Στους τρεις μανέδες που αναφέρω στο «Δεύτερον» του #30, και που αποτελούν διαφορετικές εκτελέσεις της ίδιας μελωδίας (και μάλιστα με το ίδιο δίστιχο: Μάνα μου είμαι φθισικός, τ’ αχείλι μου το κρύβει…) , προστέθηκε στο #38 ένας ακόμη, «Ο καημός του φθισικού» του Νταλγκά, με άλλο δίστιχο, που κι αυτός στηρίζεται, αν και λίγο πιο απόμακρα αυτή τη φορά, στο ίδιο μελωδικό σενάριο.
Ένας ακόμη μανές που πρέπει να ενταχθεί στην ίδια ομάδα είναι: Δημήτρης Φραγκούλης 1927, τίτλος «Το γκαζέλι του φθισικού», δίστιχο: «Ποιος φθισικός μάνα μ’ έγειανε να 'χω κι εγώ ελπίδα; / Όλο τον κόσμο γύρισα και σωτηρία δεν είδα», His Masters Voice AO-217, αρ.μ. BF-832. (Στους Ρ. Διαλ. και κάπου στο ΥΤ αποδίδεται σε άλλον τραγουδιστή, τον Δ. Τσιτσομήτρο, αλλά πρέπει να έχει γίνει λάθος.)
Έχουμε κι εδώ βέβαια κάποιες διαφοροποιήσεις. Το εναρκτήριο επιφώνημα είναι τόσο εκτενές, σε διάρκεια και σε μελωδική κίνηση, ώστε μπορούμε να πούμε ότι πρακτικά αναπτύσσεται σε ξεχωριστή ενότητα, χώρια από τις τρεις κύριες. Επιπλέον, στη διάρκεια αυτής της ενότητας η μελωδία -που γενικά κινείται στα χαμηλά- πιάνει αρκετά και το υποκείμενο 4χ Ραστ κάτω από την τονική (κάτω Ρε - κάτω Μι - κάτω Φα# - Σολ, αν θεωρήσουμε ότι η τονική Ραστ είναι στο Σολ / αλλιώς: 4χ Ραστ στο Γιεγκιάχ), κάτι που πολύ πιο υπαινικτικά επαναλαμβάνεται και στον μελωδικό επίλογο του μανέ, ενώ δεν το βρίσκουμε στους προαναφερθέντες τέσσερις μανέδες. Πέραν αυτού όμως, ακολουθεί τα ίδια βασικά βήματα όπως κι ο Νταλγκάς στον «Καημό του φθισικού», δηλαδή τα ίδια περίπου όπως κι ο Καρίπης, ο Αραπάκης και -ξανά- ο Νταλγκάς στους άλλους τρεις. Στην πρώτη από τις κύριες ενότητες (=στον πρώτο στίχο), εκεί που ο Νταλγκάς στον «Καημό» πραγματοποιούσε δύο φορές την κάθοδο από την 5η στην τονική επαναλαμβάνοντας δύο φορές ολόκληρο τον 15σύλλαβο με γρήγορη εκφορά, ο Φραγκούλης το κάνει κάθε φορά με ένα ημιστίχιο σε αργότερη εκφορά.
Παρατηρεί κανείς ότι ο μανές είναι στιχουργικά αδέξιος, πράγμα γενικά σπάνιο: ο μεν πρώτος στίχος έχει λάθος συλλαβές (είτε μετρήσουμε και το «μάνα μ’» ως μέρος του καθαυτού στίχου είτε το θεωρήσουμε τσάκισμα που δε συνυπολογίζεται), ο δε δεύτερος ετοιμαζόταν κι αυτός να βγει υπέρμετρος αλλά τον μπαλώνει ο τραγουδιστής προφέροντας τη λ. σωτηρία ως σωτηριά (ξεκάθαρα: σωτηργιά ακούγεται). Πιθανολογώ να πρόκειται για λάθη αμηχανίας του τραγουδιστή λόγω τρακ:
Ο Δ. Φραγκούλης είναι ένας ελάχιστα γνωστός τραγουδιστής, με μικρή δισκογραφική παρουσία, κυρίως μανέδες και δύο δημοτικά - κι αυτά καθιστικά, δηλαδή και πάλι κομμάτια φωνητικής δεξιοτεχνίας, τροπικά και ευρέως μαλισματικά. Το Γκαζέλι του φθισικού είναι η πρώτη εντοπισμένη ηχογράφησή του. Άρα, αν και εξαιρετικός τραγουδιστής (θα μπορούσε ίσως να είναι ψάλτης, ή πάντως μουσικός κάποιας συστηματικής παιδείας, αλλιώς πρόκειται για ιδιοφυές ταλέντο), δεν είχε εμπειρία από τις ιδιόρρυθμες συνθήκες του στουντίου ηχογραφήσεων. Μπορεί λοιπόν μπροστά στο χωνί, το χρονόμετρο κλπ. να τα 'χασε, και να μπουρδούκλωσε ένα δίστιχο που ενδεχομένως να τον είχε στο μυαλό του σε πολύ πιο στρωτή μορφή, π.χ. (λέμε τώρα) «Ποιος φθισικός γιατρεύτηκε να ‘χω κι εγώ ελπίδα; / Όλο τον κόσμο γύρισα και γιατρειά δεν είδα» (με ή χωρίς το «μάνα μ’»). Άλλωστε, και το τόσο εκτενές εναρκτήριο επιφώνημα που ήδη σχολιάστηκε, μπορεί να είναι δείγμα μιας πρακτικής που επικρατούσε στη ζωντανή μουσική αλλά που οι στουντιακά έμπειροι αμανετζήδες την παρέλειπαν λόγω των χρονικών περιορισμών ενώ ετούτος, καινούργιος στον χώρο, δεν το 'ξερε κι έτσι μας άφησε ένα σπάνιο δείγμα. (Φαντάζομαι δηλαδή το σκηνικό: «Μήτσο, σου 'χα πει, το «αμάν» στην αρχή μην το τραβήξεις πολλή ώρα, δε θα προλάβεις για τα υπόλοιπα» - «Ε εντάξει, ένα λεπτό και δέκα είπα, ούτε δύο λεπτά!»).
