Τυποποιημένοι μανέδες

Εκείνος, ο Χιώτικος μανές:

«Ας ήμουνα, τι να ‘μουνα γύρος του φουστανιού σου
να έσκυπτα, να έβλεπα την τρύπα του μουνιού σου»

σε τι δρόμο είναι; Έχει ξανασχολιαστεί;

Καλή Σαρακοστή.

1 «Μου αρέσει»

Μνμ #10. Στην αρχή αρχή του παρόντος νήματος έχει ευρετήριο των μανέδων, που διαρκώς επικαιροποιείται.

Υπάρχει οργάνωση λέμε!

2 «Μου αρέσει»

Ταγκό από το 1911; Το ταγκό ήταν στα μπουρδέλα του Μπουένος Άιρες τότε σύμφωνα με τον Πιατσόλα (Histoire du Tango). Μην είναι η στάνταρ κανταδόρικη εκδοχή του συρτού με συνοδεία ρυθμού χαμπανέρας;

Όσο δεν είναι ταγκό, άλλο τόσο δεν είναι και χαμπανέρα. Ο ανεβάστορας του Σίλαμπς προσπαθεί να περιγράψει τον μουσικό ρυθμό (όχι τον χορό) αλλά, όπως έχουμε χιλιοξανασχολιάσει, αυτός ο χώρος, οι μουσικοί ρυθμοί, έχει πρόβλημα με το λεξιλόγιο. Αρκεί να σκεφτούμε λίγο την όχι σπάνια σημείωση «συρτός σε ρυθμό μπάλου» για να μην έχουμε καμία αυταπάτη για την ακρίβεια αυτής της ονοματολογίας.

Η ακρίβεια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι μία και μοναδική: το κομμάτι είναι τεσσάρι. Τίποτα λιγότερο, τίποτα παραπάνω, απλό τεσσάρι. Ούτε φυσικά ως ταγκό είναι τονισμένο, ούτε ως χαμπανέρα, μπαγιό ή οτιδήποτε. Ο οργανοπαίκτης ακολουθεί πιστότατα το τεσσάρι και ο Γιαγκούλης προσπαθεί να ακολουθήσει, σωστά σε ό,τι αφορά τον ρυθμό. Στο τέμπο τα χαλάει λιγάκι κάποιες φορές, οπότε η φύσα αναγκάζεται να αλλάξει κι αυτή λίγο το τέμπο, να προσαρμοστεί στο τραγούδισμα.

  1. Τσακπίν Κατηφές μανές.

Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Ο τίτλος απαντά 8 φορές στη λίστα μανέδων των Ρεμπέτικων Διαλόγων. Και οι 8 αντιστοιχούν σε ηχογραφήσεις του σκοπού που είναι γνωστός ως Τσακπίν ή (για αδιευκρίνιστους λόγους) ως Κατιφές. Οι πραγματικοί τίτλοι των δίσκων είναι άλλοι, συνήθως «Κατιφέ» ή «Κατηφές», ενίοτε ο πρώτος στίχος (οι στίχοι ποικίλλουν πολύ ανά ηχογράφηση), πάντως το πλήρες αυτούσιο «Τσακπίν Κατηφές μανές» δε νομίζω να υπάρχει πουθενά, και οπωσδήποτε όχι και τις 8 φορές.

Δεν είναι μανές, είναι κανονικό τραγούδι ή μάλλον σκοπός (με μεγάλο μουσικολογικό ενδιαφέρον, αλλά εκτός της παρούσας θεματολογίας μας).

Από τις οχτώ ηχογραφήσεις:

  • μία (Ατραΐδης 1929) περιλαμβάνει έναν σύντομο φωνητικό αυτοσχεδιασμό, εξαιρετικό πρέπει να πούμε, πάνω στις λέξεις «αμάν» και «ωχ», που πολύ διασταλτικά μπορεί κανείς να τον πει και μανέ, τεχνικά όμως όχι βέβαια, αφού δεν έχει στίχους
  • μία (Σωφρονίου 1929) έχει ένα παρόμοιο αλλά ακόμη πιο σύντομο, υποτυπώδες, ουσιαστικά απλώς ένα μακρύ αμάν σε 2-3 νότες χωρίς καν μελωδική ανάπτυξη
  • μία (Γιώργος Παπαδόπουλος 1967) δεν την εντοπίζω πουθενά -λογικό, με τόσο κοινό όνομα και χωρίς να ξέρουμε τον πραγματικό τίτλο της ηχογράφησης- και άρα δεν ξέρω τι περιλαμβάνει, αλλά με τέτοια χρονολογία δεν ξέρω και τι θα έπρεπε να περιμένω…
  • και οι άλλες πέντε δεν περιλαμβάνουν τίποτε άλλο εκτός από κανονικό έρρυθμο τραγούδι με έμμετρους στίχους, και οργανικά μέρη.

