Ανακάλυψα στο ΥΤ μια σπάνια, αγαπημένη μου ηχογράφηση και χάρηκα πολύ. Θα ήθελα να μοιραστώ, με όποιον συμμερίζεται το ενδιαφέρον μου, το γιατί την έχω ξεχωρίσει τόσο.
Η ηχογράφηση λέγεται «Ξημέρωσε η Ανατολή, συρτό». Είναι από τον δίσκο του ΣΔΕΜ (=του Σίμωνα Καρά) Τραγούδια Μικράς Ασίας, και τραγουδούν και πίζουν τα μέλη της χορωδίας και της ορχήστρας του ΣΔΕΜ, κάπου γύρω στο 1980 νομίζω.
Στην πρώτη εντύπωση κυριαρχεί ο χαρακτηριστικός ήχος των συνόλων του ΣΔΕΜ: συμβατικός, χωρίς κανένα τοπικό χρώμα και χωρίς αυθορμητισμό. Όμως, ενώ αυτό ισχύει για όλες τους τις ηχογραφήσεις, που είναι δεκάδες οι κυκλοφορημένες, κάποια τραγούδια είναι διαμάντια που δεν κρύβονται. Κι ένα από αυτά είναι ετούτο, που άλλωστε από καθαρά μουσική άποψη είναι αξιοπρεπέστατα εκτελεσμένο (μάλιστα για τα όργανα θα έλεγα πολύ πάνω από το απλά αξιοπρεπές).
Πρόκειται για ένα τραγούδι που δεν το έχω ξανακούσει πουθενά αλλού, ούτε σε επανεκτέλεση αυτής της ηχογράφησης, ούτε σε άλλη καταγραφή ή (επαν)εκτέλεση βάσει άλλης καταγραφής, τίποτα. Ούτε ήξερα αν υπάρχει κανείς που να το έχει παρατηρήσει.
Είναι ο σπάνιος συνδασμός ενός από τα σημαντικότερα ποιητικά κείμενα όλης της ελληνικής δημοτικής παράδοσης, που ανά την Ελλάδα τραγουδιέται (τραγουδιόταν μάλλον) σε κάθε είδους τοπική μελωδία, μ’ έναν επίσης πολύ σημαντικό σκοπό του Αιγαίου, που συνήθως συνοδεύει δίστιχα ή παίζεται οργανικά.
- Το κείμενο
Τα λόγια που ακούμε είναι οι πρώτοι στίχοι από την παραλογή του Γυρισμού του Ξενιτεμένου. Αυτό βέβαια δεν προκύπτει αυτόματα, αν κάποιος δεν ξέρει την παραλογή, γιατί μέχρι το σημείο που φτάνουν οι ηχογραφημένοι στίχοι δεν έχει ακόμη αρχίσει να δένει η υπόθεση. Όλο κι όλο που λένε, συγκεκριμένα, είναι:
Ξημέρωσε η Ανατολή (κούνειε παραμάνα το παιδί) και χάραξεν η δύση (κούνειε το μην ξυπνήσει),
παν τα πουλάκια στη βοσκή (κούνειε…) και η αγαπώ στη βρύση (κούνειε…),
πήρε κι ο νιος τον μαύρο του (κούνειε…) και πάει να τον ποτίσει (κούνειε…).
Βρίσκει την κόρη κι έπλυνε (…) σε κρουσταλλένια βρύση (…).
Στη συνέχεια της υπόθεσης ο νέος ζητάει από τη νέα νερό. Στην πραγματικότητα όμως κανείς από τους δυο δεν είναι τόσο νέος… Μετά από διάφορα, αυτή τού λέει ότι εδώ και χρόνια περιμένει τον άντρα της που 'ναι ξενιτεμένος και δεν ξέρει αν ζει ή πέθανε. Εκείνος λοιπόν αναγνωρίζει ότι αυτή είναι η γυναίκα του, που δεν τη γνώρισε αμέσως μετά από τόσα χρόνια. Αυτή όμως δεν τον έχει αναγνωρίσει ακόμα, οπότε εκείνος την τεστάρει πρώτα. Ισχυρίζεται ότι ήξερε τον άντρα της κι ότι έχει πεθάνει, και με διάφορα τερτίπια της γυρεύει φιλί. Αυτή δεν του το δίνει, εκείνος είναι ευχαριστημένος που τη βλέπει πιστή, και της αποκαλύπτεται.