Τρίτον, τέσσερις άλλοι μανέδες (ή πέντε, βλ. παρακάτω), Ραστ κι αυτοί, με διαφορετικά δίστιχα, που και πάλι, αν δεν έχουν την ίδια μελωδία μεταξύ τους -έτσι κι αλλιώς πάντα υπάρχει περιθώριο για αυτοσχεδιαστικές παραλλαγές-, πάντως σαφώς πατάνε στο ίδιο καλούπι, διαφορετικό τώρα από εκείνο των προηγούμενων πέντε. «΄Ιδιο καλούπι» εννοώ ότι π.χ. το εναρκτήριο επιφώνημα ξεκινάει από την τάδε νότα, κινείται στο τάδε 5χορδο και καταλήγει στη δείνα νότα / ότι στην πρώτη ενότητα ο κυρίως στίχος είναι ουσιαστικά σε μία νότα, την τάδε, και οι μελισματικές εκτροπές κινούνται από εδώ μέχρι εκεί / κλπ. Όλα αυτά λοιπόν τα κάνουν κατά τον ίδιο μεταξύ τους τρόπο, όχι γιατί έτσι επιβάλλει το μακάμι, αλλά γιατί από τις διάφορες δυνατότητες που επιτρέπει το μακάμι οι τραγουδιστές επέλεξαν τις ίδιες.
Ατραΐδης 1928, τίτλος «Φθισικός» ή «Φθισικός μανές» ή «Του φθισικού», που ξανααναφέρθηκε στο #30. Δίστιχο «Μάνα μου είμαι φθισικός, τ’ αχείλι μου το κρύβει / το πρόσωπό μου μαρτυρεί πως η ζωή είναι λίγη», Columbia 8264 GB, αρ.μήτρας: 20321.
Παπασιδέρης 1929, τίτλος απλώς «Ραστ μανές», δίστιχο «Πεθαίνω με παράπονο γιατί δε νοιώθω πόνο…», PARLOPHONE Γερμ. B 21571, αρ.μ. 101075. Από τις ευτυχείς περιπτώσεις όπου δε βρήκα αντιφάσεις ανάμεσα στις τέσσερις πηγές.
Ρούκουνας 1936, τίτλος «Ο φθισικός», δίστιχο «Μάνα μου είμαι φθισικός, πεθαίνω πια σ’ το λέω…», ODEON GA-1944, αρ.μ. Go-2466. Κι εδώ συμφωνία μεταξύ των πηγών (συμπεριλ. και του ΥΤ). Σημειώνω ότι με τον ίδιο τίτλο ο Ρούκουνας έχει τραγουδήσει και δύο τραγούδια, Μάνα με λένε φθισικό (Σ. Γαβαλά 1933) και το γνωστό Μάνα μου το στήθος μου πονεί (Ι. Μοντανάρη, 1935 και 1976) που είναι ασαφές ποιος είναι ο επίσημος τίτλος του, ίσως Σαν πεθάνω.
Παπασιδέρης 1933, τίτλος «Ραστ Αραμπί μανές», δίστιχο «Φθίση πώς με κατήντησες και γιατρειά δεν έχω…», Columbia DG-477, αρ.μ. WG-740 [-3]. Στη βάση του ΣΛ αναφέρεται ως συνθέτης κάποιος Ρουμελιώτης, στους Ρ.Διαλ. (και στο ΥΤ) μαθαίνουμε και το μικρό του όνομα, Κώστας.