Οι άλλες πέντε είναι με τον Ασίκη 1928, με τον Νταλγκά 1928, με την κυρία Πιπίνα (Δέσποινα Καλλιγέρη) 1929, με τη Ρόζα 1931, και άλλη μία πολύ μεταγενέστερη, πάλι με τη Ρόζα, γριά, σε ζωντανή ηχογράφηση. Αναμφίβολα αυτός ο δημοφιλέστατος σκοπός θα είχε κι άλλες ηχογραφήσεις. Το γιατί αυτές οι οχτώ επιλέχτηκαν για να μετονομαστούν σε «Τσακπίν Κατηφές μανές» και να περιληφθούν σε μια λίστα μανέδων δεν μπορώ να το εξηγήσω.

Αν και εκτός θεματολογίας, μια απορία που έχω από καιρό:
Ο «Μεθυσμένος» του Ογδοντάκη (εδώ με τον Ρούκουνα, 1931) μού θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τον κατηφέ, σε ένα κομμάτι του τραγουδιστικού μέρους. Ιδέα μου είναι;

Μοιάζει, αλλά όχι σε βαθμό κακουργήματος θα έλεγα…

1 «Μου αρέσει»

Λείπει το Τσάχ - Πίν!, σήμα κατατεθέν του καντηφέ.

1 «Μου αρέσει»

Hamiyet Yüceses - Kadifeden Kesesi - YouTube Κατηφές!!!

1 «Μου αρέσει»

Kαι στην οκτάβα!

1 «Μου αρέσει»

Έχουμε ξαναμιλήσει για την Χαμιγιέ εδώ στο φόρουμ αλλά δεν θυμάμαι που.

Και χωρίς τσαχπιν(ιες).

Το τσαχπιν, στην παλιά δισκογραφία, εμφανίζεται στον Ατραϊδη και στον Νταλγκά. Στους Ασίκη, Σωφρονίου, Ρόζα (1931) λέγεται άλλο (γεια σου) και στην κυρία Πιπίνα τίποτα.

Υπάρχει και η εκτέλεση με την Μαρίκα Φρατζεσκοπούλου (Πολίτισσα) 1930 που όντως, κάποια στιγμή, το γυρίζει σε ημιτελή αμανέ (καμιά φορά και η καρδιά, κρυφά κρυφά ραϊζει). Τσαχπίνικα τα μάτια μεν αλλά ούτε και εδώ έχει τσαχπιν.

Τσαχπίν έχουμε στις νεώτερες εκτελέσεις (Βούλα Πάλλα, Αλεξίου)

Σε κανονικές συνθήκες (κανονικό γλέντι) δεν ξέρω τι γινόταν και τι γίνεται. Πάντως νομίζω ότι ούτε και οι Ναξιώτες, που το έχουν ενσωματώσει, λένε τσαχπίν.

Ίσως ο κατηφές άξιζε ιδιαίτερο νήμα.

1 «Μου αρέσει»

Μα, η λέξη Τσαχπίν στις ελληνικές εκτελέσεις δεν έμπαινε, μόνο στις τούρκικες. Επειδή όμως ήταν πράγματι σήμα κατατεθέν του κομματιού, η ελληνική εκτέλεση έβαζε το γειά σου στη θέση του τσαχπίν, αλλά όχι τύπου “γειά σου Σαλονικιέ μου” αλλά γειά! - σού!

Στην ενότητα 7 «Μανές του φθισικού και άλλοι συναφείς» είχαν εξεταστεί καμιά δεκαπενταριά μανέδες, όλοι σε μακάμι Ραστ, και είχε προκύψει ότι υπάρχουν πεντέξι που αποτελούν διαφορετικές εκτελέσεις της ίδιας σύνθεσης (ενίοτε και με τους ίδιους στίχους), άλλοι πεντέξι που και πάλι αποτελούν διαφορετικές εκτελέσεις μιας άλλης σύνθεσης, και οι υπόλοιποι μεμονωμένοι.

Προσθέτω άλλον ένα. Δεν ήταν εύκολο να τον εντοπίσω ψάχνοντας, γιατί ο τίτλος δεν παραπέμπει άμεσα σε φθίση: Βερεμλή σαμπάχ μανές. Βερεμλή σημαίνει φθισικός στα τούρκικα, αλλά πού να σκεφτώ να αναζητήσω τέτοια λέξη μπας και βρω τίποτα! Τον βρήκα όμως τυχαία, και τον προσθέτω.

