Το ζήτημα των χορδών μου φέρνει την εξής σκέψη:
Κατ’ αρχήν, εντέρινες χορδές έχουν τα όργανα που μπορούν να παίξουν μ’ αυτές, και μεταλλικές πάλι εκείνα που μπορούν. Κάποια μπορούν να παίξουν και με τις δύο. Δεν ξέρω το κριτήριο, αλλά οι οργανοποιοί θα το ξέρουν φαντάζομαι.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διαφορά ανάμεσα στο έντερο και το τέλι: Η εντέρινη χορδή μπορεί να κατασκευαστεί από οποιονδήποτε, μέσα στο αγροτικό του νοικοκυριό, με μια στοιχειώδη τεχνογνωσία και χωρίς ειδικό εξοπλισμό. (Στη Ρόδο μου είχαν εξηγήσει πώς τις έφτιαχνε παλιά κάποιος μπάρμπας για τη λύρα του, δε θυμάμαι όλη τη μέθοδο αλλά ήταν απλή). Η μεταλλική κατασκευάζεται στα ειδικά εργαστήρια. Άρα η μία μάς πάει στην ιδιοκατασκευή και η άλλη στην αγορά. Η μία στη λογική αυτάρκειας και ανακύκλωσης του αγροτικού κόσμου και η άλλη στην καταναλωτική λογική του κόσμου της πόλης. Για όργανα που παίρνουν μεταλλικές χορδές χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα αγοράς τους, έχουμε ακούσει ιστορίες όπου έγδυναν ηλεκτρικά καλώδια, τα φρένα που ανέφερα πιο πριν κλπ…
Από τη χορδή, το επόμενο στάδιο γενίκευσης έρχεται αυτόματα: και ολόκληρο το όργανο μπορεί να κατασκευάζεται οικιακά ή σε εργαστήρι, και σίγουρα θα υπάρχουν διαφορές. Οι ντούγες προϋποθέτουν εργαστήρι, ενώ το σκαφτό όργανο γίνεται και στο σπίτι μ’ ένα σουγιά και πολλή υπομονή. Για τα διαστήματα, ο οργανοποιός έχει τη δυνατότητα (αν θέλει και αν αυτό συνηθίζεται) να βάλει τάστα, ενώ ο ιδιώτης θα βάλει κατ’ ανάγκην εντέρινους μπερντέδες ή κάτι ανάλογο που μπορεί να το φτιάξει μόνος του.
Τις ιδιοκατασκευές με πρόχειρα μέσα δεν πρέπει να τις βλέπουμε συγκαταβατικά, ως αφελείς προσπάθειες να φτιάξει ο ανειδίκευτος «κάτι σαν όργανο». Υπάρχουν ολόκληρες παραδόσεις που ακόμη και σήμερα στηρίζονται στην ιδιοκατασκευή. Η έννοια του οργανοποιού παραμένει σχεδόν ανύπαρκτη στο χώρο της τσαμπούνας, της νησιώτικης και θρακιώτικης λύρας κλπ. Η λογική να φτιάχνει ο μουσικός το όργανό του ήταν αυτονόητη παντού όπου ο καθένας έφτιαχνε και ό,τι άλλο χρησιμοποιούσε, τα ρούχα του, το σπίτι του, την τροφή του.
Έτσι θεωρώ λογικά βέβαιο ότι σε διάφορους τόπους θα υπήρχε παράδοση ιδιοκατασκευασμένων ταμπουράδων, οι οποίοι θα ήταν απλά, λιτά και ολιγαρκή όργανα. Κατά πάσα πιθανότητα εκεί θα υπήρχε και η μεγαλύτερη ποικιλία.
Από την άλλη, ξέρουμε ότι και ο μαστορικός ταμπουράς, ο προοριζόμενος για πώληση, δεν είναι χτεσινή υπόθεση. Υπήρχε ο Γάιλας ήδη από τότε. Πιο πρόσφατα υπήρχε ο μάστορης του Γιοβάν Τσαούση, και ο μάστορης του Φουσταλιέρη. Όταν ξεκίνησε από τους κύκλους του Σ. Καρά η αναβίωση του ταμπουρά, τα πρώτα πρώτα όργανα που φτιάχτηκαν ήταν τα τελευταία ενός μάστορη από κάπου από την Καππαδοκία, νομίζω (θα κοιτάξω τις πηγές να σας πω ακριβέστερα -η Καλλιμοπούλου τα γράφει αυτά).
