Φιλαδέλφεια (Αμερικής) και Ρεμπέτικο

Αυτήν την εποχή, που τρέχω και δεν φτάνω, έπεσα πάνω σε μία δημοσίευση ενός Ελληνοαμερικάνου, με τον πραγματικά γαργαλιστικό τίτλο “Philadelphia: The Birthplace of Rembetiko”. Πετώντας στα γρήγορα πάνω στο κείμενο, ομολογώ ότι δεν αισθάνθηκα το κλικ που θα με τράβαγε από την δουλειά μου, ώστε να δόσω προτεραιότητα στο (κοντά 2.000 λέξεων!) κείμενο αυτό. Μπορεί όμως να ενδιαφέρει κάποιους άλλους, γιαυτό δίνω το σύνδεσμο:

Στηρίζεται σε μια θεμελιώδη παρανόηση: συγχέει τις απαρχές του ρεμπέτικου με τις απαρχές της δισκογραφίας του και των επαγγελματικών (από το πάλκο) παρουσιάσεών του, ενώ το ρεμπέτικο ξεκίνησε από παρέες ερασιτεχνών. Επίσης, θεωρεί ως πρώτη ρεμπέτικη ηχογράφηση το Σμυρναίικο Μινόρε της παπαγκίκα, που κατά τη γνώμη μου είναι απλώς ένα κομμάτι ηχογραφημένο από τραγουδίστρια που έλεγε και ρεμπέτικα, όχι ρεμπέτικο το ίδιο.

Νομίζω ότι αυτά, ιδίως το πρώτο (σύγχυση μεταξύ ιστορίας του είδους και ιστορίας της δισκογραφίας) είναι σύνδρομο μιας συγκεκριμένης κατηγορίας μελετητών: των δισκογραφικά-συλλεκτικά προσανατολισμένων. Δε χαλά ο κόσμος: κάνουμε μια νοερή μετάφραση, και όπου «birthplace of rembetiko» βάζουμε αυτό που πρέπει, π.χ. «birthplace της δισκογραφίας of rembetiko».

Πέραν αυτού, το άρθρο έχει ενδιαφέρον. Να, για παράδειγμα, μια πληροφορία που δεν είχα ξαναπετύχει, και που μόνο από δισκογραφικά-συλλεκτικά προσανατολισμένο μελετητή θα μπορούσαμε να τη μάθουμε:

Γύρω στη δεκαετία '20, λέει, το ράδιο στις ΗΠΑ είχε απειλήσει σοβαρά τη βιομηχανία των δίσκων, γιατί πρόσφερε δωρεάν μουσική σε κάθε χωριό, αρκεί να υπήρχε ρεύμα. Αλλά, υπήρχε ένα κοινό που δε θα καλυπτόταν από τη ραδιοφωνική μουσική: οι μετανάστες. Κι έτσι εκείνη την περίοδο οι δισκογραφικές αρχίζουν να κυνηγάνε με το ντουφέκι μουσικούς από τις μεταναστευτικές κοινότητες.

…Ήταν ένα δείγμα. Νομίζω ότι το άρθρο αξίζει τον κόπο.

Και δεν μπορώ να μη σχολιάσω ότι βλέπω και εδώ τον δαιμόνιο κουμπάρο μου, τον Παναγιώτη Λυγκ. Αυτή τη φορά μνημονεύεται ως βασική πηγή οξυδερκών πληροφοριών για τον Κατσαρό, βασισμένες στην προσωπική του γνωριμία μαζί του.

Επίσης, μαθαίνουμε βιβλιογραφία. Υπάρχει ήδη από το 1992 το μάστερ του Στηβ Φράγκου για τον Κατσαρό:

Frangos, Steve. 1992. “Yiorgos Katsaros: Last of the Greek-American Cafe’-Aman Singers,” Masterʼs Thesis, Indiana University, Bloomington.

Επίσης, ένα άρθρο του ίδιου πάλι για τον Κατσαρό, που υπάρχει ονλάιν.

(Του Φράγκου έχω διαβάσει ένα άλλο άρθρο για την Παπαγκίκα. Σημειωτέον ότι ο Κατσαρός ήταν ο ίδιος πληροφορητής του Φράγκου, και ζούσε ακόμη όταν γράφτηκαν και το μάστερ και το άρθρο.)

1 «Μου αρέσει»

Δεν είναι μόνο αυτά, με τα οποία βεβαίως συμφωνώ 100 %, είναι και τούτο: «The history of Greek rembetiko is the history of Greek immigrant musicians in the U.S.». Κάποιος πρέπει να πει στους Αμερικάνους (και στους Εγγλέζους…) ότι εκτός από τη χώρα τους, υπάρχουν και άλλες χώρες στον κόσμο και όλες, μα όλες, έγραψαν και γράφουν και αυτές ιστορία. Ειδικά για τη δισκογραφική ιστορία, ο συντάκτης του άρθρου δεν μπορεί να μη γνωρίζει ότι δίσκοι με αμανέδες (το Σμυρναίικο μινόρε είναι μανές) και άλλα κομμάτια που σήμερα συγκαταλέγονται (κακώς, αλλά…) στα ρεμπέτικα, ηχογραφήθηκαν και πολύ πριν από το 1918, σε άλλες όμως χώρες όπως π.χ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ( Σμύρνη, Κων/λη, Θεσ/κη).

