Που σημαίνει ότι τους χορούς αυτούς δεν τους θεωρούσαν “δικούς τους” και επομένως οικείους. Λέει ο Μάρκος ότι τους μάθαιναν από τον καπετάνιο κάθε χρόνο και εξειδικεύει: “χορεύαμε Ζεϊμπέκικο ένας ένας, Χασάπικο τρεις-τέσσερις μαζί και Σέρβικο και Αράπικο το οποίο χόρευαν οι δύο “Αραπάδες” που είχαμε.””
Πηγή: http://www.dance-pandect.gr/pds_cosmos/pop/pop_lhmma_gr.php?oid=O-41E4E9BF&ActionP=Play&mode=Med&Obj=T&eid=E-F198C&aa=7
Και το δεύτερο πάλι από το ίδιο σάιτ.
“Προσθέτοντας την περιγραφή του παιγνιδιού-φάρσας “Το καρναβάλι του Ασβού” από το Σαμπίν-Καραχισάρ, που έξέδοσε ο Βάρτ Μπντογιάν το 1963, επιβεβαιώνεται ο χαρακτήρας παντομίμας του εν λόγω χορού [7], με συμμετοχή αντρών μέσης ηλικίας. Δίπλα στους χαρακτήρες του Ασβού, του Δικαστή, του Αράπη και του Ιατρού, συνυπάρχουν οι χαρακτήρες-ρόλοι του Ζεϊπάκ (όπως αναγράφεται) και της Νύφης.”
Πηγή: http://www.dance-pandect.gr/pds_cosmos/pop/pop_lhmma_gr.php?oid=O-A9AB0DC2&ActionP=Play&mode=Med&Obj=T&eid=E-F198C&aa=6
Μου κάνει εντύπωση ότι το χόρευαν στις Απόκριες στην Σύρο και σε καρναβάλι οι Αρμένιοι. Μήπως αυτό είναι ένα στοιχείο επιρροής από Αρμενία προς Σύρο μέσω μεταναστών;