Της Φυλακής, τραγούδι αστικό του Νικολάου Κουφιανού

Λοιπόν, φίλε Αλέκο, το θεωρώ σημαντικό που έστρεψες την προσοχή σ’ αυτό το τραγούδι. Απ’ όσα είμαι σε θέση να ξέρω, είναι στιχουργικά διαφορετικό απ’ ό,τι άλλο έχει ηχογραφηθεί ή κυκλοφορεί προφορικά σε ταμπαχανιώτικο. Συνήθως η θεματολογία των ταμπαχανιώτικων είναι παρόμοια με των αμανέδων: τα βάσανα της ζωής, τα βάσανα του έρωτα, φιλοσοφικά-γνωμικά για το εφήμερο της ζωής και την ανάγκη να τη χαιρόμαστε. Σε αμανέδες θα βρούμε καμιά φορά και φυλακίσια θεματολογία, αλλά και πάλι πιο πολύ σε επίπεδο φιλοσοφικό-γνωμικό (ότι είναι μεγάλο βάσανο κλπ.), όχι πόσα του 'ριξε ο πρόεδρος και πόσα ο σαγγελέας. Αυτή η οπτική (ταπεινές και αντιηρωικές μικροϊστορίες) είναι ρεμπέτικη, θεωρώ. Και αφού βρέθηκε ένα ταμπαχανιώτικο με τέτοιους στίχους, δύο τινά συμβαίνουν: είτε πρόκειται για μια ειδική εξαίρεση, πράγμα αρκετά αξιοσημείωτο από μόνο του, είτε για δείγμα μιας παράδοσης που επίσης υπήρχε, παράλληλα προς την πιο γνωστή, και δεν έτυχε να την ξέρουμε - ντρέπονταν να τα ηχογραφήσουν, ή τα ηχογραφούσαν αλλά δεν έτυχε να τα εντοπίσουμε και να τα μάθουμε, ή οτιδήποτε παρόμοιο.

Όσο για τον ίδιο τον Κουφιανό:

Δεν τον ήξερα καθόλου μέχρι που βγήκε το Μίλιε μου Κρήτη. Εκεί τον πρωτοάκουσα, αλλά μέσα στις εκατοντάδες τραγούδια ποικίλων στυλ της έκδοσης δεν μπόρεσα να τον ξεχωρίσω. Αυτό που ακούω τώρα μου κάνει τρομερή εντύπωση. Τέτοια λύρα, δεκαετία 30, τέτοιος ήχος, ζεστός, μεστός, ακριβής, ώριμος σαν το παλιό κρασί, είναι κάτι όχι απλώς σπάνιο αλλά μπροστά από την εποχή του. Με παρακινείς να κάτσω να τον γνωρίσω απ’ την αρχή.

3 «Μου αρέσει»