Ταμπουράδες και πρώιμα μπουζούκια - Πηγές πληροφοριών

Το ζήτημα των χορδών μου φέρνει την εξής σκέψη:

Κατ’ αρχήν, εντέρινες χορδές έχουν τα όργανα που μπορούν να παίξουν μ’ αυτές, και μεταλλικές πάλι εκείνα που μπορούν. Κάποια μπορούν να παίξουν και με τις δύο. Δεν ξέρω το κριτήριο, αλλά οι οργανοποιοί θα το ξέρουν φαντάζομαι.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διαφορά ανάμεσα στο έντερο και το τέλι: Η εντέρινη χορδή μπορεί να κατασκευαστεί από οποιονδήποτε, μέσα στο αγροτικό του νοικοκυριό, με μια στοιχειώδη τεχνογνωσία και χωρίς ειδικό εξοπλισμό. (Στη Ρόδο μου είχαν εξηγήσει πώς τις έφτιαχνε παλιά κάποιος μπάρμπας για τη λύρα του, δε θυμάμαι όλη τη μέθοδο αλλά ήταν απλή). Η μεταλλική κατασκευάζεται στα ειδικά εργαστήρια. Άρα η μία μάς πάει στην ιδιοκατασκευή και η άλλη στην αγορά. Η μία στη λογική αυτάρκειας και ανακύκλωσης του αγροτικού κόσμου και η άλλη στην καταναλωτική λογική του κόσμου της πόλης. Για όργανα που παίρνουν μεταλλικές χορδές χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα αγοράς τους, έχουμε ακούσει ιστορίες όπου έγδυναν ηλεκτρικά καλώδια, τα φρένα που ανέφερα πιο πριν κλπ…

Από τη χορδή, το επόμενο στάδιο γενίκευσης έρχεται αυτόματα: και ολόκληρο το όργανο μπορεί να κατασκευάζεται οικιακά ή σε εργαστήρι, και σίγουρα θα υπάρχουν διαφορές. Οι ντούγες προϋποθέτουν εργαστήρι, ενώ το σκαφτό όργανο γίνεται και στο σπίτι μ’ ένα σουγιά και πολλή υπομονή. Για τα διαστήματα, ο οργανοποιός έχει τη δυνατότητα (αν θέλει και αν αυτό συνηθίζεται) να βάλει τάστα, ενώ ο ιδιώτης θα βάλει κατ’ ανάγκην εντέρινους μπερντέδες ή κάτι ανάλογο που μπορεί να το φτιάξει μόνος του.
Τις ιδιοκατασκευές με πρόχειρα μέσα δεν πρέπει να τις βλέπουμε συγκαταβατικά, ως αφελείς προσπάθειες να φτιάξει ο ανειδίκευτος «κάτι σαν όργανο». Υπάρχουν ολόκληρες παραδόσεις που ακόμη και σήμερα στηρίζονται στην ιδιοκατασκευή. Η έννοια του οργανοποιού παραμένει σχεδόν ανύπαρκτη στο χώρο της τσαμπούνας, της νησιώτικης και θρακιώτικης λύρας κλπ. Η λογική να φτιάχνει ο μουσικός το όργανό του ήταν αυτονόητη παντού όπου ο καθένας έφτιαχνε και ό,τι άλλο χρησιμοποιούσε, τα ρούχα του, το σπίτι του, την τροφή του.
Έτσι θεωρώ λογικά βέβαιο ότι σε διάφορους τόπους θα υπήρχε παράδοση ιδιοκατασκευασμένων ταμπουράδων, οι οποίοι θα ήταν απλά, λιτά και ολιγαρκή όργανα. Κατά πάσα πιθανότητα εκεί θα υπήρχε και η μεγαλύτερη ποικιλία.
Από την άλλη, ξέρουμε ότι και ο μαστορικός ταμπουράς, ο προοριζόμενος για πώληση, δεν είναι χτεσινή υπόθεση. Υπήρχε ο Γάιλας ήδη από τότε. Πιο πρόσφατα υπήρχε ο μάστορης του Γιοβάν Τσαούση, και ο μάστορης του Φουσταλιέρη. Όταν ξεκίνησε από τους κύκλους του Σ. Καρά η αναβίωση του ταμπουρά, τα πρώτα πρώτα όργανα που φτιάχτηκαν ήταν τα τελευταία ενός μάστορη από κάπου από την Καππαδοκία, νομίζω (θα κοιτάξω τις πηγές να σας πω ακριβέστερα -η Καλλιμοπούλου τα γράφει αυτά).
Αυτοί οι μαστόροι θα πρέπει να δούλεψαν, αν όχι αποκλειστικά σε πόλεις, πάντως σε μεγάλα και κεντρικά μέρη, εκεί όπου η ιδιοπαραγωγή-ιδιοκατανάλωση δεν αποτελούσε μοναδικό τρόπο ζωής. Σε πιο αστικούς λοιπόν χώρους. Και θα δημιούργησαν μια παράδοση παράλληλη αλλά που δεν ταυτίζεται με του αγροτικού ταμπουρά.
Οι δύο παράλληλες παραδόσεις -συνεχίζω την υπόθεση, δεν έχω αποδείξει τίποτε- δε θα περιορίζονταν στην κατασκευή-μορφολογία του οργάνου αλλά και στην ίδια τη μουσική. Ρεπερτόριο, τεχνική, αλλά και συνθήκες επιτέλεσης της μουσικής. Για παράδειγμα, άλλο είναι να βλέπουμε την οδαλίσκη στο χαρέμι με το ταμπουροειδές στα χέρια και άλλο τους κλέφτες στο βουνό: η πρώτη διασκεδάζει κάποιον, οι δεύτεροι διασκεδάζουν τον εαυτό τους. Να πάλι η διάκριση καταναλωτισμού - προκαταναλωτισμού.
Αντικείμενα όπως τα μουσικά όργανα μπορούν να περικλείουν, σε συμπυκνωμένη μορφή, ολόκληρο τον κόσμο που τα γέννησε. Και όταν μιλάμε για δύο ριζικά διαφορετικούς κόσμους (όσο κι αν δε χωρίζονταν από πλήρη, στεγανή αλληλοαπομόνωση), οι διαφορές τους θα έχουν αποτυπωθεί και στους δύο ταμπουράδες, τον μαστορικό και τον οικιακό. Ο ένας φτιάχτηκε σύμφωνα με ορισμένες δυνατότητες που κάπου φτάνουν σε ένα αντικειμενικό όριο, και επίσης σύμφωνα με ορισμένα ζητούμενα. Ο άλλος σύμφωνα με άλλες δυνατότητες και ζητούμενα.