Προσθέτω κι έναν πέμπτο, ο οποίος είναι βέβαιο ότι δεν ακολουθεί αυτούσια την ίδια μελωδία, καθώς -παρά τον τίτλο του- δεν είναι στον ίδιο δρόμο. Παρά ταύτα, κι αυτός ακολουθεί το ίδιο γενικό χνάρι ως προς τη μελωδική ανάπτυξη με τους άλλους τέσσερις, οι οποίοι είναι όλοι κανονικό Ραστ:
Κ. Θωμαΐδης 1928, τίτλος «Ραστ Μανές» ή, στον Μανιάτη, «Ραστ Νεβά Μανές», δίστιχο «Μάνα μου είμαι φθισικός, πεθαίνω πια σ’ το λέω…», GA-1273, αρ.μ. Go-691. Δεν ξέρω πώς του δόθηκε αυτός ο τίτλος, πάντως ο μανές είναι κατά βάση Σουζινάκ, αν και σε σημεία γυρίζει και σε Ραστ (δηλ. αναιρεί την ύφεση της 6ης βαθμίδας).
Οι πέντε αυτοί μανέδες ακολουθούν, μέχρι και την ολοκλήρωση της πρώτης [κύριας] ενότητας, το ίδιο μελωδικό σενάριο με τους προηγούμενους πέντε. Μετά όμως έρχεται το (αναμενόμενο) πέταγμα στην οκτάβα, η δεύτερη ενότητα καταλήγει εκεί, και η τρίτη είναι αφιερωμένη στην κάθοδο από την οκτάβα στην τονική.
Χωρίς αρίθμηση, δύο μανέδες τώρα που δεν έχουμε ασφαλή ένδειξη ότι ακολουθούν προσχεδιασμένη σύνθεση, αφού δεν έχω εντοπίσει άλλον ίδιο με κανέναν τους. Τους παραθέτω για λόγους μεθοδολογικούς:
Καρίπης 1928, τίτλος «Ραστ Μαχ[μ]ούρ μανές», δίστιχο «Όλοι με λένε φθισικό μα και εγώ το νιώνω…», Odeon GA-1268, αρ.μ. Go-598. Πρώτη ενότητα ίδια, πρακτικά, με όλων (5+5) των προηγούμενων. Δεύτερη ενότητα, τίναγμα στην οκτάβα, όπως στους 5 δεύτερους, αλλά κατάληξη, αντίθετά από εκείνους, στην 5η. Τρίτη ενότητα, κάθοδος από την 5η στην τονική, άρα ίδια με τους 5 πρώτους.
Από τις πηγές άλλες δίνουν στον τίτλο «Μαχμούρ» και άλλες «Μαχούρ». Ενδεχομένως το σωστό μεν να είναι Μαχούρ αλλα΄το λάθος να είχε ήδη εμφιλοχωρήσει στην αρχική ετικέτα. Πάντως δεν πρόκειται για μακάμ Μαχούρ αλλά Ραστ (με συμπεριφορά Μαχούρ μεν σε κάποιο σημείο, η οποία ωστόσο είναι κάτι κανονικό και αναμενόμενο μεσα στο Ραστ).
Παπασιδέρης 1929, τίτλος «Φθισικός μανές» ή «Του φθισικού μανές», δίστιχο «Ωσάν το νεκρικό κερί μάνα άρχισα και λιώνω…» [και όχι «μαράθηκα και λιώνω»], Columbia Αγγλ. 18051 / 20658. Εδώ μου δίνεται η εντύπωση ότι ο τραγουδιστής έχει ταυτόχρονα στον νου του διάφορα εναλλακτικά μελωδικά σενάρια, αλλά τα αναμειγνύει κατά τρόπο αυτοσχέδιο και μάλιστα λίγο τυχαίο.
Εναρκτήριο επιφώνημα από την οκτάβα. Μας προδιαθέτει σαφώς για Μαχούρ, μετά όμως αλλάζει γνώμη και το γυρίζει σε Ραστ. Πρώτη ενότητα, άκρες μέσες όπως σ’ όλους τους προαναφερθέντες μανέδες: από 5η προς τονική. Δεύτερη ενότητα, ξανά στην οκτάβα, όπου και καταλήγει (όπως οι δεύτεροι 5, βλ. παρόν μήνυμα πιο πάνω). Τρίτη ενότητα: αφήνει μετέωρη την προηγούμενη στάση στην οκτάβα, ξαναπιάνει το νήμα από την 5η, κι από κει μάς κατεβάζει στην τονική για το κλείσιμο (όπως οι 5 πρώτοι και ο αμέσως ανωτέρω του Καρίπη 1928). Δηλαδή ανακάτεμα σκηνών από διαφορετικά μελωδικά σενάρια, αλλά με ασυνέχειες.
Σημειώνω ότι δεν έχω ψάξει καθόλου, μέχρι στιγμής, αν σε μανέδες άσχετους από τη θεματική της φθίσης επαναλαμβάνεται κάποιο από όλα τα παραπάνω σενάρια. Πάντως, είτε με τυποποιημένα σενάρια είτε χωρίς, στους μανέδες της φθίσης το μακάμ Ραστ επικρατεί συντριπτικά - αν και όχι 100%.