Έλα όμως που εκείνη δεν τον πιστεύει! Τώρα λοιπόν είναι η σειρά της να τον τεστάρει: πες μου σημάδια της αυλής; Εκεί λοιπόν αρχίζει μια συγκλονιστική διαδικασία αναγνώρισης, που δεν μπορεί κανείς να αποφύγει τη σκέψη ότι ακολουθεί κατευθείαν τα ομηρικά πρότυπα (πράγμα που άλλωστε έχει επισημανθεί και μελετηθεί πολύ στη βιβλιογραφία). Της λέει αυτός πώς είναι η αυλή τους, εκείνη δεν τον πιστεύει, λέει αυτά τα ξέρει όλη η γειτονιά. Πες μου σημάδια του σπιτιού; Εκείνος και πάλι της περιγράφει πώς είναι η κάμαρά τους. Δεν τον πιστεύει, κάποια κουτσομπόλα σου τα ξεφούρνισε, πες μου σημάδια του κορμιού; Κι όταν εκείνος της περιγράφει το ίδιο της το κορμί -που εκείνη πλέον έχει αποδείξει ότι κανείς άλλος δεν το είδε-,
Έχεις ελιά στον αφαλό κι ελιά στην αμασκάλη
κι ανάμεσα στα στήθια σου τον ήλιο, το φεγγάρι
…, τότε πια τον πιστεύει, και φωνάζει
Σύρετε βάγιες, στρώσετε τη νυφική μου κλίνη,
κι ετούτος είν’ ο άντρας μου κι ο αγαπητικός μου.
Για να δει κανείς το πλήρες κείμενο (που φυσικά υπάρχει σε παραλλαγές, δεν είναι στερεότυπο), υποθέτω ότι γκουγκλάροντας «Παραλογή Ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου» όλο και κάτι θα βρει.
Όπως οι περισσότερες παραλογές, το τραγούδι είναι τεράστιο. Ακόμα και πριν τη δισκογραφία, που πρωτοέφερε το φαινόμενο των μεμονωμένων και περιορισμένων σε μικρή διάρκεια τραγουδιών, το να τραγουδιέται ολόκληρο θα πρέπει να είχε γίνει πια σπάνιο. Μ’ ένα σκοπό σαν κι αυτόν, θα κράταγε κανένα 25λεπτο υποθέτω, ενώ σε άλλες περιοχές υπήρχαν και πολύ πιο αργοί σκοποί, καθιστικοί, οπότε μπορεί να κόντευε και την ώρα! Υπήρχαν όμως και κάποια μέρη όπου έτυχε να λένε το τραγούδι αυτό σε γρήγορο ρυθμό, ώστε να ολοκληρώνεται μέσα σ’ ένα σχετικά σύντομο διάστημα, επιτρέποντας να παρακολουθήσει ακόμη και σημερινός ακροατής την υπόθεση χωρίς να κουραστεί. Και μερικές τέτοιες καταγραφές, με όλο το τραγούδι μέχρι το τέλος, ή και όχι μέχρι το τέλος αλλά πάντως σε προχωρημένο σημείο, έχουν γίνει μερικές.
Εδώ, για παράδειγμα, αυθεντική σύγχρονη καταγραφή από την Καρυστία. Μίνιμαλ εκτέλεση, σόλο τραγούδι και τουμπάκι. Ο εντυπωσιακός γηραιός κύριος που φέρνει από τα βάθη του παρελθόντος, τελευταίος σκυταλοδρόμος, αυτό το παμπάλαιο μήνυμα, μπερδεύει καναδυό σημεία αλλά οπωσδήποτε σε γενικές γραμμές διατηρεί σε αξιοσημείωτο βαθμό άρτια την ιστορία. Μιλάμε για 21ο αιώνα, έτσι; Χώρια που είναι κι από αρβανίτικη περιοχή, άρα λογικά για να διασώζεται ένα τέτοιο τραγούδι (έχουν εντοπιστεί και πολλά άλλα ανάλογα) θα πρέπει να ήταν δάνειο από κάποια ελληνόφωνη κοντινή περιοχή, η οποία δεν ξέρουμμε αν τα έχει διατηρήσει η ίδια!