Τραγουδάει ο Νταλγκάς. Δίσκος COLUMBIA Αγγλίας 18063, αρ. μήτρας 20566, χρονιά 1929, δίστιχο: Μάνα μου διώξε τους γιατρούς οπού με τυραννούνε / αφού δεν είναι ικανοί τον πόνο μου να βρούνε. Ακούμε:

Το δίστιχο μας είναι βέβαια πολύ γνωστό και από το τραγούδι του Κατσαρού, με την πολύ μικρή διαφορά ότι εκεί λέει «να μη με τυραννούνε». Ως προς τον σκοπό, κατ’ αρχήν είναι αξιοσημείωτο ότι δίπλα σε περίπου δεκαπέντε φθισικούς μανέδες που είναι όλοι ραστ, αυτός είναι ο μόνος σαμπάχ.

Είναι τυποποιημένος;

Είμαι αρκετά βέβαιος ότι μανέδες με την ίδια βασική μελωδική ανάπτυξη έχω ξανακούσει αρκετούς. Θα μπορούσε όμως και να υποστηριχτεί ότι το ίδιο το μακάμι είναι τόσο δεσμευτικό ώστε ακόμη και αυτοσχεδιάζοντας δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια να πει κανείς κάτι διαφορετικό. Δεν είμαι σε ετοιμότητα να πω αν έχω ακούσει σαμπάχ μανέ που να μην ακολουθεί την ίδια ανάπτυξη.

Ο δε τίτλος μού δίνει την αφορμή να σχολιάσω και κάτι άλλο:

Μανέδες αυτού του τύπου, δηλαδή μακαμίστικοι, όχι δυτικότροποι, αυτό που λέμε «κλασικοί» ή και «αλά τούρκα», σχετικά συχνά έχουν τούρκικους τίτλους. Υπάρχει και στα ελληνικά η λέξη «βερέμης» = φθισικός, και φυσικά προέρχεται από τα τούρκικα, το «βερεμλή» όμως δεν προέρχεται από τα τούρκικα, είναι καθαυτό τούρκικα (αλλιώς θα ήταν βερεμλής ή βερεμλήδικος ή κάτι τέτοιο). Παρόμοια έχουμε και: Ζουρναλή χιτζάζ μανές (μανές με συνοδεία ζουρνά, αντί λύρας ή κάποιου άλλου πιο συνηθισμένου οργάνου που δε θα χρειαζόταν να αναφερθεί), Ντερτλή χιτζάζ μανές [στα ελληνικά θα λέγαμε ντερτ(ι)λήδικος ή έστω ντερτ(ι)λής], Μερακλή Ραστ μανές (ομοίως), Μπουλμπούλ μανές. Έχουμε ακόμη το «Μπέγιογλου Μανεσί», δηλ. «Μανές από το Μπέγιογλου (=το Πέραν)», καθαρά τούρκικο, παράλληλα προς το «Μπέγιογλου Μανές» (τίτλος άλλης ηχογράφησης του ίδιου σκοπού) που είναι οι ίδιες λέξεις αλλά στα ελληνικά.

Η τουρκοπρέπεια αυτή δείχνει ότι ο χαρακτηρισμός «μανέδες αλά τούρκα» δεν είναι αυθαίρετος. Τον συναντήσαμε στη βιβλιογραφία και σιγά σιγά τον υιοθέτησα. Πλέον πείθομαι ότι ήταν σωστή επιλογή. (Ενώ αντίθετα παραμένω αναποφάσιστος για το πώς να ονομάζουμε τους άλλους: αλά φράγκα; αλά γκρέκα; δυτικότροπους; σμυρναίικους; Θα επανέλθω σ’ αυτό το ζήτημα εν ευθέτω χρόνω…)

Αλα γκρέκα δεν υπάρχει και δεν νομίζω ότι θα μας εξυπηρετούσε να το καθιερώσουμε. Αντί για αλα φράνκα θα προτιμούσα το δυτικότροπος, που έχει υπάρξει ήδη απ’ το 2004. Ο προσδιορισμός σμυρναίικος δεν μου φαίνεται κατάλληλος για «μη τουρκοπρεπής» κι ας προσδιορίζει το «δυτικότροπο» της προσέγγισης αρκετά έντονα (για όσους ξέρουνε), επειδή η Σμύρνη ήταν πάντα Τουρκία, πολιτικά.

(η επισήμανση, δική μου)

Μπορείς, Περικλή, να παραθέσεις παραδείγματα;

  1. Γιαννιώτικος μανές

Τραγούδι με τον Γιάννη Τσανάκα και την εστουδιαντίνα του. Δίσκος Favorit Record 1-55047 του 1912, ανατύπωση Columbia Αμερικής E 6075, 1918. Ακούμε:

Επ’ ουδενί δεν είναι μανές. Είναι γιαννιώτικα στιχοπλάκια (δίστιχα), σε τοπικό παραδοσιακό σκοπό. «Κάνουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά…». Απλώς είναι ελεύθερου ρυθμού.