άσε που, μιλώντας για 78άρηδες δίσκους, τους ονομάζει vinyl records….

Εχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι μελετητές, ακόμα κι αυτοί που δεν είναι συλλέκτες, είναι δισκογραφικά προσανατολισμένοι, και δεν έχουν μελετήσει αρκετά π.χ. τις παλιές παρτιτούρες.

Αυτό ειδικά, σε τί ακριβώς θα μπορούσε να βοηθήσει; Πόσο χρησιμοποιήθηκαν οι παρτιτούρες, τότε;

Δεν ξέρω αν υπάρχουν τόσο πολλές παρτιτούρες ρεμπέτικων, αλλά το θέμα δεν είναι μόνο να βρίσκεις τραγούδια. Είναι να ξέρεις ότι υπήρχε μουσική και πριν ηχογραφηθεί. Δεν ισχύει κατ’ ανάγκην για κάθε μουσική, αλλά για τις λαϊκές παραδόσεις προφανώς (προφανώς;…) ισχύει.

Δεν είναι παρτιτούρες κατ’ανάγκην ρεμπέτικων όπως τα αντιλαμβανόμαστε τώρα, αλλά η σόλο αυτοσυνοδευόμενη κιθάρα για «δημώδη», ο ρόλος της κιθάρας σαν όργανο συνοδευτικό του μαντολίνου (που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε και το πώς συνόδεψε το μπουζούκι) κλπ., η λιτή εναρμόνιση α λα λαούτο κλπ αποτυπώνονται σε παρτιτούρες της προ-δισκογραφικής εποχής. Και το γενικότερο ρεπερτόριο της κιθάρας στις παρτιτούρες καλύπτει την ίδια μουσική που ξέρουμε ότι έπαιζε η «αθηναϊκή σχολή» του πρώιμου τετράχορδου.

1 «Μου αρέσει»

Μα δεν ενδιαφέρει η προ - δισκογραφική εποχή.

Ακριβώς εδώ είναι το πρόβλημα, οταν δεν ενδιαφέρει η προ -δισκογραφική εποχή και οι γραπτές πηγές, τότε βλέπουμε τους μουσικούς των ηχογραφήσεων σαν αλεξιπτωτιστές που έπεσαν από το πουθενά, και βρίσκουμε αντιστοιχίες με ηχογραφήσεις μπλουζ κλπ. χωρίς να κατανοούμε το γενεαλογικό δέντρο π.χ. της λαϊκης κιθάρας.

1 «Μου αρέσει»

Δεν μπορώ να καταλάβω τί ακριβώς εννοείς με το παραπάνω κείμενο. Τί μας ενδιαφέρει, πχ, το “γενεαλογικό δέντρο της λαΊκής κιθάρας”; Πώς πέφτουν σαν αλεξιπτωτιστές οι μουσικοί των ηχογραφήσεων; Μουσικάρες ήταν, κι ας μη χρειάζονταν παρτιτούρα για να παίξουν την οποιανδήποτε μελωδία. Και το μπλούζ, πού κολλάει;

Ξεκινήσαμε τη συζήτηση με αφρμή την άποψη ότι ότι το ρεμπέτικο ξεκίνησε σ’ έναν τόπο στον οποίο, στην πραγματικότητα, ξενίκησε μόνο (ίσως) η δισκογραφία του. Ο συντάκτης αγνοούσε την προφορική προϊστορία του είδους.

Ο emc θα αναφέρεται, φαντάζομαι, όχι σε παρτιτούρες που χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι μουσικοί για να παίξουν αλλά εκείνες που εκδίδονταν για να κυκλοφορούν τα τραγούδια στο κοινό που ήθελε να τα παίξει σπίτι του, πράγμα στάνταρ πριν την επινόηση της δισκογρφίας και που συνεχίστηκε και αργότερα (κατά μία έννοια μέχρι και σήμερα, άλλωστε).

Αλλά επ’ αυτού θα έλεγα: είτε δίσκος είτε παρτιτούρα, μιλάμε πάντα για κάποιο είδος αποτύπωσης/καταγραφής. Προφορικά όμως το ρεμπέτικο υπήρχε και πριν την οποιαδήποτε αποτύπωσή του, και όχι βέβαια στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Τα ίδια τα τραγούδια δεν μπορούμε να τα ξέρουμε βέβαια χωρίς καταγραφή, μαρτυρίες όμως για την ύπαρξή τους ασφαλώς και υπάρχουν ένα σωρό.