Μια άλλη σχεδόν πλήρης εκτέλεση είναι της παραλλαγής από την Προποντίδα. Δεν είναι καταγραφή, είναι επανεκτέλεση από καταγραφή, επομένως δεν έχει μεν αυτή τη βαθιά αλήθεια που εξέπεμπε ο γέροντας του προηγούμενου, έχει όμως μεγαλύτερη μουσική αρτιότητα. Είκοσι ή εικοσπέντε χρόνια μετά την ορχήστρα-χορωδία του ΣΔΕΜ, η αντίστοιχη της Δόμνας Σαμίου:
Εδώ μπορούμε να διαβάσουμε το πλήρες κείμενο της συγκεκριμένης εκτέλεσης και ένα άκρως επιγραμματικό, αλλά ουσιώδες, σχόλιο της Μιράντας Τερζοπούλου για το τραγούδι, αλλά και κάτι άλλο σημαντικό, ν’ ακούσουμε την αυθεντική καταγραφή στην οποία στήριξε η Δόμνα τη δικιά της εκτέλεση. Η καταγραφή είναι αδισκογράφητη, υπάρχει μόνο στον ιστότοπο του συλλόγου Δ. Σαμίου.
- Ο σκοπός.
Επανέρχομαι τώρα στην πρώτη ηχογράφηση, του Σίμωνα Καρά. Είδαμε ότι κάθε στίχος συνοδεύεται από δύο σταθερά τσακίσματα, που παραπέμπουν σε νανούρισμα: «κούνειε παραμάνα το παιδί» και «κούνειε το μην ξυπνήσει». Ωστόσο η μελωδία μόνο νανούρισμα δεν είναι, είναι ξεκάθαρα χορευτική, άλλωστε κι ο ίδιος ο τίτλος στον δίσκο το επισημαίνει: Συρτός.
Είναι ένας σκοπός που σήμερα παίζεται πολύ στα νησιά του Αιγαίου, κυρίως -απ’ όσο ξέρω- τις κυκλάδες, και συνήθως ονομάζεται Ποταμός. Εδώ στο ρεμπέτικο φόρουμ η πιο γνωστή ηχογράφηση του Ποταμού είναι του Κατσαρού:
Αγία μου Παρασκευγή που 'σαι στα Παραδείσια,
που έρχονται και προσκυνούν τα έμορφα κορίτσια.
Αυτός είναι ο Ποταμός της Αμοργού. Το μοναδικό μάλλον τραγούδι που ο Κατσαρός το ήξερε από τη γενέτειρά του, πριν κάνει οποιοδήποτε από τα ταξίδια του. Και η μαντινάδα, η πρώτη τουλάχιστον, είναι ντόπια: υπάρχει πράγματι Αγία παρασκευή στην τοποθεσία Παραδείσια της Αμοργού. Υποθέτω και η δεύτερη, αν και αυτή δεν έχει κανένα τοπικό χαρακτηριστικό: όλο τον κόσμο γύρισα, Ανατολή και Δύση, / μα σαν εσέ το μπόι σου δεν έχω απαντήσει. Βέβαια η απόδοση του σκοπού είναι εντελώς προσωποποιημένη, δεν ακούμε αμοργιανή παράδοση εδώ, ακούμε 100% Κατσαρό. Ωστόσο κρατάει και κάποιους αμοργιανούς ιδιωματισμούς στην εκτέλεση, βλ. την περίεργη σειρά που εκφέρονται τα ημιστίχια στο τέλος (δεν είναι λάθος, είναι κυκλαδίτικο χαρακτηριστικό!). Κατά την ταπεινή μου γνώμη σπάει κόκαλα!