Η ποικιλία μουσικών παραδόσεων του ελληνικού χώρου είναι τόση, ώστε φαντάζει απολύτως πιθανό ότι και οι ταμπουράδες θα ήταν διαφορετικοί σε κάθε περιοχή, πέρα από τις γενικές διαφορές αστικού και αγροτικού ταμπουρά. Για παράδειγμα, το ότι ο ταμπουράς του Άγκιστρου είναι δίχορδος δε θα το μαντεύαμε αν δε μας το έδειχναν, έτσι δεν είναι; (Εγώ θα είχα αυθόρμητα την τάση να θεωρώ δεδομένες τις τρεις χορδές). Πιθανόν οι αστικές περιοχές να είχαν μικρότερες διαφορές μεταξύ τους, ακόμη κι αν απείχαν γεωγραφικά, αφού η αστική κουλτούρα τείνει να είναι πιο καθολική. Επιπλέον, ο επαγγελματίας μάστορης που φτιάχνει πολλούς ταμπουράδες σίγουρα θα έχει τυποποιήσει σε κάποιο βαθμό τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά των οργάνων του, περισσότερο απ’ ό,τι οι ιδιώτες που ο καθένας είχε φτιάξει ένα-δυο όργανα στη ζωή του.
Μιλάμε όμως για τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά: στο ίδιο χωριό ο ένας θα έφτιαχνε το όργανο λίγο μακρύτερο κι ο άλλος λίγο φαρδύτερο, όχι όμως ο ένας δίχορδο κι ο άλλος τρίχορδο. Για ορισμένα βασικά πράγματα ο αγροτικός κόσμος είναι πολύ συντηρητικός: έχω πολλές φορές διαπιστώσει ότι ενώ σε κάθε νησί θεωρείται δεδομένο ότι η λύρα ή η τσαμπούνα μπορεί να έχει ποικιλία στα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά, όταν δουν τη λύρα ή την τσαμπούνα ενός άλλου νησιού που οι τρύπες των αυλών ή τα σχετικά μήκη χορδών (κύρια δηλαδή χαρακτηριστικά) είναι διαφορετικά, την καταδικάζουν χωρίς πολλά πολλά ως λάθος κατασκευή.

