- Ντερτ(ι)λί μανέδες.
Ονομασία ή προσδιορισμός τριών μανέδων που δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους.
α) Νταλγκάς 1928. Τίτλος «Ντερτιλί μανές» κατά Μανιάτη και φυλλάδιο Σίλαμπς, «Ντερτλί μανές» κατά τη βάση Σίλαμπς, τους Ρεμπ. Διαλόγους και το ΥΤ. Δίσκος Polydor Γερμανίας V-50502 (βάση ΣΛ) ή V-50501 (όλες οι υπόλοιπες πηγές), αρ. μ. 1164-BF. Δίστιχο: Τίποτις δεν απόκτησα στα χρόνια τα δικά μου, / μόνο το αχ μου έμεινε και το ’χω στην καρδιά μου.
Σαμπάχ μανές κλασικού ανατολίτικου τύπου. Σόλο Νταλγκάς εναλλασσόμενος με λύρα Λεονταρίδη, χωρίς καμία άλλη συνοδεία. Σαφώς συγκεκριμένη σύνθεση, με κάποια μοτίβα ή ολόκληρες φράσεις να επαναλαμβάνονται σε καίρια σημεία (π.χ. το εισαγωγικό ταξίμι, το εναρκτήριο Αμάν, το ταξίμι μεταξύ πρώτης και δεύτερης ενότητας και το καταληκτήριο ταξίμι στο τέλος της ηχογράφησης, όλα αυτά είναι βασικά η ίδια μελωδία). Εδώ έχουμε πλήρη δομή με διακριτές και διαφορετικές τις τρεις ενότητες του μανέ, κάτι που θεωρείται κλασική δομή αλλά είχαμε καιρό να το συναντήσουμε, καθώς συχνά η δεύτερη ενότητα είναι συγχωνευμένη με την τρίτη και/ή η πρώτη ίδια με την τελευταία.
β) Νταλγκάς 1931. Τίτλος «Χουζάμ Ντερτλί μανές» (ή Ντερτιλί, κατά ΡΔιαλ.). Δίσκος HMV AO-1002, αρ.μ. OW-84. Δίστιχο: Λένε σκληρό τον θάνατο που την ζωή μας σβήνει, / σκληρός είναι για μένανε που στη ζωή μ’ αφήνει.
Τον ακούμε στη βάση ΣΛ και στο ΥΤ.
Χουζάμ μανές, ανατολίτικου τύπου, πάλι με τρεις διακριτές και διαφορετικές ενότητες. Πιο ποικίλη μελωδία από του προηγούμενου, αλλά και πάλι προσχεδιασμένη. Εδώ μας το μαρτυρεί μια χαρακτηριστική κατεβασιά της κλίμακας (που μάλιστα δεν είναι Χουζάμ αλλά -εδώ- Σεγκιάχ, μία που θυμίζει λίγο Τσακιτζή), που την επαναλαμβάνουν ο Νταλγκάς στο κλείσιμο της πρώτης και της τρίτης ενότητάς του και η λύρα (Λεονταρίδης πάλι) στο γενικό κλείσιμο του κομματιού.
γ) Ρόζα 1932. Τίτλος «Ντερντλή Χετζάζ μανές» (Μαν.), «Ντερτλή Χετζάζ μανές» (βάση ΣΛ), «Ντερτλί Χετζάζ μανές» (φυλλ. ΣΛ), «Ντερτλί Χιτζάζ manes» (ΡΔ), «Ντερτλί - Χετζάζ μανές» (ΥΤ). Όσοι γιατροί, τόσες γνώμες. Δίσκος Parlophone B-21662, αρ.μ. 101293. Δίστιχο: Μήπως νομίζεις, άνθρωπε, με τα βουνά θα ζήσεις, / και πλούτη ατελείωτα γυρεύεις ν’ αποκτήσεις;
Αντιγράφω από τη βάση ΣΛ:
Από τους λίγους επώνυμους μανέδες, στο όνομα του Παν. Τούντα. Ιδιότυπη ορχήστρα με λύρα που ξεκινάει το οργανικό μέρος του μανέ και συνεχίζει με το βιολί του ο Γιάννης Δραγάτσης, ενώ στο κανονάκι ο περίφημος Νίκος Στεφανίδης (1895-1983), από τις επιφανέστερες μουσικές μορφές της Ανατολής, και από τις λίγες συμμετοχές του στη δισκογραφία των 78 στροφών.
Πρέπει να πω ότι δεν είμαι βέβαιος αν ακούω λύρα. Και δεν ξέρω από πού προκύπτουν τα ονόματα του Ογδοντάκη (Δραγάτση) και του Στεφανίδη: αν τα έχει η ετικέτα, δε θα έγραφε και τον λυράρη, που εδώ μένει ανώνυμος;
Χιτζάζ μανές ανατολίτικου τύπου. Εδώ -κάτι ασυνήθιστο- έχουμε τέσσερις ενότητες, καθώς το εναρκτήριο Αμάν αυτονομείται, με δικό του ταξίμι - ανταπόκριση πριν την κυρίως πρώτη ενότητα. Και πάλι μανές με συγκεκριμένη σύνθεση: παρόμοια όπως στον πρώτο μανέ, τον σαμπάχ του Νταλγκά, υπάρχει κι εδώ ένα χαρακτηριστικό σημείο -ένα που μοιάζει σαν ελεύθερη ανάπτυξη της μελωδίας «Μάνα μου τα λουλούδια μου», με τη χαρακτηριστική στάση στη δεύτερη βαθμίδα- που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές από τη Ρόζα και από το βιολί (και την «ίσως-λύρα»). Εξαιρείται όμως το κανονάκι, που αυτοσχεδιάζει ελεύθερα - ίσως δεν ήταν στις πρόβες. Στο τέλος, γύρισμα σε οργανικό τσιφτετέλι που δεν μπορώ να πω αν το βιολί το ήξερε ή το αυτοσχεδίαζε ή κάτι μεταξύ των δύο, πάντως το κανονάκι δεν το ήξερε και κρατάει μια ουδέτερη ρυθμική συνοδεία, όσο για τη λύρα, αν υπήρχε πριν, σίγουρα εδώ απουσιάζει.