Πάρα πολύ δυνατή είναι και η σύγχρονη (τέλος πάντων… 2001) ηχογράφηση του Ποταμού της Αμοργού από τον Οικονομίδη΄, στον υποδειγματικό του δίσκο «Πέρασμα στην Αμοργό». Ο Οικονομίδης, από τη γειτονική Σχοινούσα, ειδικά τα αμοργιανά πρέπει να τα ήξερε από το γάλα της μάνας του, και δεν πρέπει να ‘ναι τυχαίο ότι αυτός ο δίσκος του είναι σκάλες ανώτερος απ’ όσους άλλους τοπικούς έχω ακούσει (Πέρασμα στη Χίο, στην Κίμωλο κλπ.). Ούτε εδώ βέβαια ακούμε 100% αμοργιανή παράδοση, πάλι Οικονομίδη ακούμε. Είναι όμως εξαιρετική μουσική.
Έτσι λοιπόν, περίπου, παίζεται και σήμερα ο Ποταμός στην πατρίδα του Κατσαρού. Τιμής ένεκεν, στον Οικονομίδη ακούγονται οι ίδιες μαντινάδες του Κατσαρού, που τις τραγουδάει η Δ. Σαμίου.
Ο Ποταμός παίζεται και σε πολλά άλλα νησιά. Ανήκει στην κατηγορία εκίνη των αιγαιοπελαγίτικων συρτών με τις πλούσιες, «αφηγηματικές» μελωδίες, που είτε είναι οργανικές (όπως ο Πολίτικος συρτός) είτε έχουν και τραγούδι (όπως ο Σηλυβριανός), περιλαμβάνουν πολλά μελωδικά επεισόδια. Σκοποί που προήλθαν από τα απέναντι παράλια, είτε Πόλη (όπως φαίνεται να μαρτυρούν οι τίτλοι των δύο ως άνω σκοπών) είτε Σμύρνη. Ο τρόπος που έφτασαν στα νησιά ήταν πολύ απλός: οι πρώτοι που έφεραν στα νησιά τα βιολιά και κάθε άλλο σχετικό όργανο (σαντούρι, κλαρίνο, λαούτο) έφεραν και το ρεπερτόριο στο οποίο είχαν μάθει το όργανο. Πιο πριν, τα νησιά είχαν μόνο τα εντελώς τοπικά και ιδιοκατασκευαζόμενα όργανα, λύρα, τσαμπούνα, σουραύλι και τουμπάκι (κάποια από αυτά ή και όλα σε κάθε νησί) με πολύ πιο αρχαϊκό ρεπερτόριο, μινιμαλιστικό και επαναληπτικό.
Μαρτυρίες και αφηγήσεις για βιολατόρους και άλλους μουσικούς που είτε έρχονταν από την Πόλη ή τη Σμύρνη στα νησιά, είτε πήγαιναν εκεί από τα νησιά για να μάθουν να παίζουν υπάρχουν πάρα πολλές. Και το χαρακτηριστικό δίστιχοο «Στη Σμύρνη θε να πάω να μάθω το βιολί / κι ύστερα θα σε πάρω με την υπομονή». Η πιο παλιά καλά τεκμηριωμένη τέτοια περίπτωση είναι βέβαια ο Νισύριος, ο οποίος ανάμεσα σ’ άλλα έχει ηχογραφήσει και τον Ποταμό.
https://rebetiko.sealabs.net/display.php?d=0&recid=13343
Αυτή η εκτέλεση όχι μόνο είναι οργανική, αλλά δεν περιλαμβάνει ολωσδιόλου την πάρτα της φωνής. Δεν ξέρω αν υπήρχε και τότε και απλώς ο Νισύριος δε θέλησε να την περιλάβει, ή αν προστέθηκε αργότερα. Γεγονός είναι ότι έτσι όπως το ακούμε, καθαρά οργανικό, φαίνεται μια άρτια σύνθεση, δεν της λείπει κάτι. Από την άλλη πλευρά, ο Κατσαρός πρέπει να την είχε ακούσει με τραγούδι στο δικό του νησί από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Χωρίς την πάρτα της φωνής το παίζει το 1959 και ο Παύλος Κουρούνης, ιστορικό βιολί της Καλύμνου και μαθητής του Νισύριου. Και μάλιστα ενώ μετά, που γυρίζουν σε μπάλο, όχι απλώς μπαίνει και τραγούδι αλλά είναι το αρκετά συμβατικό «Μάτια σαν και τα δικά σου» με πρίμο σεγκόντο! Δεν ξέρω αν σήμερα παίζεται ο Ποταμός στην Κάλυμνο, δεν τον έχω ακούσει, πάντως σίγουρα δε θα είναι σ’ αυτό το στυλ: το σημερινό (από το Έννημα και δώθε, τουλάχιστον) καλύμνικο παίξιμο είναι πολύ πιο ιδιωματικό, τόσο στο βιολί και το λαούτο όσο και σ’ αυτές καθαυτές τις μελωδίες και, αν μη τι άλλο, πολύ πιο αργό.