(Υ.Γ.: θυμίζω τον Ραμαζάν που τον έμαθα από κάποια άλλη συζήτηση εδωμέσα)

Θα αναγκαστώ να επαναλάβω πράγματα που έχω πει πάρα πολλές φορές, σε βαθμό που να γίνομαι κουραστικός και απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Περικλή, και οι 849 λέξεις της παραπάνω δημοσίευσής σου διέπονται από ειρμό, αναλυτική σκέψη και λογική. Όμως όλα όσα λές, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Είναι αποκλειστικά σκέψεις και ο λόγος για τον οποίο παρήχθησαν αυτές οι σκέψεις είναι ότι δεν υπάρχουν στοιχεία. Θα μου πεις “-Ε, αυτά τα ξέρουμε”. Ναι, αλλά εδώ διατρέχουμε ένα κίνδυνο: αν τα συμπεράσματα που αναπόφευκτα θα βγούν από αυτές είναι αρκούντως πειστικά (με βάση τη λογική, όχι κάποια στοιχεία) θα τις υιοθετήσουν και άλλοι και μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να νομίσουμε ότι βρήκαμε την απάντηση στα ερωτήματά μας. Τι να κάνουμε; αυτό που έχω ξαναπεί: όταν δεν έχουμε στοιχεία, δεν προχωρούμε σε σύνθεση μέχρι να βρεθούν κάποια. Αν δεν βρεθούν, τα ερωτήματα είναι σωστότερο να παραμείνουν αναπάντητα.

Στην περιοχή της ορεινής Ναυπακτίας, από όπου η καταγωγή των παπούδων, υπήρχε μακρά παράδοση στο παίξιμο λαϊκών οργάνων, είτε για προσωπική διασκέδαση είτε για γενικότερη.
Ιστορίες για όργανα, ταμπουράδες, μπαγλαμάδες κλπ. είχα ακούσει αρκετές,
Αν θυμηθώ κάτι το ιδιαίτερο, θα το αναφέρω.

Νίκο, αν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, να θεωρηθούν αυτές οι σκέψεις ως συμπεράσματα, τότε κάνεις πολύ καλά που ξανατονίζεις ότι δεν είναι έτσι. Ωστόσο από πλευράς μου τις βλέπω πιο πολύ όχι σαν απαντήσεις, αλλά σαν προτεινόμενο πλαίσιο για να τεθούν οι ερωτήσεις και για να πάρει το κάθε στοιχείο, που τυχόν θα βρίσκουμε, τη θέση του.
Επανέρχομαι συχνά στα παραδείγματα της λύρας και της τσαμπούνας. Είναι δύο όργανα που παρουσιάζουν όλη την τυπική, για παραδοσιακά όργανα, πολυμορφία και πολυχρησία. Είναι επίσης δύο όργανα που βρίσκονται σε υποχώρηση και που, ιδιαίτερα η λύρα, υπήρχαν και σε παραδόσεις που χάθηκαν και που δε γνωρίζουμε πλέον γι’ αυτές. Για ό,τι όμως υπάρχει ακόμη στις ημέρες μας, και για ορισμένα απ’ όσα υπήρχαν λίγο παλιότερα, η γνώση γενικά είναι συγκεντερωμένη. Και υπάρχει τόση γνώση ώστε, ό,τι καινούργια πληροφορία προκύπτει, έχει κάπου να ενταχθεί, δε μένει μετέωρη και ανερμήνευτη.
Αν λοιπόν μπορούσαμε να φτάσουμε σ’ ένα ανάλογο σημείο για τον ταμπουρά, θα ήταν σπουδαίο. Πολύ δύσκολο βέβαια. Για να γίνει όμως, στον όποιο βαθμό αυτό είναι εφικτό, χρειάζεται αφενός συγκέντρωση των στοιχείων, και αφετέρου ένα πλαίσιο οργάνωσης και αξιοποίησής τους ώστε να μπορούμε να οδηγηθούμε από τις πληροφορίες στη γνώση.