Αυτοί οι μαστόροι θα πρέπει να δούλεψαν, αν όχι αποκλειστικά σε πόλεις, πάντως σε μεγάλα και κεντρικά μέρη, εκεί όπου η ιδιοπαραγωγή-ιδιοκατανάλωση δεν αποτελούσε μοναδικό τρόπο ζωής. Σε πιο αστικούς λοιπόν χώρους. Και θα δημιούργησαν μια παράδοση παράλληλη αλλά που δεν ταυτίζεται με του αγροτικού ταμπουρά.
Οι δύο παράλληλες παραδόσεις -συνεχίζω την υπόθεση, δεν έχω αποδείξει τίποτε- δε θα περιορίζονταν στην κατασκευή-μορφολογία του οργάνου αλλά και στην ίδια τη μουσική. Ρεπερτόριο, τεχνική, αλλά και συνθήκες επιτέλεσης της μουσικής. Για παράδειγμα, άλλο είναι να βλέπουμε την οδαλίσκη στο χαρέμι με το ταμπουροειδές στα χέρια και άλλο τους κλέφτες στο βουνό: η πρώτη διασκεδάζει κάποιον, οι δεύτεροι διασκεδάζουν τον εαυτό τους. Να πάλι η διάκριση καταναλωτισμού - προκαταναλωτισμού.
Αντικείμενα όπως τα μουσικά όργανα μπορούν να περικλείουν, σε συμπυκνωμένη μορφή, ολόκληρο τον κόσμο που τα γέννησε. Και όταν μιλάμε για δύο ριζικά διαφορετικούς κόσμους (όσο κι αν δε χωρίζονταν από πλήρη, στεγανή αλληλοαπομόνωση), οι διαφορές τους θα έχουν αποτυπωθεί και στους δύο ταμπουράδες, τον μαστορικό και τον οικιακό. Ο ένας φτιάχτηκε σύμφωνα με ορισμένες δυνατότητες που κάπου φτάνουν σε ένα αντικειμενικό όριο, και επίσης σύμφωνα με ορισμένα ζητούμενα. Ο άλλος σύμφωνα με άλλες δυνατότητες και ζητούμενα.
Η ποικιλία μουσικών παραδόσεων του ελληνικού χώρου είναι τόση, ώστε φαντάζει απολύτως πιθανό ότι και οι ταμπουράδες θα ήταν διαφορετικοί σε κάθε περιοχή, πέρα από τις γενικές διαφορές αστικού και αγροτικού ταμπουρά. Για παράδειγμα, το ότι ο ταμπουράς του Άγκιστρου είναι δίχορδος δε θα το μαντεύαμε αν δε μας το έδειχναν, έτσι δεν είναι; (Εγώ θα είχα αυθόρμητα την τάση να θεωρώ δεδομένες τις τρεις χορδές). Πιθανόν οι αστικές περιοχές να είχαν μικρότερες διαφορές μεταξύ τους, ακόμη κι αν απείχαν γεωγραφικά, αφού η αστική κουλτούρα τείνει να είναι πιο καθολική. Επιπλέον, ο επαγγελματίας μάστορης που φτιάχνει πολλούς ταμπουράδες σίγουρα θα έχει τυποποιήσει σε κάποιο βαθμό τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά των οργάνων του, περισσότερο απ’ ό,τι οι ιδιώτες που ο καθένας είχε φτιάξει ένα-δυο όργανα στη ζωή του.
Μιλάμε όμως για τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά: στο ίδιο χωριό ο ένας θα έφτιαχνε το όργανο λίγο μακρύτερο κι ο άλλος λίγο φαρδύτερο, όχι όμως ο ένας δίχορδο κι ο άλλος τρίχορδο. Για ορισμένα βασικά πράγματα ο αγροτικός κόσμος είναι πολύ συντηρητικός: έχω πολλές φορές διαπιστώσει ότι ενώ σε κάθε νησί θεωρείται δεδομένο ότι η λύρα ή η τσαμπούνα μπορεί να έχει ποικιλία στα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά, όταν δουν τη λύρα ή την τσαμπούνα ενός άλλου νησιού που οι τρύπες των αυλών ή τα σχετικά μήκη χορδών (κύρια δηλαδή χαρακτηριστικά) είναι διαφορετικά, την καταδικάζουν χωρίς πολλά πολλά ως λάθος κατασκευή.
(Υ.Γ.: θυμίζω τον Ραμαζάν που τον έμαθα από κάποια άλλη συζήτηση εδωμέσα)