Χωρίς την πάρτα της φωνής το έπαιξαν κι αυτοί οι Ανδριώτες μουσικοί το 1958, αλλά αυτοί παίζουν μια πιο σύντομη εκτέλεση και αρκετά νωρίς γυρίζουν σε άλλο σκοπό, πάλι μπάλο (άλλον, και οι δύο σμυρναίικοι). Αν τον κράταγαν περισσότερη ώρα δεν ξέρουμε αν θα έπαιζαν και το τραγουδιστό θέμα οργανικά. Αντίθετα σ’ αυτή την ονειρική σύγχρονη ανδριώτικη εκτέλεση, παρόλο που κι αυτή είναι οργανική, παίζουν και την τραγουδιστή φράση. Και πάλι η μελωδική αφήγηση είναι ολοκληρωμένη χωρίς ούτε να της λείπει ούτε να της περισσεύει τίποτε, ωστόσο γίνεται φανερό ότι η τραγουδιστή φράση (επειδή ακριβώς είναι τραγουδιστή) είναι άλλης δομής από όλες τις υπόλοιπες του κομματιού.
Πιο τραγουδοκεντρικά έχει επικρατήσει να παίζεται ο ποταμός στη Νάξο. Αρχίζει μάλιστα με μια συγκεκριμένη μαντινάδα, την ίδια πάντα, που φαίνεται να δικαιολογεί και το όνομα του σκοπού:
Όμορφος που 'ναι ο ποταμός με τις πολλές φυλλάδες (=πικροδάφνες),
κι ο κάμπος με τα λούλουδα και με τις πρασινάδες.
Λέω «φαίνεται», αν και μάλλον πιστεύω ότι η μαντινάδα -που έτσι κι αλλιώς κυκλοφορεί σε διάφορα νησιά σε παραλλαγή χωρίς ποταμό- ταίριαξε στον σκοπό που ήδη λεγόταν (ποιος ξέρει γιατί) Ποταμός, παρά ότι ονομάστηκε από μια μαντινάδα που δεν υπάρχει παρά μόνο σε νεότερες ναξιώτικες εκτελέσεις. Εδώ ο Ποταμός της Νάξου, ενταγμένος σε σειρά με άλλα δυο συρτά όπως παίζονται στη Νάξο, με το άλλο τεράστιο βιολί, τον Ζευγόλη, και την Ειρήνη Κονιτοπούλου.
Εδώ πάλι μια μάλλον απροσδόκητη εκτέλεση, με πηλιορείτικους ζουρνάδες:
Το Πήλιο, αν και κρατάει -τελευταίο μάλλον στη Θεσσαλία- τη στεριανή παράδοση των ζουρνάδων, παράλληλα είναι σε μεγάλο βαθμό μια μουσικά αιγαιοπελαγίτικη περιοχή.
Και τέλος, έτσι για να φανεί το εύρος της διάδοσης, και μια σύγχρονη εκτέλεση από τη Χίο. Και αυτή, όπως και η πηλιορείτικη, είναι χωρίς την τραγουδιστή πάρτα (εκτός αν έχω αρχίσει να χάνω τον λογαριασμό από τις πολλές που άκουσα απανωτά).