Με άλλα λόγια: δεν ξέρουμε αν τα πράγματα ήταν έτσι όπως ισχυρίζομαι στο #47. Ξέρουμε απλώς ότι θα μπορούσε να είναι κι έτσι. Αν θεωρήσουμε ότι ήταν, εντάσσουμε σ’ αυτό το πλαίσιο το κάθε στοιχείο που θα βρεθεί. Σιγά σιγά τα στοιχεία ή θα αρχίσουν να φωτίζουν το ένα το άλλο και να βοηθούν να καλύψουμε και κάποια από τα σκοτεινά σημεία, οπότε η υπόθεση επιβεβαιώνεται, ή όχι, οπότε τα σπάμε και τα ξαναρίχνουμε.

Βέβαια λίγο λίγο έφτασα ο ίδιος να καταστρατηγώ αυτό που είχα προτείνει, ειδικά εδώ να μαζεύουμε μόνο στοιχεία και όχι σκέψεις…

Λοιπόν, καλή σας χρονιά ολωνών. Τα υπόλοιπα με τον καινούργιο χρόνο.

Αυτή είναι πολύ σημαντική πληροφορία!
Ο Κασομούλης ήταν γνώστης μουσικής;

Karas commissioned a tampouras from instrument-maker Simos Skenteridis, who was born in Caesarea, Cappadocia, and came to Greece at a young age with his family in 1924. He rearned the craft of ud and saz construction from his father, a great instrument-maker (*1), and recounts that back in Caesarea it was Greeks and Armenians who made the musical instruments, not Turks (*2). When he was discovered by Karas’s circle, Skenteridis had a little basement shop in Piraeus where he mainly repaired instruments. Skenteridis’s sazs had a carvel-built resonator, which he constructed without the use of a mould (*3). Karas commissioned an instrument with extra frets, which he referred to as tampouras. Some of his pupils then commissioned similar instruments from Skenteridis, which they, too, called tampouras (*4). In an interview Skenteridis described these instruments as “sazs” which had “Byzantine subdivisions, of Karas’s”, unlike his father’s, whose “subdivisions were like the bouzouki” (i.e. tempered) (*5).


*1: [Παραπομπή σε φωτογραφία, που δείχνει ένα όργανο του Μιχαήλ Σκεντερίδη, πατέρα του Σίμου. Η φτγρ προέρχεται από το βιβλίο του Ανωγειανάκη (φτγρ 93, σελ. 221: Σάζι, αρχές 20ού αι., Μιχ. Σκεντερίδης, Καισάρεια Καππαδοκίας) και το όργανο εκτίθεται στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων.]
*2: Νικολακόπουλος, Σωτήρης, και Σπουρδαλάκης, Χ., «Στο υπογειάκι του Σίμου Σκεντερίδη», περιοδικό Ντέφι, τχ. 4 (1983), σελ. 59-61.
*3: Γιώργος Χατζημιχελάκης (προσωπική επικοινωνία)
*4: ομοίως
*5: Νικολακόπουλος -Σπουρδαλάκης όπ.π…


Όλο το παραπάνω πρόέρχεται από: Kallimopoulou, Eleni, Paradosiaka: Music, Meaning and Identity in Modern Greece, εκδ. Ashgate 2009, σελ. 54.

Προσθέτω δύο παρατηρήσεις: πρώτον, ας μας εξηγήσει κάποιος τη φράση «Skenteridis’s sazs had a carvel-built resonator, which he constructed without the use of a mould». Σημαίνει ότι είχαν ντούγες αλλά όχι καλούπι; Δεύτερον, όποιος έχει το ως άνω τεύχος του Ντεφιού ας ρίξει μια ματιά να μας φωτίσει περαιτέρω για τον Σκεντερίδη.

Το carvel το ΄ψαξα κι εγώ, στο (στοιχειώδες) ηλεκτρονικό μου λεξικό, χωρίς να διαφωτιστώ: καραβέλα (εννοεί το σκαρί του πλοίου). Αναρωτιέμαι: η λέξη καρβέλι (για το σχήμα του συγκεκριμένου ψωμιού) από που έλκει καταγωγήν; μήπως σχετίζεται με το “στρογγυλό”, ημισφαιρικό σχήμα; Τα “θαμπούρια” του Καρά, που χρησιμοποιεί συχνά (π.χ. στο βιβλίο του Θεωρητικόν, τόμος Β΄, σ. 3, δες συνημμένη φωτογραφία) για καλύτερη επεξήγηση των διαστημάτων, σχεδιάζονται με κυκλικό σχήμα σκάφους αλλά αυτό μάλλον είναι απλά ένα απλοποιημένο σχήμα, χωρίς συσχέτιση με το πραγματικό σχήμα ενός αντίστοιχου πραγματικού οργάνου.

