Με αφορμή το θάνατο του Μητσάκη σαν σήμερα (17/11/1993), έψαξα λίγο τη δισκογραφία του και διαπίστωσα πως η πρώτη φορά που αναγράφεται το όνομά του σε ετικέτα δίσκου είναι κατά τη διάρκεια του πολέμου, το 1941, λίγο πριν κλείσει το εργοστάσιο της Columbia στη Ριζούπολη.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον δίσκο Columbia DG-6584 / CG-2156 με τίτλο “Η ΛΟΓΧΗ ΜΑΣ ΤΟ ΘΕΛΕΙ”, ένα τραγούδι του πολέμου που τραγουδάει η Νταίζη με τον Κερομύτη και τον Χιώτη, ο οποίος παίζει κιόλας. Στην ετικέτα αναγράφεται: “Π. Τούντα - Γ. Μητσάκη” και παρακάτω “Συνοδ. Λαϊκής Ορχήστρας Π. ΤΟΥΝΤΑΣ” , έτσι με κεφαλαία.
Να υποθέσω λοιπόν πως ο Μητσάκης ξεκινά τη δισκογραφική καριέρα του ως στιχουργός;
Να είσαι σίγουρος, Φραγκίσκο, ότι το κομμάτι το έφτιαξε ο Μητσάκης, και μουσική και στίχο, αλλά έπρεπε να «πληρώσει» για να εξασφαλίσει είσοδο στο κλάμπ και «πλήρωσε» δεχόμενος να εμφανιστεί και το όνομα του Τούντα ως «συνδημιουργού», και μάλιστα πρίν το δικό του.
Εντάξει, ξέρουμε ότι ο Τούντας πήρε κάμποσα τραγούδια από δω κι από κει. Όμως, γιατί να δεχθεί τον εκβιασμό ο Μητσάκης, τη στιγμή που ήξεραν όλοι το 1941 πως οι Γερμανοί θα έμπαιναν άμεσα και τα πράγματα θα άλλαζαν; Άλλωστε, δε μιλάμε για κάποια επιτυχία εμπορική. Οπότε, γιατί να γίνει αυτό το deal?
Από την άλλη, το ηχόχρωμα του τραγουδιού παραπέμπει καθαρά σε τρίχορδο Χιώτη της εποχής εκείνης και σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει τον Μητσάκη των επόμενων ετών.
1: Κανέναν εκβιασμό δεν έκανε ο Μητσάκης, απλά ήταν καινούργιος στην πιάτσα και δεν αισθανόταν σίγουρος για τον εαυτό του. Πήγε λοιπόν στον Τούντα, τον αναμφισβήτητα αρχηγό της παρέας, να βρει με τη δική του βοήθεια έναν τρόπο να παρουσιάσει την πρώτη του δουλειά. Ο Τούντας ωραιότατα μπορεί να του πρότεινε «Ωραία, ας βάλουμε για την πρώτη φορά δήθεν συνεργασία μας, αργότερα τα ξαναλέμε.
2: Τη στιγμή εκείνη, οι Γερμανοί δεν είχαν ακόμα κατέβει και οι Έλληνες κυνηγούσαν με επιτυχία τους Ιταλούς, όπως λέει και ο στίχος του τραγουδιού. Ήμασταν ακόμα πολύ μακρυά απ’ το Μάϊο, όπου κατέβηκαν οι Γερμανοί.
3: το να έδωσε ο Χιώτης στον Τούντα τραγούδι δικό του, με υπογραφή του παντελώς άγνωστου Μητσάκη, είναι 100 % εκτός πραγματικότητας. Το να έγραψε ο Μητσάκης το πρώτο του κομμάτι σε ύφος Χιώτη, δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε. Το να έφτιαξε σιγά σιγά ο Μητσάκης το ύφος του, αφήνοντας την επιρροή Χιώτη στην μπάντα, είναι πιθανότατο.
Σίγουρος δεν είναι ποτέ κανείς για τίποτα, και αυτό φυσικά περιλαμβάνει και εμένα!
Καλό είναι να ελέγχουμε την ποιότητα των άρθρων που ανεβάζουμε. Ποιος έχει γράψει πέντε χιλιάδες τραγούδια, και ποιοι μουσικοκριτικοί μιλάνε για ποιητή του ρεμπέτικου;
Προσωπική μου γνώμη (και αντιδημοφιλής πιθανότατα) είναι ότι ο Μητσάκης αν και έγραφε στίχους με πρωτότυπες ιδέες και ευαισθησία, ήταν συχνά προχειρογραμμένοι. Ενώ έφτιαχνε πολύ δυνατές εικόνες, κάποιες φορές καταλαβαίνεις το νόημα από τα συμφραζόμενα (και όχι από τα δεδόμενα, κλασικό παράδειγμα).
Θα κάνω ένα σενάριο, ότι όχι μόνο ήθελε να γράφει μόνος τους στίχους των τραγουδιών του, αλλά επιπλέον δεν δέχοταν διορθώσεις.
Ο Νίκος Οικονόμου (Γιώργος Μητσάκης. Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 1995) στον Πρόλογό του αναφέρει: «Μα πάνω απ’ όλα ήταν “ποιητής”. Είχε μια λατρεία στα ποιήματά του. Κάθε λίγο σταματούσε τις διηγήσεις του για να απαγγείλει κάποιο ποίημά του» . Σε άλλο σημείο ο Οικονόμου αποτυπώνει το τι έγραφε η σφραγίδα του Μητσάκη: «ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ. ΠΟΙΗΤΗΣ-ΜΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΗΣ.ΑΘΗΝΑΙ»
Τον Νοέμβριο 2003 ο Βαγγέλης Αρναουτάκης γράφει άρθρο με τίτλο «Γιώργος Μητσάκης−ο ποιητής του ρεμπέτικου», (Δίφωνο, τχ. 98: σελ. 105-107), όπου μεταξύ άλλων τονίζει ότι ο Μητσάκης «πριν απ’ όλα ήταν –ή αισθανόταν- στιχουργός»
«όταν ήρθε μετά από 2-3 χρόνια στον Πειραιά… έψαξε γυρεύοντας και με βρήκε…κι από κει και πέρα τον υποστήριξα…τόνε προχωρώ στην εταιρία…ένα τραγουδάκι είχε φτιάξει πολεμικό…με τους Ιταλούς και με ξέρω γω…του το ’βαλα το τραγουδάκι αυτό… τον έχωσα μες την εταιρία […]» (ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ: 4.47 και μετά)