Μικρασιάτικη εκτέλεση δεν έχω εντοπίσει καμία. Ούτε καν κάποια σύγχρονη που να φέρεται με τον χαρακτηρισμό μικρασιάτικο. Μόνο αυτήν του Σίμωνα Καρά, που όμως είναι έντονα διαμεσολαβημένη. Και είναι η πιο αξιοπερίεργη, καθώς χρησιμοποιείται για αφηγηματικό τραγούδι, πολύστιχο, ενώ όλες οι υπόλοιπες είναι είτε καθαρά οργανικές, με ή χωρίς την τραγουδιστή πάρτα, είτε πάντως με μεμονωμένα δίστιχα και, σε κάθε περίπτωση, με έμφαση στη μελωδική «αφήγηση», δηλαδή με πολλές πάρτες δομημένες σε σεριρά (έστω και διαφορετική κατά τόπους και εποχές). Οι σκοποί για αφηγηματικά τραγούδια ποτέ δεν είναι έτσι, αντιθέτως έχουν περιορισμένη και επαναλαμβανόμενη μελωδία, ώστε η έμφαση να είναι στους στίχους.
Από την άλλη πλευρά, δε χωράει αμφιβολία ότι η τραγουδιστή φράση είναι η ίδια ανάμεσα στου Καρά και σε όσες άλλες έχουν ολωσδιόλου τέτοια φράση, αρχής γενομένης το 1931 από τον Κατσαρό. Ούτε χωράει αμφιβολία ότι όπως το λέει η χορωδία, έτσι θα το είχε καταγράψει ο Καράς από τους Μικρασιάτες πληροφορητές του.
Τα οργανικά όμως; Σε διάφορα σημεία, αρχή, μέση, τέλος, η ορχήστρα παρεμβάλλει διάφορα θέματα που κι αυτά είναι κοινά με των άλλων εκτελέσεων, αλλά φαίνονται κάπως αταίριαστα με το τραγούδι. Δε φαίνεται να υπάρχει καμία σταθερή δομή στο πώς εναλλάσσονται τα οργανικά θέματα με τα τραγουδιστά και μεταξύ τους, όπως συνηθίζεται πάντοτε σε τέτοιου είδους τραγούδια απανταχού του Ελληνισμού.
Διερωτώμαι μήπως αυτό που κατέγραψε ο Καράς ήταν σκέτες φωνές που έλεγαν αυτή τη μία φράση για κάθε στίχο, όπως είναι το πιο κλασικό για αφηγηματικά τραγούδια, και τα οργανικά προστέθηκαν από πρωτοβουλία της ορχήστρας; Καθόλου απίθανο δε θα μου φαινόταν να έλεγε κάποιος από τους μουσικούς «Μα αυτό το ξέρουμε, είναι ο Ποταμός, έχει και εισαγωγή και πολλά θέματα, θες να το βάλουμε;».
Μ’ όλα αυτά λοιπόν οδηγούμαι στο ερώτημα: μήπως κάποτε η μία τραγουδιστή φράση αφενός και όλες οι οργανικές αφετέρου ήταν δύο εντελώς ανεξάρτητοι σκοποί, ο ένας για αφηγηματικά τραγούδια, ο άλλος οργανικός, και λόγω κοινού μουσικού δρόμου κάποια στιγμή συζεύχθηκαν, και στον τραγουδιστό έλεγαν πλέον δίστιχα για να μη μετατοπίζεται η έμφαση από τη μελωδία στην παρακολούθηση μακροσκελών στιχουργημάτων; Για να μην πω: μήπως η αρχική και σκέτη φωνητική μελωδία δεν ήταν καν χορευτική; Γιατί δεν παύει να μου κάνει κάποια εντύπωση το τσάκισμα με την παραμάνα: τραγουδισμένος αργά και σε ελεύθερο ρυθμό, ο σκοπός θα μπορούσε όντως να είναι νανούρισμα. Ακριβέστερα, ένα τραγούδι που χρησιμοποιήθηκε και ως νανούρισμα - δε θα ήταν μοναδική περίπτωση, παρ’ ότι κατά κανόνα τα νανουρίσματα έχουν δικά τους λόγια που φυσικά μιλάνε για… νανούρισμα.