Όταν η Καλλιμοπούλου γράφει “with extra frets” φαντάζομαι εννοεί χωρίσματα, δηλαδή μπερντέδες, όχι αυτό που ο αγγλόφωνος εννοεί με τη λέξη fret, όχι μόνιμα τάστα δηλαδή.

Να σημειώσω ότι και ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη, όπως λεπτομερέστατα περιγράφεται στο βιβλίο του Ν. Φρονιμόπουλου, χωρίς καλούπι και με δούγες κατασκευάστηκε και μάλιστα το σχήμα του είναι εντυπωσιακά παρόμοιο με εκείνο του ταμπουρά του Σ. Σκεντερίδη, όπως φαίνεται στη φωτογραφία σ. 221 του Ανωγειανάκη. Αν μπορούσε ίσως ο Νίκος να μας διαφωτίσει σχετικά;…

Να δούμε και τι υπάρχει για τον άλλο γνωστό, σχετικά πρόσφατο κατασκευαστή, εκείνον που έκανε τα όργανα του Γιοβάν Τσαούση:

Αρχική συζήτηση: Ταμπουρο-μπούζουκο του Γιοβάν Τσαούς. Το κείμενο του Κουνάδη το επαναξαναπαραθέτω για λόγους πληρότητας της συλλογής, όχι για να το σχολιάσουμε εδώ. Είναι ένα κείμενο που πάντα θα προκαλεί συζητήσεις. Όποιος έχει λόγο ας τον πει, αλλά να κάνει ένα κλικ στην αρχική συζήτηση.

Στον Κυριάκο Πεσματζόγλου ή Λαζαρίδη έχει αφιερώσει ένα κεφάλαιο και ο Πέτρος Μουστάκας, στη διδ. διατριβή του Η επαγγελματική κατασκευή μουσικών οργάνων στην Αθήνα από τα μέσα του 19ου αιώνα έως την εποχή του Μεσοπολέμου, σελ. 230-233. Ο Μουστάκας αντλεί τα στοιχεία του από δύο άρθρα εφημερίδων, πέρα από το ως άνω του Ριζοσπάστη: ένα από τα Νέα, 11 και 12 Οκτωβρίου 1976, κι ένα από το περιοδικό Ήχος & Hi-Fi, Ιούνιος 1981. Ο Λαζαρίδης έμαθε την τέχνη στο χωριό του το Βουδάριο της Καππαδοκίας, κοντά σ’ έναν Γερμανό (!) μάστορα που δεν είναι γνωστό πώς βρέθηκε εκεί. Μιλάει πολύ για μπουζούκια, καθόλου για ταμπουράδες ή σάζια. Όθεν συνάγω ότι στη συγκεκριμένη περιοχή, εκείνη την εποχή (μέχρι την Καταστροφή -ο Λαζαρίδης γεννήθηκε το 1905), όργανα σαν του Γιοβάν Τσαούση τα έλεγαν μπουζούκια.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 12:11 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 12:02 —

Σε αγγλόφωνα κείμενα το fret το έχω δει να αναφέρεται εξίσου σε τάστα και σε μπερντέδες. Εδώ ήταν μπερντέδες, συγκεκριμένα δε:

According to a collaborator of Karas, the “tampouras” he commissioned was only 60 cm long and had so many frets that it was practically impossible to play, that is to produce clearly the sound of all notes on the fingerboard. Karas wanted it for theoretical purposes. Αυτόθι. Ο συνεργάτης του Καρά είναι ο Γιάννης Αρβανίτης (προσωπική συνέντευξη στη συγγραφέα). Το όργανο του Μιχ. (όχι Σ., Νίκο) Σκεντερίδη που έχει ο Ανωγειανάκης έχει συνολικό μήκος 114 εκατοστά, από τα οποία η ανοιχτή χορδή πρέπει να είναι περίπου 2/3 -η κεφαλή είναι ασυνήθιστα μακριά.

Σύμφωνα με έναν ερευνητή μουσικό, έως και το 1930 τουλάχιστον, κατασκευάζονταν στην Πελοπόννησο ταμπουράδες από μονοκόμματο ξύλο μουριάς, σκαφτοί, και για χορδές χρησιμοποιούσαν σύρμα ψιλό, αντικαθιστώντας τους εντέρινους, για λόγους πρακτικούς, περισσότερο.