@nikos_politis :

Το «αλά τούρκα» αλλά χωρίς έτερο αντιδιαστελλόμενο σκέλος το χρησιμοποιεί κι ο Ανδρίκος στο βιβλίο για τους δρόμους. «Ο δρόμος σαμπά // Το αλά τούρκα σαμπά» σημαίνουν, το πρώτο τον δρόμο όπως τον χρησιμοποιούν τα μπουζούκια στο κλασικό ρεμπέτικο και το δεύτερο, χονδρικά, τον δρόμο όπως παίζεται από βιολιά κλπ. σε τραγούδια που ακολουθούν τη λογική του μακάμ αλλά χωρίς να είναι εκτεταμένες συνθέσεις όπως οι οθωμανικές που παρουσιάζουν το πλήρες μακάμ.

Γενικά είναι εύκολο να πεις «αφενός αλά τούρκα», το «αφετέρου» είναι το δύσκολο!

1 «Μου αρέσει»

Όχι μόνο “απλώς ελεύθερου ρυθμού”. Είναι, ουσιαστικά, Γιαννιώτικο “κλέφτικο”.

Πάντως, με την πολύ κακή ποιότητα ήχου του συγκεκριμένου δίσκου, μόνο η μελωδία αναγνωρίζεται, από το στιχουργικό κείμενο σχεδόν ούτε μία λέξη δεν μπόρεσα να καταλάβω…

Δεν είμαι ιδιαίτερα γνώστης της γιαννιώτικης παράδοσης, αλλά δε θα το έλεγα «κλέφτικο», έστω και έχοντας υπόψη τη λαϊκή ορολογία που χαρακτηρίζει κλέφτικα τα τραγούδια αυτού του μελωδικού τύπου ανεξαρτήτως αν μιλάνε για κλεφτουριά ή για οτιδήποτε άλλο:

Πρώτον, εδώ είναι δίστιχα, όχι συνεχόμενο τραγούδι, και δεύτερον η μελωδία καλύπτει, ακριβώς, ένα πλήρες δίστιχο. Τα κλέφτικα έχουν τριημίστιχη δομή, δηλαδή η μελωδία καλύπτει ενάμιση στίχο (στην επόμενη στροφή το μισό που περίσσευε επαναλαμβάνεται ως πρώτο, συμπληρώνεται με το δεύτερο μισό του, και μπαίνει και το μισό του τρίτου στίχου, κ.ο.κ.). Τέτοιοι σκοποί εξυπηρετούν ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία. Όταν υπάρχει, πρέπει το τέλος του στίχου να είναι στο τέλος της μελωδικής στροφής, αλλιώς πάει χαμένη.

Τα λόγια τα έχει αποκρυπτογραφήσει, όσο κατάφερε, ο Π. Κωνσταντόπουλος που το ανέβασε στο ΥΤ. Το πρώτο δίστιχο το βρήκα σε σύγχρονες εκτελέσεις να το λένε σε άλλο σκοπό, που είναι όντως κλέφτικος, και βλέπει κανείς ότι το ταίριασμα στίχου-μουσικής δεν είναι ιδανικό: αφού ολοκληρωθεί το δίστιχο πρέπει κατ’ ανάγκην να μπει άλλος μισός στίχος, οπότε κολλάνε στο καπάκι κάποιο επόμενο δίστιχο (άλλο στη μία εκτέλεση που άκουσα κι άλλο στην άλλη), χαραμίζοντας την επιγραμματική αυτοτέλεια του κάθε διστίχου.

Τσανάκας στο ΥΤ
Γεροδήμος 2004
Καψάλης

Η τριημίστιχη δομή δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τα κλέφτικα. Και στα ριζίτικα της Κρήτης είναι πολύ συνηθισμένη, και σε έρρυθμα τραγούδια από κάθε περιοχή - γενικά πρέπει να ήταν ο κανόνας πριν την εισαγωγή της ομοιοκαταληξίας στον ελληνικό δημοτικό στίχο. Τα τραγούδια τελειώνουν είτε με μισό ξεκρέμαστο στίχο είτε με επανάληψη του πρώτου πρώτου ημιστιχίου, για να συμπληρωθεί η τελευταία μουσική στροφή.

Στην δική μου έρευνα για τον Αμανέ προτίμησα το «ανατολικός» απ’ το «αλα τούρκα», επειδή δεν μπόρεσα μεν να βρώ και να ακούσω αμανεδοειδή ηχογραφήματα από την Περσία ή τις αραβικές χώρες ή κάπου κοντά, όμως δεν θα μπορούσα με τίποτα να αποκλείσω την ύπαρξη ομοειδούς μουσικού είδους στις περιοχές αυτές.