Πράγματι, Ελένη:

Αρχική συζήτηση: Ταμπουράς 1903 (ευχαριστώ, liga rosa!)

Αναλογους ταμπουράδες με την τρύπα μπροστα και μικρό ηχείο κατασκεύαζε ο Σταθόπουλος (4 χορδο και με δόγες) και ο Γκρέτσης στην Αμερική. [Γράφει ο Γιάννης Τ. στο μπλογκ του εδώ στο φόρουμ, αναφερόμενος στο ίδιο όργανο.]

Στις αρχές του 20 αι. στην Αθήνα και στα μεγάλα αστικά κέντρα λειτουργούσαν οργανοποιεία στα οποία κυρίως κατασκεύαζονταν όργανα που απαιτούν τεχνικά μεσα και ειδικές γνώσεις για την κατασκευή τους.Πέρα απ΄την “Αστική Οργανοποιεία” ο λαός της υπάιθρου κατασκεύαζε μουσικά όργανα ταμπουράδες ,σκαφτά μπουζούκια,λύρες ,ακολουθοώντας μια παράδοση αιώνων.
Ένα τέτοιο όργανο είναι και ο Ταμπουράς που επισκευάστηκε, κατασκευής του 1903 από κάποιον Ν.Μ(πιθανότατα).Ο κατασκευαστής του είχε μάλλον μεγάλη εμπειρία σε τέτοιου είδους όργανα καθώς ειδικά το σκάφος ακολουθεί μια τέλεια συμμετρία μορφής και πάχους(3χιλ.).
Σκάφος : Μουριά
Μανίκι: Κερασιά
Καπάκι:Έλατο και Καρυδιά
Μήκος χορδής: 72 εκ.
Ο ταμπουράς είχε τάστα τα οποία όμως δεν ακολουθούσαν κανένα δεδομένο τύπο.Έτσι τοποθετήθηκαν μπερντέδες χωρίς όμως να κλειστούν οι χαρακιές των τάστων και διατηρήθηκε η σημειοθεσία του.
Ηχητικά θυμίζει πάρα πολύ το μπουλγαρί του Φουσταλιέρη
.

Γράφει και πάλι ο Γιάννης Τ., στο προσωπικό του μπλογκ Τρίχορδα, για το ίδιο πάντα όργανο το οποίο στο μεταξύ επισκεύασε.Και στα τρία λινκ υπάρχουν και φωτογραφίες του οργάνου.

Τώρα που το θυμήθηκα: ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη, όταν ολοκληρώθηκε η αποκατάστασή του από τον Ν. Φρονιμόπουλο, παρουσιάστηκε νομίζω σε κάποια εκδήλωση όπου τον έπαιξε ο Σωκράτης Σινόπουλος. Σωστά τα λέω; Υπάρχει καμιά ηχογράφηση ή βίντεο, ξέρει κανείς;

(λίγο αργότερα…)

Βρήκα την απάντηση.

Και πάλι ευχαριστώ liga rossa.

Μάλλον εννοεί πως τα σάζια του Σκεντερίδη είχαν δούγιες (δεν ήταν σκαφτά δηλαδή) που όμως δεν τις εφάρμοσε σε κάποιο καλούπι αλλά σε πλαίσιο.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Μπαμπινιώτη η λέξη “καρβέλι” προέρχεται ετυμολογικά από τη σλάβικη λέξη “karvalj” ή “korvalj”. Σημειώνει επίσης την αλβανική λέξη “karabele” που σημαίνει στρατιωτικός άρτος και την ιταλική “caravella” η οποία είναι μεταγενέστερο υποκοριστικό της λατινικής λέξης “carabus” (= πλοιάριο). Η δε λέξη “carabus” προέρχεται από το αρχαιοελληνικό “κάραβος” που στα νέα ελληνικά έγινε “καράβι”. Στο λήμμα “καραβέλα” βλέπουμε πως πρόκειται για "μικρό ιστιοφόρο πλοίο με δύο ή τρία ιστία τριγωνικού σχήματος, που χρησιμοποιήθηκε κατά τον Μεσαίωνα για τα ταξίδια Ισπανών και Πορτογάλων θαλασσοπόρων". Προφανώς η λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε/χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει όχι μόνο τον γενικό τύπο του πλοίου αλλά και ειδικά το σχήμα του (στενές άκρες που φαρδαίνουν στη μέση) και λογικά από εκεί προέκυψε η ονομασία τόσο του ψωμιού όσο και της κατασκευαστικής τεχνικής που αναφέρεται πιο πάνω.

Αν το παραπάνω κείμενο είναι copy-paste από το original κείμενο, μήπως η απάντηση είναι πιό απλή απ’ ότι φαντάζεται κανείς? Μήπως έχει γίνει τυπογραφικό λάθος και αντί για carved γράφτηκε carvel εκ παραδρομής ?

Με μια πρόχειρη ματιά φαίνεται ότι υπάρχει ένα ακόμη τουλάχιστον τυπογραφικό λάθος: Στη δεύτερη πρόταση από την αρχή, αντί για learned γράφει rearned.

Δεν είμαι Εγγλέζος luthier, δεν είμαι καν luthier. Όμως η φράση carved – built resonator δεν μου κάθεται καλά, από γλωσσική / συντακτική άποψη, ενώ το υπόλοιπο κείμενο δεν είναι κακά αγγλικά. .

Το πιθανότερο να είναι έτσι ακριβώς.
Να εννοεί ότι κατασκεύαζε ταμπουράδες με σκαφτό σκάφος, χωρίς καλούπι και η λέξη να είναι “carved”.

Όχι, δεν είναι κόπι πέιστ. Το πληκτρολόγησα αντιγράφοντας από το χαρτώο αντίτυπό μου του βιβλίου, και τα τυχόν άλλα τυπογραφικά είναι δικά μου. (Αν προσέξετε, σχεδόν όλα μου τα μηνύματα έχουν στο τέλος τη σημείωση “τελευταία επεξεργασία: τάδε η ώρα”. Είναι επειδή πάντα μου ξεφεύγουν τυπογραφικά! Όσα πιάσει το μάτι μου μετά την ανάρτηση τα διορθώνω σε δεύτερο χρόνο.)
Συμφωνώ όμως με τον Νίκο. Carved-built δε σημαίνει τίποτε (σκαφτό-φτιαγμένο; σε σωστά αγγλικά θα έλεγε απλώς σκαφτό!).
Αλλά παιδιά, μην πάμε στην άλλη άκρη του κόσμου για να βρούμε τι σημαίνουν δύο λέξεις. Είναι αγγλική ορολογία οργανοποιίας: όποιος την ξέρει θα μας απαντήσει θετικά, όχι εικάζοντας.

Ένας λόγος παραπάνω, Περικλή, αν πληκτρολόγησες το αρχικό κείμενο και δεν το σκάναρες π.χ. [οπότε θα γίνονταν ίσως και παραπάνω λάθη σε σχέση με το αρχικό κείμενο].

Άρα υπάρχει η γραφή “rearned” , ένα λάθος τυπογραφικό σίγουρα, οπότε ίσως ξέφυγε και δεύτερο στο σημείο που συζητάμε.

Επίσης, η Καλλιμοπούλου είναι εθνομουσικολόγος, όχι οργανοποιός η ίδια, για να χειρίζεται ακριβώς την ορολογία, και μάλιστα και στα αγγλικά.

Ας είναι.
Το καλύτερο είναι - θα συμφωνήσω, τελικά - να περιμένουμε να διευκρινιστεί καλύτερα το σημείο αυτό, στο μέλλον…

Μπερδεύτηκα…

Το βιβλίο γράφει learned και carvel.

Αφού σιγουρευόμαστε για το “carvel”, ψάχνοντας τι ανακαλύπτει κανείς…

  1. Αναφέρονται δυο τεχνικές για τα όργανα, π.χ.
    “The 19th century bouzouki was indistinguishable from the Turkish Bozuk with its carved wood or carvel-built bowl resonator

  2. Η ίδια ορολογία, επίσης, απαντά και στην κατασκευή πλοίων, από όπου μάλλον προήλθε και για τα όργανα: εδώ.

Ως πρώτη εκτίμηση, “carved wood” σημαίνει “μονοκόμματο ξύλο” και “carvel built” με ντούγιες, κατά τη γνώμη μου, πάντα.

Αυτό μας ενδιαφέρει! Εννοώ σε σχέση με το κυρίως θέμα πλέον. Παραπομπή; Έχει και συνέχεια;

Κοιτάξτε εδώ.